ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΛΕΟΝΤΟΣ ΙΔ΄
ΓΙΑ ΤΗΝ 59η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΙΡΗΝΗΣ
1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2026
Προς μια ειρήνη άοπλη και αφοπλιστική
“Η ειρήνη να είναι μαζί σου!”.
Αυτός ο παλαιότατος χαιρετισμός, που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται καθημερινά σε πολλούς πολιτισμούς, γέμισε με νέο σθένος στα χείλη του αναστημένου Ιησού το βράδυ του Πάσχα. «Ειρήνη σ’ εσάς» (Ιω 20,19.21) είναι ο λόγος Του που όχι μόνο εύχεται, αλλά και επιφέρει μια οριστική αλλαγή σε όσους τον δέχονται και, επομένως, σε όλη την πραγματικότητα. Γι’ αυτό, οι διάδοχοι των Αποστόλων δίνουν φωνή κάθε μέρα και σε όλο τον κόσμο στην πιο σιωπηλή επανάσταση: «Ειρήνη σ’ εσάς».
Από το απόγευμα της εκλογής μου ως Επισκόπου Ρώμης, ήθελα να συμπεριλάβω τον χαιρετισμό μου σε αυτή την ομόφωνη διακήρυξη. Και επιθυμώ να τον επαναλάβω: αυτή είναι η ειρήνη του αναστημένου Χριστού, μια ειρήνη άοπλη και μια ειρήνη αφοπλιστική, ταπεινή και επίμονη. Προέρχεται από τον Θεό, τον Θεό που μας αγαπά όλους άνευ όρων. [1]
Η ειρήνη του Αναστημένου Χριστού
Αυτός που νίκησε τον θάνατο και γκρέμισε τα τείχη του χωρισμού μεταξύ των ανθρώπων (βλ. Εφ 2,14) είναι ο Καλός Ποιμένας, ο οποίος δίνει τη ζωή Του για το ποίμνιο και που έχει πολλά πρόβατα πέρα από τη μάντρα των προβάτων (βλ. Ιω 10,11, 16): ο Χριστός, η ειρήνη μας. Η παρουσία Του, το δώρο Του, η νίκη Του αντηχούν στην επιμονή εκείνων των πολλών που δίνουν μαρτυρία, μέσω των οποίων το έργο του Θεού συνεχίζεται στον κόσμο, καθιστώντας το ακόμη πιο αισθητό και φωτεινό μέσα στο σκοτάδι των καιρών.
Η αντίθεση μεταξύ σκότους και φωτός, μάλιστα, δεν είναι απλώς μια βιβλική εικόνα για να περιγράψει την οδύνη από την οποία γεννιέται ένας νέος κόσμος: είναι μια εμπειρία που μας διαπερνά και μας συγκλονίζει σε σχέση με τις δοκιμασίες που αντιμετωπίζουμε, μέσα στις ιστορικές συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε. Πράγματι, το να βλέπουμε το φως και να πιστεύουμε σε αυτό, είναι απαραίτητο για να αποφύγουμε να βυθιστούμε στο σκοτάδι. Είναι μια ανάγκη που καλούνται οι μαθητές του Ιησού να βιώσουν με έναν μοναδικό και προνομιακό τρόπο, αλλά μια ανάγκη που με πολλούς τρόπους μπορεί να βρει τον δρόμο της στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Η ειρήνη υπάρχει, θέλει να κατοικήσει μέσα μας, έχει την ευγενική δύναμη να φωτίζει και να διευρύνει την κατανόησή μας, αντιστέκεται στη βία και την νικά. Η ειρήνη έχει την πνοή της αιωνιότητας: ενώ στο κακό φωνάζουμε “φτάνει”, στην ειρήνη ψιθυρίζουμε “για πάντα”. Σε αυτόν τον ορίζοντα μάς έχει εισαγάγει ο Αναστημένος. Με αυτό το προαίσθημα ζουν οι ειρηνοποιοί, γυναίκες και άνδρες, οι οποίοι μέσα στη μόλυνση του σκότους που ο μακαριστός Πάπας Φραγκίσκος αποκάλεσε “κατακερματισμένο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο”, εξακολουθούν να αντιστέκονται, σαν φρουροί μέσα στη νύχτα.
Το αντίθετο, δηλαδή, να ξεχνάμε το φως, είναι δυστυχώς δυνατό να συμβεί: έτσι χάνει κανείς τον ρεαλισμό, ενδίδοντας σε μια μερική και παραμορφωμένη αναπαράσταση του κόσμου, που σημαδεύεται από το σκοτάδι του φόβου. Δεν είναι λίγοι σήμερα εκείνοι που αποκαλούν ρεαλιστικές τις αφηγήσεις χωρίς ελπίδα, τυφλές στην ωραιότητα των άλλων, ξεχνώντας τη χάρη του Θεού η οποία εργάζεται διαρκώς στις ανθρώπινες καρδιές, όσο πληγωμένες κι αν είναι από την αμαρτία. Ο Ιερός Αυγουστίνος προέτρεπε τους Χριστιανούς να υφαίνουν μια άρρηκτη φιλία με την ειρήνη, ώστε, φυλάσσοντάς την στα βάθη του πνεύματός τους, να μπορούν να ακτινοβολούν τη φωτεινή της ζεστασιά γύρω τους. Απευθυνόμενος στην κοινότητά του, έγραφε: «Αν θέλετε να προσελκύσετε τους άλλους στην ειρήνη, να την έχετε εσείς πρώτοι· να είστε, εσείς κυρίως, σταθεροί στην ειρήνη. Για να την ανάψετε στους άλλους, πρέπει να έχετε εσείς, μέσα σας, αναμμένη τη φλόγα της». [2]
Είτε έχουμε το δώρο της πίστεως είτε νομίζουμε ότι δεν το έχουμε, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, ας ανοιχτούμε στην ειρήνη! Ας την δεχτούμε και ας την αναγνωρίσουμε, αντί να τη θεωρούμε μακρινή και αδύνατη. Πριν γίνει στόχος, η ειρήνη είναι μια παρουσία και μια πορεία. Ακόμη και αν αμφισβητείται, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, σαν μια μικρή φλόγα που απειλείται από την καταιγίδα, ας τη διαφυλάξουμε χωρίς να ξεχνάμε τα ονόματα και τις ιστορίες εκείνων που μας έχουν δώσει μαρτυρία γι’ αυτήν. Είναι μια αρχή που καθοδηγεί και καθορίζει τις επιλογές μας. Ακόμη και σε μέρη όπου απομένουν μόνο ερείπια και όπου η απελπισία φαίνεται αναπόφευκτη, σήμερα βρίσκουμε εκείνους που δεν έχουν ξεχάσει την ειρήνη. Όπως ακριβώς το εσπέρας του Πάσχα ο Ιησούς εισήλθε στον τόπο όπου συγκεντρώθηκαν οι φοβισμένοι και αποθαρρημένοι μαθητές, έτσι και η ειρήνη του αναστημένου Χριστού συνεχίζει να περνάει μέσα από πόρτες και εμπόδια με τις φωνές και τα πρόσωπα εκείνων που δίνουν μαρτυρία γι’ αυτή. Είναι το δώρο που μας επιτρέπει να μην ξεχνάμε το καλό, να το αναγνωρίζουμε ως νικηφόρο, να το επιλέγουμε ξανά και μαζί.
Μια ειρήνη άοπλη
Λίγο πριν τον συλλάβουν, σε μια στιγμή έντονης εκμυστήρευσης, ο Ιησούς είπε σε όσους ήταν μαζί Του: «Την ειρήνη σάς αφήνω, τη δική μου ειρήνη σας δίνω. Δεν σας τη δίνω όπως τη δίνει ο κόσμος». Και αμέσως πρόσθεσε: «Ας μην ταράζεται η καρδιά σας και ας μη φοβάται» (Ιω 14,27). Η ταραχή και ο φόβος θα μπορούσαν ασφαλώς να σχετίζονται με τη βία η οποία σύντομα θα έπεφτε επάνω του. Πιο βαθιά, τα Ευαγγέλια δεν κρύβουν ότι αυτό που απογοήτευσε τους μαθητές ήταν η μη βίαιη απάντησή Του: μια οδός που όλοι, πρώτα ο Πέτρος, αμφισβήτησαν, αλλά στην οποία ο Διδάσκαλος τούς ζήτησε να τον ακολουθήσουν μέχρι το τέλος. Η οδός του Ιησού συνεχίζει να αποτελεί πηγή ταραχής και φόβου. Και επαναλαμβάνει κατηγορηματικά σε όσους θα ήθελαν να τον υπερασπιστούν: «Βάλε το μαχαίρι στη θήκη» (Ιω 18,11· βλ. Μτ 26,52). Η ειρήνη του αναστημένου Ιησού είναι άοπλη, επειδή ο άοπλος είναι ο αγώνας του, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Αυτής της καινοτομίας οι Χριστιανοί πρέπει να γίνουν, μαζί, προφητικοί μάρτυρες, έχοντας επίγνωση των τραγωδιών στις οποίες πολύ συχνά έγιναν συνεργοί. Η μεγάλη παραβολή της Τελικής Κρίσεως καλεί όλους τους Χριστιανούς να ενεργούν με έλεος, έχοντας αυτή την επίγνωση (βλ. Μτ 25,31-46). Και κάνοντας αυτό, θα βρουν στο πλευρό τους αδελφούς και αδελφές οι οποίοι, από διαφορετικές οδούς, μπόρεσαν να ακούσουν τον πόνο των άλλων και να απελευθερωθούν εσωτερικά από την απάτη της βίας.
Αν και δεν είναι λίγοι σήμερα οι άνθρωποι με καρδιά έτοιμη για ειρήνη, ένα έντονο αίσθημα αδυναμίας τους διαπερνά μπροστά στην ολοένα και πιο αβέβαιη πορεία των γεγονότων. Ο Ιερός Αυγουστίνος, μάλιστα, είχε ήδη επισημάνει ένα συγκεκριμένο παράδοξο: «Δεν είναι δύσκολο να κατέχεις την ειρήνη. Είναι, μάλλον, πιο δύσκολο να την επαινέσεις. Αν θέλουμε να την επαινέσουμε, χρειαζόμαστε ικανότητες που ίσως μας λείπουν· αναζητούμε τις σωστές ιδέες, ζυγίζουμε τις φράσεις. Αν, αντιθέτως, θέλουμε να την έχουμε, αυτή είναι εκεί, στη διάθεσή μας και μπορούμε να την αποκτήσουμε χωρίς καμία προσπάθεια». [3]
Όταν αντιμετωπίζουμε την ειρήνη ως ένα μακρινό ιδανικό, καταλήγουμε να μη θεωρούμε σκανδαλώδες το γεγονός ότι μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά ακόμη και να διεξάγεται πόλεμος για την επίτευξη της ειρήνης. Φαίνεται ότι μας λείπουν οι σωστές ιδέες, οι ζυγισμένες δηλώσεις, η ικανότητα να διακηρύξουμε ότι η ειρήνη είναι κοντά. Αν η ειρήνη δεν είναι μια βιωμένη πραγματικότητα, που πρέπει να προστατεύεται και να καλλιεργείται, η επιθετικότητα εξαπλώνεται στην οικογενειακή ζωή και τη δημόσια. Στη σχέση μεταξύ πολιτών και κυβερνήσεων, φτάνουμε να θεωρούμε λάθος το να μην προετοιμαζόμαστε επαρκώς για τον πόλεμο, να μην αντιδρούμε σε επιθέσεις, να μην απαντούμε στη βία. Πολύ πέρα από την αρχή της νόμιμης αυτοάμυνας, σε πολιτικό επίπεδο, αυτή η αντιθετική λογική είναι η πιο πρόσφατη πτυχή μιας παγκόσμιας αποσταθεροποίησης που γίνεται ολοένα και πιο δραματική και απρόβλεπτη κάθε μέρα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επανειλημμένες εκκλήσεις για αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες και οι επακόλουθες αποφάσεις παρουσιάζονται από πολλές κυβερνήσεις με τη δικαιολογία της επικινδυνότητας των άλλων. Στην πραγματικότητα, η αποτρεπτική δύναμη της ισχύος, και, ιδιαίτερα, η πυρηνική αποτροπή, ενσαρκώνουν τον παράλογο χαρακτήρα μιας σχέσης μεταξύ λαών που δεν βασίζεται στον νόμο, τη δικαιοσύνη και την εμπιστοσύνη, αλλά στον φόβο και την κυριαρχία της βίας. «Κατά συνέπεια – όπως έγραφε ο Άγιος Ιωάννης ΚΓ΄ για την εποχή του – οι άνθρωποι ζουν κάτω από τον εφιάλτη ενός τυφώνα που θα μπορούσε να εξαπολυθεί ανά πάσα στιγμή με αδιανόητη δύναμη. Διότι τα όπλα υπάρχουν· και αν είναι δύσκολο να πειστεί κανείς ότι υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να αναλάβουν την ευθύνη για την καταστροφή και τα βάσανα που θα προκαλούσε ένας πόλεμος, δεν αποκλείεται ένα απρόβλεπτο και ανεξέλεγκτο γεγονός να πυροδοτήσει τη σπίθα που θα θέσει σε κίνηση την πολεμική μηχανή». [4]
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του 2024, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 9,4% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, επιβεβαιώνοντας την αδιάλειπτη τάση δέκα ετών και φτάνοντας στο ποσό των 2.718 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ή 2,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. [5] Επιπλέον, σήμερα οι νέες προκλήσεις φαίνεται να αντιμετωπίζονται όχι μόνο με την τεράστια οικονομική προσπάθεια για επανεξοπλισμό, αλλά και με μια αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών πολιτικών: αντί για μια κουλτούρα μνήμης, η οποία διατηρεί την επίγνωση που αναπτύχθηκε στον εικοστό αιώνα και δεν ξεχνά τα εκατομμύρια των θυμάτων, προωθούνται επικοινωνιακές εκστρατείες και εκπαιδευτικά προγράμματα, σε σχολεία και πανεπιστήμια, καθώς και στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία διαδίδουν την αντίληψη των απειλών και μεταδίδουν μια καθαρά ένοπλη έννοια άμυνας και ασφάλειας.
Ωστόσο, «όποιος αγαπάει πραγματικά την ειρήνη αγαπάει και τους εχθρούς της ειρήνης». [6] Έτσι, ο Ιερός Αυγουστίνος συνιστούσε να μην καταστρέφονται οι γέφυρες και να μην επιμένουν στην καταγραφή της μομφής, προτιμώντας την οδό της ακρόασης και, στο μέτρο του δυνατού, της συνάντησης με τους λόγους του άλλου. Πριν από εξήντα χρόνια, η Β’ Σύνοδος του Βατικανού ολοκληρωνόταν με την επίγνωση ενός επείγοντος διαλόγου μεταξύ της Εκκλησίας και του σύγχρονου κόσμου. Ιδιαίτερα, η Διάταξη Gaudium et Spes (Η Χαρά και η Ελπίδα) εφιστούσε την προσοχή στην εξέλιξη της πρακτικής του πολέμου: «Ο χαρακτηριστικός κίνδυνος του σύγχρονου πολέμου συνίσταται στο ότι σχεδόν προσφέρει την ευκαιρία σε εκείνους που κατέχουν τα πιο σύγχρονα επιστημονικά όπλα να διαπράξουν τέτοια εγκλήματα και, από μια κάποια αναπόφευκτη αλυσιδωτή σχέση, μπορεί να παρωθήσει τη θέληση των ανθρώπων στις πιο φρικιαστικές αποφάσεις. Για να μη συμβεί λοιπόν ποτέ κάτι τέτοιο στο μέλλον, οι Επίσκοποι όλου του κόσμου, που είναι τώρα συναθροισμένοι, εξορκίζουν όλους, ειδικότερα τους κυβερνήτες και τους ανώτατους στρατιωτικούς διοικητές, να λαμβάνουν διαρκώς ενώπιον του Θεού και ενώπιον ολόκληρης της ανθρωπότητας, την τεράστια βαρύτητα των ευθυνών τους». [7]
Επαναλαμβάνοντας την έκκληση των Πατέρων της Συνόδου και θεωρώντας τον διάλογο ως την πιο αποτελεσματική οδό σε κάθε επίπεδο, διαπιστώνουμε πώς οι περαιτέρω τεχνολογικές εξελίξεις και η στρατιωτική εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης έχουν ριζοσπαστικοποιήσει την τραγικότητα των ένοπλων συγκρούσεων. Αναδύεται ακόμη και μια διαδικασία αποποίησης της ευθύνης από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, λόγω της αυξανόμενης “ανάθεσης” σε μηχανές, αποφάσεων σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο των ανθρώπων. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου καταστροφή του νομικού και φιλοσοφικού ανθρωπισμού στον οποίο βασίζεται κάθε πολιτισμός και από τον οποίο διατηρείται. Πρέπει να καταγγείλουμε τις τεράστιες συγκεντρώσεις ιδιωτικών οικονομικών και χρηματοοικονομικών συμφερόντων, που ωθούν τα Κράτη προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, εάν ταυτόχρονα δεν ενθαρρύνουμε την αφύπνιση των συνειδήσεων και της κριτικής σκέψης. Η Εγκύκλιος Fratelli Tutti παρουσιάζει τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης ως παράδειγμα μιας τέτοιας αφύπνισης: «Στον κόσμο εκείνης της εποχής, γεμάτο φρούρια και αμυντικά τείχη, οι πόλεις βίωναν αιματηρούς πολέμους μεταξύ ισχυρών οικογενειών, ενώ η φτώχεια εξαπλωνόταν στις αποκλεισμένες περιφέρειες. Όμως εκεί ο Φραγκίσκος μπόρεσε να υποδεχτεί την αληθινή ειρήνη στην καρδιά του και απελευθερώθηκε από κάθε επιθυμία κυριαρχίας έναντι των άλλων. Έγινε ένας από τους τελευταίους και προσπάθησε να ζήσει σε αρμονία με όλους». [8] Είναι μια ιστορία που θέλει να συνεχιστεί μέσα μας και η οποία απαιτεί να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να συμβάλουμε αμοιβαία σε μια αφοπλιστική ειρήνη, μια ειρήνη που γεννιέται από την ανοιχτότητα και την ευαγγελική ταπεινότητα.
Μια ειρήνη αφοπλιστική
Η καλοσύνη είναι αφοπλιστική. Ίσως γι’ αυτό ο Θεός έγινε βρέφος. Το μυστήριο της Ενσάρκωσης, που φθάνει στο έσχατο σημείο του κατά την κάθοδο στον άδη, αρχίζει στα σπλάχνα μιας νεαρής μητέρας και αποκαλύπτεται στη φάτνη της Βηθλεέμ. «Επί γης ειρήνη», ψάλλουν οι άγγελοι, αναγγέλλοντας την παρουσία ενός Θεού ανυπεράσπιστου, που η ανθρωπότητα μπορεί να ανακαλύψει ότι ο Θεός την αγαπά και τη φροντίζει (βλ. Λκ 2,13-14). Τίποτα δεν έχει τη ικανότητα να μας αλλάξει όπως ένα παιδί. Και ίσως είναι ακριβώς η σκέψη για τα παιδιά μας, τα μικρά, ακόμη και για εκείνους που είναι τόσο εύθραυστοι όσο αυτά, που διαπερνά την καρδιά μας (βλ. Πραξ 2,37). Από αυτή την άποψη, ο μακαριστός μου Προκάτοχος έγραφε ότι «η ανθρώπινη αδυναμία έχει τη δύναμη να μας κάνει πιο διαυγείς σε σχέση με ό,τι διαρκεί και ό,τι παρέρχεται, με ό,τι δίνει ζωή και ό,τι σκοτώνει. Ίσως γι’ αυτό τόσο συχνά τείνουμε να αρνούμαστε τα όρια και να αποφεύγουμε τους εύθραυστους και τραυματισμένους ανθρώπους: έχουν τη δύναμη να αμφισβητούν την κατεύθυνση που έχουμε επιλέξει, ως άτομα και ως κοινότητα». [9]
Ο Ιωάννης ΚΓ΄ ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την προοπτική του ολοκληρωμένου αφοπλισμού, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας ανανέωσης της καρδιάς και του νου. Έγραψε στην Pacem in terris: «Όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το σταμάτημα των εξοπλισμών για σκοπούς πολεμικούς, ο πραγματικός περιορισμός τους, και πολύ περισσότερο η εξάλειψή τους είναι αδύνατα ή σχεδόν, εάν ταυτόχρονα δεν προβούν σε έναν ολικό αφοπλισμό· εάν δηλαδή δεν αλλάξουν και τα πνεύματα, επιχειρώντας με ειλικρίνεια να διαλύσουν σε αυτά την πολεμική ψύχωση. Αυτό απαιτεί με τη σειρά του ότι το κριτήριο της ειρήνης που στηρίζεται στην ισορροπία των εξοπλισμών θα αντικατασταθεί με την αρχή ότι η αληθινή ειρήνη μπορεί να οικοδομηθεί μόνοι επάνω στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Εμείς θεωρούμε ότι πρόκειται για έναν στόχο που μπορεί να επιτευχθεί, διότι είναι κάτι που υπαγορεύεται από την κοινή λογική, αλλά πάρα πολύ επιθυμητό και είναι το πιο χρήσιμο». [10]
Αυτή είναι μια θεμελιώδης υπηρεσία την οποία οι θρησκείες πρέπει να προσφέρουν στην πάσχουσα ανθρωπότητα, επαγρυπνώντας επί της αυξανόμενης προσπάθειας να μεταμορφωθούν σε όπλα ακόμη και οι σκέψεις και τα λόγια. Οι μεγάλες πνευματικές παραδόσεις, καθώς και η ορθή χρήση της λογικής, μας επιτρέπουν να υπερβούμε τους δεσμούς αίματος ή εθνικότητας, πέρα από εκείνες τις αδελφικές συγγένειες που αναγνωρίζουν μόνο όσους είναι όμοιοι και απορρίπτουν όσους είναι διαφορετικοί. Σήμερα βλέπουμε ότι αυτό δεν είναι δεδομένο. Δυστυχώς, είναι όλο και πιο συνηθισμένο σήμερα να σέρνουμε τα λόγια της πίστεως στον πολιτικό αγώνα, να ευλογούμε τον εθνικισμό και να δικαιολογούμε θρησκευτικά τη βία και τον ένοπλο αγώνα. Οι πιστοί πρέπει να αντικρούουν ενεργά, πριν απ’ όλα με τη ζωή τους, αυτές τις μορφές βλασφημίας που αμαυρώνουν το Άγιο Όνομα του Θεού. Γι’ αυτό, μαζί με τη δράση, είναι περισσότερο από ποτέ απαραίτητο να καλλιεργούμε την προσευχή, την πνευματικότητα, τον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο ως δρόμους ειρήνης και γλώσσες συνάντησης μεταξύ παραδόσεων και πολιτισμών. Σε όλο τον κόσμο είναι ευχής έργο «κάθε κοινότητα θα γίνει ένας “οίκος ειρήνης”, όπου μαθαίνει κανείς να εκτονώνει την εχθρότητα μέσω του διαλόγου, όπου εφαρμόζεται η δικαιοσύνη και διασφαλίζεται η συγχώρηση».[11] Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι απαραίτητο να καταδειχθεί ότι η ειρήνη δεν είναι ουτοπία, μέσω μιας ποιμαντικής δημιουργικότητας προσεκτικής και παραγωγικής.
Από την άλλη πλευρά, αυτό δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή όλων από τη σημασία της πολιτικής διάστασης. Όσοι καλούνται σε δημόσιες ευθύνες στα υψηλότερα και πιο εξειδικευμένα αξιώματα «θα πρέπει να εξετάσουν διεξοδικά το πρόβλημα της ειρηνικής ανασύνθεσης των σχέσεων μεταξύ των πολιτικών κοινοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο: μια ανασύνθεση που βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια στις διαπραγματεύσεις, την πιστότητα στις αναληφθείσες δεσμεύσεις. Ας εξετάσουν το πρόβλημα μέχρι να εντοπίσουν το σημείο από το οποίο είναι δυνατόν να αρχίσει το ξεκίνημα προς αξιόπιστες, διαρκείς και καρποφόρες συμφωνίες». [12] Αυτή είναι η αφοπλιστική οδός της διπλωματίας, της διαμεσολάβησης και του διεθνούς δικαίου, που δυστυχώς διαψεύδεται από τις ολοένα και πιο συχνές παραβιάσεις συμφωνιών που επιτεύχθηκαν με δυσκολία, σε ένα πλαίσιο που θα απαιτούσε όχι την απονομιμοποίηση, αλλά μάλλον την ενίσχυση των υπερεθνικών θεσμών.
Σήμερα, η δικαιοσύνη και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι περισσότερο από ποτέ εκτεθειμένες σε ανισορροπίες δυνάμεων μεταξύ των ισχυρότερων. Πώς μπορούμε να ζήσουμε σε μια εποχή αποσταθεροποίησης και σύγκρουσης, απελευθερώνοντας τον εαυτό μας από το κακό; Πρέπει να παρακινήσουμε και να υποστηρίξουμε κάθε πνευματική, πολιτιστική και πολιτική πρωτοβουλία να κρατά την ελπίδα ζωντανή, αντισταθμίζοντας την εξάπλωση «μοιρολατρικών στάσεων, σαν οι εν ενεργεία δυναμικές να παράγονται από ανώνυμες απρόσωπες δυνάμεις και δομές, ανεξάρτητες από την ανθρώπινη βούληση». [13] Αν πράγματι «ο καλύτερος τρόπος για να κυριαρχήσουμε και να προχωρήσουμε χωρίς όρια είναι να σπέρνουμε την έλλειψη ελπίδας και να εμπνέουμε συνεχή δυσπιστία, ακόμη και υπό το προσωπείο της υπεράσπισης ορισμένων αξιών», [14] μια τέτοια στρατηγική πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ανάπτυξη συνειδητοποιημένων κοινωνιών των πολιτών, μορφών υπεύθυνης συμμετοχικότητας, εμπειριών μη βίαιης συμμετοχής, πρακτικών επανορθωτικής δικαιοσύνης σε μικρή και μεγάλη κλίμακα. Ο Λέων ΙΓ΄ το έχει ήδη επισημάνει ξεκάθαρα στην Εγκύκλιο Rerum Novarum: «Η αίσθηση της προσωπικής του αδυναμίας ωθεί τον άνθρωπο να θέλει να ενώσει το έργο του με εκείνο των άλλων. Η Γραφή λέει: Καλύτερα να είναι δύο μαζί παρά ένας· διότι οι δύο έχουν μεγαλύτερο πλεονέκτημα στην εργασία τους. Αν ο ένας πέσει, ο άλλος τον στηρίζει. Αλίμονο σε αυτόν που είναι μόνος! Αν πέσει, δεν έχει χέρι να τον σηκώσει (Εκκλ 4,9-10). Και αλλού: ένας αδελφός που βοηθιέται από τον αδελφό του είναι σαν μια οχυρωμένη πόλη (Παρ 18,19)» [15].
Είθε αυτός να είναι ένας καρπός του Ιωβηλαίου της Ελπίδας, το οποίο ώθησε εκατομμύρια ανθρώπους να ανακαλύψουν ξανά τον εαυτό τους ως προσκυνητές και να ξεκινήσουν μέσα τους αυτόν τον αφοπλισμό της καρδιάς, του νου και της ζωής, στον οποίο ο Θεός σύντομα θα ανταποκριθεί εκπληρώνοντας τις υποσχέσεις του: «Αυτός θα κρίνει ανάμεσα σε πολλούς λαούς· το δίκαιο θα αποδώσει σε έθνη δυνατά. Τότε τα ξίφη τους θα τα σφυρηλατήσουν σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια. Ξίφος δεν θα σηκώνει το ένα έθνος ενάντια στο άλλο και πια δεν θα μαθαίνουν να πολεμούν. Εμπρός, απόγονοι του Ιακώβ, ας περπατήσουμε στο φως του Κυρίου!» (Ησ 2,4-5).
Εκ του Βατικανού, 8 Δεκεμβρίου 2025
ΛΕΩΝ Πάπας ΙΔ’
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Αποστολική Ευλογία “Urbi et Orbi” και πρώτος χαιρετισμός, Κεντρικός εξώστης της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου (8 Μαΐου 2025).
[2] Αυγουστίνος Ιππώνος, Λόγος 357, 3.
[3] Αυτόθι, 1.
[4] Ιωάννης ΚΓ, Εγκύκλιος Επιστολή Pacem in terris (11 Απριλίου 1963), 60.
[5] Βλ. SIPRI Yearbook: Armaments, Disarmament and International Security (2025).
[6] Αυγουστίνος Ιππώνος, Λόγος 357, 1.
[7] Β’ Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Ποιμαντική Διάταξη Gaudium et spes, 80.
[8] Φραγκίσκος, Εγκύκλιος Επιστολή Fratelli tutti, (3 Οκτωβρίου 2020), 4.
[9] Του ιδίου, Επιστολή προς τον Εκδότη της Corriere della Sera (14 Μαρτίου 2025).
[10] Ιωάννης ΚΓ’, Εγκύκλιος Επιστολή Pacem in terris (11 Απριλίου 1963), 61.
[11] Ομιλία προς τους Επισκόπους της Ιταλικής Ιεραρχίας (17 Ιουνίου 2025).
[12] Ιωάννης ΚΓ’, Εγκύκλιος Επιστολή Pacem in terris (11 Απριλίου 1963), 63.
[13] Βενέδικτος ΙΣΤ’, Εγκύκλιος Επιστολή Caritas in veritate (29 Ιουνίου 2009), 42.
[14] Φραγκίσκος, Εγκύκλιος Επιστολή Fratelli tutti, (3 Οκτωβρίου 2020), 15.
[15] Λέων ΙΓ’, Εγκύκλιος Επιστολή Rerum novarum (15 Μαΐου 1891), 37.
——————-
Μετάφραση: π. Λέων Κισκίνης

