Ο πρώην πάπας Βενέδικτος, κατά κόσμον Ιωσήφ Ράτσινγκερ, γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1927 στο Marktl am Inn, της Γερμανίας. Χειροτονήθηκε ιερέας στις 29 Ιουνίου του 1951.
Ο πατέρας του, ήταν αστυνομικός και καταγόταν από παλιά αγροτική οικογένεια της κάτω Βαυαρίας. Από το 1946 ως το 1951, έτος στο οποίο χειροτονήθηκε ιερέας (29 Ιουνίου του 1951) και άρχισε να διδάσκει, μελέτησε φιλοσοφία και θεολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και στο Freising. Το 1953 έλαβε το διδακτορικό του στη θεολογία με διατριβή πάνω στο θέμα: “Ο Λαός και ο Οίκος του Θεού στη διδασκαλία του Αγ. Αυγουστίνου περί Εκκλησίας”. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έλαβε το διδακτορικό του ως πανεπιστημιακός διδάσκαλος. Δίδαξε θεολογία στη σχολή φιλοσοφίας και θεολογίας του Freising, έπειτα στη Βόννη (1959-1969), στο Μόναχο (1963-1966), στη Τυβίγγη (1966-1969). Από 1969, ήταν καθηγητής της δογματικής θεολογίας και της ιστορίας του δόγματος στο πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ και αντιπρόεδρος του ιδίου πανεπιστημίου.
Ήδη το 1962 έγινε ευρέως γνωστός όταν, σε ηλικία 35 ετών, έγινε σύμβουλος του Αρχιεπισκόπου της Κολωνίας, καρδιναλίου Joseph Frings κατά τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού. Μεταξύ των πολυάριθμων δημοσιεύσεών του, ιδιαίτερη θέση έχει η «Εισαγωγή στο Χριστιανισμό», μια συλλογή πανεπιστημιακών μαθημάτων για την ομολογία της αποστολικής πίστης, που δημοσιεύτηκε το 1968, «Δόγμα και αποκάλυψη», μια ανθολογία δοκιμίων, ομιλιών και σκέψεων που αφιερώνονται στη ποιμαντική, που δημοσιεύτηκε το 1973.
Τον Μάρτιο του 1977, ο πάπας Παύλος Στ΄ τον επέλεξε Αρχιεπίσκοπο του Μονάχου και του Freising και στις 28 Μαϊου 1977, έγινε ο πρώτος ιερέας, προερχόμενος από τον εφημεριακό κλήρο, που μετά από 80 έτη ανέλαβε αυτή τη μεγάλη βαυαρική Επισκοπή.
Από τον Παύλο Στ΄ στο Κονσιστόριο της 27ης Ιουνίου 1977, ονομάστηκε Καρδινάλιος του ιερατικού τίτλου Παναγίας της Παρηγορήτριας (1993), του επισκοπικού τίτλου Βελλέτρι και Σένι και, τέλος, το 2002 του επισκοπικού τίτλου της Όστιας που είναι ο τίτλος του Πρυτάνεως του Κολλεγίου των Καρδιναλίων.
Στις 25 Νοεμβρίου 1981 ορίστηκε από τον Ιωάννη Παύλο Β΄ επικεφαλής της Συνοδικής Επιτροπής για θέματα Πίστεως, Πρόεδρος της Ποντιφικής Βιβλικής Επιτροπής και της Διεθνούς Θεολογικής Επιτροπής.
Εισηγητής της Γενικής Συνέλευσης της Συνόδου των Επισκόπων (1980).
Ένας από τους τρεις προεδρεύοντες της Συνόδου των Επισκόπων(1983) που είχε ως θέμα την «Καταλλαγή και μετάνοια στην αποστολή της Εκκλησίας».
Εξελέγη αντι-πρύτανης του Κολλεγίου των Καρδιναλίων, στις 6 Νοεμβρίου 1998. Στις 30 Νοεμβρίου 2002, ο Άγιος Πατέρας ενέκρινε την εκλογή του μετά τη πρόταση των καρδιναλίων, ως Πρύτανη του Κολλεγίου των Καρδιναλίων.
Διετέλεσε Πρόεδρος της Επιτροπής για την προετοιμασία της Κατήχησης της καθολικής Εκκλησίας, και μετά από 6 χρόνια εργασίας (1986-92) παρουσίασε τη νέα κατήχηση στον Άγιο Πατέρα Ιωάννη Παύλο Β΄.
Στις 10 Νοεμβρίου 1999 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ επί τιμή της δικονομίας.
Επίτιμο μέλος της Ποντιφικής Ακαδημίας των Επιστημών, από 13 Νοεμβρίου 2000.
Μετείχε σε πολλές Επιτροπές της Ρωμαϊκής Κουρίας. Πριν την εκλογή του ήταν επικεφαλής της Συνοδικής Επιτροπής για θέματα Πίστεως, Πρόεδρος της Ποντιφικής Βιβλικής Επιτροπής και της Διεθνούς Θεολογικής Επιτροπής και Πρύτανης του Κολλεγίου των Καρδιναλίων.
Στις 19 Απριλίου του 2005, ο Βενέδικτος εξελέγη ποντίφικας από το Κονκλάβιο των καρδιναλίων.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 2013, ο Βενέδικτος παραιτήθηκε επίσημα από ποντίφικας, προκαλώντας τεράστια έκπληξη στους πιστούς καθολικούς και όχι μόνο.