Ένας από τους γνωστότερους τουριστικούς προορισμούς στο νησί της Κέρκυρας είναι το ανάκτορο της αυτοκράτειρας της Αυστροουγγαρίας Ελισάβετ, ιδιαιτέρως γνωστή ως Σίσσυ. Αν και είναι το τρίτο σε επισκεψιμότητα Μουσείο της χώρας, το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στην επικαιρότητα για την κακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει και για τις απαραίτητες και επείγουσες επεμβάσεις που απαιτούνται, τόσο στο ίδιο το κτήριο, όσο στους κήπους του και στα πολύτιμα έργα που φιλοξενεί. Η πρόσφατα διορισμένη διεύθυνση του Μουσείου ανακοίνωσε μία σειρά πρωτοβουλιών, αλλά και εκδηλώσεις με σκοπό την εξωστρέφειά του, και στο πλαίσιο αυτό ανέλαβε την πρωτοβουλία να τιμήσει τα 122 χρόνια από το θάνατο της ιδρύτριάς του, της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, διοργανώνοντας ένα μνημόσυνο στο παρεκκλήσιο του ανακτόρου.
Ο κ. Αναστάσιος Διαβάτης, νέος διευθυντής του Μουσείου, προσκάλεσε για τον σκοπό αυτόν, την Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020, τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο π. Ιωάννη, ο οποίος συνοδευόμενος από τον π. Ρόμπερτ Ρέικλι και το Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής, οργάνωσε την επιμνημόσυνη δέηση και τη Θ. Λειτουργία στο μικρό ανακτορικό παρεκκλήσιο της Παναγίας «Stella Maris», το οποίο ίσως να λειτουργήθηκε τελευταία φορά την περίοδο των επιφανών ενοίκων του. Το προσωπικό του Μουσείου, λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα, παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία, αλλά και τον Επίσκοπο που αναφέρθηκε στην προσωπικότητα της θρυλικής αυτής φυσιογνωμίας. Στη συνέχεια προβλήθηκε ένα μικρό αφιέρωμα στη ζωή της Ελισάβετ, ενώ η διακεκριμένη αυστριακή πιανίστα Elisabeth Waglechner (η οποία το ίδιο βράδυ, συνοδευόμενη από γνωστές λυρικές σολίστ, έδωσε ρεσιτάλ, υπό την αιγίδα της Αυστριακής Πρεσβείας στην Ελλάδα), είχε την ευγένεια να κλείσει την εκδήλωση με έργα αυστριακών συνθετών για πιάνο.
Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Αμαλία Ευγενία, κόρη του αρχιδούκα της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Ιωσήφ και της πριγκίπισσας Λουδοβίκας της Αυστρίας γεννήθηκε στο Μόναχο στις 24 Δεκεμβρίου 1837. Τον Απρίλιο του 1854 σε ηλικία 16 ετών παντρεύτηκε τον 23χρονο εξάδελφό της, τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο Ιωσήφ με τον οποίον απέκτησε τρεις κόρες και ένα γιο. Οι κοινωνικοί περιορισμοί και το αυστηρό πρωτόκολλο στην αυλή της αυστριακής πρωτεύουσας, οι απιστίες του συζύγου της, η ιδιοσυγκρασία της που ακροβατούσε ανάμεσα σε μία υπερβατική πνευματικότητα και την πνευματική – πολλές φορές – ανισορροπία και ο πρόωρος θάνατος του πρώτου της παιδιού σε ηλικία δύο ετών στην Ουγγαρία, κλόνισαν νωρίς τον ψυχισμό της. Πέραν αυτών η εκτέλεση του κουνιάδου της Μαξιμιλιανού αυτοκράτορα του Μεξικού από τους επαναστάτες και ο εγκλεισμός της συζύγου του Καρλότας σε ψυχιατρείο, ο θάνατος της αδελφής της Σοφίας δούκισσας D’ Alençon σε μια πυρκαγιά στο Παρίσι, αλλά κυρίως η αυτοκτονία του γιου της Ροδόλφου και της ερωμένης του στο κυνηγετικό τους περίπτερο στη λίμνη του Mayerling, κλόνισαν την ήδη εύθραυστη υγεία της και την έριξαν σε βαθιά κατάθλιψη.
Οι γιατροί της ανησυχούσαν ότι προοιωνίζεται φυματίωση και την συμβουλεύουν να ταξιδέψει σε πιο ζεστά κλίματα για να αντιμετωπίσει μια σειρά αναπνευστικών κρίσεων. Ξεκινά να περιπλανάται στο μεσογειακό νότο, μελετώντας τα ομηρικά έπη και αναζητώντας, αυτό που ονόμαζε «το πικρό της πεπρωμένο».
Στις 15 Μαΐου 1861, αναχωρώντας από τη Μαδέρα για την Τεργέστη όπου θα συναντούσε το σύζυγό της, αγκυροβολεί στην Κέρκυρα, στον όρμο των Μπενιτσών και μαγεύεται από το φυσικό τοπίο. Παρά τις αντιρρήσεις των ιατρών της, που θεωρούσαν το κλίμα της Κέρκυρας πολύ υγρό για τη φιλάσθενη αυτοκράτειρα, στις 27 Ιουνίου του ιδίου χρόνου επιστρέφει στο νησί με τον πατέρα της και ο άγγλος αρμοστής Sir Henry Knight Storks τους παραχωρεί την έπαυλη του «Mon Repos» και το παρακείμενο αγροκήπιο του επάρχου Ηλία Βασιλάκη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Κέρκυρα θα την επισκεφθεί, στις 23 Αυγούστου, ο σύζυγός της και η αδελφή της Ελένη. Απλή και προσηνής περιπλανάται σε όλο το νησί, συναντά κόσμο, παρακολουθεί τα λαϊκά πανηγύρια και καταγράφει στα ημερολόγιά της σελίδες λυρισμού και ευαισθησίας. Στις 6 και 13 Σεπτεμβρίου 1876 επισκεπτόμενη και επιστρέφοντας από την Αθήνα θα σταματήσει ξανά στην Κέρκυρα, ενώ τον Οκτώβριο του 1885, παθιασμένη από τις ανακαλύψεις του Heinrich Schliemann στην ομηρική Τροία, πείθει τον άντρα της να της επιτρέψει να αναχωρήσει ξανά για την Ελλάδα και την Τουρκία.
Το 1887 έχει πλέον λάβει την απόφαση να κτίσει μία έπαυλη στην Κέρκυρα και στις 7 Οκτωβρίου 1887 την επισκέπτεται ξανά, αναζητώντας το κατάλληλο μέρος. Στο χωριό Γαστούρι, μέσα στη βλάστηση, ανακαλύπτει τη βίλα του πολιτικού και λόγιου Πέτρου Βράιλα Αρμένη και αναθέτει στον αυστριακό πρόξενο βαρώνο Alexander Von Warssberg να διαπραγματευτεί την αγορά της από τη χήρα του. Με το θάνατο του γιου της, του αρχιδούκα Ροδόλφου στις 28 Ιανουαρίου 1889, θα επισκεφθεί καταρρακωμένη την Κέρκυρα ξανά και θα εγκατασταθεί στη βίλα Βράιλα, όπου ο διακεκριμένος ελληνιστής και συγγραφέας του κλασικού έργου «Τόποι της Οδύσσειας» βαρώνος Warssberg είχε ήδη αγοράσει για λογαριασμό της. Η αυτοκράτειρα ελπίζει ότι σ’ αυτό το ξεχασμένο κομμάτι γης θα βρει λυτρωμό από τις τύψεις και την κατάθλιψη. Τις εργασίες κατασκευής της νέας έπαυλης επιβλέπει ο αυστριακός πρόξενος μέχρι το θάνατό του και ακολούθως ο αξιωματικός του ναυτικού και μηχανικός August Von Bucovich. Τα σχέδια ανατίθενται στους ιταλούς αρχιτέκτονες Antonio Landi και Raffaele Caritto οι οποίοι το αναγείρουν σε νεοκλασικό ρυθμό, δανειζόμενοι διάφορα στιλιστικά στοιχεία και επιρροές από άλλους ρυθμούς, κυρίως από αυτόν της Πομπηίας, αγνοώντας την παραγγελία της Ελισάβετ να οικοδομήσουν ένα κτίριο απλό, που να δένει με το φυσικό τοπίο, και στο οποίο θα μπορούσε – όπως επιθυμούσε – να αποσυρθεί, υμνώντας τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και την κερκυραϊκή φύση. Το 1892 με τις εργασίες να έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί η θαλαμηγός «Μιραμάρε» αγκυροβολεί στην προβλήτα στο Πέραμα, εκεί όπου σήμερα φαίνονται τα απομεινάρια της «Γέφυρας του Κάιζερ», αποβιβάζοντάς την στο νησί. Τελικά ούτε εδώ θα βρει την ηρεμία, το «Αχίλλειον» θα μετατραπεί σε ένα μαυσωλείο θλίψης και μοναξιάς και από εκεί η αυτοκράτειρα θα ξεκινήσει εκ νέου για έναν καινούργιο προορισμό.
Η Ελισάβετ θα διαμείνει στο «Αχίλλειον» για μεγάλα διαστήματα το 1892 και 1893, ενώ τα επόμενα χρόνια έως το 1896 η διαμονή της θα γίνει πιο αραιή. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Κέρκυρα θα προσλάβει ως δασκάλους ελληνικών σημαντικές προσωπικότητες της τοπικής λογιοσύνης και όχι μόνο, όπως το Ρωμανό, τον Κεφαλά, το Μπάρκερ, το Θερμογιάννη, το Ρουσσόπουλο, τον Κωνσταντίνο Μάνο, τον Αλέξανδρο Πάλλη και τέλος τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, ο οποίος «μεθυσμένος» από την εύθραυστη γαλαζοαίματη θα γράψει πως «όλα κοντά της γίνονται παραμυθένια, όλα με μιαν καινούργια όψη φανερώνονται, σα φωτισμένα υπερκόσμια απ’ της ψυχής της τις κυανές κορφές». Το 1897 εξαιτίας του έλληνο-τουρκικού πολέμου η Ελισάβετ θα αποφύγει να ταξιδέψει στην Ελλάδα, ενώ το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1897 θα πέσει νεκρή στην προκυμαία της Γενεύης, χτυπημένη από το οπλισμένο χέρι ενός ιταλού επαναστάτη, του αναρχικού Luigi Lucheni.
Όλο το ανάκτορο στην Κέρκυρα είναι διακοσμημένο με πίνακες, αγάλματα, ανάγλυφα, προτομές, τοιχογραφίες και διακοσμητικά στοιχεία εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και ιστορία. Ο Αχιλλέας όμως, ο αγαπημένος της ήρωας και η αφορμή για να ασχοληθεί με πάθος με την ελληνική μυθολογία και αρχαιότητα, κυριαρχεί παντού.
Ένα χρόνο μετά με τη δολοφονία της, το «Αχίλλειον» πέρασε, σύμφωνα με τη διαθήκη της, στην κόρη της Μαρία Βαλέρια και στους κληρονόμους της και το 1907 πουλήθηκε στον ελληνολάτρη γερμανό αυτοκράτορα, τον Κάιζερ Γουλιέλμο το Β’ (1859-1941), ο οποίος με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υποχρεώθηκε να το εγκαταλείψει. Η παρακμή του ανακτόρου θα συμπέσει με την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Την περίοδο εκείνη το «Αχίλλειον» θα καταληφθεί από τις γαλλικές συμμαχικές δυνάμεις για να ακολουθήσουν μέχρι σήμερα, που λειτουργεί πλέον ως μουσειακός χώρος, διάφορες χρήσεις και δυστυχώς, πολλές ακόμα καταχρήσεις. Η διαδρομή του ανακτόρου υπήρξε, τελικώς, δυσανάλογη των προσδοκιών των δύο αυτοκρατόρων που το αγάπησαν και το κατοίκησαν: νοσοκομείο, στρατώνες, προσφυγικός σταθμός, παιδικές κατασκηνώσεις, εκπαιδευτήρια και για αρκετές δεκαετίες καζίνο, ήταν μόνο μερικές από τις δομές που φιλοξένησε τον αιώνα που προηγήθηκε. Ο μύθος όμως που έχει δημιουργηθεί γύρω από τους επιφανείς ενοίκους του παραμένει έως σήμερα ζωντανός και δρα ακόμα καταλυτικά πάνω στους μελετητές και στους επισκέπτες.
Και η ανάμνηση της θλιμμένης αυτοκράτειρας, μέσα από μία Λειτουργία αφιερωμένη στη μνήμη της, ίσως να ήταν και αυτός ένας τρόπος να θεραπευθεί ή να αναπαυθεί η πονεμένη της ψυχή.
Σ.Γ.