Η Τεσσαρακοστή, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται και από μία έντονη βαπτιστική ατμόσφαιρα. Πράγματι, αυτή εδραιώθηκε σιγά σιγά, ώστε η Εκκλησία να έχει το χρόνο να προετοιμάσει εκείνους που θα λάμβαναν το βάπτισμα κατά τη διάρκεια της πασχαλινής αγρυπνίας, δηλαδή τους κατηχουμένους, ύστερα από μία περίοδο προετοιμασίας τριών χρόνων κατήχησης. Το Πάσχα, θεωρούταν πάντοτε, ως η μεγάλη εορτή του βαπτίσματος της Εκκλησίας.
Για να θυμηθούμε τα πολύ παλιά
Το βάπτισμα, από την πρώτη στιγμή (οι Επιστολές του Αγίου Παύλου το επιβεβαιώνουν άλλωστε), θεωρήθηκε ως το ιερό μυστήριο που ενσωματώνει τον πιστό στο θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού. Ήταν λογικό, λοιπόν, η Εκκλησία να το χορηγεί στους κατηχουμένους κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας του Πάσχα.
Ωστόσο, πριν από το καθεαυτό βάπτισμα, προοδευτικά κατά τη διάρκεια της Τεσσαρακοστής, τελούνταν στους κατηχουμένους κι άλλες τελετουργικές πράξεις ως προετοιμασία για το βάπτισμα: οι «εξορκισμοί» ή οι επικλήσεις, ώστε το πνεύμα του Θεού να νικήσει το πνεύμα του κακού σε όσους επρόκειτο να βαπτιστούν. Στη συνέχεια, πάντα σε διαφορετικό χρόνο, ο κατηχούμενος έκανε μια επίσημη αποκήρυξη του Σατανά και ακολούθως πραγματοποιούνταν η πρώτη χρίση με το λάδι των κατηχουμένων και, σε μια κατανυκτική τελετή, παραδίδονταν σε αυτούς το «Σύμβολο της Πίστης» και το «Πάτερ Ημών».
Τη νύχτα της μεγάλης πασχαλινής αγρυπνίας, όλα ήταν έτοιμα και όσοι περίμεναν τη βαπτιστική αναγέννηση, μπορούσαν να πλησιάσουν και να κατέβουν στα αγιασμένα ύδατα. Ο συνήθης και κανονικός τρόπος απονομής του βαπτίσματος, στην Ανατολή και στη Δύση, κατά τους πρώτους αιώνες, ήταν η κατάδυση, είτε μία φορά είτε επαναλαμβανόμενη τρεις φορές. Το νερό θεωρούταν σύμβολο του πάθους και της ανάστασης του Χριστού, ωστόσο, στη «Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων» (τέλη του πρώτου αιώνα), μαρτυρείται πως, εάν υπήρχε λιγοστό νερό, αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για την τριπλή του έγχυση πάνω στο κεφάλι του βαπτιζομένου.
Αμέσως μετά, οι νεοφώτιστοι, οδηγούνταν στον επίσκοπο, ο οποίος τους έχριζε με το ιερό χρίσμα. Ήταν επίσης ένα αρχαίο έθιμο, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, να τοποθετείται στο χέρι του νεοφώτιστου μια αναμμένη λαμπάδα, που συμβόλιζε το θείο φως που φώτιζε την ψυχή του. Αφού ολοκληρώνονταν η τελετή του βαπτίσματος, οι νεοφώτιστοι παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία μαζί με τους άλλους πιστούς.
Οι ανάδοχοι ήταν εκείνοι που παρουσίαζαν τους κατηχουμένους για το βάπτισμα και τους καλωσόριζαν κατά την έξοδό τους από τη βαπτιστική κολυμβήθρα. Έπρεπε να ενεργούν ως εγγυητές των βαφτισιμιών τους. Το έθιμο αυτό συναντάται τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, ήδη από τους πρώτους αιώνες. Όσο για το όνομα, οι ενήλικες κρατούσαν το δικό τους.
Οι νεοβαπτισμένοι ντύνονταν στα λευκά ως ένδειξη χαράς και ως σύμβολο της αθωότητας που τους χάριζε το μυστήριο, ενώ όφειλαν να φορούν αυτά τα λευκά ενδύματα καθ’ όλο το οκταήμερο του Πάσχα.
Μέχρι τον 4ο αιώνα, το βάπτισμα χορηγούνταν συνήθως στους ενήλικες. Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες πως ήδη από τον 1ον αιώνα δεν είναι άγνωστος ο νηπιοβαπτισμός και από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα και μετά θεωρείται ως σύνηθες. Το 401 έχουμε την πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία ότι ένας αυτοκράτορας βαπτίστηκε κατά τη γέννησή του: πρόκειται για τον Θεοδόσιο τον Β΄, που γεννήθηκε το 401. Εντούτοις δεν ακολουθούσαν όλες οι Εκκλησίες τις ίδιες συνήθειες. Η Σύνοδος της Καρχηδόνας το 251 (ή το 253), δήλωσε ότι, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, έπρεπε να βαπτίζεται το παιδί το συντομότερο δυνατό μετά τη γέννησή του (μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης ημέρας), ενώ ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329-390) συστήνει να τελείται η βάπτιση γύρω στην ηλικία των τριών ετών.
Μετά τον 4ο αιώνα, παρατηρείται ένα παράξενο φαινόμενο: η αναβολή του βαπτίσματος λίγο πριν από το θάνατο. Διάσημη πάνω απ’ όλα είναι η περίπτωση του Μέγα Κωνσταντίνου, ο οποίος βαπτίστηκε λίγο πριν το θάνατό του.
Και τα πιο πρόσφατα: βαπτίσεις ενηλίκων και «Νεοκατηχούμενοι»
Σήμερα βέβαια ο νηπιοβαπτισμός, με τα υπέρ και τα κατά του, έχει επικρατήσει στις Εκκλησίες μας αν, και πολλά παλαιά στοιχεία έχουν ενσωματωθεί σε αυτόν. Ωστόσο, η Καθολική Εκκλησία, από το 1972 έχει επαναφέρει το αρχαίο τελετουργικό για τη βάπτιση των ενηλίκων, σχεδόν όπως ήταν παλαιά. Πράγματι, σε μία αποχριστιανοποιημένη κοινωνία, στην οποία πολλοί γονείς αποφασίζουν να μην βαπτίσουν τα παιδιά τους, συμβαίνει, όλο και περισσότερο, οι ενήλικες, να αποφασίζουν ελεύθερα να βαπτιστούν. Και γι’ αυτούς, φυσικά, προηγείται μία μακρά προετοιμασία, όπως για τους αρχαίους κατηχουμένους.
Σε αυτό το πλαίσιο, αποτελεί γεγονός ελπιδοφόρο και παρήγορο, αυτό που συνέβη στη φετινή Πασχαλινή Αγρυπνία. Στη Γαλλία χορηγήθηκε το βάπτισμα σε 12.000 ενηλίκους και στο Βέλγιο σε 362. Μία αύξηση, δηλαδή, των βαπτίσεων ενηλίκων στη Γαλλία 30% και σχεδόν διπλάσια στο Βέλγιο που θεωρούνται δύο από τις πιο εκκοσμικευμένες χώρες της Δύσεως. Είναι γεγονός, ότι ο αριθμός των εφήβων και των ενηλίκων κατηχουμένων, που λαμβάνουν το βάπτισμα τη νύχτα του Πάσχα, αυξάνεται όλο και περισσότερο, καταδεικνύοντας μια θετική τάση, που μπορεί να έχει πολλά νοήματα. Πρόκειται για τον υψηλότερο αριθμό κατηχουμένων τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Έχει σημασία το γεγονός, πως ενώ η πλειοψηφία των ενήλικων κατηχουμένων προέρχεται από οικογένειες με χριστιανική παράδοση, το ένα τέταρτο των ενήλικων κατηχουμένων, προέρχεται από «οικογένειες χωρίς θρησκεία».
Στην Καθολική Εκκλησία παρατηρείται και ένα άλλο ελπιδοφόρο φαινόμενο: το λεγόμενο «Κίνημα των Νεοκατηχουμένων». Πρόκειται για χιλιάδες πιστών σε πολλά μέρη του κόσμου, συγκεντρωμένων σε μικρές κοινότητες, που ενώ βαπτίστηκαν σε μικρή ηλικία, τώρα ως ενήλικες πλέον, έχουν αποφασίσει να διατρέξουν την ίδια πορεία πίστης με εκείνη των κατηχουμένων των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Είναι αφοσιωμένοι σε μια πορεία πίστης, που τείνει να ανακαλύψει εκ νέου το βαθύ νόημα και την αξία του Βαπτίσματος και προσπαθούν να το μεταδώσουν και στους άλλους, με το καλό παράδειγμα και το κήρυγμα. Τα εφόδια τους είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής, η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας και η έντονη κοινωνική ζωή μεταξύ τους. Στη χώρα μας, υπάρχουν κοινότητες Νεοκατηχουμένων στην Αθήνα, στη Σύρο και στην Τήνο.
Τα αποτελέσματα είναι καταπληκτικά: από αυτές τις κοινότητες προέρχονται χιλιάδες νέες ιερατικές και μοναχικές κλήσεις. Υπάρχουν επίσης ζευγάρια με περισσότερα από 10 παιδιά που γίνονται περιοδεύοντες ιεραπόστολοι. Γνώρισα πρόσφατα μία από αυτές τις οικογένειες. Πρόκειται για αυθεντικούς χριστιανούς και αποτελούν ένα φάρο αισιοδοξίας μέσα σε μια αποχριστιανοποιημένη κοινωνία. Και όπως μπορούμε να αντιληφθούμε, αυτά τα φαινόμενα, έστω και περιορισμένα, διαψεύδουν όλους εκείνους που βιάστηκαν να προβλέψουν το τέλος του χριστιανισμού στη Δύση!
+ Ιωάννης Σπιτέρης