του Massimo Nardello δημοσιευμένο στο Settimana news 3-1-2025
Πολλοί από εκείνους που άλλοτε, για χρόνια, ζούσαν την εκκλησιακή ζωή, δεν έχουν πλέον δεδομένη την επιλογή πίστεως στο Χριστό. Σ’ αυτό είναι επηρεασμένοι καθοριστικά από την πλειονότητα που δεν έχει συνεπή ή συγκεκριμένη σχέση πίστεως και ζουν τη ζωή τους χωρίς να τους λείπει αυτή η σχέση. Μάλιστα ζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις με φυσική ικανοποίηση και πληρότητα χωρίς καμιά αναφορά πίστεως.
Η ταυτότητα της Εκκλησίας και οι προσδοκίες των προσώπων
Δεν είναι πια προφανής μόνο η επιλογή της πίστης αλλά όλο και λιγότερο η επιλογή πραγματικής ένταξης στη χριστιανική κοινότητα. Η κυρίαρχη νοοτροπία θέλει τον καθένα και την καθεμία να μπορεί, να οφείλει, να είναι ο μοναδικός και αποκλειστικός πρωταγωνιστής των εμπειριών του και φυσικά των πνευματικών.
Συνεπώς, είναι συζητήσιμη στα χείλη πολλών, η νομιμοποίηση ύπαρξης θεσμών εκκλησιακών, οι οποίοι δεν περιορίζονται να παρέχουν ιδέες και υπηρεσίες αλλά προτίθενται να δώσουν κατεύθυνση, σε κάποιο μέτρο, στις προσωπικές πεποιθήσεις και επιλογές των μελών τους. Έτσι, η επιλογή πραγματικής ένταξης στην Εκκλησία θεωρείται ως παραίτηση της προσωπικής ελευθερίας σκέψης και απόφασης, δηλ. της προσωπικής ολοκλήρωσης του προσώπου.
Αυτή η προοπτική καταλήγει στην ερήμωση της χριστιανικής κοινότητας, η οποία μερικές φορές για να θέλξει προσπαθεί να λειάνει την ταυτότητά της σύμφωνα με τις προσδοκίες των προσώπων.
Πιο συγκεκριμένα, δίδεται το μήνυμα ότι στην ενορία, στο εκκλησιαστικό κίνημα, στην εκκλησιαστική οργάνωση, είναι ωραία, οι σχέσεις είναι καλές, γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα, βοηθιούνται όσοι έχουν ανάγκη, με την ελπίδα όλα αυτά να επαρκούν για να πείσουν κάποιον να συμμετέχει.
Η πραγματικότητα όμως διαφέρει για εκείνους που έχουν έστω και λίγη εμπειρία εκκλησιακής ζωής: υπάρχουν συγκρούσεις, δυσκολίες κατανόησης, οργανωτική ανεπάρκεια. Οποιαδήποτε ουσιαστική εμπλοκή στη ζωή μιας κοινότητας ενέχει συχνά να επωμιστείς υποχρεώσεις και να ζημιώσεις την προσωπική σου ευμάρεια.
Το λοιπόν, αν εκείνο που θα έπρεπε να ωθεί τα πρόσωπα να ενταχθούν στην Εκκλησία είναι να βρουν ένα ωραίο περιβάλλον, είναι πιθανόν αυτός ο λόγος να κατευθύνει την προτίμησή τους σε άλλες, όχι απαραίτητα θρησκευτικές, οργανώσεις.
Στην πραγματικότητα, ο λόγος ένταξης στην Εκκλησία δεν μπορεί να είναι η ποιότητα της χριστιανικής κοινότητα αλλά η πίστη στο Χριστό και η επιθυμία να ευεργετηθούμε από τη σωστική του δράση.
Δεν μπορεί να λείπει η πρόταση πίστης στο Χριστό
Επομένως, το κάλεσμα ένταξης στη χριστιανική κοινότητα δεν μπορεί να μη συνδέεται με την πρόταση πίστης στο Χριστό διότι, διαφορετικά, σε βάθος χρόνου, δεν θα λειτουργήσει. Ο λόγος ένταξης στη χριστιανική κοινότητα δεν είναι ότι είναι ένα υγιές περιβάλλον, χωρίς εντάσεις και συγκρούσεις, με κόσμο ενδιαφέροντα και ώριμο. Γινόμαστε μέλη της Εκκλησίας γιατί αυτός είναι ο τρόπος να ζούμε εν Χριστώ και να βιώνουμε μαζί με άλλους αδελφούς την εμπειρία της Βασιλείας του Θεού την οποία πραγματοποίησε με τη ζωή, το θάνατο και την ανάστασή του ο Κύριος.
Στην πραγματικότητα, η χριστιανική κοινότητα καθίσταται ικανή από το Πνεύμα να είναι ο τόπος πραγμάτωσης της θεϊκής δεσποτείας-σινιορίας, παρότι αυτό το δώρο φυλάσσεται με την εύθραυστη κατάσταση που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινη πραγματικότητα. Γι’ αυτό η χριστιανική κοινότητα δεν είναι απλά χώρος εξανθρωπισμού, για να βοηθηθείς να βρεις το νόημα της ζωής και να γευθείς σχέσεις που εμπλουτίζουν, αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο, με τη δράση του Θεού, μπορεί να βιωθεί προκαταβολικά κάτι από την κατάσταση μακαριότητας μέσα στην αγάπη που μας περιμένει στην αιωνιότητα.
Αυτή η ταυτότητα της Εκκλησίας της προσδίδει χαρακτηριστικά που ξεπερνούν και την καλύτερη ποιότητα την οποία μπορεί να έχει μια οποιαδήποτε ανθρώπινη οργάνωση. Η Εκκλησία μπορεί και οφείλει να είναι πέρα από το να συντρέχει όσους έχουν ανάγκη και πέρα από το να προστατεύει το περιβάλλον (οικολογία). Η Εκκλησία έχει την ικανότητα να εκφράσει την αγάπη του Θεού στον κόσμο σε ένα επίπεδο ανώτερο από εκείνο της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, ένα επίπεδο το οποίο δεν είναι καν αντιληπτό για όποιον δεν είναι χριστιανός.
Αυτό το επίπεδο προέρχεται από την καθολικότητα της Εκκλησίας, δηλ. από την ικανότητά της να υποδέχεται εντός της όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό, πέρα από τα δεδομένα χαρακτηριστικά τους και τις δεξιότητες ή αδεξιότητές τους, πέρα από το αν είναι επαρκώς συντονισμένοι με τους άλλους πιστούς. Από ανθρώπινη άποψη, δεν μπορεί να υπάρχει κοινότητα προσώπων που να μην έχουν επιλεγεί με βάση κάποιο κριτήριο εκλογής.
Κι όμως, η Εκκλησία ζει ακριβώς μ’ αυτό τον «καθολικό» τρόπο εδώ και 2.000 χρόνια. Ακριβώς η κοπιαστική και επίπονη ενότητά της, προσώπων διαφορετικών, τα οποία καθ’ αυτού δεν θα έπρεπε να καταφέρνουν να ζήσουν μαζί, αποδεικνύει ότι πραγματικά η δεσποτεία-σινιορία του Θεού άρχισε να πραγματοποιείται σ’ αυτό τον κόσμο και να ρίχνει κάθε πιθανό τοίχο διαίρεσης ανάμεσα στους ανθρώπους.