ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ
ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ
Βασιλική του Αγίου Πέτρου
33η Κυριακή της Κοινής Περιόδου, 17 Νοεμβρίου 2019
Στο σημερινό Ευαγγέλιο, ο Ιησούς εκπλήσσει τους συγχρόνους του και εμάς. Πράγματι, ακριβώς τη στιγμή που μερικοί εγκωμίαζαν το μεγαλοπρεπή ναό της Ιερουσαλήμ, λέει πως «δεν θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα» (Λκ 21,6). Γιατί αυτά τα λόγια για έναν τόσο ιερό θεσμό, που δεν ήταν μόνο ένα οικοδόμημα, αλλά ένα μοναδικό θρησκευτικό σημείο, ένας οίκος για τον Θεό και για τον πιστό λαό; Γιατί αυτά τα λόγια; Γιατί να προφητέψει ότι η στερεή βεβαιότητα του λαού του Θεού θα γκρεμιζόταν; Γιατί, τελικά, ο Κύριος επιτρέπει να καταρρεύσουν βεβαιότητες, ενώ ο κόσμος τις στερείται όλο και περισσότερο;
Ας δώσουμε απαντήσεις σ’ αυτά το λόγια του Ιησού. Σήμερα ο Ιησούς μας λέει ότι σχεδόν όλα είναι παροδικά/προσωρινά. Σχεδόν όλα, αλλά όχι όλα. Σ’ αυτήν την προτελευταία Κυριακή της Κοινής Περιόδου, ο Ιησούς εξηγεί ότι θα γκρεμιστούν, θα περάσουν τα προτελευταία πράγματα, όχι τα έσχατα: ο ναός, όχι ο Θεός. Τα βασίλεια και οι περιπέτειες της ανθρωπότητας, όχι ο άνθρωπος. Περνούν τα προτελευταία πράγματα, που συχνά μοιάζουν οριστικά, αλλά δεν είναι. Είναι μεγαλειώδεις πραγματικότητες, όπως οι ναοί μας, και τρομακτικές, όπως οι σεισμοί, μεγάλα σημάδια από τον ουρανό και πόλεμοι πάνω στη γη (βλ. εδάφια 10-11: Σ’ εμάς φαίνονται γεγονότα της πρώτης σελίδας, αλλά ο Κύριος τα τοποθετεί στη δεύτερη εσωτερική σελίδα. Στην πρώτη, τοποθετούνται αυτά που ποτέ δεν περνούν: ο ζωντανός Θεός, απείρως πιο μεγάλος από κάθε ναό που Του ανεγείρουμε, και ο άνθρωπος, ο πλησίον μας, που αξίζει περισσότερο από όλα τα γεγονότα του κόσμου. Λοιπόν, για να μας βοηθήσει να συλλάβουμε αυτό που αξίζει στη ζωή, ο Ιησούς μας προειδοποιεί για δύο πειρασμούς.
Ο πρώτος είναι ο πειρασμός της βιασύνης, του αμέσως. Για τον Ιησού δεν πρέπει να ακολουθούμε αυτόν που λέει ότι το τέλος έρχεται αμέσως, ότι «ο καιρός έφτασε» (εδαφ. 8). Δεν πρέπει δηλαδή να ακολουθούμε αυτόν που διαδίδει συναγερμούς και τροφοδοτεί τον φόβο του άλλου και του μέλλοντος, διότι ο φόβος παραλύει την καρδιά και το νου. Και όμως, πόσες φορές αφήνουμε τον εαυτό μας να γοητευτεί από τη βιασύνη να γνωρίσουμε τα πάντα και αμέσως, από τη σφοδρή επιθυμία της περιέργειας, από την τελευταία συγκλονιστική ή σκανδαλώδη είδηση, από τις αποχαυνωτικές αφηγήσεις, από τις κραυγές αυτού που φωνάζει πιο δυνατά και οργισμένα, από όποιον λέει «τώρα ή ποτέ πια». Αλλά αυτή η βιασύνη , αυτό το «τα πάντα και αμέσως» δεν έρχεται από τον Θεό. Αν επιζητούμε αγχωτικά το «αμέσως», λησμονούμε αυτό που μένει «για πάντα». Παρακολουθούμε τα σύννεφα που περνούν και χάνουμε από τα μάτια μας τον ουρανό. Απορροφημένοι ολότελα από το βουητό των τελευταίων συμβάντων, δεν βρίσκουμε πια χρόνο για να ασχοληθούμε με τον Θεό και τους αδελφούς μας που είναι δίπλα μας. Πόσο αληθινό είναι αυτό σήμερα! Η μανία να τρέχουμε, να κατακτήσουμε τα πάντα και αμέσως, επιβαρύνει αυτούς που μένουν πίσω. Και κρίνονται απόβλητοι: πόσοι ηλικιωμένοι, πόσοι μέλλοντες να γεννηθούν, πόσα πρόσωπα ανάπηρα, πόσοι φτωχοί που θεωρούνται άχρηστοι. Τρέχουμε χωρίς να μας απασχολεί ότι οι αποστάσεις μεγαλώνουν, ότι η απληστία των λίγων αυξάνει τη φτώχεια των φτωχών.
Ο Ιησούς, ως αντίδοτο στη βιασύνη προτείνει σήμερα στον καθένα από εμάς την επιμονή και υπομονή: «Με την υπομονή σας θα σώσετε τη ζωή σας» Εδαφ. 19). Επιμονή είναι να προχωράς κάθε μέρα με τα μάτια προσηλωμένα σε αυτό που δεν είναι παροδικό: ο Κύριος και ο πλησίον. Ιδού γιατί η επιμονή είναι το δώρο του Θεού δια του οποίου διατηρούνται όλα τα άλλα δώρα Του (βλ. Άγιος Αυγουστίνος, De dono perseverantiae (Περί του δώρου της επιμονής), 2,4). Ζητούμε για τον καθένα από εμάς και για εμάς ως Εκκλησία, να επιμένουμε στο καλό, να μη χάνουμε από τα μάτια μας αυτό που μετρά. Αυτό είναι η πλάνη της βιασύνης.
Υπάρχει μια δεύτερη πλάνη από την οποία ο Ιησούς θέλει να μας απομακρύνει, όταν λέει: «Θα έρθουν πολλοί που θα χρησιμοποιήσουν το όνομά μου και θα ισχυρίζονται: «Εγώ Είμαι». Όμως μην τους ακολουθήσετε» (εδαφ. 8). Είναι ο πειρασμός του εγώ. Ο χριστιανός, αφού δεν αναζητεί το αμέσως αλλά το παντοτινό, δεν είναι ένας μαθητής του εγώ, αλλά του εσύ. Δηλαδή, δεν ακολουθεί τις σειρήνες των καπρίτσιων του, αλλά το κάλεσμα της αγάπης, τη φωνή του Ιησού. Και πώς διακρίνεται η φωνή του Ιησού; «Θα έρθουν πολλοί στο όνομά μου», λέει ο Κύριος, αλλά δεν πρέπει να τους ακολουθήσουμε: δεν αρκεί η ετικέτα «χριστιανός» ή «καθολικός» για να είσαι του Ιησού. Είναι ανάγκη να μιλάς την ίδια τη γλώσσα του Ιησού, αυτή της αγάπης, τη γλώσσα του εσύ. Μιλάει τη γλώσσα του Ιησού όχι όποιος λέει εγώ, αλλά όποιος βγαίνει από το εγώ του. Και όμως, πόσες φορές, ακόμη και σ’ αυτούς που κάνουν το καλό, βασιλεύει η υποκρισία του εγώ: κάνουν το καλό για να τους θεωρούν καλούς. Δωρίζουν, αλλά για να λάβουν με τη σειρά τους. Βοηθούν, αλλά για να αποκτήσουν τη φιλία κάποιου σημαντικού προσώπου. Έτσι μιλάει η γλώσσα του εγώ. Αντίθετα, ο λόγος του Θεού, προτρέπει σε μια «μη υποκριτική αγάπη» (Ρωμ. 12,9). Να δίνεις σε όποιον δεν έχει για να σου ανταποδώσει (βλ. Λκ 14,14_), να υπηρετείς χωρίς να επιζητείς ανταμοιβές και ανταλλάγματα (βλ Λκ 6,35). Μπορούμε λοιπόν να αναρωτηθούμε: «Εγώ παρέχω τη βοήθειά μου σε κάποιον από τον οποίον δεν θα μπορέσω να λάβω κάτι; Εγώ ο χριστιανός, έχω τουλάχιστο ένα φτωχό φίλο;»
Οι φτωχοί είναι πολύτιμοι στα μάτια του Θεού διότι δεν μιλούν τη γλώσσα του εγώ: δεν συντηρούνται από μόνοι τους, με τις δικές τους δυνάμεις, έχουν ανάγκη κάποιον να τους πάρει από το χέρι. Μας υπενθυμίζουν ότι το Ευαγγέλιο γίνεται πράξη με αυτό τον τρόπο, ως επαίτες που έχουν στραμμένη την προσοχή τους στον Θεό. Ή παρουσία των φτωχών, μας επαναφέρει στο πνεύμα του Ευαγγελίου, όπου είναι μακάριοι οι φτωχοί στο πνεύμα (βλ. Μτ 5,3). Έτσι, αντί να ενοχλούμαστε όταν μας χτυπούν τις πόρτες μας, μπορούμε να δεχόμαστε την κραυγή τους για βοήθεια ως ένα κάλεσμα να βγούμε από το εγώ μας, να τους υποδεχόμαστε με το ίδιο βλέμμα αγάπης που ο Θεός έχει γι’ αυτούς. Τι ωραία θα ήταν αν οι φτωχοί καταλάμβαναν στην καρδιά μας τη θέση που κατέχουν στην καρδιά του Θεού! Συναναστρεφόμενοι με τους φτωχούς, υπηρετώντας τους φτωχούς, συναισθανόμαστε βαθύτερα το πνεύμα του Χριστού, κατανοούμε τι είναι παντοτινό και τι παροδικό.
Έτσι, ας επιστρέψουμε στα αρχικά ερωτήματα. Ανάμεσα στα πολλά προτελευταία πράγματα, που είναι παροδικά, ο Κύριος θέλει σήμερα να μας υπενθυμίσει τα έσχατα, που θα παραμείνουν για πάντα. Αυτά είναι η αγάπη, διότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω 4,9) και ο φτωχός, που ζητώντας την αγάπη μου, με φέρνει κατευθείαν σ’ Εκείνον. Οι φτωχοί μας διευκολύνουν την πρόσβαση στον Ουρανό: Για τον λόγο αυτόν, το αισθητήριο της πίστης του λαού του Θεού τους είδε ως τους θυρωρούς του Ουρανού. Ήδη από τώρα, είναι ο θησαυρός μας, ο θησαυρός της Εκκλησίας. Μας αποκαλύπτουν, πράγματι, τον πλούτο που δεν χάνεται ποτέ, αυτόν που συνδέει γη και Ουρανό και για τον οποίο αξίζει αληθινά τον κόπο να ζούμε: δηλαδή την αγάπη.
Μετάφραση από τα Ιταλικά: Πέτρος Ανδριώτης