ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αριθ. Πρωτ.: 4390/12
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Προς τους Ιερείς, Μοναχούς, Μοναχές
και όλο τον ευλογημένο Λαό του Θεού
Προσφιλείς Αδελφοί και Αδελφές,
1. – Ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος ο ΙΣΤ’ κάλεσε τα ανά την Οικουμένη μέλη της Καθολικής Εκκλησίας να αφιερώσουν ένα έτος στην εμβάθυνση και στη μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των όσων πρεσβεύουν σχετικά με τα θέματα της Χριστιανικής Πίστεως. Αυτό το έτος το ονόμασε «Έτος της Πίστεως».
2. – Εμείς οι Επίσκοποί σας, σε κοινωνία με τον Επίσκοπο της Ρώμης, με την παρούσα Εγκύκλιο Επιστολή μας, καλούμε ολόκληρο το Λαό του Θεού της τοπικής μας Εκκλησίας να συμμετάσχει σε αυτό το σπουδαίο γεγονός, ώστε όλοι να το αγκαλιάσουμε, να το βιώσουμε και, ανταποκρινόμενοι στη χάρη του Θεού, να αναζωογονήσουμε την Εκκλησία μας.
Πότε θα πραγματοποιηθεί και με την ευκαιρία ποιών γεγονότων;
3. Στην Αποστολική Επιστολή «Η Θύρα της Πίστεως» (11 Οκτωβρίου 2011) με την οποία ο Πάπας Βενέδικτος ο ΙΣΤ’ αναγγέλλει αυτό το Έτος, ορίζεται η διάρκεια αυτού του γεγονότος και τονίζεται η αφορμή για την οποία ο Ποντίφικας έκρινε αναγκαία αυτήν την πρωτοβουλία: «Αποφάσισα να προκηρύξω ένα Έτος της πίστεως το οποίο θα αρχίσει στις 11 Οκτωβρίου 2012, πεντηκοστή επέτειο από την έναρξη της Β’ Συνόδου του Βατικανού και θα λήξει με την Πανήγυρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, Βασιλέα του Σύμπαντος, στις 24 Νοεμβρίου 2013. Στις 11 Οκτωβρίου 2012, συμπληρώνονται επίσης είκοσι χρόνια από τη δημοσίευση της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας… [Επιπλέον θα πραγματοποιηθεί] και η γενική συνέλευση της Συνόδου των Επισκόπων που ο ίδιος συγκάλεσα για το μήνα Οκτώβριο του 2012, με θέμα τον νέο ευαγγελισμό για την μετάδοση της χριστιανικής πίστεως»[1].
4. Τρία γεγονότα, λοιπόν, ενέπνευσαν τον Πάπα και αυτά πρέπει να δώσουν περιεχόμενο και στο Έτος της Πίστεως:
– Πενήντα χρόνια από την έναρξη της Β’ Συνόδου του Βατικανού.
– Είκοσι Χρόνια από τη δημοσίευση της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας.
– Η σύγκλιση της Συνόδου των Επισκόπων για το μήνα Οκτώβριο του 2012, με θέμα το νέο ευαγγελισμό για την μετάδοση της χριστιανικής πίστης και αυτό για να δοθεί μια «κατάλληλη ευκαιρία να εισέλθει ολόκληρη η Εκκλησία σε ένα καιρό ιδιαίτερου στοχασμού και εκ νέου ανακάλυψης της πίστης»[2].
5. – Εκτός από την Αποστολική Επιστολή «Η Θύρα της Πίστεως» του Πάπα Βενεδίκτου, έχουν δοθεί μερικές κατευθυντήριες γραμμές και από την Ρωμαϊκή Ιερά Σύνοδο για τη Διδασκαλία της Πίστης με τον τίτλο: «Σημείωμα με ποιμαντικές οδηγίες για το Έτος της Πίστεως» (= Ποιμαντικές οδηγίες).
Υπάρχει περιθώριο για απογοήτευση;
6. – Κάποιοι μπορούν να αναρωτηθούν: «Ακόμα ένα αφιερωματικό Έτος! Σε τι μπορεί να χρησιμεύσει;». Ξέρουμε όλοι πως την τελευταία δεκαετία έχουν προκηρυχτεί διάφορα έτη αφιερωμένα σε κάποιο σκοπό (το Έτος για την Αγία Ευχαριστία, το Έτος για τον Ιερέα, το Έτος για τον Άγιο Παύλο…). Τελικά οι δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν σε αυτά τα «έτη», είχαν κάποια μόνιμα και θετικά αποτελέσματα στις κοινότητες μας; Μόνο ο Θεός γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Όλες οι τοπικές μας Εκκλησίες δραστηριοποιηθήκαν για να μη χάσουμε αυτές τις ευκαιρίες ιδιαίτερης χάριτος που κατά καιρούς μας είχε προσφέρει ο Άγιος Πατέρας. Σίγουρα δεν πρέπει να μας κυριεύσει μια κάποια αποθάρρυνση ή και απογοήτευση αν δεν διαπιστώσαμε μέχρι σήμερα άμεσα και απτά αποτελέσματα. Όμως, σε κάθε περίπτωση, ο καθένας από εμάς μπορεί να επαναλάβει με τον Απόστολο Παύλο: «Εγώ φύτεψα, ο Απολλώς πότισε, αλλά ο Θεός έδωσε την αύξηση. ‘Ώστε ούτε εκείνος που φυτεύει είναι κάτι ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά ο Θεός που δίνει την αύξηση»[3].
Εμείς, ως Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, θα απαντήσουμε στο κάλεσμα του Αγίου Πατέρα και θα αφήσουμε τη Χάρη του Θεού να ενεργήσει σύμφωνα με τα σχέδιά του.
Γιατί το έτος της Πίστεως;
7. – Στις διάφορες εκκλησιαστικές μας επαρχίες, λιγότερο ή περισσότερο, διαπιστώνουμε συνεχώς ότι η χριστιανική ζωή έχει δραματικά «χαλαρώσει». Αποτελεί κοινή διαπίστωση πόση αδιαφορία υπάρχει σήμερα αναφορικά με τη χριστιανική μας ζωή. Κατά κάποιον τρόπο η αδιαφορία είναι χειρότερη από την αθεΐα. Πολλοί, αν και υποστηρίζουν ότι πιστεύουν, ζουν «σαν ο Θεός να μην υπάρχει».
8. – Αυτό το φαινόμενο αποκαλύπτεται όχι μόνο από το γεγονός ότι οι εκκλησίες μας δεν έχουν πια την πληρότητα του χτες, αλλά στην κλίμακα των αξιών, η χριστιανική ζωή κατέχει μια αρκετά δευτερεύουσα θέση. Είναι άλλες πλέον οι αξίες και οι φροντίδες που απασχολούν τον Χριστιανικό Λαό. Ο Πάπας Βενέδικτος διατυπώνει αυτή τη διαπίστωση με την παρακάτω αναφορά: «Συμβαίνει πλέον, όχι σπάνια, οι χριστιανοί να ανησυχούν περισσότερο για τις κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνέπειες των προσπαθειών τους, συνεχίζοντας να αντιλαμβάνονται την πίστη ως μια προφανή προϋπόθεση του κοινού βίου. Στην πραγματικότητα, αυτή η προϋπόθεση όχι μόνο δεν είναι πλέον τέτοια, αλλά συχνά ο δημόσιος βίος φθάνει έως την άρνηση της[4].
9. – Σε εμάς αυτό το φαινόμενο είναι περισσότερο από οφθαλμοφανές με αφορμή μάλιστα την οικονομική κρίση που περνά η Πατρίδα μας. Η μόνη αξία, το μόνο πρόβλημα που απασχολεί την κοινωνία μας είναι το οικονομικό. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, και εμείς να αναρωτηθούμε κατά πόσο έχει χαλαρώσει η πίστη μας, πώς μπορούμε να την ενδυναμώσουμε, πώς μπορούμε όλοι εμείς να συμβάλουμε σε αυτό; Εμείς, οι Επίσκοποί σας, προτείνουμε μερικά βοηθήματα, αλλά αφήνουμε τα υπόλοιπα στην καλή θέληση και στην φαντασία των ιερέων και των συνεργατών τους, αλλά και σε όλους τους πιστούς που θέλουν να επωφεληθούν από αυτό το Έτος της χάριτος.
Σε τι αποσκοπεί αυτό το Έτος;
10. – Οι τελικοί σκοποί αυτού του Έτους είναι οι ίδιοι με αυτούς που είχε ορίσει ο Πάπας Παύλος ο Στ’ όταν το 1967 προκήρυξε ένα παρόμοιο Έτος Πίστεως.
Επιγραμματικά οι σκοποί είναι οι ακόλουθοι :
α. – Σε όλη την Εκκλησία να υπάρξει «μια αυθεντική και ειλικρινής ομολογία της πίστης»[5].
β. – Αυτή η ομολογία να επιβεβαιωθεί κατά τρόπο ατομικό και συλλογικό, ελεύθερο και συνειδητό, εσωτερικό και εξωτερικό, ταπεινό και ειλικρινή.
Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρη η Εκκλησία θα μπορεί να ανακτήσει «ακριβή επίγνωση της πίστης της για να την αναζωογονήσει, να την εξαγνίσει, να την επιβεβαιώσει, να την ομολογήσει»[6].
Τι είναι η πίστη;
11. – Όλες οι πρωτοβουλίες, όλη η σημασία αυτού του έτους εξαρτώνται από το τι εννοούμε με τον όρο «πίστη».
Στη χριστιανική θεολογία με τον όρο «πίστη» εννοούμε την γεμάτη αγάπη συνάντηση με το Θεό που μετουσιώνει τη ύπαρξή μας: γνωρίζω το Θεό διότι με αγαπά και τον αγαπώ και αυτή η αγάπη γίνεται «κοινωνία» με το Θεό. Η χριστιανική πίστη, επομένως, δεν στηρίζεται μόνο στην ύπαρξη του Θεού, αλλά κυρίως στην αγάπη του Θεού για μας και στη θετική απάντηση του ανθρώπου σε αυτήν την αγάπη.
12. – Η κοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο αποτελεί την ουσία του Χριστιανισμού. Η πίστη είναι το «ναι» του ανθρώπου στον Θεό που τον καλεί να ενωθεί μαζί Του. Ένα «ναι» που ο άνθρωπος λέει με όλο του το είναι, με όλη του τη ζωή, ένα «ναι» γεμάτο αγάπη.
13. – Πίστη λοιπόν δεν είναι μια απλή διανοητική αποδοχή μερικών αληθειών, αλλά η αποδοχή ενός Προσώπου, η προσωπική συνάντηση με το Θεό εν Χριστώ. Δεν πιστεύουμε σε κάτι, αλλά σε Κάποιον. Έχουμε εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, εγκαταλείπουμε σ’ Αυτόν τον εαυτό μας, στηριζόμαστε σ’ Αυτόν σαν σ’ ένα σταθερό βράχο.
14. – Η μετασυνοδική Παραίνεση του Πάπα Βενεδίκτου του ΙΣΤ’ «Verbum Domini» («Ο Λόγος του Κυρίου») περιγράφει με τα ακόλουθα λόγια την πίστη: «Στον Θεό που αποκαλύπτεται, πρέπει να ανταποκριθούμε δια της υπακοής της πίστης[7], δια της οποίας ολόκληρος ο άνθρωπος εγκαταλείπεται σ’ Αυτόν, παρέχοντας ελεύθερα την πλήρη υποταγή της διάνοιάς του και της θέλησής του στον Θεό που αποκαλύπτει κι αποδεχόμενος θεληματικά την Αποκάλυψη που του προσφέρει… Με τον Χριστό η πίστη προσλαμβάνεται ως συνάντηση με ένα Πρόσωπο, στο οποίο εμπιστευόμαστε την ζωή μας. Ο Ιησούς Χριστός παραμένει παρών σήμερα στην ιστορία με το σώμα Του, που είναι η Εκκλησία. Γι’ αυτό η πράξη πίστης μας είναι πράξη ταυτόχρονα προσωπική και εκκλησιαστική»[8].
15. Και η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας (= Κατήχηση) διδάσκει:
– Η πίστη είναι πριν απ’ όλα μια προσωπική προσκόλληση του ανθρώπου στο Θεό, ταυτόχρονα και αδιαχώριστα είναι η ελεύθερη συγκατάθεση σε όλη την αλήθεια που αποκαλύφθηκε από το Θεό»[9].
– «Πιστεύω» λοιπόν έχει μια διπλή αναφορά: εις το Πρόσωπο και στην αλήθεια. Πιστεύω την αλήθεια γιατί έχω εμπιστοσύνη εις το Πρόσωπο που τη μαρτυρεί[10].
– «Δεν πρέπει να πιστεύουμε σε κανέναν άλλο εκτός εις τον Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα»[11].
16. – Αν, συνεπώς, αυτό το Έτος έχει σκοπό να ενδυναμώσει την πίστη μας, είναι απαραίτητο να συναντήσουμε με ανανεωμένη αγάπη – σε προσωπικό και ενδοεκκλησιαστικό επίπεδο – τον Ιησού Σωτήρα ο οποίος μας αποκαλύπτει το Θεό Πατέρα και τη θεϊκή αγάπη για όλους εμάς. Γι’ αυτό όλη η ποιμαντική αυτού του Έτους πρέπει να προσανατολίζεται προς αυτήν την κατεύθυνση: στη γεμάτη αγάπη συνάντηση με το Χριστό. Περισσότερη επαφή με τον Χριστό – στη Θεία Ευχαριστία, στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής, στην προσευχή, στην έμπρακτη αγάπη – σημαίνει περισσότερη πίστη.
Πώς θα ενδυναμώσουμε την πίστη μας;
17. – Ο Πάπας στην Αποστολική Επιστολή «Η Θύρα της Πίστεως» δίνει τις ακόλουθες οδηγίες για την ποιμαντική της Εκκλησίας όσο αφορά αυτό το Έτος.
Ο Λόγος του Θεού και η Ευχαριστία, τροφή για την πίστη μας.
18. – «Οφείλουμε να ξαναβρούμε την απόλαυση να τρεφόμαστε με το Λόγο του Θεού, που μεταδίδεται από την Εκκλησία με πιστότητα, και από τον Άρτο της ζωής, που προσφέρεται ως στήριγμα όσων είναι μαθητές του»[12].
Ας ξεκινήσει μια προσπάθεια στις ενορίες, στις μοναχικές κοινότητες, στις διάφορες οργανώσεις, έτσι ώστε να θρέψουμε την πίστη μας με το Λόγο του Θεού ο οποίος μας δίνεται άφθονα μέσα από τα λειτουργικά αναγνώσματα, αλλά και μέσα από την προσωπική και την από κοινού ανάγνωση της Αγίας Γραφής, μέσα σε μια ατμόσφαιρα προσευχής (Θεία Ανάγνωση).
Μεταστροφή της καρδιάς και του νου.
19. – «Το Έτος της πίστης είναι μια πρόσκληση για μια αυθεντική και ανανεωμένη μεταστροφή στον Κύριο, τον μοναδικό Σωτήρα του κόσμου. Στο μυστήριο του θανάτου και της ανάστασής του, ο Θεός φανέρωσε στην πληρότητά της την Αγάπη που σώζει και καλεί τους ανθρώπους στην μεταστροφή της ζωής μέσω της άφεσης των αμαρτιών[13] … Η “πίστη στο Χριστό, που εκδηλώνεται έμπρακτα με την αγάπη“[14] γίνεται ένα νέο κριτήριο αντίληψης και δράσης το οποίο αλλάζει όλη τη ζωή του ανθρώπου»[15].
20. – Εφόσον η πίστη συνίσταται κυρίως στην συνάντηση με τον Κύριο Ιησού που μας αποκαλύπτει την αγάπη του, χρειάζεται μεταστροφή της καρδιάς και του νου και μετάβαση από τον εγκλωβισμό στον εαυτό μας σε ένα άνοιγμα προς τον Κύριο και προς τον πλησίον μας. Γι’ αυτό κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου θα γίνει μια προσπάθεια, με τη χάρη του Κυρίου, να ανακαλύψουμε και πάλι την σπουδαιότητα του ιερού μυστηρίου της Μετάνοιας, παρουσιάζοντάς το με μια πιο «ελκυστική» ποιμαντική, ώστε, αυτό το Έτος να αποτελέσει επίσης την κατάλληλη στιγμή για να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη συχνότητα και με πιο έντονη πίστη στο μυστήριο της μετανοίας[16].
21. – Προς αυτήν την κατεύθυνση οι Ποιμαντικές οδηγίες απευθύνονται σε εμάς τους Επισκόπους με τα ακόλουθα λόγια: «Ενθαρρύνουμε τους Επισκόπους να οργανώσουν, ειδικά κατά τη διάρκεια της Τεσσαρακοστής, Ακολουθίες Μετανοίας κατά τις οποίες θα ζητήσουμε την ευσπλαχνία του Θεού, ιδιαίτερα για τις αμαρτίες ενάντια στην πίστη»[17].
Μόνο αγαπώντας πιστεύουμε και πιστεύοντας αγαπάμε.
22. – «Η πίστη αυξάνει όταν βιώνεται ως εμπειρία μιας αγάπης που λαμβάνεται και όταν μεταδίδεται ως εμπειρία χάρης και χαράς. Αυτή δίνει γονιμότητα διότι διευρύνει την καρδιά μέσα στην ελπίδα και μας επιτρέπει να προσφέρουμε μια αποτελεσματική μαρτυρία: ανοίγει την καρδιά και το νου όσων ακούν και αποδέχονται το κάλεσμα του Κυρίου να συγκατατεθούν στο Λόγο του προκειμένου να γίνουν μαθητές του. Οι πιστοί, βεβαιώνει ο ιερός Αυγουστίνος, “ενδυναμώνονται πιστεύοντας“[18]»[19].
23. – Για να μην κουραστεί ο πιστός, και εν τέλει, για να μην εγκαταλείψει την πίστη του, δεν μπορεί η ζωή του να κινείται συνέχεια μέσα στο σκοτάδι και στην αμφιβολία, πρέπει να έχει και την εμπειρία της αγάπης που μας ενώνει με το πρόσωπο του Ιησού, την εμπειρία δηλαδή της πίστης. Αυτό είναι δυνατόν όταν η πίστη βιώνεται μέσα στην κοινότητα και με την κοινότητα. Το Έτος αυτό, μας προσφέρει λοιπόν την ευκαιρία να έχουμε την γεμάτη από παρηγοριά εμπειρία της πίστης στην κοινότητα, στην ενορία κυρίως στη λειτουργική ζωή, αλλά και σε πιο μικρές κοινότητες προσευχής και μελέτης της Αγίας Γραφής και έμπρακτης εξάσκησης της αγάπης στους πιο φτωχούς και πιο αναγκεμένους.
Ομολογώντας την πίστη μας.
24. – «Επιθυμούμε αυτό το Έτος να διεγείρει σε κάθε πιστό την θέληση να ομολογήσει την πίστη στην πληρότητά της, με ανανεωμένη πεποίθηση, με εμπιστοσύνη και ελπίδα».
«Θα έχουμε την ευκαιρία να ομολογήσουμε την πίστη στον Αναστημένο Κύριο, στους Καθεδρικούς μας Ναούς και στους Ναούς όλου του κόσμου· στα σπίτια μας και στις οικογένειές μας ώστε ο καθένας να αισθανθεί δυνατή την ανάγκη να γνωρίσει καλύτερα και να μεταδώσει στις μελλοντικές γενιές την παντοτινή πίστη. Οι μοναχικές κοινότητες όπως και οι ενοριακές, και όλοι οι εκκλησιαστικοί θεσμοί, παλαιοί και νέοι, θα βρουν τον τρόπο, κατ’ αυτό το Έτος, να κάνουν δημόσια μια ομολογία της Πίστης»[20].
25. – Σε κάθε εκκλησιαστική επαρχία ο Επίσκοπος με το Πρεσβυτέριο του, θα αποφασίσει ποιες εκδηλώσεις θα γίνουν κατά το Έτος της Πίστης, με αποκορύφωμα ολόκληρου του Έτους την ομολογία της πίστης στους Καθεδρικούς Ναούς με μεγάλη επισημότητα. Σε μια τέτοια ιερή Ακολουθία θα μπορούσε να γίνει χρήση μίας πιο ανεπτυγμένης ομολογίας της πίστης όπως, λ.χ. η «Ομολογία Πίστεως του Πάπα Παύλου του Στ’», ή όπως ονόμασε αυτήν την Ομολογία ο ίδιος ο Πάπας: «Το Πιστεύω του Λαού του Θεού»[21].
26. – Για να έχει νόημα, όμως, αυτή η ομολογία πίστης πρέπει να προηγηθεί μια σοβαρή προετοιμασία γύρω από την σπουδαιότητα του Συμβόλου της πίστεως σε σχέση με το Βάπτισμα. Θα ήταν χρήσιμο να παραδοθεί στους πιστούς επίσημα το Σύμβολο της πίστεως (redditio symboli), όπως συνέβαινε με τους κατηχουμένους στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Μπορούμε κατά διαστήματα, στις κυριακάτικες Λειτουργίες, να αντικαταστήσουμε το συνηθισμένο «Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως», με το βαπτιστικό Σύμβολο της Εκκλησίας της Ρώμης, το λεγόμενο «Σύμβολο των Αποστόλων» το οποίο είναι πιο κατανοητό και πιο απλό[22].
Γνωρίζοντας το περιεχόμενο της πίστης μας…
27. – «Ταυτόχρονα, ευχόμαστε η μαρτυρία ζωής των πιστών να γίνει περισσότερο πιστευτή. Η εκ νέου ανακάλυψη του περιεχομένου της πίστης που ομολογείται, τελείται, βιώνεται περιέχεται στην προσευχή[23], και στοχάζεται πάνω στην ίδια την πράξη πίστης, είναι ένα καθήκον το οποίο κάθε πιστός πρέπει να κάνει δικό του, ειδικά κατά το Έτος αυτό»[24].
28.- Για να ομολογήσουμε την πίστη μας όμως πρέπει και να τη γνωρίζουμε. Για αυτό η κατήχηση δεν τελειώνει με το Μυστήριο του Χρίσματος που λαβαίνουμε, αλλά συνεχίζεται σε όλες τις ηλικίες. «Όπως μπορεί να παρατηρηθεί, η γνώση του περιεχομένου της πίστης είναι ουσιαστική για να δοθεί η προσωπική συγκατάθεση, δηλ. για να συγκατατεθεί ο άνθρωπος πλήρως με το νου και τη θέληση σε ότι προτείνεται από την Εκκλησία. Η γνώση της πίστης εισάγει στην ολότητα του μυστηρίου σωτηρίας που αποκαλύφθηκε από το Θεό. Η συγκατάθεση που δίδεται επιβεβαιώνει ότι, όταν πιστεύουμε, δεχόμαστε ελεύθερα όλο το μυστήριο της πίστης γιατί εγγυητής της αλήθειας της είναι ο ίδιος ο Θεός που αποκαλύπτεται και επιτρέπει να γίνει γνωστό το μυστήριο της αγάπης[25]»[26].
29. – Σε αυτό το χρόνο, λοιπόν, να γίνει μια επιπλέον προσπάθεια στις ενορίες, για την κατήχηση των ενηλίκων, αξιοποιώντας την Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας και την Σύνοψη της ίδιας αυτής Κατήχησης.
Θα είναι πάρα πολύ χρήσιμο, να γίνονται, κατά της διάρκειας της ομιλίας, μερικές σύντομες αλλά ουσιαστικές κατηχήσεις. Θα έχουμε υπόψη αυτήν την προσπάθεια με την ευκαιρία της προετοιμασίας των ιερών Μυστηρίων, αλλά και άλλων περιπτώσεων, όπως την Ακολουθία του Δρόμου του Σταυρού, την απαγγελία του Αγίου Ροδαρίου, τις Λιτανείες, τα προσκυνήματα κ.ο.κ. Στις κοινότητες ανατολικής παράδοσης (βυζαντινής, αρμενικής, χαλδαϊκής, ελληνοουκρανικής) οι αντίστοιχες ιερές Ακολουθίες.
30. – Όσο αφορά τα προσκυνήματα στην επιστολή που είχε στείλει η Ιεραρχία στις 8 Φεβρουαρίου 2008 έγραφε σχετικά: «Η πίστη μας είναι δώρο Θεού αλλά οφείλουμε συνεχώς να την ενδυναμώνουμε, να την καλλιεργούμε και να την προστατεύουμε. Πολλά είναι τα μέσα που μας βοηθούν σ’ αυτό το σκοπό: τα ιερά Μυστήρια, ο Λόγος του Θεού, η Κατήχηση, η προσευχή, η αγαθοεργία».
«Υπάρχουν ωστόσο και γεγονότα που απευθύνονται μ’ ένα τρόπο θα λέγαμε πιο αισθητό στον ψυχικό κόσμο του πιστού. Εκτός από τις μεγάλες Πανηγύρεις και Εορτές του Λειτουργικού Έτους, κατά τις οποίες γίνεται ανάμνηση των μυστηρίων της ζωής του Ιησού, ορισμένες επέτειοι που αναφέρονται σε γεγονότα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, μας προσφέρουν μια εξαιρετική ευκαιρία πνευματικής ανακαίνισης και θρησκευτικού ενθουσιασμού. Ένα από αυτά τα γεγονότα είναι και τα ιερά προσκυνήματα»[27].
Εμβαθύνουμε την πίστη μας για να την μεταδώσουμε και στους άλλους.
31. – «“Η αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς”[28]: Η αγάπη του Χριστού που γεμίζει τις καρδιές μας και μας ωθεί να ευαγγελιστούμε. Αυτός, σήμερα όπως τότε, μας στέλνει στους δρόμους του κόσμου για να αναγγείλουμε το Ευαγγέλιό του σε όλους τους λαούς της γης[29] Με την αγάπη του, ο Ιησούς Χριστός έλκει προς τον Εαυτόν του τους ανθρώπους κάθε γενεάς: σε κάθε εποχή συγκαλεί την Εκκλησία και της εμπιστεύεται το άγγελμα του Ευαγγελίου με μια ανάθεση που είναι πάντοτε καινούργια. Γι’ αυτό και σήμερα είναι απαραίτητη μια πιο πεπεισμένη εκκλησιαστική προσπάθεια υπέρ ενός νέου ευαγγελισμού για να ανακαλυφθεί εκ νέου η χαρά του να πιστεύεις και να ξαναβρεθεί ο ενθουσιασμός για τη μετάδοση της πίστης. Στην καθημερινή εκ νέου ανακάλυψη της αγάπης Του, αντλεί δύναμη η ιεραποστολική προσπάθεια των πιστών, μια προσπάθεια που ποτέ δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει. Πράγματι, η πίστη αυξάνει όταν βιώνεται ως εμπειρία μιας αγάπης που λαμβάνεται και όταν μεταδίδεται ως εμπειρία χάρης και χαράς»[30].
32. – Σε αυτό το Έτος, το Πλήρωμα της τοπικής μας Εκκλησίας οφείλει να πεισθεί ότι όλοι οι βαπτισμένοι είναι απόστολοι και όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να μεταδώσουμε το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας στους ανθρώπους, ενδυναμώνοντας έτσι και τη δική μας πίστη.
Για να συνειδητοποιήσει ο κάθε πιστός την ιεραποστολική του κλήση, θα ήταν πολύ χρήσιμο, σε μια κατάλληλα προετοιμασμένη Ιερή Ακολουθία, ο Επίσκοπος να «αποστείλει» τους παρευρισκόμενους να αναγγείλουν το χαρμόσυνο μήνυμα συμφώνα με τα λόγια του Ιησού: «Πηγαίνετε, λοιπόν, και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη»[31].
Τα Κατηχητικά Κέντρα, τα Ενοριακά Συμβούλια, η Κάριτας, η Οργάνωση της Νεολαίας (ΕΚΝΕ), οι ομάδες προσευχής… όλοι να επιστρατευτούν και με ανανεωμένο ενθουσιασμό να γίνουν απόστολοι της πίστεώς τους στην ενορία, στην οικογένεια, στο ιδιαίτερο περιβάλλον τους.
Σταθερό το βλέμμα προς το Χριστό.
33. – «Αυτό το Έτος θα κρατήσουμε σταθερό το βλέμμα μας στον Ιησού Χριστό, “τον αρχηγό και τελειωτή της πίστης”[32]: σ’ Αυτόν βρίσκει πληρότητα κάθε βάσανο και κάθε προσδοκία της καρδιάς του ανθρώπου. Η χαρά της αγάπης, η απάντηση στο δράμα της δυστυχίας και του πόνου, η δύναμη της συγνώμης έναντι της προσβολής και η νίκη της ζωής έναντι του κενού του θανάτου, όλα βρίσκουν την εκπλήρωσή τους στο μυστήριο της Ενσάρκωσής του, της ενανθρώπισής του, της θέλησής του να συμμεριστεί την ανθρώπινη αδυναμία για να την μεταμορφώσει με τη δύναμη της Ανάστασής του. Σ’ αυτόν, νεκρό και αναστημένο για τη σωτηρία μας, βρίσκουν άπλετο φως τα παραδείγματα πίστης που σημάδεψαν αυτά τα δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της σωτηρίας»[33].
Μερικές επιπλέον πρακτικές οδηγίες.
34. – Κάθε Επίσκοπος, μαζί φυσικά με τον κλήρο του, θα δώσει τις κατάλληλες οδηγίες γι’ αυτό το Έτος της Πίστης. Ωστόσο, βασιζόμενοι στο «Σημείωμα με ποιμαντικές οδηγίες για το Έτος της Πίστεως» που εξέδωσε η Ρωμαϊκή Ιερά Σύνοδος Για τη Διδασκαλία της Πίστης, θα θέλαμε να θέσουμε στην προσοχή σας μερικές επιπλέον πρακτικές υποδείξεις για το Έτος της Πίστεως, εκτός απ’ αυτές που ήδη έχουμε αναφέρει σ’ αυτήν την ίδια Επιστολή.
Λειτουργική ζωή – Αγία Ευχαριστία.
35. – «Σε ενοριακό επίπεδο, η κεντρική πρόταση για το Έτος της Πίστεως παραμένει η τέλεση της πίστης μέσα στη Θεία Λατρεία και ειδικότερα στη Θεία Ευχαριστία, η οποία είναι “η κορύφωση προς την οποία τείνει η δράση της Εκκλησίας και ταυτόχρονα είναι η πηγή από την οποία προέρχεται όλη της η ενέργεια”[34]. Από αυτήν την πρωτοβουλία θα προέλθουν, θα αναπτυχθούν και θα διαδοθούν όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες για το Έτος της Πίστης»[35]. Κατά τη διάρκεια όλου του Έτους αφιερωμένου στην Πίστη, στις εκτενείς δεήσεις να προστεθεί μια δέηση για την αύξηση και ενδυνάμωση της πίστης στο Λαό του Θεού.
36. – Αν μπορούσαμε να επαληθεύσουμε την πίστη των «πιστών» από την τακτική συμμετοχή τους στη Θεία Λειτουργία, ασφαλώς το αποτέλεσμα θα ήταν απογοητευτικό. Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε στους ιερείς μας, τις οδηγίες που είχαμε δώσει στον «Ποιμαντικό προγραμματισμό» το Δεκέμβριο 2011[36]. Με την ευκαιρία του Έτους της Πίστεως θα ήταν ευλογία Θεού να υλοποιηθούν έστω και μερικές απ’ αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές.
Κατήχηση.
37. – «Οι ιερείς θα δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στη μελέτη των συνοδικών κειμένων της Β’ Συνόδου του Βατικανού και στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, αποκομίζοντας καρπούς για την ποιμαντική της ενορίας, – κατήχηση, κήρυγμα, προετοιμασία για τα ιερά Μυστήρια – και προτείνοντας σειρά ομιλιών»[37].
38. – «Οι κατηχητές θα μπορέσουν να αντλήσουν ακόμη περισσότερα από την πλούσια διδασκαλία της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας και να οδηγήσουν, υπό την ευθύνη των Ποιμένων τους, ομάδες πιστών για την από κοινού ανάγνωση και εμβάθυνση αυτού του πολύτιμου εργαλείου, ώστε να δημιουργηθούν μικρές κοινότητες πίστης και μαρτυρίας του Κυρίου Ιησού»[38].
39. – «Στις ενορίες αναμένεται μια ανανεωμένη δέσμευση για τη διάδοση και τη διανομή της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας ή άλλων βοηθημάτων, κατάλληλων για τις οικογένειες, οι οποίες είναι πραγματικές κατ’ οίκον εκκλησίες και πρωταρχικοί χώροι μετάδοσης της πίστης, όπως για παράδειγμα στο πλαίσιο της ευλογίας των οικογενειών, στις Βαπτίσεις των ενηλίκων, στη μετάδοση του Μυστηρίου του Χρίσματος, στην τέλεση του Μυστηρίου του Γάμου κλπ. Αυτό μπορεί να συμβάλει στην εμβάθυνση και στην ομολογία της καθολικής διδασκαλίας ώστε “στα σπίτια μας και στις οικογένειές μας ο καθένας να αισθανθεί δυνατή την ανάγκη να γνωρίσει καλύτερα και να μεταδώσει στις μελλοντικές γενιές την σταθερή πίστη”[39]»[40].
Μοναχικά Τάγματα.
40. – «Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, τα Μοναχικά Τάγματα… ενθαρρύνονται να συμμετάσχουν στο νέο ευαγγελισμό, με ανανεωμένη προσήλωση στον Κύριο Ιησού, σύμφωνα με το δικό τους χάρισμα».
– «Οι Μοναχικές κοινότητες ενόρασης, κατά τη διάρκεια του Έτους της Πίστεως, να αφιερώσουν στιγμές ειδικής προσευχής για την ανανέωση της πίστης του Λαού του Θεού και τη μετάδοσή της, για μια νέα ώθηση στις νεότερες γενεές»[41].
Οι Εκκλησιαστικές οργανώσεις.
41. – «Οι Εκκλησιαστικές οργανώσεις και τα Κινήματα καλούνται να συμβάλουν με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, σύμφωνα με το χάρισμά τους και σε συνεργασία με τους τοπικούς Ποιμένες, στο μεγάλο γεγονός του Έτους της Πίστεως. Οι νέες κοινότητες και τα εκκλησιαστικά κινήματα, με μια δημιουργική και γενναιόδωρη δράση, θα βρουν τους καταλληλότερους τρόπους για να προσφέρουν μαρτυρία της πίστης τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας»[42].
Όλοι οι πιστοί.
42. – «Όλοι οι πιστοί, καλούνται να αναζωπυρώσουν το δώρο της πίστης, να προσπαθήσουν να διαδώσουν την εμπειρία της πίστης και της αγάπης τους σε διάλογο με τους αδελφούς και τις αδελφές τους, όπως επίσης και των άλλων χριστιανικών δογμάτων… και ακόμη με εκείνους που δεν πιστεύουν ή είναι αδιάφοροι. Με τον τρόπο αυτό, ελπίζουμε ότι το σύνολο του χριστιανικού λαού θα αρχίσει κάποιο είδος ιεραποστολής αναφορικά με εκείνους με τους οποίους ζει και εργάζεται, συνειδητοποιώντας ότι [όλοι οι πιστοί] έχουν λάβει το μήνυμα της σωτηρίας που οφείλουν να το μεταδώσουν σε όλους»[43].
Συμπέρασμα.
43. – Ακόμη μια φορά ας ακούσουμε τα λόγια του Αγίου Πατέρα που μας καλεί να αναλογιστούμε το μεγαλείο της πίστης:
«Η πίστη είναι σύντροφος της ζωής που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτά με βλέμμα πάντα καινούργιο τα θαυμάσια που επιτελεί ο Θεός για μας. Η πίστη τείνει να συλλαμβάνει τα σημεία των καιρών στο παρόν της ιστορίας, δεσμεύει καθένα από μας να γίνει ζωντανό σημείο της παρουσίας του Αναστημένου μέσα στον κόσμο. Αυτό το οποίο έχει σήμερα ιδιαίτερα ανάγκη ο κόσμος είναι η η αξιόπιστη μαρτυρία όσων, φωτισμένων στο νου και στην καρδιά από το Λόγο του Θεού, είναι ικανοί να ανοίξουν την καρδιά και το νου πολλών στην επιθυμία του Θεού και της αληθινής ζωής, εκείνης που δεν έχει τέλος»[44] .
44. – Ο Πάπας Βενέδικτος απευθύνεται σε εμάς τους Επισκόπους, μας καλεί να συνεργαστούμε μαζί του για την επιτυχία αυτού του Έτους με τα ακόλουθα λόγια: «Σ’ αυτή την ευτυχή συγκυρία, καλώ τους Αδελφούς Επισκόπους όλου του κόσμου να ενωθούν με το Διάδοχο του Πέτρου κατά τον καιρό της χάρης που μας προσφέρει ο Κύριος, για να κάνουμε ανάμνηση του πολύτιμου δώρου της πίστης. Θα θέλαμε να εορτάσουμε αυτό το Έτος επάξια και καρποφόρα»[45].
45. – Και εμείς με τη σειρά μας καλούμε, Κλήρο και Λαό, να ενωθούν μαζί μας, για να ζήσουμε αυτήν την ευλογημένη ευκαιρία που μας δίνεται. Να συναντήσουμε γεμάτοι αγάπη τον Σωτήρα των ανθρώπων, «τον αρχηγό και τελειωτή της πίστεως, τον Ιησού»[46].
46. – «Ας εμπιστευθούμε λοιπόν το Έτος αυτό, αυτό τον καιρό της χάρης, στη Μητέρα του Θεού, σ’ Αυτήν που ανακηρύχτηκε “Μακαρία διότι πίστεψε”[47]»[48].
Δόθηκε στην Άνω Σύρο, στις 3 Μαΐου 2012
Εορτή των Αγίων Αποστόλων Φιλίππου και Ιακώβου
+ Φραγκίσκος, Επίσκοπος Σύρου, Θήρας και Αποστολικός Τοποτηρητής Κρήτης. Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος.
+ Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών και Αποστολικός Τοποτηρητής Ρόδου.
+ Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος Νάξου – Τήνου – Άνδρου – Μυκόνου και Αποστολικός Τοποτηρητής Χίου.
+ Ιωάννης, Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας – Ζακύνθου – Κεφαλληνίας και Αποστολικός Τοποτηρητής του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης.
+ Δημήτριος, Τιτ. Επίσκοπος Γρατιανουπόλεως, Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών Ελλάδος.
+ Ηλίας, Τιτ. Αρχιεπίσκοπος Αδάνων των Αρμενίων, Έξαρχος των Αρμενίων Καθολικών Ελλάδος.
[23] Πρβλ. Ιωάννη-Παύλου Β’, Αποστολική Διάταξη Η Παρακαταθήκη της πίστεως (Fidei depositum), 11 Οκτωβρίου 1992, AAS 86 (1994) 116.