20 Μαΐου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Οι δυο όψεις της γνήσιας αγάπης: ο έρωτας και η αγάπη

cantalamesa_02

cantalamesa_02

O Raniero Κανταλαμέσα είναι Καπουκίνος καθολικός ιερέας. Γεννήθηκε στο Ascoli Piceno, της Ιταλίας, στις 22 Ιουλίου 1934, χειροτονήθηκε ιερέας το 1958. Είναι Θεολόγος και κατέχει Διδακτορικό στην κλασική λογοτεχνία. Εργάστηκε ως Τακτικός Καθηγητής Ιστορίας του Αρχαίου Χριστιανισμού και Διευθυντής του Τμήματος των θρησκευτικών επιστημών στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Είναι Μέλος της Διεθνούς Θεολογικής Επιτροπής (1975-1981).

Το 1979 παραιτήθηκε από τη θέση διδασκαλίας του για να αφιερωθεί πλήρως στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το 1980 διορίστηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ, Ιεροκήρυκας στην παπική οικία και υπό την ιδιότητά του αυτή συνεχίζει μέχρι σήμερα, το εβδομαδιαίο κήρυγμα την περίοδο των Χριστουγέννων και της Σαρακοστής, με την παρουσία του Πάπα, καρδινάλιων, επίσκοπων, ιεραρχών της Ρωμαϊκής Curia και γενικών προϊσταμένων των θρησκευτικών ταγμάτων. Συχνά καλείται να μιλήσει σε διεθνείς και οικουμενικές διασκέψεις και φόρουμ. Είναι μέλος της Καθολικής αντιπροσωπείας για το διάλογο με τις Εκκλησίες της Πεντηκοστής τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρουσιάζει στο πρώτο κανάλι της ιταλικής κρατικής τηλεόρασης (RAI) ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα για το Ευαγγέλιο.

 

Οι δυο όψεις της γνήσιας αγάπης: ο έρωτας και η αγάπη

Η παρακάτω μελέτη εύχομαι να είναι μια μικρή συμβολή στον εκ νέου ευαγγελισμό του εκκοσμικευμένου Δυτικού κόσμου που αυτή τη στιγμή αποτελεί και την κυριότερη έγνοια όλης της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του αγίου Πατέρα Βενέδικτου 16ου.

Ένας τομέας τον οποίο η εκκοσμίκευση επηρεάζει ευρύτατα και ολέθρια, είναι ο τομέας της αγάπης. Η εκκοσμίκευση της αγάπης συνίσταται στην απόσπαση της ανθρώπινης αγάπης, σε όλες τις μορφές της, από τον Θεό, ανάγοντάς την σε κάτι το εντελώς «κοσμικό», όπου ο Θεός δεν έχει καμιά θέση και μάλιστα είναι εμπόδιο.

Αλλά το θέμα της αγάπης δεν είναι σημαντικό αποκλειστικά για τον ευαγγελισμό, δηλαδή στη σχέση με τον κόσμο. Είναι σημαντικό επίσης και πριν απόλα, για την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, για την αγιοσύνη των μελών της. Σε αυτή την προοπτική τοποθετείται και η εγκύκλιος «ο Θεός είναι αγάπη» του αγίου Πατέρα Βενέδικτου 16ου, στην οποία τοποθετούμαστε και εμείς στους παρακάτω στοχασμούς.

Η αγάπη υποφέρει από ένα ολέθριο διαχωρισμό όχι μόνο στην νοοτροπία του εκκοσμικευμένου κόσμου. Αλλά και, στην απέναντι πλευρά, ανάμεσα στους πιστούς και ιδιαίτερα ανάμεσα στα αφιερωμένα πρόσωπα. Απλοποιώντας στο μέγιστο βαθμό, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την κατάσταση ως εξής: βρίσκουμε στον κόσμο ένα έρωτα χωρίς αγάπη, ενώ ανάμεσα στους πιστούς βρίσκουμε συχνά μια αγάπη χωρίς έρωτα.

Ο έρωτας χωρίς αγάπη, είναι μια αγάπη ρομαντική, και συχνά τόσο παθιασμένη που μπορεί να φθάσει μέχρι τη βία. Μια αγάπη κτητική που μοιραία ανάγει τον άλλο αντικείμενο της ηδονής του αγνοώντας κάθε διάσταση θυσίας, πιστότητας, και δωρεάς του εαυτού. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στην περιγραφή αυτής της αγάπης αφού είναι μια καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουμε κάτω από τα μάτια μας και η οποία προβάλλεται διαρκώς υπό μορφή σφυροκοπημάτων μέσα από τα μυθιστορήματα, τον κινηματογράφο, τις τηλεοπτικές σειρές, το διαδίκτυο, τα λεγόμενα «ροζ» περιοδικά. Είναι αυτό που στην κοινή διάλεκτο, τώρα πια ο κόσμος εννοεί με τον όρο «έρωτα».

Είναι πιο χρήσιμο για μας να καταλάβουμε τι σημαίνει αγάπη χωρίς έρωτα. Στη μουσική υπάρχει μια διάκριση που μπορεί να μας βοηθήσει να πάρουμε μια ιδέα: η διάκριση μεταξύ της «θερμής» και της «ψυχρής» τζαζ μουσικής. Κάπου έχω διαβάσει αυτό τον χαρακτηρισμό των δυο ειδών, έστω και αν δεν είναι ο μοναδικός. Η «θερμή» τζαζ είναι γεμάτη από πάθος, φλόγα, εκφραστικότητα, οίστρο, συναισθήματα και επομένως από πενιές και αυτοσχεδιασμούς πρωτότυπους. Η «ψυχρή» τζαζ, είναι αυτή που προκύπτει όταν περνάμε στον επαγγελματισμό. Τα συναισθήματα επαναλαμβάνονται, ο οίστρος αντικαθίσταται από την τεχνική, ο αυθορμητισμός από την δεξιοτεχνία, λειτουργούμε περισσότερο με τον εγκέφαλο παρά με την καρδιά.

Αποδεχόμενοι αυτή τη διάκριση, η αγάπη χωρίς έρωτα μας φαίνεται «μια αγάπη ψυχρή», μια αγάπη «επιδερμική», που επιβάλλεται περισσότερο από τη θέληση παρά από τη διάθεση της καρδιάς. Μια αγάπη που ακολουθεί ένα προκαθορισμένο μοντέλο αντί να δημιουργεί το δικό της ανεπανάληπτο μοντέλο, όπως είναι ανεπανάληπτο ενώπιον του Θεού κάθε ανθρώπινο ον. Οι πράξεις αγάπης που απευθύνονται στον Θεό μοιάζουν, σε αυτή την περίπτωση, με αυτές ορισμένων στερημένων ερωτευμένων που γράφουν ερωτικές επιστολές στην αγαπημένη, τις οποίες αντιγράφουν από κάποιο «οδηγό παρόμοιων τυποποιημένων επιστολών».

Αν ο κοσμικός έρωτας είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή, η θρησκευτική αγάπη που εφαρμόζεται δι’αυτού του τρόπου, είναι μια ψυχή χωρίς σώμα. Το ανθρώπινο ον δεν είναι ένας άγγελος, δηλαδή καθαρό πνεύμα, είναι ψυχή και σώμα ενωμένα ουσιαστικά. Όλα όσα κάνει, συμπεριλαμβανομένης της αγάπης, πρέπει να αντανακλούν αυτή τη δομή του. Αν τα στοιχεία που είναι συνδεδεμένα με το συναίσθημα και την καρδιά απωθούνται ή καταστέλλονται συστηματικά, το αποτέλεσμα θα είναι διττό: ή προχωρούμε βαριεστημένα μπροστά, από αίσθηση του καθήκοντος και για να διαφυλάξουμε την εικόνα μας, είτε καταφεύγουμε σε αντισταθμίσματα λίγο ως πολύ νόμιμα, μέχρι τις οδυνηρότατες περιπτώσεις που γνωρίζουμε πολύ καλά. Στο βάθος πολλών ηθικών παρεκτροπών αφιερωμένων προσώπων, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, υπάρχει μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της αγάπης.

Έχουμε λοιπόν ένα διπλό κίνητρο και μια διπλή επείγουσα ανάγκη να ανακαλύψουμε εκ νέου την αγάπη στην πρωταρχική της ενότητα. Η αληθινή και ολοκληρωμένη αγάπη, είναι ένα μαργαριτάρι που περικλείεται μέσα σε δυο        δικλείδες: τον έρωτα και την αγάπη. Οι δυο αυτές διαστάσεις της αγάπης δεν μπορούν να χωριστούν χωρίς να την καταστρέψουμε, όπως δεν μπορούν να χωριστούν μεταξύ τους το υδρογόνο και το οξυγόνο χωρίς να στερηθούμε το νερό.  

2. Η θέση του ασυμβίβαστου μεταξύ των δυο ειδών αγάπης (του έρωτα και της αγάπης).

 

Η πιο σημαντική συμφιλίωση μεταξύ των δυο διαστάσεων της αγάπης είναι αυτή που αναφέρεται στην πρακτική που εφαρμόζεται στη ζωή των προσώπων, αλλά ακριβώς για να καταστεί αυτή δυνατή, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να συμφιλιώνουμε μεταξύ τους τον έρωτα και την αγάπη και στο θεωρητικό επίπεδο της διδασκαλίας. Τούτο θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε επιτέλους τι σημαίνουν οι τόσο χρησιμοποιημένοι και παρεξηγημένοι δυο αυτοί όροι.

Η σπουδαιότητα του ζητήματος γεννιέται από το γεγονός ότι υπάρχει ένα έργο που κατέστησε γνωστότατη σε όλο τον χριστιανικό κόσμο την αντίθετη θέση, αυτή δηλαδή του ασυμβίβαστου μεταξύ των δυο μορφών αγάπης. Πρόκειται για το βιβλίο του Λουθηρανού Σουηδού θεολόγου Anders Nygren, υπό τον τίτλο «Έρωτας και Αγάπη».[1] Μπορούμε να συνοψίσουμε τη σκέψη του με αυτά τα λόγια: Ο Έρωτας και η Αγάπη, ορίζουν δυο αντίθετες κατευθύνσεις: ο πρώτος, άνοδο και ανηφόρα του ανθρώπου προς τον Θεό, ως δικό του καλό και δική του πηγή. Η δεύτερη, κάθοδο του Θεού προς τον άνθρωπο με την ενσάρκωση και το σταυρό του Χριστού: συνεπώς, τη σωτηρία που προσφέρεται στον άνθρωπο χωρίς να την έχει κερδίσει και χωρίς άλλη απάντηση από μέρους του, παρά μόνο την πίστη. Η Καινή Διαθήκη έχει κάνει μια συγκεκριμένη επιλογή για να εκφράσει την αγάπη, χρησιμοποιώντας τον όρο αγάπη και απορρίπτοντας συστηματικά τον όρο έρωτα.

Αυτός που υιοθέτησε και διατύπωσε με περισσότερη καθαρότητα αυτή τη διδασκαλία της αγάπης είναι ο άγιος Παύλος. Μετά από αυτόν, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του Nygren, αυτή η ριζική αντίθεση χάθηκε σχεδόν αμέσως για να δώσει τη θέση της σε προσπάθειες σύνθεσης. Ευθύς ως ο χριστιανισμός έρχεται σε πολιτιστική επαφή με τον κόσμο των Ελλήνων και την Πλατωνική θεώρηση, ήδη από τον Ωριγένη, γίνεται μια επανεκτίμηση του έρωτα, ως ανοδική κίνηση της ψυχής προς το καλό, ως παγκόσμια έλξη που ασκείται από το κάλλος και το θείο. Σε αυτή τη γραμμή ο Ψευδο-Διονύσης Αρεοπαγίτης θα γράψει ότι ο «Θεός είναι έρωτας»[2], υποκαθιστώντας με αυτό τον όρο, αυτόν της αγάπης της περίφημης φράσης του Ιωάννη (Α! Ιω. 4,10).

Στη Δύση μια ανάλογη σύνθεση, πραγματοποιήθηκε από τον Αυγουστίνο με τη διδασκαλία του για την αγάπη (caritas) εννοούμενη ως διδασκαλία της καθοδικής και δωρεάν αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο (κανείς δεν μίλησε για τη «χάρη» με τόσο αποφασιστικό τρόπο όσο αυτός), αλλά και ως πόθο του ανθρώπου για το καλό και τον Θεό. Δική του είναι η φράση: «Μας έκανες για σένα ω Θεέ, και ανήσυχη είναι η καρδιά μας έως ότου αναπαυθεί σε σένα»[3]. Δική του είναι επίσης η εικόνα της αγάπης ως ένα βάρος που το τραβά η ψυχή, όπως συμβαίνει με τη δύναμη της βαρύτητας, προς τον Θεό, ως τον τόπο της ανάπαυσής της και της ευχαρίστησής [4]της. Όλα αυτά, εισάγουν ένα στοιχείο αγάπης του εαυτού, αγάπης του προσωπικού καλού, επομένως εγωισμού, που καταστρέφει την απόλυτη δωρεά της χάρης. Είναι μια νέα πτώση στην ειδωλολατρική ψευδαίσθηση που θεωρεί την σωτηρία ως μια άνοδο προς τον Θεό, και όχι δωρεά και αναιτιολόγητη κάθοδο του Θεού προς εμάς.

Όμηροι αυτής της ανέφικτης σύνθεσης μεταξύ έρωτα και αγάπης, μεταξύ αγάπης του Θεού και αγάπης του εαυτού, σύμφωνα με τον Nygren είναι: Ο άγιος Βερνάρδος όταν ορίζει τον ύψιστο βαθμό της αγάπης του Θεού ως   μια «αγάπη για τον Θεό τον ίδιο» και μια «αγάπη του εαυτού για τον Θεό».[5] Ό άγιος Βοναβεντούρας, με την ανοδική του «Διαδρομή του νου στον Θεό», καθώς επίσης και ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης που ορίζει την αγάπη του Θεού που σκόρπισε στην καρδιά του βαπτισμένου (βλ. Ρωμ. 5,5) ως « την αγάπη με την οποία ο Θεός μας αγαπά και δια της οποίας μας κάνει να Τον αγαπούμε» (amor quo ipse nos diligit et quo ipse nos dilectores sui facit”[6]. Πράγματι, αυτό θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος που αγαπιέται από τον Θεό, μπορεί με τη σειρά του να αγαπά τον Θεό, να του δίνει κάτι δικό του, πράγμα που θα κατάστρεφε την απόλυτη δωρεά της αγάπης του Θεού. Η ίδια παρέκκλιση συμβαίνει, σύμφωνα με τον Nygren, με τον μυστικισμό της καθολικής Εκκλησίας. Η αγάπη των μυστικιστών, με την ισχυρότατη φόρτιση     έρωτα, δεν είναι άλλο παρά ένας εξυψωμένος αισθησιακός έρωτας, μια προσπάθεια να αποκατασταθεί μια αλαζονική σχέση αμοιβαίας αγάπης με τον Θεό.

Αυτός που έβαλε τέλος στην ασάφεια και επανάφερε στο φως τη σαφή Παύλεια αντίθεση είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Λούθηρος. Στηρίζοντας τη δικαίωση μόνο πάνω στην πίστη, αυτός δεν απέκλεισε την αγάπη που θεμελιώνει τη χριστιανική ζωή, όπως του προσάπτει η θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλλον ελευθέρωσε την αγάπη, από το θολό στοιχείο του έρωτα. Στην διατύπωση «μόνο πίστη», αποκλείοντας τα έργα, αντιστοιχεί στον Λούθηρο η διατύπωση «μόνο αγάπη» αποκλείοντας τον έρωτα.

Δεν ανήκει σε μένα να καθορίσω αν ο συγγραφέας ερμήνευσε σωστά τη σκέψη του Λουθήρου πάνω στο σημείο αυτό. Αυτό που πρέπει να λεχθεί είναι ότι ποτέ δεν έθεσε το πρόβλημα με όρους αντίθεσης μεταξύ έρωτα και αγάπης, όπως πράγματι έκανε μεταξύ πίστης και έργων. Ωστόσο έχει τη σημασία του το γεγονός ότι και ο Karl Barth, σε ένα Κεφάλαιο του έργου του « Εκκλησιαστικό δράμα», καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Nygren για την αγεφύρωτη αντίθεση μεταξύ έρωτα και αγάπης: «Γράφει: όπου έρχεται στο προσκήνιο η χριστιανική αγάπη, αρχίζει αμέσως η σύγκρουση με την άλλη αγάπη και η σύγκρουση αυτή δεν έχει πια τέλος»[7]. Είμαστε στην καρδιά τη διαλεκτικής θεολογίας, της θεολογίας του είτε είτε, της αντίθεσης με κάθε κόστος.

Ο αντίκτυπος αυτής της τοποθέτησης είναι η πλήρης κοσμικοποίηση και εκκοσμίκευση του έρωτα. Πράγματι, ενώ μια κάποια θεολογία έδιωχνε τον έρωτα από την αγάπη, η κοσμική κουλτούρα, από την πλευρά της, ήταν ευτυχής να κάνει το αντίθετο, διώχνοντας την αγάπη από τον έρωτα, δηλαδή κάθε αναφορά στον Θεό και στη χάρη της ανθρώπινης αγάπης. Ο   Φρόιντ έφθασε μέχρι το τέρμα στη γραμμή αυτή, ανάγοντας την αγάπη στον έρωτα και τον έρωτα στην libido, στην καθαρή σεξουαλική ορμή. Είναι το στάδιο στο οποίο κατάντησε σήμερα η αγάπη σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής και της κουλτούρας, και πάνω απόλα στον κόσμο του θεάματος.

Προ διετίας βρέθηκα στην Μαδρίτη. Οι εφημερίδες δεν έκαναν άλλο από το να μιλάνε για μια κάποια έκθεση που βρισκόταν σε εξέλιξη στην πόλη υπό τον τίτλο: «Τα δάκρυα του έρωτα». Ήταν μια έκθεση καλλιτεχνικών έργων με φόντο ερωτικό. – πίνακες, σχέδια, γλυπτά, – που στόχευε να προβάλλει τον αδιαχώριστο δεσμό που υπάρχει στην εμπειρία του μοντέρνου ανθρώπου, μεταξύ έρωτα και θανάτου. Στην ίδια διαπίστωση φθάνει κανείς διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Tα άνθη του κακού του Baudelaire” η «Ένα διάστημα στην κόλαση» του Rimbaud. Η αγάπη, που από τη φύση της θα έπρεπε να οδηγεί στη ζωή, εντούτοις τώρα πια οδηγεί στον θάνατο.

3. Επιστροφή στη σύνθεση

Αν δεν μπορούμε με μιας να αλλάξουμε την ιδέα που έχει ο κόσμος για τον έρωτα, μπορούμε ωστόσο να διορθώσουμε τη θεολογική θεώρηση η οποία – σίγουρα χωρίς να το θέλει – την ευνοεί και την νομιμοποιεί. Αυτό κάνει, με υποδειγματικό τρόπο, ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος 16ος, δια της Εγκυκλίου «ο Θεός είναι αγάπη». Επιβεβαιώνει ξανά την παραδοσιακή σύνθεση της Καθολικής Εκκλησίας εκφράζοντάς την με όρους της εποχής μας. «Ο έρωτας και η αγάπη», διαβάζουμε στην Εγκύκλιο, – αγάπη ανοδική και αγάπη καθοδική – ποτέ δεν χωρίζονται πλήρως η μια από την άλλη (…). Η βιβλική πίστη δεν οικοδομεί έναν κόσμο παράλληλο ή αντίθετο προς το πρωταρχικό ανθρώπινο φαινόμενο που είναι ο έρωτας, αλλά αποδέχεται την ολότητα του ανθρώπου παρεμβαίνοντας στην αναζήτησή του της αγάπης για να την εξαγνίσει ανοίγοντάς του ταυτόχρονα νέες διαστάσεις» (αρ. 7-8). Ο έρωτας και η αγάπη, είναι ενωμένοι στην ίδια την πηγή της αγάπης που είναι ο Θεός. «Ο Θεός αγαπά – συνεχίζει η Εγκύκλιος – και η αγάπη αυτή μπορεί με βεβαιότητα να χαρακτηριστεί ως έρωτας, που ωστόσο είναι επίσης απόλυτη αγάπη» (αρ. 9).

Έτσι γίνεται κατανοητή η ασυνήθιστα θερμή και ευρύτατη υποδοχή αυτού του ποντιφικού ντοκουμέντου ακόμα και από τα πιο ανοικτά και υπεύθυνα λαϊκά περιβάλλοντα. Έτσι η Εγκύκλιος δίνει μια ελπίδα στον κόσμο. Διορθώνει την εικόνα μιας πίστης που αγγίζει τον κόσμο περιφερειακά χωρίς να εισχωρεί μέσα σ΄αυτόν, δια της ευαγγελικής εικόνας του προζυμιού που φουσκώνει όλη τη μάζα. Αντικαθιστά την ιδέα μιας βασιλείας του Θεού που ήρθε «να κρίνει» τον κόσμο με εκείνη της βασιλείας του Θεού που ήρθε να «σώσει» τον κόσμο, αρχίζοντας από τον έρωτα που είναι η κυρίαρχη δύναμή του.

Η θεώρηση της Καθολικής Εκκλησίας, που στο σημείο αυτού συμπίπτει με την Ορθόδοξη , μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την πλευρά της εξηγητικής. Αυτοί που υποστηρίζουν τη θέση του ασυμβίβαστου μεταξύ έρωτα και αγάπης, βασίζονται στο γεγονός ότι, η Καινή Διαθήκη αποφεύγει επιμελώς – και φαίνεται εσκεμμένα – τον όρο έρωτα, χρησιμοποιώντας αντ΄αυτού, πάντοτε και μόνο, τον όρο αγάπη (εκτός κάποιας σπάνιας χρησιμοποίησης του όρου φιλία που δείχνει την φιλική αγάπη).

Το γεγονός είναι αληθές, αλλά δεν είναι αληθινά τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτό. Υποτίθεται ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης είναι ενήμεροι τόσο της έννοιας που ο όρος έρωτας είχε στην κοινή διάλεκτο – ο λεγόμενος «κοινός ή χυδαίος» έρωτας – όσο και της υψηλής και φιλοσοφικής έννοιας που είχε π.χ. στον Πλάτωνα, ο ονομαζόμενος «ευγενής» έρωτας. Κατά την άποψη του τότε κόσμου, ο έρωτας σήμαινε αυτό που, λίγο ως πολύ, σημαίνει και σήμερα όταν γίνεται λόγος για ερωτισμό ή για ερωτικές ταινίες, δηλαδή την ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου περισσότερο με υποβάθμιση παρά με αναβάθμιση του έρωτα. Κατά την ευγενή αποδοχή, ο έρωτας σήμαινε την αγάπη για το κάλλος, τη δύναμη που συγκρατεί τον κόσμο και ωθεί όλα τα όντα στην ενότητα, δηλαδή στην κίνηση της ανόδου προς το θείο, που οι διαλεκτικοί θεολόγοι θεωρούν ασυμβίβαστη με την καθοδική κίνηση   του Θεού προς τον άνθρωπο.

Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς πως οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, που απευθύνονταν σε απλούς και αμόρφωτους ανθρώπους, είχαν σκοπό να τους προφυλάξουν από τον «ευγενή» έρωτα του Πλάτωνα. Αυτοί απέφυγαν τον όρο «έρωτα», για τον ίδιο λόγο που ένας ιεροκήρυκας αποφεύγει σήμερα τον ερωτικό αυτό όρο. Και αν τον χρησιμοποιεί, το κάνει μόνο για την αρνητική του πλευρά. Η αιτία, τότε και σήμερα, είναι, ότι ο όρος αυτός δηλώνει τον έρωτα στην πιο εγωιστική και αισθησιακή του μορφή[8]. Η δυσπιστία των πρώτων χριστιανών απέναντι στον έρωτα, ήταν επιπλέον επιβαρυμένη από τον ρόλο που αυτός κατείχε στις ξέφρενες διονυσιακές λατρείες.

Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός έρχεται σε επαφή και διάλογο με την Ελληνική κουλτούρα της εποχής, διακόπτεται αμέσως, καθώς ήδη είδαμε, κάθε αποκλεισμός του έρωτα. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά από τους Έλληνες συγγραφείς ως συνώνυμο της αγάπης και εκφράζει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο αλλά επίσης και την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό, την αγάπη για τις αρετές και για κάθε ωραίο πράγμα. Για να πειστεί κανείς περί αυτού, αρκεί να ρίξει μια απλή ματιά στο «Ελληνικό Πατριστικό Λεξικό» του Lampe[9]. Επομένως η θέση του Nygren και του Barth, συνιστά ένα σύστημα που οικοδομήθηκε πάνω σε μια εσφαλμένη εφαρμογή του ονομαζόμενου «ex silentio» (λόγω αποσιώπησης) επιχειρήματος.

4. Ένας έρωτας για τα αφιερωμένα πρόσωπα

 

Η αναβάθμιση του έρωτα βοηθάει πριν απόλα τους ερωτευμένους ανθρώπους και τους χριστιανούς συζύγους, παρουσιάζοντας την ομορφιά και την αξιοπρέπεια της αγάπης που τους ενώνει. Βοηθάει τους νέους να δοκιμάσουν τη γοητεία του άλλου φύλου όχι σαν κάτι το σκοτεινό που πρέπει να βιωθεί έχοντας ως προκάλυμμα τον Θεό, αλλά αντίθετα ως μια δωρεά του Δημιουργού για να τη χαίρονται εφόσον τη ζουν σύμφωνα με την τάξη που ο Ίδιος θέλησε. Για τη θετική αυτή λειτουργία του έρωτα πάνω στην ανθρώπινη αγάπη, αναφέρεται και ο πάπας στην Εγκύκλιό του, όταν μιλά για την πορεία κάθαρσης του έρωτα που οδηγεί από την προσωρινή γοητεία στην «παντοτινή» του γάμου (αρ.4-5).

Αλλά η αναβάθμιση του έρωτα πρέπει να βοηθήσει και εμάς τους αφιερωμένους, άνδρες και γυναίκες. Αναφέρθηκα στην αρχή στον κίνδυνο που διατρέχουν οι ψυχές των αφιερωμένων προσώπων, που είναι η ψυχρή αγάπη, η οποία δεν κατεβαίνει ποτέ από τον νου στην καρδιά. Ένας χειμερινός ήλιος που φωτίζει αλλά δεν θερμαίνει. Αν ο έρωτας σημαίνει ορμή, επιθυμία, έλξη, δεν πρέπει να φοβόμαστε τα συναισθήματα, και ακόμα χειρότερα να τα περιφρονούμε και να τα καταστέλλουμε. Όταν πρόκειται για την αγάπη του Θεού – έγραφε ο Guglielmo di St. Thierry – το συναίσθημα της στοργής (affectio), είναι και αυτό χάρη. Πράγματι, η φύση δεν μπορεί να μας εμφυσήσει παρόμοιο συναίσθημα [10].

Οι Ψαλμοί είναι γεμάτοι από αυτή τη λαχτάρα για τον Θεό: «Σ’ εσένα Κύριε υψώνω την ψυχή μου…», «Η ψυχή μου διψά για τον Θεό, τον ζωντανό Θεό». «Δώσε λοιπόν προσοχή – λέει ο συγγραφέας της «Νεφέλης της μη γνώσης» – σ’ αυτό το θαυμαστό έργο της χάρης στην ψυχή σου. Αυτό δεν είναι παρά μια ξαφνική ώθηση που παρουσιάζεται χωρίς καμιά προειδοποίηση και οδηγεί κατευθείαν στον Θεό, σαν μια σπίθα που ελευθερώνεται από τη φωτιά… Χτύπησε αυτή την πυκνή νεφέλη της μη γνώσης με το ακονισμένο βέλος της επιθυμίας για αγάπη και μη κινηθείς από εκεί, οτιδήποτε και αν συμβεί».[11] Αρκεί γι’ αυτό, μια σκέψη, μια κίνηση της καρδιάς, μια σύντομη προσευχή.

Αλλά όλα αυτά δεν αρκούν και τούτο ο Θεός το ξέρει καλύτερα από μας. Είμαστε πλάσματα, ζούμε στο χρόνο και μέσα σε ένα σώμα. Έχουμε ανάγκη από μια οθόνη πάνω στην οποία να προβάλλουμε την αγάπη μας που να μην είναι μόνο «η νεφέλη της μη γνώσης», δηλαδή το κάλυμμα πίσω από το οποίο κρύβεται ο Θεός που ποτέ κανείς δεν είδε και ο οποίος κατοικεί μέσα σε ένα απρόσιτο φως…

Γνωρίζουμε καλά την απάντηση που δίνεται στην ερώτηση αυτή: ακριβώς γι’ αυτό ο Θεός μας έδωσε τον πλησίον: για να τον αγαπούμε! «Κανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό. Αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, ο Θεός μένει σ’ εμάς και η αγάπη του έχει ολοκληρωθεί μέσα μας… Όποιος δεν αγαπά τον αδελφό του που βλέπει, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό που δεν βλέπει» (Α! Ιω. 4,12.20). Ωστόσο οφείλουμε να προσέξουμε ώστε να μην υπερπηδήσουμε τον καθοριστικό κρίκο. Πριν από τον αδελφό που φαίνεται, υπάρχει κάποιος άλλος που επίσης μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε: υπάρχει ο Θεός που έγινε άνθρωπος, υπάρχει ο Ιησούς Χριστός: Μεταξύ του Θεού και του πλησίον, τώρα πια υπάρχει ο Λόγος που έγινε σάρκα και επανένωση τα δυο άκρα σε ένα μόνο πρόσωπο. Τώρα πια σ’ αυτόν βρίσκει το θεμέλιό της η ίδια η αγάπη του πλησίον: «Το έχετε κάνει σ’εμένα».

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την αγάπη του Θεού; Ότι το πρωταρχικό αντικείμενο του έρωτά μας, της αναζήτησής μας, της επιθυμίας, της έλξης, του πάθους, πρέπει να είναι ο Χριστός. «Στον Σωτήρα έχει προκαθοριστεί από μιας αρχής η ανθρώπινη αγάπη, ως το πρότυπό της και ο σκοπός της, ως μια κοσμηματοθήκη τόσο μεγάλη και πλατιά που να μπορεί να δεχθεί τον Θεό (…). Η επιθυμία της ψυχής θα πρέπει να στρέφεται μόνο στον Χριστό. Σ’ αυτόν είναι ο τόπος της ανάπαυσής της, γιατί Αυτός μόνο είναι το καλό, η αλήθεια και κάθε τι που εμπνέει αγάπη»[12] . Αντηχεί πάντοτε και παντού μέσα την μοναστική πνευματικότητα το ρητό του αγίου Βενέδικτου: «Τίποτε απολύτως να μην προτάσσουμε στην αγάπη του Χριστού.

Τούτο δεν σημαίνει ότι περιορίζουμε τον ορίζοντα της χριστιανικής αγάπης από τον Θεό στον Χριστό. Σημαίνει ότι αγαπούμε τον Θεό με τον τρόπο που ο ‘Ίδιος θέλει να τον αγαπούμε. « Ο Θεός σας αγαπά επειδή εσείς με αγαπάτε» (Ιω. 16,27). Δεν πρόκειται για έμμεση αγάπη, σχεδόν μέσω πληρεξούσιου, δια της οποίας όποιος αγαπά τον Ιησού είναι σαν να αγαπά τον Πατέρα. Όχι, ο Ιησούς είναι ένας άμεσος μεσολαβητής. Αγαπώντας Αυτόν, αγαπούμε ταυτόχρονα και τον Πατέρα. «Όποιος βλέπει εμένα, βλέπει τον Πατέρα», όποιος αγαπά εμένα αγαπά τον Πατέρα.

Είναι αλήθεια πως ούτε ο Χριστός φαίνεται, αλλά υπάρχει. Είναι αναστημένος, είναι ζωντανός, είναι πραγματικά πιο κοντά μας από όσο ο ερωτευμένος σύζυγος είναι κοντά στη σύζυγό του. Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: να σκεφτόμαστε τον Χριστό όχι σαν ένα πρόσωπο του παρελθόντος, αλλά ως τον αναστημένο και ζωντανό Κύριο, με τον οποίο μπορώ να μιλώ, μπορώ να ασπαστώ αν το θέλω, με τη σιγουριά ότι ο ασπασμός μου δεν τερματίζει στο χαρτί ή στο ξύλο ενός σταυρωμένου, αλλά στο πρόσωπο και στα χείλη ζωντανής σάρκας (αν και πνευματοποιημένης), που δέχονται με χαρά τον ασπασμό μου.

Η ομορφιά και η πληρότητα της αφιερωμένης ζωής εξαρτάται από την ποιότητα της αγάπης μας για τον Χριστό. Μόνο αυτή είναι ικανή να μας προφυλάξει από τις παρεκκλίσεις της καρδιάς. Ο Ιησούς είναι ο τέλειος άνθρωπος. Σ’ αυτόν υπάρχουν, σε βαθμό απείρως ανώτερο, όλες εκείνες οι αξίες και οι φροντίδες που ένας άνδρας αναζητεί σε μια γυναίκα και μια γυναίκα στον άνδρα. Η αγάπη του Χριστού δεν μας απαλλάσσει αναγκαστικά από την γοητεία των πλασμάτων και ιδιαίτερα από την έλξη του άλλου φύλου (τούτο είναι μέρος της φύσης μας που ο ίδιος ο Θεός έπλασε και δεν θέλει να καταστρέψει). Μας δίνει όμως τη δύναμη να νικούμε αυτή την έλξη με μια δυνατότερη έλξη. «Αγνός – γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας – είναι αυτός που διώχνει τον έρωτα με τον Έρωτα.[13]

Καταστρέφουν άραγε όλα αυτά την δωρεάν αγάπη, θέλοντας να ανταποδώσουμε στον Θεό κάτι, σε αντάλλαγμα της καρδιάς του; Ακυρώνουν τη χάρη, όπως πιστεύει ο Nygren; Κατά κανένα τρόπο, απεναντίας την αναδεικνύει. Τι δίνουμε πράγματι δι’ αυτού του τρόπου στον Θεό, παρά αυτό που λάβαμε από Αυτόν; «Εμείς αγαπούμε διότι Εκείνος πρώτος μας αγάπησε» (Α! Ιω. 4,19). Η αγάπη που δίνουμε στον Χριστό είναι η ίδια η δική του αγάπη για μας, την οποία του επιστρέφουμε, όπως κάνει η ηχώ με τη φωνή.

Πού είναι λοιπόν η καινοτομία και η ομορφιά αυτής της αγάπης που ονομάζουμε έρωτα; Η ηχώ επιστρέφει στον Θεό την ίδια τη δική του αγάπη, αλλά εμπλουτισμένη, χρωματισμένη ή αρωματισμένη από την ελευθερία μας. Και είναι όλο αυτό που θέλει ο Θεός. Η ελευθερία μας ξεπληρώνει τα πάντα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, πράγμα ανήκουστο, γράφει ο N. Cabasilas: λαβαίνοντας από εμάς τη δωρεά της αγάπης, σε αντάλλαγμα για όλα αυτά που μας έδωσε, θεωρεί τον εαυτό του οφειλέτη μας»[14]. Η θέση που αντιτάσσει τον έρωτα και την αγάπη βασίζεται σε μια άλλη, πολύ γνωστή αντίθεση, αυτή της χάρης και της ελευθερίας και μάλιστα βασίζεται στην ίδια την άρνηση της ελευθερίας του ανθρώπου που έχει εκπέσει (σκλαβωμένη θέληση).

Προσπάθησα να φανταστώ, σεβαστοί Πατέρες και αδελφοί, τι θα έλεγε ο αναστημένος Ιησούς, αν, – όπως έκανε κατά την επίγεια ζωή του όταν έμπαινε σε μια συναγωγή -, ερχόταν τώρα να σταθεί εδώ στη θέση μου για να μας εξηγήσει ο ίδιος προσωπικά ποια είναι η αγάπη που θα επιθυμούσε από εμάς. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας, με απλότητα, αυτό που πιστεύω ότι θα έλεγε. Θα μας χρησιμεύσει για να κάνουμε τη δική μας εξέταση συνειδήσεως πάνω στην αγάπη.

Ο Ιησούς θα μας έλεγε: Φλογερή αγάπη είναι:

Να με βάζεις πάντοτε στην πρώτη θέση.

Να προσπαθείς να με ευχαριστείς την κάθε σου στιγμή.

Να αντιπαραβάλλεις τις επιθυμίες σου με τη δική μου επιθυμία.

Να ζεις ενώπιόν μου ως φίλος, έμπιστος, σύζυγος και να νοιώθεις γι’ αυτό ευτυχισμένος.

Να ανησυχείς αν σκέπτεσαι να μείνεις για λίγο μακριά μου.

Να είσαι γεμάτος ευτυχία όταν είμαι μαζί σου.

Να προτιμάς να ζεις μαζί μου φτωχός και άγνωστος, παρά πλούσιος κι διάσημος χωρίς εμένα.

Να μου μιλάς ως τον πιο αγαπημένο φίλο κάθε στιγμή.

Να έχεις εμπιστοσύνη σε μένα όταν κοιτάζεις το μέλλον.

Να θέλεις να χάνεσαι σ’ εμένα ως τον σκοπό της ύπαρξής σου.

Αν σεβαστοί Πατέρες, αδελφοί και αδελφές, φαίνεται σ’ εσάς, όπως και σ’ εμένα, ότι είμαστε ακόμα μακριά από αυτό τον στόχο, ας μην αποθαρρυνόμαστε. Έχουμε Κάποιον, που μπορεί να μας βοηθήσει να φθάσουμε σ’ αυτό τον στόχο, αν του το ζητήσουμε. Ας απευθυνόμαστε με πίστη στο Άγιο Πνεύμα με την σύντομη προσευχή: «Έλα, Πνεύμα άγιο, γέμισε τις καρδιές των πιστών σου και άναψε σ΄αυτούς τη φωτιά της αγάπης σου».

Padre Cantalamessa

Για την Ελληνική απόδοση:

Πέτρος Ανδριώτης



[1]Edizione originale svedese, Stoccolma 1930, trad. ital
. Eros e agape. La nozione cristiana dell’amore e le sue trasformazioni, Bologna, Il Mulino, 1971

[2]Pseudo- Dionigi Areopagita, I nomi divini, IV,12 (PG, 3, 709 ss.)

[3] S. Agostino, Confessioni I, 1.

[4] Commento al vangelo di Giovanni, 26, 4-5.

[5] Cf. S. Bernardo, De diligendo Deo, IX,26 –X,27.

[6] S. Tommaso d’Aquino, Commento alla Lettera ai Romani, cap. V, lez.1, n. 392-293; cf. S. Agostino, Commento alla Prima Lettera di Giovanni, 9, 9.

[7] K. Barth, Dommatica ecclesiale, IV, 2, 832-852; trad. ital. K. Barth, Dommatica ecclesiale, antologia a cura di H. Gollwitzer, Bologna, Il Mulino 1968, pp. 199-225.

[8] Η έννοια που έδιναν οι πρώτοι χριστιανοί στον όρο «έρωτα» συνάγεται σαφώς από το γνωστό κείμενο του αγίου Ιγνατίου Αντιόχειας, «Επιστολή στους Ρωμαίους» 7,2: «Ο έρωτας μου σταυρώθηκε και δεν υπάρχει μέσα μου φωτιά πάθους… δεν με προσελκύουν η τροφή που διαφθείρει και οι ηδονές αυτής της ζωής». Με την έκφραση «ο έρωτάς μου», δεν αναφέρεται εδώ στον σταυρωμένο Ιησού, αλλά «στην αγάπη του εαυτού του», στην προσκόλληση στις επίγειες ηδονές, σύμφωνα με την Παύλεια γραμμή: «εγώ σταυρώθηκα με τον Χριστό, δεν ζω πια εγώ» (Γαλ. 2,19).

[9] Cf. G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, pp.550.

[10] Guglielmo di St. Thierry, Meditazioni, XII, 29 (SCh 324, p. 210).

[11] Anonimo, La nube della non conoscenza, Ed. Áncora, Milano, 1981, pp. 136.140.

[12] Anonimo, La nube della non conoscenza, Ed. Áncora, Milano, 1981, pp. 136.140.

[13] S. Giovanni Climaco, La scala del paradiso, XV,98 (PG 88,880).

[14] N. Cabasilas, Vita in Cristo, VI, 4.


Προηγούμενο Άρθρο

Η οικογένεια: σημερινές εξελίξεις και…

Επόμενο Άρθρο

– Εγκύκλιος Επιστολή της Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος [2008]

You might be interested in …

«Η Θεολογία της Ειρήνης Χθες και Σήμερα», του σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη. Μέρος Γ’

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ   ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ   Η πρόσφατη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας περί της ειρήνης   Η στάση και οι αναφορές της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με την ειρήνη είναι τόσο […]

«Πως θα καταλήξουμε, ποιο είναι το πεπρωμένο μας;» του σεβαμ. Ιωάννη Σπιτέρη

Στις τελευταίες Κυριακές του Λειτουργικού Έτους του Ρωμαϊκού Τυπικού, τα λειτουργικά αναγνώσματα αναφέρονται στην έσχατη έλευση του Κυρίου και στην οριστική κρίση κάθε ανθρώπου και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο […]

«Ο Αρχαιότερος και Σπουδαιότερος Χριστολογικός Ύμνος», του σεβασμ. Ιωάννη Σπιτέρη

Με αυτό το κείμενο συμπληρώνονται οι δύο προηγούμενες σκέψεις μας γύρω από το Χριστό, το Α και το Ω, την Αρχή και το Τέλος. Στο παρόν κείμενο θα σταθούμε αποκλειστικά στο χριστολογικό ύμνο του Αποστόλου […]