5 Νοεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Μήνυμα του πάπα Φραγκίσκου για την Παγκόσμια Ημέρα του Μετανάστη και του Πρόσφυγα (14 Ιανουαρίου 2018)

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ

ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
[14 Ιανουαρίου 2018]

 

“Καλωσορίζω, προστατεύω, προωθώ και ενσωματώνω

τους μετανάστες και τους πρόσφυγες”

 

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές,

“Να του φέρεστε όπως σε ένα συμπατριώτη σας, να τον αγαπάτε σαν τον εαυτό σας, επειδή ήσασταν ξένοι στη γη της Αιγύπτου. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας” (Λευ. 19,34).

Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της αρχιερατείας μου, επανειλημμένως εξέφρασα την ιδιαίτερη ανησυχία μου για τη θλιβερή κατάσταση πολλών μεταναστών και προσφύγων που αφήνουν πίσω τους τον πόλεμο, τις διώξεις, τις φυσικές καταστροφές και τη φτώχεια. Αυτή η κατάσταση είναι αναμφίβολα ένα «σημάδι των καιρών» το οποίο προσπάθησα να ερμηνεύσω με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, μετά την επίσκεψή μου στη Λαμπεντούζα στις 8 Ιουλίου 2013. Όταν θέσπισα τη νέα Υπηρεσία για την Προώθηση της Ολοκληρωμένης Ανθρώπινης Ανάπτυξης, ήθελα ένα συγκεκριμένο τμήμα – υπό την προσωπική μου καθοδήγηση αρχικά – να εκφράσει την ανησυχία της Εκκλησίας για τους μετανάστες, τους εκτοπισμένους, τους πρόσφυγες και τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων.

Κάθε ξένος που χτυπά την πόρτα μας είναι μια ευκαιρία για μια συνάντηση με τον Ιησού Χριστό, ο οποίος ταυτίζεται με τον καλωσορισμένο και τον απορριφθέντα ξένο κάθε εποχής (ΜΤ 25,35-43). Ο Κύριος εμπιστεύεται στη μητρική αγάπη της Εκκλησίας κάθε άνθρωπο που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.  Αυτή η αλληλεγγύη πρέπει να εκφράζεται σε κάθε στάδιο της μεταναστευτικής εμπειρίας – από την αναχώρηση και όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, έως τον τελικό προορισμό και την επιστροφή. Αυτή είναι μια μεγάλη ευθύνη την οποία η Εκκλησία σκοπεύει να μοιραστεί με όλους τους πιστούς και τους άνδρες και τις γυναίκες καλής θέλησης που καλούνται να ανταποκριθούν στις πολλές προκλήσεις της σύγχρονης μετανάστευσης με γενναιοδωρία, ετοιμότητα, σοφία και προνοητικότητα, καθένας σύμφωνα με τις δυνάμεις του.

Εν προκειμένω, θα ήθελα να επαναλάβω ότι “η κοινή μας δράση συνοψίζεται σε τέσσερις λέξεις θεμελιωμένες πάνω στις αρχές της διδασκαλίας της Εκκλησίας: υποδοχή, προστασία, προώθηση και ενσωμάτωση”.

Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση, υποδοχή σημαίνει κυρίως προσφορά ευρύτερων επιλογών στους μετανάστες και τους πρόσφυγες για να εισέλθουν με ασφάλεια και νόμιμα στις χώρες προορισμού. Αυτό απαιτεί απτές δεσμεύσεις για την ενίσχυση και την απλούστευση της διαδικασίας χορήγησης βίζας για ανθρωπιστικούς λόγους και για επανένωση των οικογενειών. Ταυτόχρονα, ελπίζω ότι ένας μεγαλύτερος αριθμός χωρών θα εγκρίνει ιδιωτικά και κοινοτικά χορηγικά προγράμματα και θα ανοίξει ανθρωπιστικές διόδους για ιδιαίτερα ευάλωτους πρόσφυγες. Επιπλέον, σκόπιμο θα ήταν να χορηγηθούν ειδικές προσωρινές άδειες παραμονής σε άτομα που έχουν καταφύγει λόγω συρράξεων σε γειτονικές χώρες. Οι συλλογικές και αυθαίρετες απελάσεις μεταναστών και προσφύγων δεν είναι κατάλληλες λύσεις, ιδίως όταν οι άνθρωποι επαναπροωθούνται σε χώρες που δεν μπορούν να εγγυηθούν το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Για μια ακόμη φορά, θέλω να υπογραμμίσω τη σημασία της προσφοράς στους μετανάστες και τους πρόσφυγες μιας πρώτης τακτοποίησης σε κατάλληλο και αξιοπρεπές κατάλυμα. «Τα πλέον διαδεδομένα προγράμματα καλωσορίσματος, που ήδη άρχισαν να εφαρμόζονται σε διάφορα μέρη, δείχνουν να ευνοούν την προσωπική επαφή και την ποιοτικότερη εξυπηρέτηση και αυξημένες εγγυήσεις επιτυχίας». Η αρχή του κεντρικού χαρακτήρα της ανθρώπινης προσωπικότητας που διακηρύχθηκε από τον αγαπητό προκάτοχό μου, Βενέδικτο ΙΣΤ΄, ορίζει να τοποθετούμε πάντα την προσωπική ασφάλεια πάνω από την εθνική ασφάλεια. Είναι επομένως απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι υπεύθυνοι για τον έλεγχο των συνόρων είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι.

Η κατάσταση των μεταναστών, των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων προϋποθέτει την εξασφάλιση προσωπικής ασφάλειας και πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες. Για λόγους θεμελιώδους αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπινου όντος, πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις εναλλακτικές της κράτησης για εκείνους που εισέρχονται παράνομα σε μια χώρα.

Η δεύτερη λέξη – προστασία – νοείται ως μια σειρά βημάτων που αποσκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των μεταναστών και των προσφύγων, ανεξάρτητα από τη νομική τους υπόσταση. Η προστασία αυτή αρχίζει στη χώρα προέλευσης και συνίσταται στην παροχή αξιόπιστων και επαληθευμένων πληροφοριών πριν από την αναχώρηση και στην παροχή προστασίας από παράνομες πρακτικές πρόσληψης. Αυτό πρέπει να συνεχίζεται, στο μέτρο του δυνατού, στη χώρα μετανάστευσης, να παρέχεται επαρκής προξενική συνδρομή, να τούς παραδίδονται τα έγγραφα ταυτοποίησής τους, να έχουν ισότιμη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δυνατότητα ανοίγματος προσωπικού τραπεζικού λογαριασμού και ένα ελάχιστο επαρκές ποσόν για να ζήσουν. Όταν αναγνωρίζονται και αποτιμώνται δεόντως οι δυνατότητες και οι δεξιότητές  τους, οι μετανάστες, οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες αποτελούν ουσιαστικούς ανθρώπινους πόρους για τις κοινότητες που τους καλωσορίζουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ελπίζω ότι στις χώρες άφιξης οι μετανάστες θα έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν ελεύθερη κυκλοφορία, ευκαιρίες εργασίας και πρόσβαση σε πληροφόρηση, με σεβασμό στην αξιοπρέπειά τους. Για εκείνους που αποφασίζουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, θέλω να τονίσω την ανάγκη ανάπτυξης κοινωνικών και επαγγελματικών προγραμμάτων επανένταξης. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού αποτελεί ένα καθολικό νομικό πλαίσιο προστασίας των ανήλικων μεταναστών. Προβλέπεται η αποφυγή  κάθε μορφής κράτησης που σχετίζεται με το καθεστώς μετανάστευσης και διασφαλίζεται η συνεχής φοίτηση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, όταν φτάνουν στην κατάλληλη ηλικία πρέπει να τούς παρέχεται το δικαίωμα να παραμείνουν και να απολαμβάνουν τη δυνατότητα συνέχισης των σπουδών τους. Θα πρέπει να προβλέπονται προσωρινή κράτηση ή προγράμματα αναδοχής για τους ασυνόδευτους ανηλίκους και τους ανήλικους που αποκόπτονται από τις οικογένειές τους. Το καθολικό δικαίωμα εθνικότητας πρέπει να αναγνωρίζεται και να πιστοποιείται δεόντως για όλα τα παιδιά κατά τη γέννηση. Το καθεστώς έλλειψης ιθαγένειας, που αποτελεί συχνό φαινόμενο  στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, μπορεί εύκολα να αποφευχθεί με τη θέσπιση «εθνικής νομοθεσίας που είναι σύμφωνη με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου». Το καθεστώς μετανάστευσης δεν πρέπει να περιορίζει την πρόσβαση στα εθνικά προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης και συνταξιοδότησης, ούτε να επηρεάζει τη μεταφορά των ασφαλιστικών εισφορών τους σε περίπτωση επαναπατρισμού.

Προώθηση ουσιαστικά σημαίνει μια αποφασιστική προσπάθεια να διασφαλιστεί ότι όλοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες – καθώς και οι κοινότητες που τούς υποδέχονται – έχουν ενδυναμωθεί, ώστε να αξιοποιήσουν το δυναμικό τους ως ανθρώπινα όντα, σε όλες τις διαστάσεις που αποτελούν την ανθρωπότητα που επιδιώκει ο Δημιουργός. Μεταξύ αυτών, πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματική αξία της θρησκευτικής διάστασης, εξασφαλίζοντας σε όλους τους αλλοδαπούς σε οποιαδήποτε χώρα την ελευθερία της θρησκευτικής πίστης και πρακτικής. Πολλοί μετανάστες και πρόσφυγες έχουν ικανότητες που πρέπει να αναγνωρίζονται και να αποτιμώνται δεόντως. Δεδομένου ότι η “εργασία, από τη φύση της, αποσκοπεί στην ένωση των λαών”, ενθαρρύνω μια αποφασιστική προσπάθεια προώθησης της κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης των μεταναστών και των προσφύγων, εξασφαλίζοντας για όλους – συμπεριλαμβανομένων όσων ζητούν άσυλο – τη δυνατότητα απασχόλησης, τη γλωσσική εκπαίδευση και την ενεργό ιδιότητα του πολίτη, καθώς και επαρκή πληροφόρηση στη μητρική τους γλώσσα. Στην περίπτωση των ανήλικων μεταναστών, η προσφορά εργασίας πρέπει να ρυθμιστεί, ώστε να αποφευχθούν η εκμετάλλευση και οι κίνδυνοι για την ομαλή ανάπτυξή τους. Το 2006, ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ ανέδειξε τη συμβολή της οικογένειας – στο πλαίσιο της μετανάστευσης -ως «τόπου και πηγής της ανθρώπινης κουλτούρας, καθώς και παράγοντα ενσωμάτωσης των αξιών». Η οικογενειακή ενότητα αποτελεί αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα και οι οικογενειακές επανενώσεις – συμπεριλαμβανομένων των παππούδων, των εγγονών και των αδελφών – υποστηρίζονται, ανεξάρτητα από τις οικονομικές απαιτήσεις. Οι μετανάστες, οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες με αναπηρίες πρέπει να λαμβάνουν μεγαλύτερη βοήθεια και υποστήριξη. Αν και αναγνωρίζω τις έως τώρα αξιέπαινες προσπάθειες πολλών χωρών, όσον αφορά τη διεθνή συνεργασία και την ανθρωπιστική βοήθεια, ευελπιστώ ότι  για την παροχή αυτής της βοήθειας θα ληφθούν υπόψη ανάγκες σε ιατρική και κοινωνική μέριμνα, καθώς και μόρφωση των αναπτυσσόμενων χωρών που δέχονται σημαντική εισροή μεταναστών και προσφύγων. Ελπίζω επίσης ότι οι τοπικές κοινότητες που είναι ευάλωτες και αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες θα ωφεληθούν αναλόγως.

Η τελευταία λέξη – ενσωμάτωση – αφορά τις ευκαιρίες για διαπολιτισμική επικοινωνία που προσφέρει η παρουσία μεταναστών και προσφύγων. Η ενσωμάτωση δεν συνεπάγεται «αφομοίωση που οδηγεί τους μετανάστες να καταπνίξουν ή να ξεχάσουν τη δική τους πολιτισμική ταυτότητα. Αντίθετα, η επαφή με τους άλλους, μάς επιτρέπει να ανακαλύψουμε το ‘μυστικό’ τους, να ανοιχτούμε προς αυτούς και να καλωσορίσουμε τα θετικά χαρακτηριστικά τους, γνωρίζοντας καλύτερα ο ένας τον άλλο. Πρόκειται για μια μακρά διαδικασία που στοχεύει στη διαμόρφωση κοινωνιών και πολιτισμών, με τρόπο που να αποτελούν όλο και περισσότερο αντανάκλαση των πολύπλευρων δώρων του Θεού στους ανθρώπους»[16]. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επισπευσθεί με την εκχώρηση ιθαγένειας χωρίς οικονομικά ή γλωσσικά προαπαιτούμενα και με τη δυνατότητα αναγνώρισης ειδικού καθεστώτος στους μετανάστες που μπορούν να αποδείξουν μακρά παραμονή στη χώρα άφιξης. Επαναλαμβάνω την ανάγκη να καλλιεργηθεί μια επικοινωνιακή κουλτούρα  με κάθε δυνατό τρόπο – με την αύξηση των ευκαιριών για διαπολιτισμικές ανταλλαγές, την τεκμηρίωση και τη διάδοση βέλτιστων πρακτικών ένταξης και την ανάπτυξη προγραμμάτων με σκοπό την εξοικείωση των τοπικών κοινοτήτων με διαδικασίες ένταξης. Θα ήθελα να τονίσω την ειδική περίπτωση των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα άφιξης, λόγω ανθρωπιστικής κρίσης. Για αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να διασφαλίζεται επαρκής συνδρομή, μέσω προγραμμάτων με σκοπό τον επαναπατρισμό και την αποτελεσματική επανένταξή τους στις χώρες καταγωγής τους.

Σύμφωνα με την ποιμαντική της παράδοση, η Εκκλησία είναι έτοιμη να δεσμευθεί για την πραγμάτωση όλων των προτεινόμενων πρωτοβουλιών. Ωστόσο, προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, είναι απαραίτητη η συμβολή των πολιτικών κοινοτήτων και των κοινωνιών των πολιτών, στο βαθμό της ευθύνης που τους αναλογεί.

Στη διάσκεψη κορυφής των Ηνωμένων Εθνών που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, οι ηγέτες του κόσμου εξέφρασαν απερίφραστα την επιθυμία τους να αναλάβουν αποφασιστική δράση υπέρ των μεταναστών και των προσφύγων, για να διαφυλάξουν τη ζωή τους και να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους, επιμερίζοντας αυτή την ευθύνη σε παγκόσμια κλίμακα. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη δεσμεύθηκαν να καταρτίσουν και να εγκρίνουν, πριν από το τέλος του 2018, δύο Παγκόσμια Σύμφωνα, ένα για τους πρόσφυγες και το άλλο για τους μετανάστες.

Αγαπητοί αδελφοί, με βάση αυτές τις διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, οι προσεχείς μήνες προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία να υποστηριχθούν οι συγκεκριμένες ενέργειες που περιέγραψα με άξονα τέσσερεις λέξεις. Σας καλώ λοιπόν να χρησιμοποιήσετε κάθε ευκαιρία για να μοιραστείτε αυτό το μήνυμα με όλους τους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς  που είτε συμμετέχουν ήδη, είτε επιδιώκουν να συμμετάσχουν, στην προπαρασκευαστική διαδικασία για την έγκριση των δύο Παγκόσμιων Συμφώνων.Σήμερα, 15 Αυγούστου, γιορτάζουμε τη γιορτή της Μεταστάσεως της Θεοτόκου. Η ίδια η Αγία Μητέρα του Θεού βίωσε τις κακουχίες της εξορίας (Ματθαίος 2: 13-15), συνόδευσε με αγάπη το ταξίδι του Υιού του στο Γολγοθά και τώρα μοιράζεται αιώνια τη δόξα του. Στη μητρότητά της εναποθέτουμε τις ελπίδες όλων των μεταναστών και προσφύγων του κόσμου και τις προσδοκίες των κοινοτήτων που τους καλωσορίζουν, ώστε να ανταποκριθούμε στην ανώτατη εντολή του Κυρίου, να μάθουμε όλοι να αγαπάμε τον άλλο, τον ξένο, όπως και τον εαυτό μας».

 

Πόλη του Βατικανού, 15 Αυγούστου 2017

 Εορτή της Μεταστάσεως της Θεοτόκου

 ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ

 

Προηγούμενο Άρθρο

Ευχαριστίες του π. Ανδρέα κατά το Αρχιερατικό Συλλείτουργο για την 50η επέτειο από την Ιερατική Χειροτονία του

Επόμενο Άρθρο

Σύρος: διήμερο ρεσιτάλ θρησκευτικής μουσικής, αφιερωμένο στον «Ζωζέφ Ακεψιμά»

You might be interested in …

Μήνυμα του Πάπα Φραγκίσκου, για την 22η Παγκόσμια Ημέρα των Ασθενών[2014]

Μήνυμα του Πάπα Φραγκίσκου, για την 22α Παγκόσμια Ημέρα των Ασθενών (11-02-14)   Πίστη και αγάπη: «Και εμείς οφείλουμε να δίνουμε τη ζωή μας για τους άλλους.» (  1 Ιωάν. 3,16)