Κλήση: Θεία χάρη και αποστολή
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, αγαπητοί νέοι!
Είναι η εξηκοστή φορά που εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Προσευχών για τις Κλήσεις, την οποία καθιέρωσε ο Άγιος Πάπας Παύλος Στ’ το 1964, κατά τη διάρκεια της Β’ Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού. Αυτή η προνοιακή πρωτοβουλία στοχεύει να βοηθήσει τα μέλη του λαού του Θεού, προσωπικά και κοινοτικά, να ανταποκριθούν στο κάλεσμα και την αποστολή που ο Κύριος εμπιστεύεται σε κάθε άνθρωπο στον σημερινό κόσμο, με τις πληγές και τις ελπίδες του, τις προκλήσεις και τις κατακτήσεις του.
Φέτος προτείνω να συλλογιστείτε και να προσευχηθείτε με γνώμονα το θέμα «Κλήση: Θεία χάρη και αποστολή». Είναι μια πολύτιμη ευκαιρία να ανακαλύψουμε ξανά με έκπληξη ότι το κάλεσμα του Κυρίου είναι χάρη, είναι μια δωρεάν προσφορά, και ταυτόχρονα είναι μια δέσμευση να πάμε, να εξέλθουμε για να φέρουμε το Ευαγγέλιο. Καλούμαστε να δώσουμε μαρτυρία της πίστεως, η οποία ενισχύει τον δεσμό μεταξύ της ζωής της χάιτος –μέσω των Ιερών Μυστηρίων και της εκκλησιαστικής κοινωνίας– και της αποστολής στον κόσμο. Ο Χριστιανός, εμψυχωμένος από το Άγιο Πνεύμα, αναρωτάται για τις υπαρξιακές περιφέρειες και είναι ευαίσθητος στα ανθρώπινα δράματα, έχοντας πάντα κατά νου ότι η αποστολή είναι έργο του Θεού και δεν την εκτελούμε ατομικά, αλλά σε εκκλησιαστική κοινωνία, μαζί με τους αδελφούς και τις αδελφές, καθοδηγούμενοι από τους Ποιμένες. Διότι αυτό είναι ανέκαθεν και για πάντα το όνειρο του Θεού: να ζούμε μαζί Του σε κοινωνία αγάπης.
«Μας διάλεξε πριν από την πλάση του κόσμου»
Ο απόστολος Παύλος ανοίγει μπροστά μας έναν θαυμαστό ορίζοντα: εν Χριστώ, ο Θεός Πατέρας «μας διάλεξε πριν από την πλάση του κόσμου για να είμαστε άγιοι και άμεμπτοι ενώπιόν του, μέσα στην αγάπη. Διότι δια του Ιησού Χριστού μάς προόρισε να γίνουμε θετά παιδιά του, σύμφωνα με την ευαρέσκεια του θελήματός του» (Εφ 1,4-5). Αυτά είναι λόγια που μας επιτρέπουν να δούμε τη ζωή με το πλήρες νόημά της: ο Θεός μας «συλλαμβάνει» κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του και μας θέλει παιδιά Του: πλαστήκαμε από Αγάπη, για αγάπη και με αγάπη, και είμαστε φτιαγμένοι να αγαπάμε.
Κατά τη διάρκεια της ζωής μας, αυτό το κάλεσμα, εγγεγραμμένο στα κύτταρα της ύπαρξής μας και φορέας του μυστικού της ευτυχίας, φτάνει σ’ εμάς, μέσω της δράσης του Αγίου Πνεύματος, με έναν ολοένα καινούργιο τρόπο, φωτίζει τη νοημοσύνη μας, ενσταλάζει σθένος στη θέληση, μας γεμίζει κατάπληξη και κάνει την καρδιά μας να καίγεται. Μερικές φορές μάλιστα εισβάλλει απροσδόκητα. Κάπως έτσι ήταν για μένα στις 21 Σεπτεμβρίου 1953, όταν, στον δρόμο για την ετήσια φοιτητική γιορτή, ένιωσα την επιθυμία να μπω στην εκκλησία και να εξομολογηθώ. Εκείνη η μέρα άλλαξε τη ζωή μου και της άφησε ένα αποτύπωμα που διαρκεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, το θείο κάλεσμα στο δώρο της αυτοπροσφοράς κάνει τον δρόμο του σταδιακά, μέσω μιας πορείας: σε επαφή με μια κατάσταση ένδειας, σε μια στιγμή προσευχής, χάρη σε μια διαυγή μαρτυρία του Ευαγγελίου, σε μια ανάγνωση που ανοίγει το μυαλό μας, όταν ακούμε τον λόγο του Θεού και τον νιώθουμε να απευθύνεται σ’ εμάς, στη συμβουλή ενός αδελφού ή μια αδελφής που μας συνοδεύει, σε έναν καιρό ασθένειας ή πένθους… Η φαντασία του Θεού που μας καλεί είναι απεριόριστη.
Και η πρωτοβουλία Του και το δώρο Του περιμένουν την απάντησή μας. Κλήση είναι «η διασταύρωση μεταξύ θείας επιλογής και ανθρώπινης ελευθερίας» [1], μια δυναμική και διεγερτική σχέση που έχει ως συνομιλητές τον Θεό και την ανθρώπινη καρδιά. Έτσι το δώρο της κλήσεως μοιάζει με θεϊκό σπόρο που φυτρώνει στο χώμα της ζωής μας, μας ανοίγει στον Θεό και μας ανοίγει στους άλλους για να μοιραστούμε μαζί τους τον θησαυρό που βρήκαμε. Αυτή είναι η θεμελιώδης δομή εκείνου που εννοούμε ως κλήση: ο Θεός καλεί αγαπώντας και εμείς, ευγνώμονες, ανταποκρινόμαστε αγαπώντας. Ανακαλύπτουμε πως είμαστε γιοι και κόρες που μας αγαπά ο ίδιος Πατέρας και αναγνωρίζουμε πως είμαστε αδελφοί και αδελφές μεταξύ μας. Η Αγία Θηρεσία του Βρέφους Ιησού, όταν τελικά «είδε» καθαρά αυτή την πραγματικότητα, αναφώνησε: «Επιτέλους βρήκα την κλήση μου! Η κλήση μου είναι η αγάπη! Ναι, βρήκα τη θέση μου στην Εκκλησία […]. Στην καρδιά της Εκκλησίας, της Μητέρας μου, θα είμαι η αγάπη» [2].
«Εγώείμαι μια αποστολή πάνω σ’ αυτή τη γη»
Η κλήση του Θεού, όπως λέγαμε, περιλαμβάνει την αποστολή. Δεν υπάρχει κλήση χωρίς αποστολή. Και δεν υπάρχει ευτυχία και πλήρης αυτοπραγμάτωση χωρίς να προσφέρουμε στους άλλους τη νέα ζωή που έχουμε βρει. Το θείο κάλεσμα στην αγάπη είναι μια εμπειρία που δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε. «Αλίμονό μου αν δεν κηρύττω το ευαγγέλιο!», αναφωνούσε ο απόστολος Παύλος (Α’Κορ 9,16). Και η Πρώτη Επιστολή του Ιωάννη αρχίζει ως εξής: «Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό. Κι αυτά σας τα γράφουμε για να είναι ολοκληρωμένη η χαρά σας» (πρβλ. 1,1-4).
Πριν από πέντε χρόνια, στην Αποστολική Παραίνεση Να χαίρεστε και να αγάλλεστε, απευθυνόμουν σε κάθε βαπτισμένο και βαπτισμένη με αυτόν τον τρόπο: «Και εσύ έχεις ανάγκη να αντιλαμβάνεσαι το σύνολο της ζωής σου ως μια αποστολή» (αρ. 23). Ναι, διότι ο καθένας μας, ανεξαιρέτως, μπορεί να πει: «Εγώ είμαι μια αποστολή πάνω σ’ αυτή τη γη, και γι’ αυτό βρίσκομαι σ’ αυτόν τον κόσμο» (Αποστ. Παρ. Η χαρά του Ευαγγελίου, 273).
Η κοινή αποστολή σε όλους εμάς τους Χριστιανούς είναι να δίνουμε μαρτυρία με χαρά, σε κάθε κατάσταση, με πράξεις και λόγια, για όσα βιώνουμε μένοντας με τον Ιησού και μέσα στην κοινότητά Του που είναι η Εκκλησία. Και τούτο μεταφράζεται σε υλικά και πνευματικά έργα ελέους, σε έναν φιλόξενο και ήπιο τρόπο ζωής, ικανό για εγγύτητα, συμπόνια και τρυφερότητα, που πηγαίνει ενάντια στο ρεύμα και τη νοοτροπία της απόρριψης και της αδιαφορίας. Το να γίνουμε «πλησίον», όπως ο Καλός Σαμαρείτης (πρβλ. Λκ 10,25-37), μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον «πυρήνα» της χριστιανικής κλήσης: να μιμούμαστε τον Ιησού Χριστό, ο οποίος ήρθε για να υπηρετήσει και όχι για να υπηρετηθεί (πρβλ. Μκ 10,45).
Αυτή η αποστολική δράση δεν γεννιέται απλώς από τις ικανότητες, τις προθέσεις ή τα σχέδιά μας, ούτε από τη θέλησή μας ή και την προσπάθειά μας να ασκήσουμε τις αρετές, αλλά από μια βαθιά εμπειρία με τον Ιησού. Μόνο τότε μπορούμε να γίνουμε μάρτυρες ενός Προσώπου, μιας Ζωής, και αυτό μας κάνει «αποστόλους». Τότε αναγνωρίζουμε «ότι είμαστε σημαδεμένοι ανεξίτηλα από αυτήν την αποστολή να φωτίζουμε, να ευλογούμε, να αναζωογονούμε, να ανορθώνουμε, να θεραπεύουμε, να ελευθερώνουμε» (Αποστ. Παρ. Η χαρά του Ευαγγελίου, 273).
Οι δύο μαθητές της Εμμαούς είναι η ευαγγελική εικόνα αυτής της εμπειρίας. Μετά τη συνάντησή τους με τον αναστημένο Ιησού, εκμυστηρεύονται ο ένας στον άλλον: «Δεν φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, καθώς μας μιλούσε στον δρόμο και μας ερμήνευε τις Γραφές;» (Λκ 24,32). Στους μαθητές αυτούς μπορούμε να δούμε τι σημαίνει να έχεις «φλεγόμενη καρδιά και πόδια που βαδίζουν» [3]. Είναι αυτό που εύχομαι και για την προσεχή Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας στη Λισαβόνα, την οποία αναμένω με χαρά και που έχει ως σύνθημα: «Η Μαριάμ σηκώθηκε και πήγε γρήγορα» (Λκ 1,39). Είθε ο καθένας και η καθεμιά να αισθανθεί καλεσμένος/καλεσμένη να σηκωθεί και να αναχωρήσει γρήγορα, με μια καρδιά που καίει!
Καλεσμένοι από κοινού: συγκαλεσμένοι
Ο ευαγγελιστής Μάρκος αφηγείται τη στιγμή που ο Ιησούς κάλεσε κοντά του δώδεκα μαθητές, τον καθένα με το όνομά του. Τους κατέστησε ώστε να είναι μαζί Του και να τους στείλει να κηρύξουν, να θεραπεύσουν ασθένειες και να εκδιώξουν δαιμόνια (πρβλ. Μκ 3,13-15). Έτσι ο Κύριος θέτει τα θεμέλια της νέας Κοινότητάς Του. Οι Δώδεκα ήταν άνθρωποι διαφορετικών κοινωνικών καταβολών και επαγγελμάτων, που δεν ανήκαν στις πιο σημαντικές κατηγορίες. Στη συνέχεια, τα Ευαγγέλια μας λένε για άλλα καλέσματα, όπως αυτό των εβδομήντα δύο μαθητών τους οποίους ο Ιησούς στέλνει δύο δύο (πρβλ. Λκ 10,1).
«Εκκλησία» είναι ελληνικός όρος που σημαίνει: συνάθροιση ανθρώπων που καλούνται, συγκαλούνται, για να σχηματίσουν την κοινότητα των αποστόλων μαθητών και μαθητριών του Ιησού Χριστού, που δεσμεύονται να βιώσουν την αγάπη Του μεταξύ τους (πρβλ. Ιω 13,34· 15,12) και να τη μεταδώσουν σε όλους, ώστε να έρθει η Βασιλεία του Θεού.
Στην Εκκλησία είμαστε όλοι υπηρέτες και υπηρέτριες, σύμφωνα με διαφορετικές κλήσεις, χαρίσματα και διακονίες. Η κλήση της αυτοπροσφοράς στην αγάπη, κοινή για όλους, ξετυλίγεται και γίνεται συγκεκριμένη στη ζωή των λαϊκών χριστιανών, ανδρών και γυναικών, που είναι αφοσιωμένοι στην οικοδόμηση της οικογένειας ως μια μικρή κατ’ οίκον εκκλησία και στην ανακαίνιση των διαφόρων χώρων της κοινωνίας με το προζύμι του Ευαγγελίου. Συγκεκριμενοποιείται στη μαρτυρία των αφιερωμένων ανδρών και γυναικών, που είναι δοσμένοι πλήρως στον Θεό υπέρ των αδελφών τους ως προφητεία της Βασιλείας του Θεού. Η κλήση της αυτοπροσφοράς στην αγάπη συγκεκριμενοποιείται στους χειροτονημένους λειτουργούς (διακόνους, πρεσβυτέρους, επισκόπους) που τίθενται στην υπηρεσία του Θείου λόγου, της προσευχής και της κοινωνίας του αγίου λαού του Θεού. Κάθε συγκεκριμένη κλήση στην Εκκλησία, μόνο σε σχέση με όλες τις άλλες, έρχεται στο φως πλήρως με τη δική της αλήθεια και τον δικό της πλούτο. Υπό αυτή την έννοια, η Εκκλησία είναι μια «συμφωνία» κλήσεων, με όλες τις κλήσεις ενωμένες και διακριτές, σε αρμονία και από κοινού «εξερχόμενες» για να ακτινοβολήσουν στον κόσμο τη νέα ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Θεία χάρη και αποστολή: δώρο και καθήκον
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, η κλήση είναι δώρο και καθήκον, πηγή νέας ζωής και αληθινής χαράς. Οι πρωτοβουλίες προσευχής και εμψύχωσης που συνδέονται με αυτήν την Ημέρα είθε να ενισχύσουν την ευαισθησία των κλήσεων στις οικογένειές μας, στις ενοριακές κοινότητες και στις κοινότητες αφιερωμένης ζωής, στους εκκλησιαστικούς συνδέσμους και στα εκκλησιαστικά κινήματα. Είθε το Πνεύμα του αναστημένου Κυρίου να μας ταρακουνήσει από την απάθεια και να μας δώσει συμπάθεια και ενσυναίσθηση, για να ζούμε κάθε μέρα αναγεννημένοι ως παιδιά του Θεού που είναι Αγάπη (πρβλ. Α’Ιω 4,16) και να είμαστε με τη σειρά μας γενεσιουργοί αγάπης: ικανοί να φέρουμε ζωή παντού, ειδικά εκεί όπου υπάρχει αποκλεισμός και εκμετάλλευση, ανέχεια και θάνατος, ώστε οι χώροι της αγάπης να επεκτείνονται [4] και ο Θεός να βασιλεύει όλο και περισσότερο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας μας συνοδεύει σ’ αυτό το ταξίδι η προσευχή που είχε συντάξει ο Άγιος Πάπας Παύλος Στ’ για την 1η Παγκόσμια Ημέρα των Κλήσεων, στις 11 Απριλίου 1964:
«Ιησού, θείε Ποιμένα των ψυχών, ο οποίος κάλεσες τους Αποστόλους για να τους καταστήσεις ψαράδες ανθρώπων, συνέχισε να ελκύεις προς Εσένα φλογερές και γενναιόδωρες ψυχές νέων, για να τους κάνεις ακολούθους Σου και λειτουργούς Σου. Αξίωσέ τους να γίνουν κοινωνοί της δίψας Σου για καθολική Λύτρωση, […] άνοιξε σ’ αυτούς τους ορίζοντες όλου του κόσμου, […] ώστε, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμά Σου, να παρατείνουν εδώ στη γη την αποστολή Σου, να οικοδομήσουν το μυστικό Σου Σώμα, που είναι η Εκκλησία, και είναι «αλάτι της γης» και «φως του κόσμου» (Μτ 5,13)».
Είθε Παναγία Θεοτόκος Μαρία να σας συνοδεύει και να σας προστατεύει. Με την ευλογία μου.
Ρώμη, Άγιος Ιωάννης στο Λατερανό, 30 Απριλίου 2023, Δ’ Κυριακή του Πάσχα.
______________________________
[1] Τελικό Έγγραφο της 15ης Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Συνόδου των Επισκόπων (2018), Νέοι, Πίστη και Διάκριση της κλήσεως, αρ. 78.
[2] Χειρόγραφο “Β”, γραμμένο κατά την τελευταία της πνευματική περισυλλογή (Σεπτέμβριος 1896): Άπαντα, Ρώμη 1997, 223.
[3] Πρβλ. Μήνυμα για την 97η Παγκόσμια Ημέρα Ιεραποστολών (6 Ιανουαρίου 2023).
[4] «Dilatentur spatia caritatis»: Ιερός Αυγουστίνος, Sermo 69: PL 5, 440.441.
———–
Μετάφραση: π. Λέων Κισκίνης