Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ TOY ΘΕΟΥ
ΚΑΙ ΟΙ ΜΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ
Είναι αυτονόητο να αναρωτιέται κανείς: Ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του μόνο στους Εβραίους και στο πρόσωπο του Ιησού, αφήνοντας στην πλάνη όλες τις άλλες θρησκείες; Σήμερα, πολλοί θεολόγοι, δικαίως υποστηρίζουν πως ο Θεός μέσα στην ευσπλαχνία του, κατά κάποιον τρόπο, αποκαλύφτηκε και σε άλλες θρησκείες.
Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού στη Δήλωσή της για τις «Σχέσεις της Καθολικής Εκκλησίας με τις μη χριστιανικές θρησκείες» (Nostra Aetate) εκφράστηκε με τρόπο πολύ θετικό σχετικά με τις άλλες θρησκείες. Σύμφωνα με τη Σύνοδο, οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, όπως ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός, «έχουν ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που γεμίζει τη ζωή τους». Αλλά «και οι άλλες θρησκείες, που βρίσκονται στον κόσμο ολόκληρο, με διάφορους τρόπους προσπαθούν να ξεπεράσουν την ανησυχία της ανθρώπινης καρδιάς, προτείνοντας νέους δρόμους, δηλαδή διδασκαλίες, κανόνες ζωής και τύπους λατρείας. Η Καθολική Εκκλησία δεν απορρίπτει τίποτα από όσα αληθινά και ιερά βρίσκονται στις θρησκείες αυτές» (Nostra Aetate, αρ. 2).
Άνθρωποι με μεγάλο θρησκευτικό συναίσθημα και με τη χάρη του Θεού, έχουν κατακτήσει σε διάφορες χώρες και κατά καιρούς, πολύτιμες γνώσεις σχετικά με το Θεό. Αυτές οι γνώσεις που προέρχονται από την προσωπική, τη βαθιά θρησκευτική εμπειρία αυτών των ανθρώπων, έχουν κωδικοποιηθεί σε διδασκαλίες και λατρείες, που εφόσον προέρχονται από τη χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού για τους ανθρώπους, μπορούν, κατά κάποιο τρόπο, να θεωρηθούν «αποκάλυψη».
Έτσι, όλες οι θρησκείες, στο βαθμό που κατέχουν τεκμήρια της Αποκαλύψεως του Θεού (Ο Θεός πλάστης, παντοδύναμος, φιλάνθρωπος και πολυέλαιος, αγάπη για τον πλησίον…) μπορούμε να πούμε πως προσφέρουν στους οπαδούς τους μία ευκαιρία σωτηρίας. Οι πνευματικές αξίες αυτών των θρησκειών είναι συχνά μεγάλες και αλληλοσυμπληρώνονται. Ότι θετικό και καλό έχουν αυτές οι θρησκείες προέρχεται από το Θεό, και ότι αρνητικό αντίστοιχα, προέρχεται από τις ανθρώπινες ελλείψεις. Είναι αυτά τα αρνητικά ανθρώπινα στοιχεία που δημιουργούν τις διαφορές μεταξύ των θρησκειών και ενίοτε τις συγκρούσεις.
Από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, ίσως να δώσαμε την εντύπωση πως όλες οι θρησκείες είναι εξίσου καλές. Δεν μπορούμε όμως να φτάσουμε σ’ αυτό το συμπέρασμα, διότι, ήδη μεταξύ των διάφορων μη χριστιανικών θρησκειών, υπάρχει μεγάλη διαφορά, όσον αφορά τη διδασκαλία και τις σωστικές τους δυνατότητες. Εμείς οι χριστιανοί πιστεύουμε πως αν ο Θεός, με την άπειρη ευσπλαχνία Του, αποκαλύφθηκε μέχρις ενός σημείου και σε άλλες θρησκευτικές ομάδες, ωστόσο η πλήρης και οριστική αποκάλυψη, πραγματοποιήθηκε μονάχα στο πρόσωπο του Χριστού. Γι’ αυτό το λόγο ο Χριστιανισμός είναι η πιο αξιόπιστη θρησκεία, η θρησκεία στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να βρει, πλήρως τη σωτηρία, αναγνωρίζοντας ως Σωτήρα τον Ιησού Χριστό. Αυτά τα πρωτεία του Χριστιανισμού δεν τα διακηρύσσουμε, εμπνεόμενοι από μια ανώφελη αυτοϊκανοποίηση και μια άσκοπη θριαμβολογία, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε την τρομερή ευθύνη μας και για να δώσουμε μαρτύρια με την πίστη μας ενώπιον του κόσμου, κατά τρόπο τέτοιον ώστε, ο Χριστός να αναγνωριστεί από όλους ως Κύριος και Σωτήρας. Αυτό μας ωθεί να καταλάβουμε ότι όλοι οι Χριστιανοί έχουν μια ιεραποστολική αποστολή.
Από αυτά που αναφέραμε πιο πάνω προκύπτει μια άλλη ερώτηση: Οι οπαδοί των άλλων θρησκειών που δεν κατέχουν την πλήρη αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού, θα σωθούν όπως και οι χριστιανοί;
ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΤΩΝ ΟΠΑΔΩΝ ΤΩΝ ΜΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Είναι βέβαιο πως κανένας δεν μπορεί να σωθεί χωρίς την πίστη στον Θεό της Αποκάλυψης και χωρίς τη μεσιτεία του Χριστού. Η σωτηρία συνίσταται στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεό που Αποκαλύπτεται μέσω του Ιησού Χριστού.
Πραγματικά, κανείς δεν μπορεί να γευθεί την ευτυχία που μας προκαλεί ο Θεός τη στιγμή που, φανερώνοντας τον εαυτό Του, δίνεται σε μας, εφόσον δεχόμαστε αυτήν την προσφορά με την ελεύθερη απάντηση της πίστης.
Η Αγία Γραφή μας βεβαιώνει πως αν και ο Θεός αποκαλύπτεται σε ύψιστο βαθμό με την ενσάρκωση του Ιησού Χριστού, αυτός ο ίδιος ο Θεός θέλει να σώσει όλους τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς που, χωρίς να ευθύνονται, δε γνωρίζουν το Χριστό. Μόνον όποιος είναι σε θέση να γνωρίσει την Αποκάλυψη και θεληματικά την απορρίπτει, αυτός μόνο αποκλείει τον εαυτό του από τη χάρη και σωτηρία.
Εξ’ άλλου αυτοί που έχουν την πίστη δεν πρέπει να νομίζουν πως έχουν εξασφαλίσει τη σωτηρία, εάν δεν ζουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Αποκαλύψεως.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ;
Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο μας διδάσκει πως ο Χριστός είναι «το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο» (Ιωάννης 1,9 ). Αυτό το κείμενο, όπως και άλλα παρόμοια της Αγίας Γραφής, μας λένε πως το φως του Λόγου του Θεού έχει τη δυνατότητα να εισχωρήσει στο νου όλων των ανθρώπων, με έναν τρόπο που εμείς δε γνωρίζουμε, έτσι ώστε και οι μη χριστιανοί να μπορούν να έχουν την απαιτούμενη πίστη για να σωθούν: «Ο Θεός θέλει να σώσει όλους τους ανθρώπους» (Α’ Τιμόθεο 2, 1-6 ). Και πράγματι ο Χριστός είναι Σωτήρας όλων των ανθρώπων: «Έχουμε ελπίσει – γράφει ο Απόστολος Παύλος – στο ζωντανό Θεό, που είναι ο σωτήρας όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα όσων πιστεύουν (Α’ Τιμόθεο 4,10). Γι’ αυτό, το Άγιο Πνεύμα του Χριστού ενεργεί σε όλες τις θρησκείες και δημιουργεί και σε εκείνους που ο μεγάλος θεολόγος Karl Rahner (1904 – 1984) ονόμαζε «ανώνυμους χριστιανούς», κάποιες κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο Θεό που φανερώνεται σε αυτούς. Οι «ανώνυμοι χριστιανοί» είναι άνθρωποι που δεν είναι βαπτισμένοι, αλλά ζουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους προσπαθώντας να κάνουν το καθήκον τους.
Έτσι ο Θεός, και χωρίς αυτά τα ιδιαίτερα σημεία με τα οποία αποκάλυψε τον εαυτό Του στην ιστορία των Εβραίων και στο πρόσωπο του Ιησού, μπορεί να φανερωθεί στους ανθρώπους ως Θεός-Αγάπη της εβραίο-χριστιανικής Αποκαλύψεως. Έτσι π. χ. η Θεία Πρόνοια που αναγνωρίζεται από το θαύμα της φύσεως, από την εμπειρία της ανθρώπινης αγάπης και από τα γεγονότα της ζωής, γίνεται η αφετηρία για να αναγνωρίσει κανείς την αγάπη του Θεού προς εμάς και να ανταποκριθεί με χαρά σε αυτήν.
Βέβαια η σωτηρία είναι πιο προσιτή σε εμάς που γνωρίζουμε άμεσα τον Χριστό και το σωστικό του έργο. Έχουμε την Αγία Γραφή, τα ιερά μυστήρια, το παράδειγμα των αγίων. Και γι’ αυτό η ευθύνη μας μπροστά στο Θεό είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Οι ιδρυτές και οι αντιπρόσωποι των θρησκειών, χωρίς να εξαιρούμε του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού, μετάδωσαν τις θρησκευτικές τους γνώσεις με το να διδάξουν στους μαθητές τους τις δοξασίες και τον τρόπο ζωής τους.
Στους εμπλουτισμένους με κουλτούρα λαούς, αυτές οι δοξασίες μεταδίδονται, εν μέρει, με γραπτά κείμενα (Γραφές) που έχουν πρωταρχική σημασία για τους οπαδούς των θρησκειών αυτών. Αυτές οι διδασκαλίες (γραπτές ή προφορικές) μαζί με τις διάφορες μορφές λατρείας, γίνονται το μέσο, το σημείο με το οποίο τα μέλη μιας θρησκείας επικοινωνούν με το Θεό που αποκαλύπτεται.
Προκύπτει, όμως, αμέσως ένα πρόβλημα: Η ανθρώπινη γλωσσική έκφραση μπορεί να μεταδώσει σωστά την Αποκάλυψη του Θεού; Πώς μπορεί, δηλαδή, η ανθρώπινη γλώσσα (γραπτή ή προφορική) να μεταδώσει, φανερώνοντας, κάτι γύρω από τη φύση του Θεού από τη στιγμή που Αυτός είναι ο Deus Absconditus (Ο Κρυμμένος Θεός);
Πράγματι, ο Θεός, έτσι όπως Τον αντιλαμβάνεται η πίστη, είναι άπειρα ανώτερος από κάθε γλωσσική η διανοητική ανθρώπινη έκφραση. Γι’ αυτό το λόγο, οι γλωσσικές εκφράσεις που μεταχειρίζονται οι διάφορες θρησκείες, και κυρίως η εβραίο – χριστιανική θρησκεία για να παρουσιάσουν την Αποκάλυψη του Θεού, κατά μεγάλο μέρος, αποτελούνται από αρνητικές ιδέες ή εικόνες. Πρόκειται για τη λεγόμενη «αρνητική οδό» που μας οδηγεί προς το Θεό. Αυτή η προσέγγιση προς τον Θεό λέει μόνο αυτό που ο Θεός δεν είναι, δεν είναι ύλη, δεν είναι περιορισμένος, δεν υπάρχει στο χρόνο και στο χώρο. Με αυτόν τρόπο θέλουμε να εκφράσουμε την απεραντοσύνη του Θεού που μας ξεπερνά.
Ωστόσο η ανθρώπινη έκφραση λέει και κάτι το θετικό σχετικά με το Θεό, αλλά μόνο αναλογικά και πάντα έχοντας ως εμπειρία το δικό μας ανθρώπινο κόσμο. Έτσι όταν λέμε ότι ο Θεός είναι ο «Ων», είναι «Πρόσωπο» είναι «Αγάπη»…, έχουμε μόνο τη δική μας ανθρώπινη εμπειρία γύρω από αυτές τις αξίες. Ο Θεός είναι μεν όλα αυτά, αλλά και κάτι αφάνταστα άπειρο, το ανώτερο που ξεπερνά κάθε λογική και γλωσσική μας προσέγγιση.
Επειδή, όμως, ο ιουδαίο – χριστιανισμός είναι μια θρησκεία που αποκάλυψε ο Θεός, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, παρά τις ανθρώπινες γλωσσικές μας αδυναμίες, η Αγία Γραφή περιέχει και εξηγεί την Αποκάλυψη του Θεού σε εμάς. Η Αγία Γραφή είναι μια συλλογή από βιβλία που εκφράζουν γραπτά τις πεποιθήσεις αυτών των ανθρώπων στους οποίους ο Θεός αποκαλύφθηκε.
Η ΑΓΊΑ ΓΡΑΦΗ: Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
Για να καταλάβουμε, όμως, καλύτερα αυτήν την αλήθεια πρέπει να θυμηθούμε, εδώ, μερικά χαρακτηριστικά της Αποκάλυψης. Η Θεϊκή Αποκάλυψη διακρίνεται από τα εξής χαρακτηριστικά:
α. Είναι ιστορική: η φανέρωση, δηλαδή του Θεού πραγματοποιείται με γεγονότα τοποθετημένα στο χώρο και στο χρόνο και γι’ αυτό χρειάζεται να μεταδοθεί με μια συνεχή μαρτυρία (παράδοση).
β. Εκφράζεται με λόγια: αυτό σημαίνει πως οι ανθρώπινες ιδέες και η ανθρώπινη γλώσσα είναι στοιχεία ουσιαστικά για την Αποκάλυψη.
γ. Έχει κοινωνικό χαρακτήρα: δεν απευθύνεται μόνο στην εσωτερικότητα του ανθρώπου αλλά και στην Κοινότητα.
δ. Έχει οριστικό χαρακτήρα: αυτό σημαίνει ότι η Αποκάλυψη δεν θα αποκατασταθεί, από μια νέα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Εάν λοιπόν, η Αποκάλυψη, χρειάζεται να μεταδοθεί στους μεταγενέστερους, εκφράζεται με ανθρώπινες λέξεις, απευθύνεται σε μια κοινότητα, και έχει οριστικό χαρακτήρα, όλα αυτά σημαίνουν πως αυτή η Αποκάλυψη, πρέπει να κωδικοποιηθεί γραπτά. Αυτό, συνεπώς, που εμείς ονομάζουμε «Αγία Γραφή» είναι η αντικειμενική γραπτή διατύπωση του πρωταρχικού μηνύματος της Θεϊκής Αποκαλύψεως που έγινε στις κοινότητες την εποχή της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε, πως, όταν διαβάζουμε την Αγία Γραφή με πνεύμα πίστης, προπάντων μέσα στα λειτουργικά πλαίσια, είναι ο ίδιος ο Θεός που μας αποκαλύπτεται, όπως ακριβώς αποκαλύφτηκε στους ανθρώπους του Ισραήλ και στους πρώτους Χριστιανούς. Βέβαια η Αγία Γραφή δεν απαντά σε όλες τις θρησκευτικές ερωτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, γιατί δεν έχει αυτό το σκοπό. Σκοπός της είναι να μας φανερώσει το κεντρικό μυστήριο της σωτηρίας: την αυτό-επικοινωνία του Θεού στον άνθρωπο.
ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.
Η λατρεία και η προσευχή προσθέτουν ένα ποιοτικό άγγιγμα στην όλη θρησκευτική μας γνώση, την οποία καμιά γλωσσική έκφραση δεν είναι ικανή να προσθέσει. Ο άνθρωπος δεν θα αποκτήσει ποτέ το αίσθημα της πίστης, που είναι αναγκαίο για να ερμηνεύσει σωστά τη γλώσσα της Αποκαλύψεως, εφόσον δεν ανοίγει την καρδιά του στη λατρεία και στην προσευχή. Οι πιο πολλές ομολογίες της χριστιανικής πίστης έχουν δημιουργηθεί για να αναγγέλλονται, κατά την διάρκεια του Βαπτίσματος και της Αγίας Ευχαριστίας, ακριβώς για να συλλάβουν καλύτερα οι πιστοί το θεολογικό περιεχόμενο τους μέσα στα πλαίσια του ιερού, που δημιουργεί η λατρεία.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η Αγία Γραφή είναι η κυριότερη πηγή για να απεικονιστεί ξανά η ανάπτυξη της πίστης των Εβραίων και της πρώτης χριστιανικής κοινότητας και περιέχει την πληρότητα της Αποκαλύψεως που πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η πίστη της Εκκλησίας δεν έχει κανένα περιεχόμενο, που άμεσα η έμμεσα, δε βρίσκεται στην Αγία Γραφή. Ωστόσο, μόνο στα πλαίσια και στη ζωντανή εμπειρία της Χριστιανικής Κοινότητας μπορούμε να κατανοήσουμε όλο το νόημα της Βίβλου. Μόνο με την πάροδο του χρόνου, μερικές αλήθειες προβάλλουν όλη τους τη σημασία και το περιεχόμενο. Και δεν θα ήταν καθόλου σωστό να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσε να έχει, σήμερα, σωστή και ολοκληρωτική αντίληψη της Αποκαλύψεως, αναλύοντας μόνο, τα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Έτσι αγγίζουμε το θεολογικό πρόβλημα της «Παραδόσεως». Συνήθως με τον όρο παράδοση εννοούμε την «αδιάκοπη μετάδοση της πίστης της Εκκλησιαστικής Κοινότητας από γενεά σε γενεά». Η παράδοση όμως έχει και μια δυναμική έννοια, είναι «η ζωντανή εμπειρία της πίστης του Λαού του Θεού. Με αυτή την εμπειρία οι Χριστιανοί αντιλαμβάνονται και ζουν όλο και πιο βαθιά, όλο και καλύτερα το Λόγο του Θεού με την κατεύθυνση των ποιμένων της Εκκλησίας» (Β’ Σύνοδος του Βατικανού, Δογματική Διάταξη Dei Verbum, αρ. 9).
Μπορούμε να συνοψίσουμε ως εξής τη διδασκαλία της «Dei Verbum» αναφορικά με τη σχέση Αγίας Γραφής-Παράδοσης: Η Ιερά Παράδοση δεν είναι κάτι το αρχαιολογικά στατικό. Είναι η πίστη ολόκληρης της Εκκλησίας, σήμερα σε ζωντανή κοινωνία με την πίστη της πρωτοχριστιανικής κοινότητας. Γραφή και Παράδοση συμβαδίζουν και επικοινωνούν μαζί τους. Μη ξεχνάμε πως η Παράδοση προηγείται της Γραφής τουλάχιστο όσον αφορά τα Ευαγγέλια. Αγία Γραφή και Παράδοση αποτελούν μια και μοναδική παρακαταθήκη που ο Θεός εμπιστεύθηκε σε ολόκληρη τη Εκκλησία. Το διδακτικό σώμα της Εκκλησίας, όμως, έχει ιδιαίτερη μέριμνα για να εξασφαλίσει ανά τους αιώνες τη γνησιότητα αυτής της παρακαταθήκης.
Η Εκκλησία, δηλαδή όλη η κοινότητα των βαπτισμένων, είναι θεματοφύλακας της Αποκαλύψεως που έκανε ο Θεός γύρω από τον εαυτό Του, στο πρόσωπο του Χριστού (βλ. Β’ Σύνοδος του Βατικανού, Περί Θείας Αποκαλύψεως, αρ. 10).
Ακόμη, η Εκκλησία στο σύνολό της είναι ο πιστός μάρτυρας αυτής της Αποκαλύψεως, κι αυτή που την αναγγέλλει επίσημα στον κόσμο. Είναι πάντα καθήκον της Εκκλησίας ως λαός του Θεού, να διακηρύττει τη χριστιανική Αποκάλυψη, να την ερμηνεύει και να της δίνει αξιοπιστία με λόγια και έργα.
Ο Χριστός υποσχέθηκε στην Εκκλησία, ότι οι δυνάμεις του κακού δεν θα υπερισχύσουν πάνω σ’ αυτή (βλ. Ματθαίος 16,18), και ότι θα παραμείνει με όλους τους Χριστιανούς, αλλά κυρίως με τους διαδόχους των Αποστόλων, τους Επισκόπους μέχρι τη συντέλεια του κόσμου (βλ. Ματθαίος 28, 20).
Χάριν αυτής της υποσχέσεως, είμαστε βέβαιοι πως η Εκκλησία θα παραμείνει πάντα, στην αλήθεια του Ευαγγελίου και θα είναι πάντα σε θέση να διακρίνει την αλήθεια από την πλάνη. Έτσι ο πιστός θα είναι βέβαιος πως πιστεύοντας αυτό που πιστεύει η Εκκλησία, παραμένει στην αλήθεια και δεν θα πλανηθεί σε βασικά θέματα, που είναι ζωτικά για τη σωτηρία του.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Η Εκκλησία διδάσκει ότι η δημόσια Αποκάλυψη έχει τελειώσει με το θάνατο του τελευταίου Αποστόλου, του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Έτσι «η παρακαταθήκη της πίστης του», δηλαδή το περιεχόμενο της δημόσιας Αποκαλύψεως έχει συμπληρωθεί κατά την διάρκεια της ζωής των Αποστόλων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Απόστολοι ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής του Χριστού, στο πρόσωπο του οποίου αποκαλύπτεται ο Θεός με πλήρη και οριστικό τρόπο. Σε όλη την ιστορία μετά από το Χριστό, ο Θεός δεν θα κάνει καμιά νέα αποκάλυψη, που να μην την έχει ήδη κάνει στο πρόσωπο του Χριστού, που είναι ο ίδιος ενσαρκωμένος λόγος του Θεού. Η Εκκλησία δε διδάσκει νέες αποκαλύψεις, αλλά εξακολουθεί να αναγγέλλει την ίδια Αποκάλυψη, το ίδιο Ευαγγέλιο που αποκαλύφθηκε στους Αποστόλους, στο πρόσωπο του Χριστού.
Όλα αυτά βέβαια αφορούν στη «δημόσια Αποκάλυψη», όμως ο Θεός εξακολουθεί να μιλά και σήμερα στον άνθρωπο, εξακολουθεί να αποκαλύπτεται στον άνθρωπο κυρίως όταν απαγγέλλεται επίσημα η Αγία Γραφή, όπως για παράδειγμα στις λειτουργικές πράξεις της Εκκλησίας.
Εάν σήμερα δεν είναι δυνατόν πλέον να συμπληρωθεί το περιεχόμενο της Αποκαλύψεως, η μετάδοσή της, ωστόσο, πρέπει να γίνει με τρόπο που να φωτίζει τα προβλήματα και το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτό όμως δεν απαιτεί μια μηχανική και αυτόματη επανάληψη του ότι έχει ειπωθεί στο παρελθόν, αλλά χρειάζεται μια ζωντανή, δυναμική και δημιουργική ευαισθησία του πνεύματος, που να είναι ικανή να συντονιστεί με την κουλτούρα και τις καταστάσεις της ιστορικής στιγμής. Γι’ αυτό για να γίνει η Αγία Γραφή Αποκάλυψη στους ανθρώπους όλων των εποχών, το Άγιο Πνεύμα, φωτίζει πάντοτε τον καθένα από εμάς.
Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει όχι μόνο την Εκκλησία στο σύνολο, τους πιστούς στο σύνολο τους, αλλά και καθένα από αυτούς ξεχωριστά. Μερικοί χριστιανοί απαντούν με μεγαλύτερη γενναιοδωρία στο κάλεσμα και στη χάρη του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό είναι σε θέση να εμβαθύνουν περισσότερο στο μήνυμα της Αποκαλύψεως και επομένως, με την προσωπική τους εμπειρία, μπορούν να βοηθήσουν όλη την Εκκλησία να συλλάβει τη σημασία της Αποκαλύψεως για το σύγχρονο άνθρωπο.
Τέλος, η Αποκάλυψη έχει μια εσχατολογική δομή. Τείνει δηλαδή προς τη συμπλήρωση της στην άλλη ζωή. Ο Χριστιανός που έχει φτάσει στην «αιώνια ζωή» θα λάβει την Αποκάλυψη του Θεού όχι πια έμμεσα και με μορφή σημείων, με τη βοήθεια του πέπλου της πίστης, αλλά ο Θεός θα του φανερωθεί έτσι όπως είναι: «Τώρα βλέπουμε ως σε καθρέπτη αμυδρά, λέει ο Απόστολος Παύλος, τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μερικά, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώση του Θεού για μένα» (Α’ Κορινθίους 13, 12-13).
† Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος
You might be interested in …
«Έλα Κύριε Ιησού-Maranatha». Η κραυγή της ελπίδας
Η λειτουργική περίοδος της Παρουσίας ή του Ερχομού, αποτελεί «μνήμη» αιώνων ελπίδας της ανθρωπότητας για την έλευση ενός Σωτήρα για αυτό είναι η κατεξοχήν περίοδος της ΕΛΠΙΔΑΣ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στα λειτουργικά […]
«Πάτερ Ημών, Η προσευχή των παιδιών του Θεού» του σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Στην προηγούμενη μελέτη μας, αναφερθήκαμε στη φανέρωση του Θεού ως Πατέρα από τον Ιησού Χριστό. Ελέχθη ότι ο Θεός είναι Πατέρας και η σχέση του μαζί μας […]
«Καλεσμένοι να αγαπηθούμε και να αγαπήσουμε» του σεβάσμ. Ιωάννη Σπιτέρη
Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι το χριστιανικό έπος «Ο Απολεσθείς Παράδεισος» του Άγγλου ποιητή Τζον Μίλτον (John Milton). Δημοσιεύτηκε το 1667, Θεωρείται ως το σπουδαιότερο έργο του Μίλτον και ένα από […]
Πρόσφατα άρθρα
- Υπάρχει ο Αντίχριστος και ποιος είναι;
- Ανακοίνωση της Ι.Σ.Κ.Ι.Ε. για την επίσκεψη Ad Limina Apostolorum
- Η Εορτή Χριστού Βασιλιά, Προστάτη της Νεολαίας στην Ι. Αρχιεπισκοπή Καθολικών Αθηνών
- Απεβίωσε ο π. Δημήτριος Δαλέζιος τ.Ι. – Την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου η Εξόδιος Ακολουθία
- Ο Πάπας Φραγκίσκος απευθύνεται στους συμμετέχοντες στον διάλογο της Ποντιφικής Ακαδημίας για τη Ζωή με θέμα το Κοινό καλό.