Την Πρωτομαγιά, όπως είναι γνωστό η Καθολική Εκκλησία εορτάζει τον Άγιο Ιωσήφ τον Μνήστορα, ως Προστάτη των εργατών. Όμως κατά τη φετινή χρονιά επειδή η πρωτομαγιά έπεσε μέσα στην διακαινήσιμο εβδομάδα δεν επιτρέπεται η τέλεση άλλων Θείων Λειτουργιών εκτός από τη Λειτουργία της ημέρας. Η κάθε ημέρα της δικαινησίμου εβδομάδας είναι ημέρα του Πάσχα διότι όλη η εβδομάδα χαρακτηρίζεται ως tamquam una dies σαν μία ημέρα.
Το απόγευμα στις 6.30 τελέστηκε η Αρχιερατική πανηγυρική Θεία Λειτουργία της Τετάρτης του Πάσχα και προσφέρθηκε και προς τιμήν του Αγίου Ιωσήφ, Προστάτη των εργαζομένων.
Μαζί με τον Αρχιεπίσκοπό μας π. Νικόλαο συλλειτούργησε ο εφημέριος της ποιμαντικής ενότητας Κώμης και υπεύθυνος του Ναού του Αγίου Ιωσήφ π. Πέτρος Σοκολόφσκυ.
Η συμμετοχή στην Πανήγυρη των ευλαβών του Αγίου ήταν ικανοποιητική παρόλο που την ίδια ημέρα τελέστηκαν αναστάσιμες Θείες Λειτουργίες σε αρκετά εξωκλήσια του νησιού με τα σχετικά ελκυστικά επακόλουθα.
Ο Αρχιεπίσκοπος στο κήρυγμά του αναφέρθηκε στο περιστατικό των μαθητών της Εμμαούς, που ήταν το Ευαγγέλιο της ημέρας και είπε:
Η διήγηση των μαθητών της Εμμαούς είναι μία από τις ωραιότερες σελίδες του ευαγγελίου.
Οι δύο μαθητές είναι θλιμμένοι. Είδαν να καταρρέουν τα όνειρά τους, να αποτυχαίνουν τα σχέδιά τους. Περίμεναν ένα ένδοξο Μεσσία, ένα δυνατό και ισχυρό Βασιλιά και νικητή και βρέθηκαν μπροστά σε έναν αποτυχημένο προφήτη. Ο δάσκαλοι του Νόμου δίδασκαν πως ο Μεσσίας θα ζούσε χίλια χρόνια και ο Ιησούς πέθανε μόλις στα τριάντα τρία του.
Η ιστορία των μαθητών της Εμμαούς είναι και δική μας ιστορία. Κι εμείς βρισκόμαστε κάποιες φορές σε παρόμοιες καταστάσεις. Κι εμείς πολλές φορές αισθανόμαστε κουρασμένοι, θλιμμένοι, σκυθρωποί. Δεν μπορούμε να βλέπουμε τους αθώους να σύρονται στο θάνατο, τους φτωχούς να καταδικάζονται, να καταπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα, να βλέπουμε κοινωνίες που έχουν ως επίσημη αλήθεια το ψέμα. Όταν αναγκάζονται οι προφήτες να σιωπούν, να οδηγούνται στο θάνατο.
Οι δύο μαθητές της Εμμαούς γνωρίζουν καλά τη ζωή του Ιησού. Κάνουν μια θαυμάσια περίληψή της, όπως αυτή που γινόταν στην κατήχηση της πρώτης Εκκλησίας (στίχοι 19-20), όμως η παρουσίασή της έχει ένα μεγάλο κενό: σταματά στη διαπίστωση της νίκης του θανάτου: “Οι άρχοντές μας – εξηγεί ο Κλεόπας – τον παρέδωσαν για να θανατωθεί και μετά τον σκότωσαν” (στίχος 20) και ενώ πέρασαν τώρα τρεις μέρες, αυτός ο θάνατος πρέπει να θεωρείται οριστικός.
Γι’ αυτό εξ άλλου εγκατέλειψαν την κοινότητα των μαθητών, την ομάδα εκείνων που συνέχισαν να αναζητούν μία απάντηση σε όσα περίεργα είχαν συμβεί. Προτίμησαν θα φύγουν.
Η μαρτυρία των μυροφόρων δεν τους ήταν ούτε αρκετή ούτε διαφωτιστική.
Όμως ο Ιησούς δεν εγκαταλείπει τους ανθρώπους που επιλέγουν το δρόμο της εγκατάλειψης, της επιστροφής στο σπίτι τους, τους γίνεται συνοδοιπόρος.
Η πορεία του αναστημένου Χριστού με τον μαθητή Κλεόπα και τον άλλο τον ανώνυμο μαθητή είναι μία πορεία των Γραφών: Είναι ο λόγος του Θεού που αποκαλύπτει το Μυστήριο.
Πριν καταλάβουν τις Γραφές οι δύο μαθητές σκέπτονται ως άνθρωποι, δεν βλέπουν με τα μάτια του Θεού όσα συνέβησαν, γι’ αυτό ο Ιησούς τους παρατηρεί: “Ω ανόητοι και σκληροί στην καρδιά στο να πιστέψετε στο λόγο των προφητών! Όλα αυτά δεν έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας για να εισέλθει στη δόξα του;» (στίχοι 25-26).
Η πορεία του σταυρού είναι αδιανόητη για τους ανθρώπους, μόνο όποιος διαβάζει τις Γραφές ανακαλύπτει ότι ο Θεός είναι τόσο μεγάλος για να μπορεί να δημιουργήσει από την αμαρτία του ανθρώπου το μεγαλείο της σωτηρίας του. Δεν φτάνει να διαβάζουμε το λόγο του Θεού, πρέπει και να τον καταλαβαίνουμε, γι’ αυτό είναι ανάγκη κάποιος να μας εξηγήσει και μάλιστα όχι με βαριές και βαθιές θεολογικές αρχές αλλά καίγοντάς μας τις καρδιές, όπως ο Ιησούς τις καρδιές των μαθητών της Εμμαούς.
Το ίδιο βράδυ της Ανάστασης οι μαθητές βρίσκονται στο σπίτι τους και ο Ιησούς είναι μαζί τους. Όταν κάθισαν στο τραπέζι «πήρε το ψωμί πρόφερε τα λόγια της ευλογίας, το τεμάχισε και τους το έδωσε» (v. 30). Είναι εύκολο να καταλάβουμε πως ο Λουκάς θέλει να μας διδάξει: πως τα μάτια του χριστιανού ανοίγουν και αναγνωρίζουν τον αναστημένο Ιησού στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία.
Στη διήγηση των μαθητών της Εμμαούς υπάρχουν όλα τα στοιχεία της Θείας Λειτουργίας. Υπάρχει η είσοδος του Λειτουργού, μετά η ακολουθία του λόγου, το κήρυγμα και η ερμηνεία των Γραφών και στο τέλος ο τεμαχισμός του άρτου, η αποστολή και η απόλυση.
Μόνο τη στιγμή της κοινωνίας τα μάτια ανοίγουν και οι μαθητές συνειδητοποιούν ότι ο Αναστημένος Ιησούς είναι ανάμεσά τους. Αλλά χωρίς τον Λόγο, δεν θα είχαν φθάσει να τον ανακαλύψουν ούτε κατά τον τεμαχισμό του άρτου.
Κατά την τέλεση της Ευχαριστίας οι χριστιανοί μπορούν να τον θαυμάσουν μέσω των συμβόλων, αλλά τη στιγμή που τον αναγνωρίζουν εκείνος γίνεται αόρατος, άφαντος. Δεν εξαφανίζεται, αλλά απλώς τα φυσικά μάτια δεν μπορούν να τον βλέπουν.
Ένα άλλο στοιχείο αυτής της διήγησης είναι το γεγονός ότι τη στιγμή που τον αναγνωρίζουν, τρέχουν να αναγγείλουν την ανακάλυψή τους στους αδελφούς τους. Αυτή η αναγγελία συνοδεύεται από μία ομολογία πίστης: “Αληθινά είδαμε τον Κύριο”… Αυτός είναι και ο τελικός ευχαριστιακός ύμνος. Ο ήχος αυτού του ύμνου συνοδεύει τους μαθητές όλη την εβδομάδα, και η χαρά που αναγγείλουν στους αδελφούς τους.
Αυτή αδελφοί μου είναι η πορεία κάθε χριστιανικής κοινότητας, κάθε τοπικής Εκκλησίας, γι’ αυτό και δεκαοκτώ περίπου χρόνια πριν, όταν μαζί αρχίσαμε να αποτελούμε αυτή την τοπική Εκκλησία, εσείς ως ποίμνιο και εγώ ως ποιμένας σας, έθεσα ως παράδειγμα της πορείας μας την πορεία των μαθητών της Εμμαούς και ως πνευματικό λογότυπο το ΜΕΙΝΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΚΥΡΙΕ.
Στη διάρκεια της Θείας Κοινωνίας η γνωστή μας μουσικός κα Κατερίνα έπαιξε με το επαγγελματικό φλάουτο κλασικό κομμάτι και οι αδελφές «Δούλες του Κυρίου και της Αειπαρθένου Μαρίας» πολυφωνικό μελωδικότατο ύμνο.
Μετά την απόλυση οι επίτροποι του Ναού και ο Σύλλογος Κώμης, Περάστρας, Μοναστηρίων πρόσφεραν παραδοσιακό κέρασμα.