Στις 29 Ιουνίου, Καθολικοί και Ορθόδοξοι πανηγυρίζουμε τους πρωτοκορυφαίους των Αποστόλων, τους Αγίους Πέτρο και Παύλο. Την επομένη, οι Καθολικοί τιμούν τους πρωτομάρτυρες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Οι γιορτές αυτές μάς προσφέρουν την ευκαιρία να θυμηθούμε τι σήμαινε τότε το μαρτύριο για την Εκκλησία και να ανακαλέσουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία σχετικά με τους πρώτους διωγμούς των Χριστιανών, αλλά να μην ξεχάσουμε και τους μάρτυρες του σήμερα.
Οι διωγμοί των Χριστιανών στην αρχαία Ρώμη
Όταν ακούμε για τους πρώτους Χριστιανούς, το μυαλό μας πηγαίνει συχνά σε απλούς ανθρώπους, συγκεντρωμένους σε σπίτια, να τελούν την Ευχαριστία και να προσεύχονται. Κι όμως, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η ισχυρότερη δύναμη του τότε κόσμου, τους θεώρησε τόσο επικίνδυνους, ώστε για τρεις αιώνες προσπαθούσε να τους εξαλείψει. Τι ήταν λοιπόν αυτό που τρόμαζε τόσο πολύ τη Ρώμη;
Το μαρτύριο ως πίστη και πράξη
Από την πρώτη στιγμή, η χριστιανική πίστη δεν ήταν απλώς μια ιδεολογία, ήταν τρόπος ζωής. Οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν σε έναν Θεό που έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Κι επειδή Εκείνος έδωσε τη ζωή Του από αγάπη, ήταν φυσικό και οι ίδιοι να προσφέρουν τη δική τους από αγάπη για Αυτόν. Το μαρτύριο δεν ήταν απλώς ένα τραγικό τέλος, αλλά μια πράξη βαθιάς πίστης, μια ελεύθερη θυσία που αποδείκνυε ότι τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από τον Χριστό.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας το έλεγαν ξεκάθαρα: ο μάρτυρας είναι ο πιο αληθινός μιμητής του Χριστού. Δεν είναι τυχαίο ότι, για τρεις αιώνες, οι μόνοι άγιοι που τιμούσε η Εκκλησία ήταν οι μάρτυρες, εκείνοι που σφράγιζαν την πίστη τους με το ίδιο τους το αίμα.
Μια νέα πίστη μέσα σε μια παλαιά αυτοκρατορία
Η Ρώμη είχε μάθει να ανέχεται πολλές θρησκείες, αρκεί να μην αμφισβητούσαν τη «δημόσια τάξη». Οι θεοί ήταν παντού, το ίδιο και οι θυσίες και τα ιερά. Όμως, η νέα πίστη των Χριστιανών δεν ταίριαζε πουθενά. Οι χριστιανοί δεν δέχονταν να θυσιάσουν στα είδωλα, δεν λάτρευαν τον αυτοκράτορα ως θεό, δεν συμμορφώνονταν με τη λατρεία της «επίσημης ευτυχίας» του κράτους. Η Ρώμη τους έβλεπε με καχυποψία, σαν «άθεους», παράξενους που μαζεύονταν μυστικά και μιλούσαν για αγάπη, ισότητα και αιώνια ζωή.
Όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης το 64 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Νέρων, για να εκμεταλλευτεί την οργή του λαού, κατηγόρησε τους Χριστιανούς. Ακολούθησε ένας από τους φρικτότερους διωγμούς της ιστορίας. Τους βασάνισαν, τους σταύρωσαν, τους έκαψαν ζωντανούς για να φωτίζουν με τα σώματά τους τούς κήπους του παλατιού. Ο ιστορικός Τάκιτος, που κάθε άλλο παρά Χριστιανός ήταν, γράφει ότι, παρόλο που ο κόσμος τους θεωρούσε ενόχους, τελικά τους λυπήθηκε, γιατί φαινόταν πως δεν εκτελούνταν για τα αδικήματά τους, αλλά για να ικανοποιηθεί η σκληρότητα ενός ανθρώπου.
Όταν ο Θεός μπαίνει πάνω από τον αυτοκράτορα
Η μεγαλύτερη «απειλή» που έβλεπε η Ρώμη στους Χριστιανούς δεν ήταν στρατιωτική ή πολιτική. Ήταν πνευματική. Αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν ότι πάνω από κάθε εξουσία υπάρχει ο Θεός. Δεν αρνούνταν την πολιτεία, έλεγαν μάλιστα ότι προσεύχονται για τον αυτοκράτορα, αλλά αρνούνταν να τον προσκυνήσουν. Και αυτό ήταν απαράδεκτο για μια αυτοκρατορία που θεοποιούσε την εξουσία.
Γι’ αυτό και κάθε τόσο ξεσπούσαν διωγμοί, άλλοτε οργανωμένοι από τον αυτοκράτορα, άλλοτε τοπικοί, υποκινούμενοι από φόβο, φήμες και προκαταλήψεις. Οι Χριστιανοί κατηγορούνταν για κάθε λογής κακό: ότι διαφθείρουν τα ήθη, ότι κάνουν τελετές αίματος, ότι μισούν το ανθρώπινο γένος. Στην πραγματικότητα, ήταν απλώς διαφορετικοί· και η διαφορά αυτή προκαλούσε φόβο.
Από την καταστολή στην πίστη
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, χιλιάδες Χριστιανοί μαρτύρησαν: άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά. Ανάμεσά τους ο Απόστολος Πέτρος, που σταυρώθηκε ανάποδα, ο Απόστολος Παύλος, που αποκεφαλίστηκε· η νεαρή Περπέτουα, που δεν αρνήθηκε τον Χριστό ούτε μπροστά στον πατέρα της και στο νεογέννητο παιδί της. Μαζί της σπαράχτηκε από άγρια θηρία και η υπηρέτριά της, η νεαρή Φηλικίτη.
Όμως αντί να εξαφανιστούν, οι Χριστιανοί πλήθαιναν. Όπως είπε ο Τερτυλλιανός (155–240), «το αίμα των μαρτύρων είναι σπόρος για νέους Χριστιανούς». Κάθε σταγόνα αίματος που χυνόταν στη ρωμαϊκή άμμο, φύτρωνε πίστη στις καρδιές των ανθρώπων. Μέχρι που, τρεις αιώνες αργότερα, ένας αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, έπαψε τους διωγμούς των Χριστιανών. Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήθελαν να γίνουν ήρωες, ήθελαν απλώς να μείνουν πιστοί. Κι αυτή η πίστη έγινε το θεμέλιο της Εκκλησίας.
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι, κατά τη διάρκεια των τριών αιώνων διωγμών, οι μάρτυρες ήταν πιθανότατα μερικές χιλιάδες, ίσως μεταξύ 3.000 και 5.000, σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Και σήμερα; 200 Χριστιανοί σφαγιάστηκαν από τζιχαντιστές στη Νιγηρία
Η εποχή των μαρτύρων δεν έχει περάσει. Σε πολλές χώρες του κόσμου, Χριστιανοί εξακολουθούν να διώκονται, να φυλακίζονται, να πεθαίνουν για την πίστη τους. Αυτές τις μέρες, μια νέα τραγωδία συγκλόνισε τη χριστιανική κοινότητα της Νιγηρίας: τη νύχτα της 13ης προς 14η Ιουνίου, τουλάχιστον 200 Χριστιανοί δολοφονήθηκαν βάναυσα από τζιχαντιστές στην περιοχή Γελεουάτα (Yelewata), στην πολιτεία Μπενουέ (Benue), στο κέντρο της χώρας. Οι Χριστιανοί ηγέτες καταδίκασαν τη σφαγή και απαίτησαν από τις αρχές της Νιγηρίας άμεσα μέτρα για την προστασία των αμάχων. Την ίδια ώρα, η διεθνής σιωπή παραμένει μια ανοιχτή πληγή για τα θύματα και τις κοινότητές τους.
Κατά την προσευχή του Άγγελος του Κυρίου, στις 15 Ιουνίου, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ απηύθυνε έντονο μήνυμα κατά της αυξανόμενης βίας στον κόσμο, με ιδιαίτερη αναφορά στις επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων. Μπροστά σε χιλιάδες πιστούς στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου, ο Ποντίφικας εξέφρασε τη βαθιά του θλίψη: «Έλαβε χώρα μια φρικτή σφαγή, με τον βίαιο θάνατο περίπου διακοσίων ανθρώπων, στην πλειονότητά τους εσωτερικά εκτοπισμένων που φιλοξενούνταν από την τοπική Εκκλησία», δήλωσε ο Πάπας.
Μάρτυρες όχι μόνο για την πίστη, αλλά και για τη ηθική ακεραιότητα
Ναι, είναι αλήθεια: σήμερα υπάρχουν περισσότεροι μάρτυρες απ’ ό,τι στη ρωμαϊκή εποχή. Οι σημερινοί μάρτυρες θυσιάζονται όχι μόνο επειδή αρνούνται να απαρνηθούν την πίστη τους, αλλά και επειδή θέλουν να διατηρήσουν την ηθική τους ακεραιότητα. Όπως ο Floribert Bwana Chui, γεννημένος στις 13 Ιουνίου 1981 στη Γκόμα και δολοφονημένος στις 7 Ιουλίου 2007 στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ήταν Κονγκολέζος δημόσιος υπάλληλος, τελωνειακός, και ενεργό μέλος της κοινότητας του Sant’Egidio. Δολοφονήθηκε επειδή αρνήθηκε να δωροδοκηθεί για να επιτρέψει την είσοδο στη χώρα αλλοιωμένων τροφίμων. Η Καθολική Εκκλησία τον χαρακτήρισε μάρτυρα «της τιμιότητας και της ηθικής ακεραιότητας» και τον ανακήρυξε μακάριο στις 15 Ιουνίου 2025.
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος