Πριν από τα Χριστούγεννα, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ορισμένους πίνακες που απεικονίζουν τη Γέννηση του Ιησού, έργα τριών μεγάλων ζωγράφων, ως μια πορεία προετοιμασίας για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Οι καλλιτέχνες διαθέτουν συχνά διαισθήσεις όχι μόνο αισθητικές, αλλά και θεολογικές και πνευματικές, οι οποίες πολλές φορές διαφεύγουν από την καθαρά διανοητική ανάλυση.
Από νεαρή ηλικία με γοήτευαν αυτές οι καλλιτεχνικές διαισθήσεις, ιδίως επειδή κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Ιταλία είχα έναν καθηγητή ιστορίας της τέχνης που με έκανε να αγαπήσω βαθιά την τέχνη και ορισμένους ζωγράφους με ιδιαίτερο τρόπο. Ξεκινάμε σήμερα με τον Καραβάτζο.

Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ, ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ (1609)
(Εθνικό Μουσείο, Μεσσήνης, Σικελία)
Η «Προσκύνηση των Ποιμένων» του Καραβάτζο, που ζωγραφίστηκε στη Μεσσήνη το 1609, αποτελεί έργο βαθιά αντιπροσωπευτικό της ώριμης καλλιτεχνικής και ανθρώπινης πορείας του «καταραμένου ζωγράφου». Μέσα από το σοφό παιχνίδι φωτός και σκιάς –το περίφημο «φως της αλήθειας»– ο καλλιτέχνης παρουσιάζει μια Γέννηση απογυμνωμένη από κάθε θριαμβευτισμό, ικανή να εισαγάγει τον θεατή απευθείας στην καρδιά του χριστιανικού μυστηρίου. Δεν υπάρχουν άγγελοι ούτε πανηγυρικά άσματα· κυριαρχεί, αντίθετα, μια βαθιά σιωπή, φορτισμένη με δέος και προσμονή.
Ο χώρος είναι στενός και φτωχικός: ένα πρόχειρο ξύλινο καταφύγιο, με πατημένο χώμα για δάπεδο και λίγα άχυρα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Και ο ίδιος ο θεατής καλείται να εισέλθει «στις μύτες των ποδιών», σαν να φοβάται μήπως διαταράξει τη στιγμή. Στο κέντρο της σκηνής βρίσκεται η Μαρία, αναγνωρίσιμη μόνο από ένα σχεδόν αδιόρατο χρυσό φωτοστέφανο: όχι ως βασίλισσα, αλλά ως νεαρή γυναίκα εξαντλημένη από τον τοκετό και τον μακρύ δρόμο. Μισοκοιμισμένη, κρατά σφιχτά το Παιδί ως το μοναδικό της θησαυρό. Η στάση του σώματός της παραπέμπει άμεσα στα βυζαντινά εικονογραφικά σχήματα της Γέννησης, τα οποία ο Καραβάτζο επανερμηνεύει με συγκλονιστικό ρεαλισμό και τρυφερότητα. Ο ύπνος της Μαρίας μεταμορφώνεται σε έκφραση αγάπης: το ένα χέρι, χαλαρό, μαρτυρεί την κόπωση, ενώ το άλλο στηρίζει σταθερά το Παιδί, σε μια τρυφερή φροντίδα.
Ο Ιησούς αναπαύεται γαλήνια στην αγκαλιά της μητέρας Του, «ὡς παιδίον ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 131). Η λεπτομέρεια των μικρών δακτύλων που αγγίζουν το πέπλο της Μαρίας είναι βαθιά οικεία και μυστική, χαρακτηριστική της αυθεντικής φραγκισκανικής ευσέβειας. Μέσα στην ευθραυστότητα του Βρέφους αποκαλύπτεται ένας Θεός που εμπιστεύεται, που αποδέχεται το όριο της σάρκας ως χώρο φιλοξενίας για όλη την ανθρωπότητα.
Δίπλα στη Μαρία, ο Ιωσήφ αγρυπνά σιωπηλά. Τυλιγμένος σε έναν σκούρο μανδύα που θυμίζει μοναχικό ράσο, σχεδόν συγχέεται με τους ποιμένες. Η επιλογή αυτή αντανακλά τη νέα αποκατάσταση της μορφής του Ιωσήφ στην τέχνη του 17ου αιώνα, ιδίως στο πλαίσιο της πνευματικότητας του Τάγματος των Καπουτσίνων, όπου προβάλλεται ως πρότυπο ταπεινότητας, υπακοής και διακριτικής προστασίας.
Οι ποιμένες πλησιάζουν με στάσεις γεμάτες θαυμασμό, φόβο και σεβασμό. Τα χέρια του πρώτου ποιμένα, τοποθετημένα σε αντιστοιχία με εκείνα της Μαρίας, χαράσσουν ένα όριο που δεν πρέπει να παραβιαστεί: ένα χάδι που συγκρατείται, μια κίνηση που προστατεύει το μυστήριο αντί να το οικειοποιείται. Το όριο εδώ δεν είναι άρνηση, αλλά φύλαξη της ζωής, προϋπόθεση για να υπάρξει αληθινή συνάντηση. Ο δεύτερος ποιμένας, με τη δυναμική στάση και τη μυώδη σωματικότητά του, εμπνευσμένη από μικελαντζελικά πρότυπα, μοιάζει να προαισθάνεται ήδη το πάθος του Παιδιού, του Αμνού που προορίζεται για θυσία. Ο τρίτος, όρθιος και στηριγμένος στο ραβδί του, εμφανίζεται πιο κουρασμένος και απόμακρος. Σύμφωνα με μια εύγλωττη ερμηνεία, μπορεί να αποτελεί αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του Καραβάτζο, σημαδεμένου από τον φόβο, την εξορία και την ενοχή, αλλά που ακόμη τον αγγίζει μια αχτίδα φωτός-χάριτος.
Στο βάθος διακρίνονται μόλις ο όνος και ο βους, παραδοσιακές μορφές της Γέννησης, σύμβολα εκείνων που γνωρίζουν τον Κύριό τους, όπως θυμίζει ο προφήτης Ησαΐας. Στο προσκήνιο, ένα καλάθι με ψωμί, υφάσματα και εργαλεία παραπέμπει στη φροντίδα της καθημερινής ζωής και προαναγγέλλει τον ευχαριστιακό συμβολισμό. Όλα μιλούν για φτώχεια, κόπο και όριο, χωρίς όμως να κυριαρχεί η απελπισία: τα γήινα χρώματα διαπερνώνται από τη διαγώνια κόκκινη γραμμή του ενδύματος της Μαρίας και από το θερμό φως που αναδεικνύει τα πρόσωπα μέσα στο ημίφως.
Αυτή η «οδυνηρή Γέννηση» πρέπει να ιδωθεί και υπό το πρίσμα της προσωπικής ζωής του Καραβάτζο. Το 1609 ο καλλιτέχνης είναι φυγάς, καταδικασμένος σε θάνατο, εξαντλημένος από χρόνια περιπλάνησης και κυριευμένος από τον φόβο. Τα έργα αυτής της περιόδου συχνά αποπνέουν περισσότερο το δράμα του θανάτου παρά την ελπίδα της ανάστασης. Κι όμως, σε αυτή την εικόνα που προοριζόταν για τους Καπουτσίνους της Μεσσήνης, αναδύεται μια βαθιά ανάγκη για τρυφερότητα και παρηγοριά. Ο Καραβάτζο μεταφέρει στη σκηνή τη δική του εμπειρία ευθραυστότητας και απογύμνωσης, μετατρέποντάς την σε χώρο υποδοχής της χάρης.
Το μήνυμα που αναδύεται είναι βαθιά ευαγγελικό: ο Θεός δεν επιβάλλεται με δύναμη, αλλά προσφέρεται μέσα στην αδυναμία· δεν κυριαρχεί, αλλά ζητά φιλοξενία. Το όριο, όταν βιώνεται και γίνεται αποδεκτό, μεταμορφώνεται από τοίχο σε θύρα, από τέλος σε αρχή. Σε έναν κόσμο που εξυμνεί το μέγεθος και την επιτυχία, τα Χριστούγεννα μας παρουσιάζουν ένα Βρέφος: σημείο μιας δύναμης που αποκαλύπτεται ως αγάπη, πατρότητα και ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού, μέχρι τον σταυρό και την ανάσταση.
Η λιτή και ουσιώδης τέχνη του Καραβάτζο μας καλεί ακόμη και σήμερα να σταθούμε μπροστά σε αυτό το μυστήριο, να αναγνωρίσουμε το φως που αγγίζει πρόσωπα σημαδεμένα από κόπο και ανησυχία, και να αφεθούμε στη χάρη που αναγγέλλεται στους φτωχούς κάθε εποχής.
(Μια ιδέα από το bloc του ιερέα Don Antonio Scattolini)

