5 Νοεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Αποστολική Επιστολή του Άγιου Πατέρα Φραγκίσκου «Με την καρδιά ενός Πατέρα»

 
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ
 
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ 150ής  ΕΠΕΤΕΙΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΣΗΦ
ΩΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
 
Με καρδιά ενός πατέρα: έτσι ο Ιωσήφ αγάπησε το Ιησού, ο οποίος και στα τέσσερα Ευαγγέλια αναφέρεται ως «ο υιός του Ιωσήφ».[1]
 
Οι δύο Ευαγγελιστές που ανέδειξαν τη μορφή του, ο Ματθαίος και ο Λουκάς, διηγούνται ελάχιστα για τον Ιωσήφ, αλλά αρκετά για να κατανοήσουμε τι είδους πατέρας ήταν αυτός, καθώς και την αποστολή  που του εμπιστεύθηκε η Θεία Πρόνοια.
 
Γνωρίζουμε ότι ήταν ένας απλός ξυλουργός (βλ. Μτ 13,55), αρραβωνιασμένος με τη Μαρία (βλ. Μτ 1,18· Λκ 1,27), ένας άνθρωπος δίκαιος (Μτ 1,19), πάντοτε έτοιμος να επιτελέσει το θέλημα του Θεού, το οποίο Εκείνος φανέρωσε στον Μωσαϊκό νόμο (βλ. Λκ 2,22· 27,39) και μέσω τεσσάρων ονείρων στον ίδιο τον Ιωσήφ (βλ Μτ 1,20· 2,13· 19.22). Μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι από τη Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ, είδε να γεννιέται ο Μεσσίας μέσα σε έναν στάβλο, διότι «δεν βρήκαν μέρος στο πανδοχείο» (Λκ 2,7). Υπήρξε μάρτυρας της προσκύνησης των ποιμένων (βλ. 2,8-20) και των Μάγων (βλ. 2,1-12), οι οποίοι αντιπροσωπεύουν αντιστοίχως τον λαό του Ισραήλ και τους εθνικούς.
 
Είχε το θάρρος να αναλάβει τη νομική πατρότητα του Ιησού, στον οποίο έδωσε το όνομα που του είχε αποκαλύψει ο Άγγελος: «θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, διότι αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες τους» (Μτ 1,21). Καθώς είναι  γνωστό, το να δώσεις ένα όνομα σε ένα πρόσωπο ή σε ένα πράγμα, για τους αρχαίους λαούς σήμαινε να το καταστήσεις μέλος ενός συνόλου, όπως έγινε με τον Αδάμ στη διήγηση της Γένεσης (βλ. 2, 19-20).
 
Στο Ναό, σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση, ο Ιωσήφ και μητέρα του Βρέφους το προσέφεραν στον Κύριο, και άκουσε έκπληκτος την προφητεία του Συμεών για τον Ιησού και τη Μαρία (βλ. Λκ 2,22-35). Για να προστατεύσει τον Ιησού από τον Ηρώδη, έμεινε ως ξένος στην Αίγυπτο (βλ, Μτ 2,13-18). Αφού επέστρεψε στην πατρίδα του, έζησε στην αφάνεια, στο μικρό και άγνωστο χωριό της Ναζαρέτ της Γαλιλαίας – απ’ όπου, καθώς λεγόταν, «κανένας προφήτης δεν εξέρχεται» και «δεν μπορεί να βγει κάτι καλό» (βλ. Ιω 7,52· 1,46) –, μακριά από τη Βηθλεέμ, τη γενέτειρα πόλη του, και από την Ιερουσαλήμ, όπου υψωνόταν ο Ναός. Όταν κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στην Ιερουσαλήμ έχασαν τον δωδεκάχρονο Ιησού, εκείνος και η Μαρία τον αναζήτησαν αγχωμένοι και τον βρήκαν στο Ναό να κάθεται ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις (βλ. Λκ 2,41-50).
 
Μετά την Αγία Θεοτόκο Μαρία, κανένας Άγιος δεν απασχόλησε τόσο το διδακτικό έργο των Παπών όσο ο Ιωσήφ, ο Μνήστωρ αυτής. Οι Προκάτοχοί μου εμβάθυναν στο μήνυμα που περικλείεται στις λίγες πληροφορίες τις οποίες μας μετέδωσαν τα Ευαγγέλια, με σκοπό να φανεί πληρέστερα ο κεντρικός ρόλος του Ιωσήφ στην ιστορία της σωτηρίας: ο Μακάριος Πίος Θ’ τον ανακήρυξε «Προστάτη της Καθολικής Εκκλησίας»[2], ο Σεβάσμιος Πίος ΙΒ’ τον παρουσίασε ως «Προστάτη των εργαζομένων»[3] και ο Άγιος Ιωάννης-Παύλος Β’ ως «Φύλακα του Λυτρωτή».[4] Ο λαός τον επικαλείται ως «προστάτη του καλού θανάτου».[5]
 
Γι’ αυτό, με τη συμπλήρωση 150 χρόνων από την ανακήρυξή του ως Προστάτη της Καθολικής Εκκλησίας από τον Μακάριο Πίο Θ’ στις 8 Δεκεμβρίου 1870, καθώς «το στόμα μιλάει από το περίσσευμα της καρδιάς», όπως λέει ο Ιησούς (βλ. Μτ 12,34), θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές προσωπικές σκέψεις για την εξαιρετική αυτή μορφή, την τόσο κοντινή στην ανθρώπινη κατάσταση του καθενός από εμάς. Η επιθυμία αυτή αυξήθηκε κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών της πανδημίας, καθώς συνειδητοποιούμε, εν μέσω της κρίσης που μας πλήττει αυτή τη στιγμή, ότι «οι ζωές μας υφαίνονται και υποστηρίζονται από απλούς ανθρώπους – συνήθως λησμονημένους –, οι οποίοι δεν εμφανίζονται στους τίτλους των εφημερίδων και των περιοδικών, ούτε στις φανταχτερές σκηνές των σόου, αλλά που αναμφίβολα διαμορφώνουν σήμερα τα γεγονότα της ιστορίας μας: γιατροί, νοσηλευτικό και νοσοκομειακό προσωπικό, υπάλληλοι στα σουπερμάρκετ, εργαζόμενοι στις καθαριότητες, αποκλειστικές νοσοκόμες, τραυματιοφορείς, δυνάμεις της τάξης, εθελοντές, ιερείς, μοναχές και μοναχοί, και τόσοι πολλοί άλλοι, οι οποίοι έχουν κατανοήσει ότι κανείς δεν σώζεται μόνος του. […] Πόσοι άνθρωποι κάνουν κάθε μέρα υπομονή και ενσταλάζουν ελπίδα, φροντίζοντας να μη σκορπίσουν πανικό αλλά συνυπευθυνότητα. Πόσοι πατέρες, μητέρες, παππούδες και γιαγιάδες, δάσκαλοι, δείχνουν στα μικρά παιδιά μας, με μικρές και καθημερινές πράξεις, πώς να αντιμετωπίσουν και να ξεπεράσουν μια κρίση αναπροσαρμόζοντας συνήθειες, υψώνοντας τα βλέμματα και προτρέποντας στην προσευχή. Πόσα πρόσωπα προσεύχονται, προσφέρουν και μεσολαβούν για το καλό όλων».[6] Στον Άγιο Ιωσήφ όλοι μπορούν να βρουν τον άνθρωπο που περνά απαρατήρητος, τον άνθρωπο που έχει μια καθημερινή, διακριτική και «κρυφή» παρουσία, έναν μεσολαβητή, ένα στήριγμα και έναν οδηγό στις δύσκολες στιγμές. Ο Άγιος Ιωσήφ μας υπενθυμίζει ότι όλοι αυτοί που είναι φαινομενικά κρυμμένοι ή «στη δεύτερη γραμμή», ασκούν έναν απαράμιλλο πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στην ιστορία της σωτηρίας. Σε όλους αυτούς αξίζει ένα λόγος αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης.                                         
  1. Ένας πατέρας αγαπητός
Το μεγαλείο του Αγίου Ιωσήφ έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε ο σύζυγος της Παρθένου Μαρίας και ο πατέρας του Ιησού. Με αυτή την ιδιότητα, «έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία όλου του σχεδίου της σωτηρίας» βεβαιώνει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.[7]
Ο Άγιος Παύλος Στ’ παρατηρεί πως η πατρότητά του Αγίου Ιωσήφ εκφράστηκε συγκεκριμένα «στο ότι κατέστησε τη ζωή του μια υπηρεσία, μια θυσία, στο μυστήριο της ενσαρκώσεως και στη συνδεδεμένη με αυτό λυτρωτική αποστολή· στο ότι χρησιμοποίησε τη νομική εξουσία, που ανήκε σε αυτόν, επί της αγίας οικογένειας, για να της προσφέρει ολοκληρωτικά τον εαυτό του, τη ζωή του, την εργασία του· στο ότι την κλήση του ως άνθρωπος στην οικογενειακή αγάπη, τη μετέστρεψε προσφέροντας υπεράνθρωπα τον εαυτό του, την καρδιά του και κάθε ικανότητά του στην αγάπη για την υπηρεσία του Μεσσία, ο οποίος βλάστησε στην οικία του».[8]
 
Για τον ρόλο του αυτό στην ιστορία της σωτηρίας, ο Άγιος Ιωσήφ είναι ο πατέρας που αγαπήθηκε από τον χριστιανικό λαό, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι σε όλο τον κόσμο αφιερώθηκαν σε αυτόν πολυάριθμοι ναοί· ότι πολλά θρησκευτικά Τάγματα, Αδελφότητες και εκκλησιαστικές ομάδες εμπνεύστηκαν από την πνευματικότητά του και φέρουν το όνομά του· και ότι, εδώ και αιώνες, ποικίλες παραδοσιακές εκφράσεις ευλάβειας τελούνται προς τιμήν του. Πολλοί Άγιοι και Αγίες υπήρξαν ένθερμοι ευλαβείς του, μεταξύ των οποίων η Θηρεσία της Άβιλα, η οποία τον είχει επιλέξει ως πνευματικό συνήγορο και ιερό μεσίτη, εμπιστευόμενη σ’ εκείνον τον εαυτό της και λαμβάνοντας όλες τις χάρες που του ζητούσε· έτσι, παίρνοντας θάρρος από το δικό της βίωμα, η Αγία έπειθε τους άλλους να είναι ευλαβείς σ’ εκείνον.[9]
 
Σε κάθε εγχειρίδιο προσευχών βρίσκεται κάποια προσευχή στον Άγιο Ιωσήφ. Ειδικές παρακλήσεις απευθύνονται σε αυτόν κάθε Τετάρτη και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια όλου του μήνα Μαρτίου, που παραδοσιακά είναι αφιερωμένος σ’ εκείνον.[10]
 
Η εμπιστοσύνη του λαού στον Άγιο Ιωσήφ συνοψίζεται στη φράση ite ad Ioseph” (“πηγαίνετε στον Ιωσήφ”), που αναφέρεται στον καιρό του λιμού στην Αίγυπτο, όταν ο λαός ζητούσε το ψωμί από τον Φαραώ και εκείνος απαντούσε: «Πηγαίνετε στον Ιωσήφ, κάνετε αυτό που θα σας πει» (Γεν 41,55). Επρόκειτο για τον Ιωσήφ, τον υιό του Ιακώβ, που οι αδελφοί του είχαν πωλήσει από φθόνο (Γεν 37,11-28) και ο οποίος – σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση – έγινε στη συνέχεια αντιβασιλέας της Αιγύπτου (βλ. Γεν 41,41-44).
Ως απόγονος του Δαβίδ (βλ. Μτ 1,16.20), έπρεπε από τη ρίζα του να βλαστήσει ο Ιησούς, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δοθεί στον Δαβίδ από τον προφήτη Νάθαν (βλ. Β’Σαμ 7), και ως σύζυγος της Μαρίας από τη Ναζαρέτ, ο Άγιος Ιωσήφ υπήρξε ο σύνδεσμος μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
  1. Ένας πατέρας τρυφερός
Ο Ιωσήφ είδε να προοδεύει ο Ιησούς μέρα με τη μέρα «σε σοφία, ηλικία και χάρη ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων» (Λκ 2,52). Όπως ο Κύριος έκανε με τον Ισραήλ, έτσι και ο Ιωσήφ «του δίδαξε να περπατάει, κρατώντας τον από το χέρι: ήταν γι’ αυτόν όπως ο πατέρας που παίρνει ένα βρέφος στην αγκαλιά του, σκύβει επάνω του για να του δώσει να φάει» (βλ. Ωσ 11,3-4).
Ο Ιησούς είδε στον Ιωσήφ την τρυφερότητα του Θεού: «όπως σπλαχνίζεται ο πατέρας τα παιδιά του, έτσι σπλαχνίζεται ο Κύριος όσους τον φοβούνται» (Ψλ 103,13).
 
Ο Ιωσήφ θα είχε βεβαίως ακούσει στη συναγωγή, κατά την προσευχή των ψαλμών, ότι ο Θεός του Ισραήλ είναι ένας Θεός τρυφερότητας,[11] ότι είναι γλυκύς με όλους και ότι «η απέραντη ευσπλαχνία του αγκαλιάζει όλα τα έργα του» (Ψλ 145,9).
 
Η ιστορία της σωτηρίας πραγματοποιείται διαμέσου των αδυναμιών μας, όπως συνέβη με τον Αβραάμ, ο οποίος «παρ’ όλο που δεν είχε λόγο να ελπίζει, έδειξε εμπιστοσύνη και στήριξε την ελπίδα του στον Θεό» (Ρωμ 4,18). Πολλές φορές σκεφτόμαστε πως ο Θεός εμπιστεύεται μόνο την καλή και ισχυρή πλευρά του εαυτού μας, ενώ στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος των σχεδίων του πραγματοποιείται διαμέσου της αδυναμίας μας και παρά την αδυναμία μας. Αυτό είναι που κάνει τον Απόστολο Παύλο να πει: «Για να μην περηφανεύομαι, ο Θεός μου έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην περηφανεύομαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντηση του ήταν: “Σου αρκεί η χάρη μου, διότι η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου”» (Β’Κορ 12,7-9).
 
Δεδομένου ότι αυτό είναι μέρος ολόκληρης της οικονομίας της σωτηρίας, πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τις αδυναμίες μας με τρυφερή ευσπλαχνία.[12]
 
Ο Πονηρός, μας κάνει να βλέπουμε αρνητικά την αδυναμία μας, το Άγιο Πνεύμα ωστόσο τη φέρνει στο φως με τρυφερότητα. Η τρυφερότητα είναι ο καλύτερος τρόπος για να αγγίξουμε ό,τι είναι εύθραυστο μέσα μας. Το να κουνάμε το δάκτυλο απειλητικά και να κατακρίνουμε τους άλλους, πολύ συχνά είναι σημείο της ανικανότητας να αποδεχτούμε μέσα μας τη δική μας αδυναμία, τη δική μας ευαλωτότητα. Μόνο η τρυφερότητα θα μας σώσει από τα έργα του Κατηγόρου (βλ. Αποκ 12,10). Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να συναντούμε την Ευσπλαχνία του Θεού, ιδίως στο Μυστήριο της Συμφιλίωσης, βιώνοντας μια εμπειρία αλήθειας και τρυφερότητας. Παραδόξως, και ο Πονηρός μπορεί να μας πει την αλήθεια, αλλά, αν το κάνει, είναι για να μας καταδικάσει. Εμείς, όμως, γνωρίζουμε ότι η Αλήθεια που προέρχεται από τον Θεό, δεν μας καταδικάζει, αλλά μας αποδέχεται, μας αγκαλιάζει, μας στηρίζει, μας συγχωρεί. Η Αλήθεια παρουσιάζεται σ’ εμάς πάντοτε όπως ο ευσπλαχνικός Πατέρας της παραβολής (βλ. Λκ 15,11-32): έρχεται να μας συναντήσει, να μας ξαναδώσει την αξιοπρέπεια, να μας βάλει να σταθούμε πάλι στα πόδια, να γιορτάσει μαζί μας, «διότι αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε» (στ. 24).
Ακόμη και μέσα από τους φόβους του Ιωσήφ, περνά το θέλημα του Θεού, η ιστορία Του και το σχέδιό Του. Έτσι ο Ιωσήφ μας διδάσκει ότι η πίστη στον Θεό περιλαμβάνει επίσης την πίστη ότι Εκείνος μπορεί να δράσει και μέσα από τους φόβους μας, τις αδυναμίες μας, τα λάθη μας. Και μας διδάσκει ότι μέσα στις καταιγίδες της ζωής δεν πρέπει να φοβόμαστε να αφήνουμε στον Θεό το πηδάλιο της βάρκας μας. Μερικές φορές θέλουμε να ελέγχουμε τα πάντα, αλλά Εκείνος έχει πάντοτε ένα ευρύτερο βλέμμα.
  1. Ένας πατέρας υπάκουος
Όπως έπραξε ο Θεός με την Παρθένο Μαρία, όταν της φανέρωσε το σωτήριο σχέδιό Του, έτσι αποκάλυψε και στον Ιωσήφ τα σχέδιά Του. Το έκανε μέσα από τα όνειρα, τα οποία στη Βίβλο, όπως σε όλους τους αρχαίους λαούς, θεωρούνταν ως ένα από τα μέσα με τα οποία ο Θεός φανερώνει το θέλημά Του.[13]
 
Ο Ιωσήφ έχει έντονη αγωνία εμπρός στην ακατανόητη εγκυμοσύνη της Μαρίας: δεν θέλει να την «κατηγορήσει δημόσια»,[14] αλλά αποφασίζει «να την αποπέμψει κρυφά» (Μτ 1,19). Στο πρώτο όνειρο, ο άγγελος τον βοηθά να λύσει το σοβαρό του δίλημμα: «μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου, διότι το παιδί που περιμένει, προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, διότι αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες τους» (Μτ 1,20-21). Η απάντησή του υπήρξε άμεση: «Όταν ξύπνησε ο Ιωσήφ από το όνειρο, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου» (Μτ 1,24). Με την υπακοή ξεπέρασε το δράμα του και έσωσε τη Μαρία.
 
Στο δεύτερο όνειρο, ο άγγελος προστάζει τον Ιωσήφ: «Σήκω αμέσως, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο και μείνε εκεί ωσότου σου πω: Διότι ο Ηρώδης όπου να ’ναι θα ψάξει να βρει το παιδί, για να το σκοτώσει» (Μτ 2,13). Ο Ιωσήφ δεν δίστασε να υπακούσει, χωρίς να αναρωτηθεί για τις δυσκολίες που θα συναντούσε: «σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και μέσα στη νύκτα έφυγε για την Αίγυπτο. Εκεί έμεινε ώσπου πέθανε ο Ηρώδης» (Μτ 2,14-15).
 
Στην Αίγυπτο, με εμπιστοσύνη και υπομονή, περίμενε την ειδοποίηση, την οποία του είχε υποσχεθεί ο άγγελος, για να επιστρέψει στη χώρα του. Ο θείος αγγελιοφόρος, σε ένα τρίτο όνειρο, αφού τον ενημέρωσε ότι πέθαναν αυτοί που ζητούσαν να θανατώσουν το παιδί, τον προστάζει να σηκωθεί, να πάρει μαζί του το παιδί και τη μητέρα του και να επιστρέψει στη γη του Ισραήλ (βλ Μτ 2,19-20). Ο Ιωσήφ ακόμη μια φορά υπακούει χωρίς δισταγμό: «σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και γύρισε πάλι στη γη του Ισραήλ» (Μτ 2,21).
 
Αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής, «όταν έμαθε πως βασιλιάς της Ιουδαίας είναι ο Αρχέλαος, στη θέση του πατέρα του, του Ηρώδη, φοβήθηκε να εγκατασταθεί εκεί. Με θεϊκή εντολή, όμως, που του δόθηκε στο όνειρό του – και είναι η τέταρτη φορά που αυτό συμβαίνει – αναχώρησε για τη περιοχή της Γαλιλαίας. Ήλθε, λοιπόν, κι εγκαταστάθηκε στην πόλη Ναζαρέτ» (Μτ 2,22-23).
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, από την πλευρά του, αναφέρει ότι ο Ιωσήφ αντιμετώπισε το μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι από τη Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ, για να καταγραφεί στην πόλη καταγωγής του κατά την απογραφή του αυτοκράτορα Καίσαρα Αυγούστου. Κατ’ αυτή ακριβώς την περίσταση γεννήθηκε ο Ιησούς (βλ. 2,1-7), και η γέννησή του, όπως αυτή κάθε άλλου παιδιού, καταγράφηκε στο ληξιαρχείο της Αυτοκρατορίας.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, ιδιαιτέρως, φροντίζει να τονίσει ότι οι γονείς του Ιησού τηρούσαν όλες τις προδιαγραφές του Νόμου: το τυπικό της περιτομής του Ιησού, του καθαρισμού της Μαρίας μετά τον τοκετό, της προσφοράς στον Θεό του πρωτότοκου (βλ. 2,12-24).[15]
Σε κάθε περίσταση της ζωής του, ο Ιωσήφ στάθηκε ικανός να προφέρει το δικό του «γένοιτο», όπως η Μαρία κατά τον Ευαγγελισμό και ο Ιησούς στη Γεθσημανή.
 
Ο Ιωσήφ, στο ρόλο του ως επικεφαλής μιας οικογένειας, δίδαξε στον Ιησού να είναι υπάκουος στους γονείς (βλ. Λκ 2,51), σύμφωνα με την εντολή του Θεού (βλ. Εσδ 20,12).
 
Κατά τη διάρκεια των κρυφών χρόνων στη Ναζαρέτ, ο Ιησούς, παραδειγματιζόμενος από τον Ιωσήφ, έμαθε να εκτελεί το θέλημα του Πατέρα. Το θέλημα αυτό έγινε η καθημερινή του τροφή (βλ. Ιω 4,34). Ακόμη και στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής του, την οποία βίωσε στη Γεθσημανή, προτίμησε να κάνει το θέλημα του Πατέρα και όχι το δικό του[16] και «ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου» (Φιλ 2,8). Για τον λόγο αυτό ο συγγραφέας της Επιστολής προς τους Εβραίους συμπεραίνει ότι ο Ιησούς «έμαθε μέσα από τα παθήματά του την υπακοή» (5,8).
 
Όλα αυτά καθιστούν σαφές ότι ο Ιωσήφ «κλήθηκε από τον Θεό να υπηρετήσει το πρόσωπο και την αποστολή του Ιησού απευθείας μέσω της άσκησης της πατρότητάς του: με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο Ιωσήφ, στο πλήρωμα του χρόνου, συνεργάζεται στο μεγάλο μυστήριο της Απολύτρωσης και είναι αληθινά υπηρέτης της σωτηρίας».[17]
  1. Ένας πατέρας που αποδέχεται
Ο Ιωσήφ δέχεται τη Μαρία χωρίς να θέσει όρους προληπτικούς. Εμπιστεύεται στα λόγια του Αγγέλου. «Η ευγένεια της καρδιάς του τον κάνει να υποτάσσει στην αγάπη όσα έμαθε για τον νόμο. Και σήμερα, σ’ αυτό τον κόσμο όπου η ψυχολογική, λεκτική και φυσική βία εναντίον των γυναικών είναι ολοφάνερη, ο Ιωσήφ παρουσιάζεται ως μια μορφή ανθρώπου που έχει πλήρη σεβασμό και λεπτότητα, ο οποίος, παρότι ακόμη δεν κατανοεί πλήρως, αποφασίζει για την υπόληψη, την αξιοπρέπεια και τη ζωή της Μαρίας. Και μέσα στις αμφιβολίες του για το πώς να ενεργήσει με τον καλύτερο τρόπο, ο Θεός τον βοήθησε να επιλέξει φωτίζοντας την κρίση του».[18]
 
Πολλές φορές, στη ζωή μας, συμβαίνουν γεγονότα των οποίων το νόημα δεν κατανοούμε. Συχνά, η πρώτη μας αντίδραση είναι η απογοήτευση και η εξέγερση. Ο Ιωσήφ αφήνει κατά μέρος τους συλλογισμούς του, για να δώσει χώρο σ’ αυτό που συμβαίνει και, όσο και αν στα μάτια του φαίνεται μυστηριώδες, αυτός το δέχεται, αναλαμβάνει την ευθύνη του και συμφιλιώνεται με την ιστορία του. Αν δεν συμφιλιωθούμε με την ιστορία μας, δεν θα μπορέσουμε ούτε ένα βήμα να πάμε παραπέρα, διότι θα παραμένουμε πάντοτε όμηροι των προσδοκιών μας και των συνακόλουθων απογοητεύσεων.
 
Η πνευματική πορεία την οποία ο Ιωσήφ μας δείχνει, δεν είναι ένα δρόμος που εξηγεί, αλλά ένας δρόμος που αποδέχεται. Μόνο ως αποτέλεσμα αυτής της αποδοχής, αυτής της συμφιλίωσης, μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε μια ευρύτερη ιστορία, μια βαθύτερη έννοια. Εδώ φαίνεται να αντηχούν τα φλογερά λόγια του Ιώβ, όταν η γυναίκα του τον παροτρύνει να επαναστατήσει για όλο το κακό που του συνέβαινε: «Μιλάς σαν ανόητη! Μόνο τα καλά θα δεχόμαστε από τον Θεό; Δεν πρέπει να δεχτούμε και τα άσχημα;» (Ιωβ 2,10).
 
Ο Ιωσήφ δεν είναι ένας άνθρωπος που υποτάσσεται παθητικά. Απεναντίας, χαρακτηρίζεται από έναν θαρραλέο και ισχυρό πρωταγωνισμό. Η αποδοχή είναι ένας τρόπος μέσω του οποίου φανερώνεται στη ζωή μας η δωρεά της δύναμης που μας χορηγείται από το Άγιο Πνεύμα. Μόνο ο Κύριος μπορεί να μας δώσει τη δύναμη να αποδεχτούμε τη ζωή έτσι όπως είναι, να δώσουμε χώρο ακόμη και στο μέρος εκείνο της ζωής που είναι αντιφατικό, απροσδόκητο και απογοητευτικό.
 
Ο ερχομός του Ιησού ανάμεσά μας είναι ένα δώρο του Πατέρα, ώστε ο καθένας να συμφιλιώνεται με τη σάρκα της ιστορίας του ακόμη και όταν δεν την κατανοεί σε όλο της το βάθος.
 
Όπως ο Θεός είπε στον Άγιό μας: «Ιωσήφ, υιέ του Δαβίδ, μη φοβηθείς να πάρεις στον οίκο σου τη Μαριάμ» (Μτ 1,20), φαίνεται να επαναλαμβάνει και σ’ εμάς: «Μη φοβάστε!». Πρέπει να παραμερίσουμε τον θυμό και την απογοήτευση, και – όχι με αίσθημα υποταγής, αλλά με ελπίδα και θάρρος – να αγκαλιάσουμε αυτό που δεν επιλέξαμε και που όμως υπάρχει. Η αποδοχή της ζωής με αυτό τον τρόπο, μας εισάγει σε ένα μυστικό νόημα. Η ζωή του καθενός από εμάς μπορεί να ξεκινήσει εκ νέου θαυματουργικά, αν βρούμε το θάρρος να τη ζήσουμε σύμφωνα με αυτό που μας υποδεικνύει το Ευαγγέλιο. Και δεν έχει σημασία αν τώρα πλέον τα πάντα έχουν πάρει έναν εσφαλμένο δρόμο και αν κάποια πράγματα δεν μπορούν πλέον να διορθωθούν. Ο Θεός μπορεί να κάνει να φυτρώσουν λουλούδια ανάμεσα στα βράχια. Ακόμη κι αν μας επιπλήττει για κάτι η καρδιά μας, Εκείνος «είναι μεγαλύτερος από την καρδιά μας και γνωρίζει τα πάντα» (A’Ιω 3,20).
Εδώ, για άλλη μια φορά, συναντάμε τον χριστιανικό ρεαλισμό, πως δεν απορρίπτουμε τίποτα από αυτό που υπάρχει. Η πραγματικότητα, μέσα στη μυστηριώδη και αμετάκλητη πολυπλοκότητά της, είναι φορέας ενός υπαρξιακού νοήματος που έχει φωτεινά σημεία και σκιές. Αυτό είναι που κάνει τον Απόστολο Παύλο να λέει: «Είμαστε βέβαιοι ότι, αν αγαπά κανείς τον Θεό, ο Θεός κάνει τα πάντα να συντελούν στο καλό του» (Ρωμ 8,28), με τον Άγιο Αυγουστίνο να προσθέτει: «ακόμη και αυτό που ονομάζεται κακό (etiam illud quod malum dicitur)».[19] Στην ευρύτερη αυτή προοπτική, η πίστη δίνει νόημα σε κάθε ευχάριστο ή δυσάρεστο γεγονός.
 
Μακριά, λοιπόν, από εμάς η σκέψη ότι «πιστεύω» σημαίνει πως βρήκα εύκολες παρηγορητικές λύσεις. Αντιθέτως, η πίστη που μας δίδαξε ο Χριστός, είναι αυτή που βλέπουμε στον Άγιο Ιωσήφ, η οποία δεν αναζητεί σύντομους δρόμους, αλλά αντιμετωπίζει «με ανοικτά μάτια» αυτό που συμβαίνει, αναλαμβάνοντας σε πρώτο πρόσωπο την ευθύνη.
 
Η στάση του Ιωσήφ μας προσκαλεί να αποδεχόμαστε τους άλλους, χωρίς αποκλεισμούς, έτσι όπως είναι, επιφυλάσσοντας μια ξεχωριστή αγάπη στους αδύναμους, διότι ο Θεός διαλέγει αυτούς που είναι ανίσχυροι (βλ. Α’Κορ 1,27), είναι «πατέρας των ορφανών και βοηθός στις χήρες» (Ψλ 68,6) και προστάζει να αγαπούμε τον ξένο.[20] Θέλω να φαντάζομαι ότι από τη στάση του Ιωσήφ, ο Ιησούς πήρε την αφορμή για να διηγηθεί την παραβολή του ασώτου υιού και του ευσπλαχνικού πατέρα (βλ. Λκ 15,11-32).
  1. Ένας δημιουργικά θαρραλέος πατέρας
Αν το πρώτο βήμα κάθε αληθινής εσωτερικής θεραπείας είναι να αποδεχόμαστε την ιστορία μας, δηλαδή να αφήνουμε χώρο μέσα μας και σ’ αυτό που δεν επιλέξαμε εμείς στη ζωή μας, είναι χρήσιμο ωστόσο να προσθέσουμε ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό: το δημιουργικό θάρρος. Αυτό προκύπτει προπάντων όταν συναντούμε δυσκολίες. Πράγματι, εμπρός σε μια δυσκολία μπορούμε να σταματήσουμε ή να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, είτε να επινοήσουμε κάποια διέξοδο. Μερικές φορές, είναι ακριβώς οι δυσκολίες που κάνουν να εξέλθουν από εμάς δυνάμεις, τις οποίες ούτε καν είχαμε φανταστεί ότι διαθέτουμε.
 
Πολλές φορές, διαβάζοντας τις ευαγγελικές αφηγήσεις της παιδικής ηλικίας του Ιησού, αναρωτιόμαστε γιατί ο Θεός δεν παρενέβη με τρόπο άμεσο και σαφή. Αλλά ο Θεός παρεμβαίνει διαμέσου γεγονότων και προσώπων. Ο Ιωσήφ είναι ο άνθρωπος που επέλεξε ο Θεός για να καθοδηγήσει τις απαρχές της ιστορίας της λύτρωσης. Αυτός είναι το αληθινό «θαύμα» με το οποίο ο Θεός σώζει το βρέφος και τη μητέρα του. Ο Ουρανός παρεμβαίνει εμπιστευόμενος το δημιουργικό θάρρος αυτού του ανθρώπου, ο οποίος, φθάνοντας στη Βηθλεέμ και μη βρίσκοντας ένα πανδοχείο όπου η Μαρία να μπορέσει να γεννήσει, βρίσκει έναν στάβλο και τον τακτοποιεί, προκειμένου να γίνει όσο το δυνατόν ένας φιλόξενος χώρος για τον Υιό του Θεού που έρχεται στον κόσμο (βλ. Λκ 2,6-7). Εμπρός στον επικείμενο κίνδυνο του Ηρώδη, ο οποίος θέλει να θανατώσει το Βρέφος, ο Ιωσήφ ειδοποιείται ακόμη μια φορά σε όνειρο να προστατεύσει το Βρέφος, και μέσα στην καρδιά της νύκτας οργανώνει τη φυγή στην Αίγυπτο (βλ. Μτ 2,13-14).
 
Σε μια επιφανειακή ανάγνωση αυτών των διηγήσεων, έχει κανείς την εντύπωση ότι ο κόσμος είναι στο έλεος των ισχυρών και των δυνατών, αλλά η «καλή αγγελία» του Ευαγγελίου συνίσταται στο να καταστήσουμε γνωστό πως, παρά την αυθαιρεσία και τη βία των ισχυρών της γης, ο Θεός βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να πραγματοποιήσει το σχέδιό του να μας σώσει. Και η ζωή μας, μερικές φορές, φαίνεται να είναι στο έλεος των ισχυρών δυνάμεων, αλλά το Ευαγγέλιο μας λέει πως αυτό που έχει αξία, είναι ότι ο Θεός βρίσκει πάντοτε έναν τρόπο να μας σώσει, υπό τον όρο να εμφορούμαστε με το ίδιο δημιουργικό θάρρος του ξυλουργού της Ναζαρέτ, ο οποίος ξέρει να μετατρέπει ένα πρόβλημα σε μια ευκαιρία προτάσσοντας πάντοτε την εμπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια.
 
Αν μερικές φορές ο Θεός φαίνεται να μην μας βοηθά, ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε εγκαταλειφθεί, αλλά απεναντίας ότι Αυτός έχει εμπιστοσύνη πως είμαστε ικανοί να σχεδιάσουμε, να είμαστε δημιουργικοί και να βρούμε λύσεις οι ίδιοι.
 
Πρόκειται για το ίδιο δημιουργικό θάρρος που επέδειξαν οι φίλοι του παραλυτικού, οι οποίοι, για να τον παρουσιάσουν στον Ιησού, τον κατέβασαν από τη στέγη (βλ. Λκ 5,17-26). Η δυσκολία δεν σταμάτησε την τόλμη και την επιμονή αυτών των φίλων. Αυτοί ήταν πεπεισμένοι πως ο Ιησούς μπορούσε να θεραπεύσει τον άρρωστο, και «επειδή δεν βρήκαν τρόπο να τον περάσουν μέσα εξαιτίας του πλήθους, ανέβηκαν στη στέγη και ανάμεσα από τα κεραμίδια τον κατέβασαν μαζί με το κρεβάτι στη μέση, μπροστά στον Ιησού. Εκείνος όταν είδε την πίστη τους, είπε: «Άνθρωπε, σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου» (στ. 19-20). Ο Ιησούς αναγνωρίζει τη δημιουργική πίστη με την οποία αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να του φέρουν τον άρρωστο φίλο τους.
 
Το Ευαγγέλιο δεν μας δίνει πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο που η Παρθένος Μαρία, ο Ιωσήφ και το Θείο Βρέφος έμειναν στην Αίγυπτο. Όμως ασφαλώς θα υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν τροφή, ένα σπίτι, μια εργασία. Δεν απαιτείται πολλή φαντασία για να κατανοήσουμε τη σιωπή του Ευαγγελίου εν προκειμένω. Η αγία οικογένεια υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα προβλήματα όπως όλες οι άλλες οικογένειες, όπως πολλοί αδελφοί μας μετανάστες, που ακόμη σήμερα διακινδυνεύουν τη ζωή τους εξωθούμενοι από τις συμφορές και από την πείνα. Υπό αυτή την έννοια, πιστεύω πως ο Άγιος Ιωσήφ είναι πραγματικά ένας ιδιαίτερος προστάτης για όλους αυτούς που αναγκάζονται να αφήσουν τη γη τους εξαιτίας των πολέμων, του μίσους, των διώξεων και της εξαθλίωσης.
 
Στο τέλος κάθε περιπέτειας  της οποίας πρωταγωνιστής είναι ο Ιωσήφ, το Ευαγγέλιο σημειώνει ότι αυτός σηκώνεται, παίρνει μαζί του το παιδί και τη μητέρα του, και εκτελεί αυτό που ο Θεός του έχει προστάξει (βλ. Μτ 1,24· 2,14· 21).  Πράγματι, ο Ιησούς και η Μητέρα του Μαρία είναι ο πιο πολύτιμος θησαυρός της πίστεώς μας.[21]
 
Στο σχέδιο της σωτηρίας δεν μπορούμε να χωρίσουμε τον Υιό από τη Μητέρα του, από εκείνη που «βάδισε στην προσκυνηματική πορεία της πίστεως και διατήρησε με πιστότητα την ένωσή της  με τον Υιό έως τον σταυρό».[22]
 
Οφείλουμε πάντοτε να αναρωτιόμαστε αν προστατεύουμε με όλες τις δυνάμεις μας τον Ιησού και την Παρθένο Μαρία, διότι αυτοί έχουν ανατεθεί μυστηριωδώς στη δική μας ευθύνη, φροντίδα και φύλαξη. Ο Υιός του Παντοδύναμου έρχεται στον κόσμο σε μια κατάσταση μεγάλης αδυναμίας. Εχει ανάγκη από τον Ιωσήφ, έτσι ώστε ο Ιωσήφ να τον υπερασπίζεται, να τον προστατεύει, να τον φροντίζει, να τον μεγαλώνει. Ο Θεός εμπιστεύεται αυτόν τον άνθρωπο, όπως κάνει η Παρθένος Μαρία, η οποία βρίσκει στον Ιωσήφ αυτόν που όχι μόνο θέλει να της σώσει τη ζωή, αλλά θα μεριμνεί πάντοτε για εκείνη και για το Βρέφος. Υπό αυτή την έννοια, ο Άγιος Ιωσήφ δεν μπορεί να μην είναι ο Φύλακας τη Εκκλησίας, διότι η Εκκλησία είναι η προέκταση του Σώματος του Χριστού μέσα στην ιστορία, και ταυτόχρονα στη μητρότητα της Εκκλησίας υποκρύπτεται η μητρότητα της Μαρίας.[23] Ο Ιωσήφ, συνεχίζοντας να προστατεύει την Εκκλησία, συνεχίζει να προστατεύει το Θείο Βρέφος και τη Μητέρα του, και εμείς επίσης αγαπώντας την Εκκλησία συνεχίζουμε να αγαπούμε το Θείο Βρέφος και τη Μητέρα του.
Αυτό το Βρέφος είναι Εκείνος που θα πει: «Σας βεβαιώνω πως αφού πράξατε αυτά για έναν από τους άσημους αδερφούς μου, τα πράξατε για μένα» (Μτ 25,40). Έτσι κάθε άνθρωπος που έχει ανάγκη, κάθε φτωχός, κάθε πονεμένος, κάθε ετοιμοθάνατος, κάθε ξένος, κάθε φυλακισμένος, κάθε άρρωστος, είναι «το Βρέφος» το οποίο ο Ιωσήφ συνεχίζει να φυλάει. Ιδού γιατί ο Άγιος Ιωσήφ έχει ανακηρυχτεί ως προστάτης των δυστυχισμένων, των ενδεών, των εξορίστων, των θλιμμένων, των φτωχών, των ετοιμοθάνατων. Και ιδού επίσης γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί να μην αγαπά προπάντων τους τελευταίους των ανθρώπων, διότι ο Ιησούς είχε μια προτίμηση γι’ αυτούς, μια προσωπική ταύτιση μαζί τους. Από τον Ιωσήφ οφείλουμε να διδαχθούμε τη δική του φροντίδα και υπευθυνότητα: να αγαπούμε το Θείο Βρέφος και τη Μητέρα του, να αγαπούμε τα ιερά Μυστήρια και τη φιλανθρωπία· να αγαπούμε την Εκκλησία και τους φτωχούς. Κάθε μια από αυτές τις πραγματικότητες είναι πάντοτε το Θείο Βρέφος και η Μητέρα του.
  1. Ένας εργαζόμενος πατέρας
Μια πτυχή που χαρακτηρίζει τον Άγιο Ιωσήφ και που αναδείχθηκε ήδη από την εποχή της πρώτης κοινωνικής Εγκυκλίου, τη Rerum novarum, του Πάπα Λέοντος ΙΓ’ είναι η σχέση του με την εργασία. Ο Άγιος Ιωσήφ ήταν ένας ξυλουργός που εργάστηκε τίμια για να εξασφαλίσει τα προς το ζην της οικογένειάς του. Από αυτόν ο Ιησούς έμαθε τη σπουδαιότητα, την αξιοπρέπεια και τη χαρά αυτού που σημαίνει να τρως το ψωμί, τον καρπό της εργασίας σου.
 
Στη σημερινή εποχή, στην οποία η εργασία φαίνεται να αποτελεί ξανά ένα επείγον κοινωνικό ζήτημα και η ανεργία κατά καιρούς φθάνει σε εντυπωσιακά επίπεδα, ακόμη και σε αυτές τις χώρες όπου επί δεκαετίες επικρατούσε μια κάποια ευημερία, είναι αναγκαίο, με ανανεωμένη συνείδηση, να  κατανοήσουμε τη σημασία της εργασίας, η οποία δίνει αξιοπρέπεια και της οποίας ο Άγιός μας είναι υποδειγματικός προστάτης.
 
Η εργασία γίνεται συμμετοχή στο ίδιο το έργο της σωτηρίας, μια ευκαιρία για να επισπευθεί η άφιξη της Βασιλείας, να αναπτυχθούν οι δυνατότητες και τα χαρίσματα του καθενός, θέτοντάς τα στην υπηρεσία της κοινωνίας και των αδελφικών σχέσεών μας. Η εργασία γίνεται ευκαιρία πραγμάτωσης όχι μόνο του ιδίου του εαυτού μας, αλλά προπάντων εκείνου του πρωταρχικού πυρήνα της κοινωνίας που είναι η οικογένεια. Μια οικογένεια που στερείται την εργασία είναι περισσότερο εκτεθειμένη σε δυσκολίες, εντάσεις, ρήξεις, ακόμη και στον απεγνωσμένο πειρασμό της διάλυσης. Πώς μπορούμε να μιλάμε για ανθρώπινη αξιοπρέπεια χωρίς να στρατευθούμε για να διασφαλίσουμε ότι όλοι και ο καθένας θα μπορούν να έχουν τη δυνατότητα μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης;                  
 
Ο άνθρωπος που εργάζεται, οποιαδήποτε και αν είναι η εργασία του, συνεργάζεται με τον ίδιο τον Θεό, γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, δημιουργός του κόσμου που μας περιβάλλει. Η σημερινή κρίση, που είναι οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πνευματική, μπορεί να αντιπροσωπεύει για όλους μια έκκληση να ανακαλύψουμε εκ νέου την αξία, τη σημασία και την αναγκαιότητα της εργασίας προκειμένου να δημιουργήσουμε μια νέα «κανονικότητα», στην οποίαν κανένας δεν θα είναι αποκλεισμένος. Η εργασία του Αγίου Ιωσήφ μας υπενθυμίζει ότι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός δεν αρνήθηκε την εργασία. Η απώλεια της εργασίας, που επηρρεάζει τόσους πολλούς αδελφούς και αδελφές, και που αυξήθηκε το τελευταίο διάστημα εξαιτίας της πανδημίας της Covid-19, πρέπει να χρησιμεύσει ως κάλεσμα να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητές μας. Ας επικαλεσθούμε τον Άγιο Ιωσήφ τον Εργάτη, ώστε να βρούμε τρόπους για να εκφράσουμε τη σταθερή πεποίθησή μας: κανένας νέος, κανένα πρόσωπο, καμία οικογένεια χωρίς εργασία!
  1. Ένας πατέρας που μένει στη σκιά
Ο Πολωνός συγγραφέας Jan Dobraczynski, στο βιβλίο του Η σκιά του Πατέρα,[24] διηγήθηκε σε μορφή μυθιστορήματος τη ζωή του Αγίου Ιωσήφ. Με την υποβλητική εικόνα της σκιάς ορίζει τη μορφή του Ιωσήφ, ο οποίος, σε σχέση με τον Ιησού είναι η σκιά του Ουράνιου Πατέρα επί της γης: τον φυλάει, τον προστατεύει, δεν απομακρύνεται ποτέ από Αυτόν προκειμένου να ακολουθεί τα βήματά του. Σκεφτόμαστε αυτό που ο Μωυσής υπενθυμίζει στους Ισραηλίτες: «Στην έρημο είδατε πώς ο Κύριος, ο Θεός σας, σας σήκωσε στα χέρια του, όπως ένας άνθρωπος σηκώνει το παιδί του, σε όλο τον δρόμο στον οποίο πορευθήκατε» (βλ. Δτ 1,31). Με παρόμοιο τρόπο ο Ιωσήφ άσκησε την πατρότητά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.[25]
 
Πατέρας δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Και δεν γίνεσαι μόνο επειδή φέρνεις στον κόσμο ένα παιδί, αλλά επειδή φροντίζεις υπεύθυνα γι’ αυτό. Κάθε φορά που κάποιος αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής ενός άλλου, κατά κάποιο τρόπο ασκεί την πατρότητα προς αυτόν.
 
Μέσα στην σημερινή κοινωνία, συχνά τα παιδιά φαίνονται να είναι ορφανά από πατέρα. Ακόμη και η σημερινή Εκκλησία έχει ανάγκη από πατέρες. Είναι πάντοτε επίκαιρη η νουθεσία του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους: «Κι αν ακόμα έχετε χιλιάδες δασκάλους στη ζωή σας με τον Χριστό, δεν έχετε βεβαίως πολλούς πατέρες» (Α’Κορ 4,15). Και κάθε ιερέας ή επίσκοπος πρέπει να είναι σε θέση να προσθέσει όπως ο Απόστολος: «Εγώ σαν πατέρας σάς γέννησα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου» (αυτόθι). Και στους Γαλάτες λέει: «Παιδιά μου, για σας πάλι περνώ τους πόνους της γέννας, ώσπου να διαμορφωθεί μέσα σας ο Χριστός» (4,19).
 
Το να είμαστε πατέρες σημαίνει να εισάγουμε τον υιό στην εμπειρία τη ζωής, στην πραγματικότητα. Σημαίνει να μην τον εμποδίζουμε να βρει τον δρόμο του, να μην τον φυλακίζουμε, να μην τον κατέχουμε, αλλά να τον καθιστούμε ικανό για επιλογές, για ελευθερία, για αφετηρίες. Ίσως γι’ αυτό, δίπλα στην ονομασία του «πατέρα», η παράδοση έδωσε στον Ιωσήφ και αυτή του «αγνότατου». Δεν είναι μια ένδειξη καθαρά συναισθηματική, αλλά η σύνθεση μιας στάσης που εκφράζει το αντίθετο της ιδιοκτησίας. Η αγνότητα είναι ελευθερία από την κτητικότητα σε κάθε σφαίρα της ζωής κάποιου. Μόνο όταν μια αγάπη είναι αγνή, είναι αληθινή αγάπη. Η αγάπη που θέλει να κατέχει, στο τέλος γίνεται πάντοτε επικίνδυνη, φυλακίζει, πνίγει, προκαλεί δυστυχία. Ο ίδιος ο Θεός αγάπησε τον άνθρωπο με αγνή αγάπη, αφήνοντάς τον ελεύθερο ακόμη και να σφάλλει και να τοποθετείται ενάντια σ’ Εκείνον. Η λογική της αγάπης είναι πάντοτε μια λογική ελευθερίας, και ο Ιωσήφ ήξερε να αγαπά με τρόπο εξαιρετικά ελεύθερο. Ποτέ δεν έθεσε τον εαυτό του στο κέντρο. Ήξερε να τοποθετείται έξω από αυτό, και να θέτει στο κέντρο της ζωής του τη Μαρία και τον Ιησού.
 
Η ευτυχία του Ιωσήφ δεν έγκειται στη λογική της αυτοθυσίας, αλλά της αυτοπροσφοράς. Η επίμονη σιωπή του δεν υποδηλώνει παράπονα, αλλά πάντοτε συγκεκριμένες πράξεις εμπιστοσύνης. Ο κόσμος έχει ανάγκη από πατέρες, αρνείται τους δυνάστες, απορρίπτει δηλαδή αυτόν που θέλει να κατέχει ως κτήμα του τον άλλο για να γεμίσει το δικό του κενό. Απορρίπτει αυτούς που συγχέουν την εξουσία με τον αυταρχισμό, την υπηρεσία με τη δουλοπρέπεια, τη συζήτηση με την καταπίεση, την αληθινή φιλανθρωπία με τον παρεμβατισμό, τη δύναμη με την καταστροφή. Κάθε αληθινή κλήση γεννιέται από την αυτοπροσφορά, που είναι ο καρπός της ώριμης θυσίας. Και στην ιεροσύνη και στην αφιερωμένη ζωή ζητείται αυτού του είδους η ωριμότητα. Εκεί όπου μια κλήση στην έγγαμη, την άγαμη ή την παρθενική ζωή δεν φθάνει στην ωριμότητα της αυτοπροσφοράς, αλλά στέκεται μόνο στη λογική της θυσίας, τότε αντί να αποτελεί σημείο της ομορφιάς και της χαράς της αγάπης κινδυνεύει να εκφράσει δυστυχία, θλίψη και απογοήτευση.
 
Όταν οι πατέρες αντιστέκονται στον πειρασμό να επιβάλουν τη δική τους ζωή στα παιδιά τους, τότε ανοίγονται διάπλατα νέοι χώροι. Κάθε παιδί φέρει πάντοτε μαζί του ένα μυστήριο, μια πρωτοτυπία που πρέπει να ανακαλυφθεί με τη βοήθεια ενός πατέρα, ο οποίος σέβεται την ελευθερία του παιδιού του. Ενός πατέρα που έχει συνείδηση ότι εκπληρώνει την παιδαγωγική του δράση και ζει πλήρως την πατρότητα μόνο όταν καταλήγει «ανώφελος», όταν βλέπει ότι το παιδί αυτονομείται και βαδίζει από μόνο του στα μονοπάτια της ζωής, όταν ενστερνίζεται την κατάσταση του Ιωσήφ, ο οποίος ήξερε πάντοτε ότι το Βρέφος εκείνο δεν ήταν δικό του, αλλά ότι απλώς είχε ανατεθεί στη φροντίδα του. Κατά βάθος, αυτό είναι που αφήνει να εννοηθεί ο Ιησούς όταν λέει: «Πατέρα σας μην ονομάσετε κανέναν στη γη, διότι ένας είναι ο Πατέρας σας: ο ουράνιος» (Μτ 23,9).
Κάθε φορά που βρισκόμαστε στην κατάσταση να ασκήσουμε την πατρότητα, οφείλουμε πάντοτε να ενθυμούμαστε πως αυτή ποτέ δεν είναι μια άσκηση ιδιοκτησίας ενός παιδιού, αλλά ένα «σημείο» που παραπέμπει σε μια υψηλότερη πατρότητα.  Κατά κάποιο τρόπο, είμαστε όλοι σαν τον Ιωσήφ: μια σκιά του μοναδικού ουράνιου Πατέρα, ο οποίος, «ανατέλλει τον ήλιό του για κακούς και καλούς και στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους» (Μτ 5,45)· καθώς και μια σκιά που ακολουθεί τον Υιό Του.                                                              
* * *
«Σήκω, πάρε μαζί σου το παιδί και τη μητέρα του» (Μτ 2,13), λέει ο Θεός στον Άγιο Ιωσήφ.
 
Σκοπός αυτής της Αποστολικής Επιστολής είναι να αυξήσει την αγάπη προς αυτόν τον μεγάλο  Άγιο, για να επικαλούμαστε τη μεσιτεία του και να μιμούμαστε τις αρετές και τον ζήλο του.
Πράγματι, η ιδιαίτερη αποστολή των Αγίων δεν είναι μόνο να επιτυγχάνουν θαύματα και χάριτες, αλλά να πρεσβεύουν για εμάς ενώπιον του Θεού, όπως έκανε ο Αβραάμ[26] και ο Μωυσής,[27] όπως κάνει ο Ιησούς, ο μοναδικός μεσίτης (βλ. Α’Τιμ 2,5), ο οποίος δίπλα στον Πατέρα είναι ο «συνήγορός» μας (Α’Ιω 2,1), και «ζει αιώνια, για να μεσιτεύει για [εμάς]» (Εβρ 7,25· Βλ. Ρωμ 8,34).
 
Οι Άγιοι βοηθούν όλους τους πιστούς «να επιδιώκουν την αγιοσύνη και την τελειότητα της ιδιαίτερης κατάστασης της ζωής τους».[28] Και η ζωή των Αγίων είναι μια συγκεκριμένη απόδειξη ότι είναι δυνατό να βιώσουμε το Ευαγγέλιο.
 
Ο Ιησούς είπε: «Διδαχτείτε από το δικό μου παράδειγμα, διότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Μτ 11,29). Οι δικές τους ζωές είναι επίσης παραδείγματα προς μίμηση. Ο Απόστολος Παύλος το λέει ρητά: «Σας ζητώ λοιπόν να μου μοιάσετε!» (Α’Κορ 4,16).[29] Ο Άγιος Ιωσήφ το λέει αυτό διαμέσου της εύγλωττης σιωπής του.
 
Εμπρός στο παράδειγμα τόσων Αγίων ανδρών και γυναικών, ο Άγιος Αυγουστίνος αναρωτήθηκε απευθυνόμενος στον εαυτό του: «Αυτό που εκείνοι οι Άγιοι και οι Αγίες μπόρεσαν να κάνουν, εσύ δεν θα μπορέσεις να το κάνεις;». Και έτσι πλησίασε στην οριστική μεταστροφή του αναφωνώντας: «Αργά σε αγάπησα, Ωραιότητα τόσο παλαιά και τόσο νέα».[30]
 
Δεν μένει παρά να ζητήσουμε από τον Άγιο Ιωσήφ τη μεγαλύτερη χάρη: τη μεταστροφή μας.
 
Ας απευθύνουμε σε αυτόν την προσευχή μας:
Χαίρε, φύλακα του Λυτρωτή
και μνήστωρα της Παρθένου Μαρίας.
Σ’ εσένα ο Θεός ανέθεσε τον μονογενή του Υιό,
εσένα εμπιστεύθηκε η Παρθένος Μαρία,
μαζί σου ο Χριστός έγινε άνθρωπος.
 
Εσύ, μακάριε Ιωσήφ,
δείξε πως είσαι πατέρας και για εμάς
και οδήγησέ μας στην πορεία της ζωής.
Παρακάλεσε τον Κύριο να μας δίνει χάρη, έλεος και θάρρος,
και υπεράσπιζέ μας από κάθε κακό. Αμήν.
 
Δόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού, στις 8 Δεκεμβρίου,
κατά την πανήγυρη της Αμιάντου Συλλήψεως της Θεοτόκου, του έτους 2020,
ογδόου της Ποντιφικής μου διακονίας.
 
+ Φραγκίσκος
 
 
Μετάφραση: Πέτρος Ανδριώτης
Συνοδική επιτροπή μεταφράσεως εκκλησιαστικών κειμένων
——————————–
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
[1] Λκ 4,22· Ιω 6,42· βλ. Μτ 13,55· Μκ 6,3.
[2] S. Rituum Congreg., Quemadmodum Deus (8 Δεκεμβρίου 1870): ASS 6 (1870-71), 194.
[3] Βλ. Λόγος στους Χριστιανικούς Συνδέσμους Ιταλών Εργατών (ACLI) κατά την Πανηγύρη του Αγίου Ιωσήφ του Εργάτου (1 Μαΐου 1955): AAS 47 (1955), 406.
[4] Αποστ. Παραίνεση Redemptoris custos, (15 Αυγούστου 1989): AAS 82 (1990), 5-34.
[5] Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, 1014.
[6] Περίσκεψη εν καιρώ πανδημίας (27 Μαρτίου 2020): L’Osservatore Romano, 29 Μαρτίου 2020, σελ. 10.      
[7] In Matth. Hom, V, 3: PG 57, 58.
[8] Ομιλία (19 Μαρτίου 1966): Insegnamenti di Paolo VI, IV (1966), 110.
[9] Βλ. Βιβλίο της ζωής, 6, 6-8.
[10] Κάθε μέρα, επί σαράντα και πλέον χρόνια, μετά την Ιερά Ακολουθία των Αίνων, απαγγέλλω  μια προσευχή στον Άγιο Ιωσήφ, την οποία είχα βρει σε ένα Γαλλικό βιβλίο ευλαβείας του 19ου αιώνα, της Αδελφότητας των Μοναζουσών του Ιησού και της Παναγίας, που εκφράζει ευλάβεια, εμπιστοσύνη και ένα είδος έκκλησης στον Άγιο Ιωσήφ: «Ένδοξε Πατριάρχη Άγιε Ιωσήφ, του οποίου η δύναμη κάνει τα αδύνατα δυνατά, έλα σε βοήθειά μου αυτή τη στιγμή της αγωνίας και των δυσκολιών. Πάρε υπό την προστασία σου τις τόσο σοβαρές και δύσκολες καταστάσεις τις οποίες σου εμπιστεύομαι, ώστε να έχουν ευτυχή έκβαση. Αγαπημένε μου πατέρα, εναποθέτω σ’ εσένα όλη μου τη εμπιστοσύνη· και για να μην ειπωθεί ότι σε επικαλέστηκα μάταια, και επειδή εσύ μπορείς να επιτύχεις τα πάντα από τον Ιησού και τη Μαρία, δείξε μου ότι η καλοσύνη σου είναι τόσο μεγάλη όσο η δύναμή σου. Αμήν».
[11] Βλ. Δτ 4,31· Ψλ 69,17· 78,38· 86,5· 111,4· 116,5· Ιερ 31,20.
[12] Βλ. Αποστ. Παραίνεση, Η χαρά του Ευαγγελίου (24 Νοεμβρίου 2013), 88·288: AAS 105 (2013), 1057· 1136-1137.
[13] Βλ. Γεν 20,3· 28,12· 31,11.24· 40,8· 41,1-32· Αρ 12,6· Α’Σαμ 3,3-10· Δν 2; 4· Ιωβ 33,15.
[14] Στις περιπτώσεις αυτές προβλεπόταν και ο λιθοβολισμός (βλ. Δτ 22,20-21).
[15] Βλ. Λευ 12,1-8· Εξ 13,2.
[16] Βλ. Μτ 26,39· Μκ 14,36· Λκ 22,42.
[17] Άγ. Ιωάννης-Παύλος Β’, Αποστ. Παραίνεση Redemptoris custos, (15 Αυγούστου 1989), 8: AAS 82 (1990), 14.
[18] Ομιλία κατά τη Θεία Λειτουργία με Μακαριωνυμίες, Villavicencio – Κολομβία (8 Σεπτεμβρίου 2017): AAS 109 (2017).                     
[19] Enchiridion de fide, spe et caritate, 3.11· PL 40, 236.
[20] Βλ. Δτ 10,19· Εξ 22,20-22· Λκ 10,29-37.
[21] Βλ. S. Rituum Congreg., Quemadmodum Deus (8 Δεκεμβρίου 1870): ASS 6 (1870-71), 193· Πίος Θ’, Inclytum Patriarcam (7 Ιουλίου 1871): l.c., 324-327.
[22] Β΄ Οικουμ. Σύνοδος Βατικανού, Δογμ. Διάταξη, Lumen gentium, 58.
[23] Βλ. Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, 963-970.                                                                                                                             
[24] Πρωτότυπη έκδοση: Cień Ojca, Warszawa 1977.
[25] Βλ. Άγ. Ιωάννης-Παύλος Β’, Αποστ. Παραίνεση Redemptoris custos, 7-8: AAS 82 (1990), 12-16.                                                        
[26] Βλ. Γεν 18,23-32.
[27] Βλ. Εξ 17,8-13· 32,30-35.
[28] Β΄ Οικουμ. Σύνοδος Βατικανού, Δογμ. Διάταξη, Lumen gentium, 42.
[29] Βλ. Α’Κορ 11,1· Φιλ 3,17· Α’Θες 1,6.
[30] Εξομολογήσεις, 8, 11, 27· PL 32, 761· 10, 27, 38: PL 32, 795.
 
Προηγούμενο Άρθρο

Μήνυμα του Άγιου Πατέρα Φραγκίσκου για την 58η Παγκόσμια Ημέρα για τις Κλήσεις [2021]

Επόμενο Άρθρο

Ζωντανή αναμετάδοση της Επισκοπικής Χειροτονίας του Παν/τατου π. Ιωσήφ Πρίντεζη