Καταλαβαίνω απόλυτα πως αγγίζω ένα θέμα για το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν μεγάλη επιθυμία να ασχοληθούν. Είτε διότι θεωρείται ένα θέμα τοποθετημένο πολύ μακριά στο χρόνο και επομένως δεν υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε από τώρα, είτε γιατί απλούστατα, ακόμα και κάποιοι κι ας λέγονται χριστιανοί, έχουν ισχυρές αμφιβολίες για το αν υπάρχει κάτι μετά το θάνατο. Κάποτε, σε μια από τις ενορίες μας, ρώτησαν μια ηλικιωμένη κυρία που δεν έλειπε ποτέ από τη λειτουργία: «Πιστεύεις στην ανάσταση των νεκρών;». Εκείνη απάντησε με ύφος προσβεβλημένο: «Γιατί, νομίζεις πως εγώ είμαι ιαχωβίτισσα»; Σκοπός αυτής της μικρής μελέτης μας δεν είναι να πείσουμε για το αν υπάρχει Παράδεισος ή Κόλαση. Απλούστατα θα επιχειρήσουμε, όσο είναι εφικτό, να εξηγήσουμε τι εννοούμε με αυτές τις λέξεις.
ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
Επειδή το υπερπέραν, είναι ακριβώς ο «άλλος κόσμος», εντελώς διαφορετικός από το δικό μας, δεν μπορούμε να έχουμε για αυτόν καμία απολύτως αντικειμενική αντίληψη. Στον «άλλο κόσμο» δεν υπάρχει ο χρόνος και ο χώρος (το εδώ και το τώρα). Η πιο κοντινή σε εμάς έννοια της «άλλης ζωής» είναι αυτή που μεταχειρίζεται ο Ιησούς: η «Βασιλεία του Θεού». Αυτή αρχίζει σε αυτόν τον κόσμο, αλλά ολοκληρώνεται στην αιωνιότητα. Η ένδοξη Βασιλεία που έρχεται, είναι η νίκη του Θεού ενάντια στο κακό, σε κάθε μορφή και φάση του. Οι υποσχέσεις του Θεού αφορούν στο ένδοξο μέλλον του ανθρώπου μετά το θάνατο. Αυτό το μέλλον όμως, θα πραγματοποιηθεί υπό συνθήκες εντελώς άγνωστες σε μας, συνθήκες που μας ξεπερνούν και μας υπερβαίνουν. Ο ίδιος ο Χριστός, μιλώντας για την έσχατη πραγματικότητα του ανθρώπου και του κόσμου, μεταχειρίζεται εικόνες της αποκαλυπτικής γραμματείας της εποχής του. Ο Ιησούς, με το κήρυγμά του γύρω από τη Βασιλεία, δεν θέλει να μας δώσει ένα «ρεπορτάζ» σχετικά με αυτά που θα συμβούν, αλλά θέλει να διεγείρει στην πίστη μας την ενεργητική, δραστήρια και ισχυρή παρουσία του Θεού στη ζωή μας, υπό μορφή κρίσεως και νέας ζωής, ενώ μας οδηγεί συγχρόνως προς την τελική και οριστική νίκη εναντίον όλων των εχθρών της ζωής, του ανθρώπου και του κόσμου. Η επιθυμία του χριστιανού λοιπόν πρέπει να είναι όχι τόσο να καταλάβει πώς θα είναι το υπερπέραν, για το οποίο η Αγία Γραφή αναφέρεται με εικόνες και σύμβολα, αλλά να συλλάβει το βασικό μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, το φως που φωτίζει το παρόν και το μέλλον και που χαράζει μία νέα προοπτική στην ανθρώπινη ιστορία. Κάτω από αυτό το φως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε πιο συγκεκριμένα τις τελευταίες – τις έσχατες – πραγματικότητες του ανθρώπου.
Πριν αναπτύξουμε το θέμα μας, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω τι σημαίνει η λέξη «αιωνιότητα». Η «αιωνιότητα» δεν είναι ο χρόνος χωρίς τέλος ή ο χρόνος που ξεδιπλώνεται ασταμάτητα για πάντα. Επειδή στην «αιωνιότητα» δεν υπάρχει χρόνος, αυτοί που ήδη έχουν φτάσει στον «άλλον κόσμο», ζουν ένα αιώνιο παρόν, ζουν την πληρότητα της ζωής σε ένα αιώνιο τώρα.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Ο παράδεισος είναι η νίκη του Θεού πάνω στο κακό και την αμαρτία, νίκη παρούσα ήδη σ’αυτόν τον κόσμο, που θα πραγματοποιηθεί όμως πλήρως στην συντέλεια των καιρών. Σ’ αυτή την νίκη κάθε άνθρωπος παίρνει μέρος, ήδη από τώρα εφ’ όσον δεν αποκλείει τον εαυτό του από την αυτοεπικοινωνία του Θεού, δηλαδή από το Θεό που θέλει να κοινωνήσει μαζί του. Τότε κατέχει από τώρα την «αιώνια ζωή» δηλαδή τη ζωή του Αναστημένου Χριστού που του δίνεται ως δώρο από το Θεό. Ο Χριστός ο ίδιος μας φανέρωσε: «Εγώ ήλθα για να έχουν ζωή και να την έχουν άφθονη» (Ιω. 10-10). Αυτή η ζωή δώρο του Αναστημένου Ιησού θα φθάσει στην τελειότητά της με το θάνατο, μετά το θάνατο, με την προσωπική ανάσταση, και κυρίως με την τελική αποκατάσταση της δικαιοσύνης.
Ο Παράδεισος εγκαινιάστηκε με την ανάσταση του Χριστού, όχι βέβαια ως τόπος στο χρόνο – χώρο, αλλά ως κατάσταση, που όχι μόνο υπάρχει, αλλά που έχει και μία ακριβή ημερομηνία: Το πρωί της Ανάστασης του Χριστού. Ο Ιησούς, λίγο πριν από το θάνατό του, υπόσχεται στους Αποστόλους: «Πάω και θα σας ετοιμάσω τόπο, πάλι θα έλθω και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε όπου είμαι εγώ να είστε κι εσείς» (Ιω. 14,3). Έτσι ο «παράδεισος» συνίσταται ουσιαστικά στο να είμαστε με το Χριστό και όπως είναι ο Αναστημένος Χριστός, συνίσταται στο να εισαχθούμε «εν Χριστώ» στην πλήρη και φανερή κοινωνία αγάπης με το Θεό και με όλο τον κόσμο, με τα αδέλφια μας και με τον εαυτό μας. Είναι ο καρπός της πορείας του ανθρώπου που στηρίζεται στο Χριστό. Είναι η ωριμότητα της αγάπης του Χριστού για μας, όπως θα τη ζήσουμε τότε, αλλά και η ωριμότητα της δικής μας αγάπης για το Θεό και για τους άλλους ανθρώπους, αγάπη που με τόσο μεγάλη δυσκολία εξασκήσαμε σε αυτή τη ζωή. Η πραγματική αγάπη δεν μπορεί παρά να είναι αιώνια.
Ο Παράδεισος δεν είναι όπως έγραφε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ «το βασίλειο της ανίας, που είναι πιο θλιβερή από κάθε κόλαση». Ούτε και η αιώνια ανάπαυση, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά η κατοχή της πληρότητας της ζωής και της ευτυχίας που αιώνια ανανεώνεται και αυξάνεται. Επειδή ο άνθρωπος, ως δημιούργημα, είναι περιορισμένος και γι’ αυτό δεν μπορεί να κατέχει όλη μαζί την αγάπη και επομένως την ευτυχία όπως συμβαίνει με το Θεό, αυτές θα αυξάνονται συνεχώς. Έτσι για τους ανθρώπους ο παράδεισος θα είναι μια αιώνια επέκταση της ευτυχίας και της αγάπης του, καμία άνια, αλλά το αιώνιο νέο, η αιώνια νεότητα.
Όσοι ζουν σ’ αυτή τη νέα κατάσταση δεν είναι ξεκομμένοι από την επίγεια περιπέτεια. Έστω κι αν έχουν φθάσει στο λιμάνι της ευτυχίας, ωστόσο η καρδιά τους, όπως η καρδιά του Χριστού, αντανακλά όλο το δράμα και την αγωνία των ανθρώπων. Όλοι αυτοί που είναι με το Χριστό, δηλαδή οι άγιοι, γνωστοί ή άγνωστοι, αγαπούν, ελπίζουν, υποφέρουν με όλα τα αδέλφια τους, που βρίσκονται ακόμα «εν πορεία», μέχρις ότου η ανθρωπότητα ολόκληρη φθάσει στον προορισμό της.
Γι’αυτό μπορούμε να καταλάβουμε ότι είναι δυνατό να προσευχόμαστε στα αδέλφια μας, που μας έχουν προηγηθεί στη Βασιλεία, και που εμείς τα ονομάζουμε αγίους. Η ευλάβεια για τους αγίους δεν είναι τίποτε άλλο από την παρηγορητική επικοινωνία με τα αδέλφια που έχουν φθάσει στο λιμάνι και που ωστόσο παλεύουν με εμάς, δίπλα μας και για μας. Είναι αυτοί που μας δείχνουν το δρόμο προς τον Παράδεισο.
ΚΟΛΑΣΗ
Ακόμα μία φορά, πρέπει να το επαναλάβουμε και εδώ ότι όσα αναφέρει η Γραφή για την άλλη ζωή, και προπάντων γι’ αυτό που εμείς ονομάζουμε «κόλαση», δεν πρόκειται για ένα ρεπορτάζ, για κάτι που θα συμβεί σε μία ορισμένη στιγμή στο μέλλον, σε κάποιο τόπο στον οποίον θα μαζευτούν οι «καταραμένοι» στην αιωνιότητα. Πρέπει αρχικά να εννοήσουμε αυτήν τη λέξη ως αποκάλυψη της κατάστασης στην οποία ο άνθρωπος βρίσκεται αληθινά από τώρα. Η κόλαση είναι το χάος από το οποίο μας έσωσε η χάρη του Θεού. Χάος όμως στο οποίο μπορούμε να ξαναπέσουμε, γιατί υπάρχει πάντα η δυνατότητα να γίνουμε εντελώς κουφοί στο κάλεσμα και στο λόγο του Θεού και έτσι να μην μπορούμε πια να δεχτούμε την προσφορά αγάπης και ευσπλαχνίας του. Αυτή η θλιβερή πραγματικότητα μπορεί να αρχίσει από τώρα και να έχει επεκτάσεις και στο μέλλον. Τότε πρόκειται για τη Βασιλεία του Αντίχριστου. Η κόλαση λοιπόν είναι η οριστικότητα του κακού, η μη κοινωνία με το Θεό, που προέρχεται από την πλήρη και ελεύθερη αποκοπή από το Χριστό και από τα αδέλφια μας. Αν ο Παράδεισος είναι η πληρότητα της αγάπης ως κοινωνία με το Θεό και τα αδέλφια μας, η κόλαση είναι ακριβώς το αντίθετο, είναι ο διάβολος. Αναφέρουμε και πάλι ένα κείμενο του Dostoevskij στους «Αδελφούς Καραμάζοβ»: «Τι είναι η κόλαση – αναρωτιέται ο Στάρετς Ζωσιμά – και λέω πως είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς» (ό.π., τόμος, 2ος, σελ. 258).
Κάποτε ένας γνωστός μου εκμυστηρεύτηκε: «Εγώ σαν πατέρας, ότι κακό και να μου έκανε το παιδί μου, δεν θα το είχα τιμωρήσει για όλη την αιωνιότητα». Η κόλαση δεν είναι μία «τιμωρία» που ο Θεός επιβάλλει στον αμαρτωλό, δεν είναι έργο του Θεού. Ο Θεός δεν «στέλνει στην κόλαση», ο άνθρωπος πάει από μόνος του. Μη ξεχνάμε πως η κόλαση δεν είναι ένας τόπος, αλλά μια εσωτερική κατάσταση. Είναι η αμετάκλητη αποτυχία του ανθρώπου, που στη θέση του Θεού διάλεξε ένα είδωλο, είναι ο άνθρωπος που κλεισμένος στον εαυτό του δεν επιτρέπει στο Θεό να κοινωνήσει μαζί του. Αντίθετα, ο ίδιος ο Θεός «αγωνίζεται» για να μην πραγματοποιηθεί η τιμωρία της κόλασης σε κανέναν άνθρωπο, μέχρι του σημείου να θυσιάσει τον ίδιο το Γιο του γι’ αυτό. Ο Σταυρός είναι η πιο ριζική και ενδεικτική αντίθεση του Θεού στην κόλαση. Η κόλαση παραμένει πάντα ως μία τρομερή κατάσταση, ως συνέπεια της σκλήρυνσης του ανθρώπου από το κακό, που πραγματοποιείται μέσα στον άνθρωπο και επεκτείνεται στο γύρω κόσμο σκορπίζοντας πόνο, κακό, καταστροφές, μίσος και θάνατο.
Η κόλαση ως πιθανότητα υπάρχει από τη στιγμή που υπάρχει η ελευθερία του ανθρώπου, αυτή είναι συνέπεια της ίδιας της ελευθερίας του ανθρώπου. Όμως κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί απόλυτα αν η κόλαση πραγματοποιήθηκε ποτέ, έστω και σε ένα μόνο άνθρωπο. Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι (Βλ. Α’ Τιμ. 2, 4). Το απολυτρωτικό έργο του Χριστού αφορά όλους τους ανθρώπους. Η ευσπλαχνία του Θεού δεν έχει όρια. Κάθε φορά που μιλάμε για τη δυνατότητα της κόλασης, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη αυτές τις βασικές αλήθειες του χριστιανισμού. Ένα πράγμα πάντως είναι βέβαιο: Ο φόβος της κόλασης δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία γνήσια χριστιανική ζωή, διότι, μονάχα η ελευθερία της αγάπης είναι αποδεκτή από το Θεό της αγάπης.
† Ιωάννης Σπιτέρης