Την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου, κατά το ρωμαϊκό τυπικό, αρχίζει το λειτουργικό έτος που ονομάζεται καιρός του «Ερχομού» (Adventus) ή στα ελληνικά, καιρός της «Παρουσίας».
Πρόκειται για τις 4 εβδομάδες που προηγούνται της εορτής των Χριστουγέννων. Η λέξη «Adventus», όρος που χαρακτηρίζει αυτήν την περίοδο, τόσο στα λατινικά όσο σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, σημαίνει «Ερχομός». Αναφέρεται στον κατά σάρκα ερχομό του Κυρίου και στην ένδοξη έλευσή Του στο τέλος του κόσμου. Πράγματι, τα λειτουργικά κείμενα (Αγία Γραφή, δεήσεις), από την πρώτη Κυριακή μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου, αναφέρονται στον ένδοξο ερχομό του Χριστού στο τέλος των αιώνων. Από τις 17 του Δεκέμβρη, όμως, μέχρι και τα Χριστούγεννα, τα λειτουργικά αυτά κείμενα, αποτελούν μια κατηχητική και μετανοητική προετοιμασία για τις εορτές των Χριστουγέννων.
Μια πραγματικότητα αναδύεται συνεχώς από αυτά τα λειτουργικά κείμενα του Ερχομού ή της Παρουσίας: η «ελπίδα», που συνδέεται με την κραυγή λαχτάρας: «Έλα Κύριε Ιησού». Αυτή ήταν η λαχτάρα για τη δεύτερη έλευση του Κυρίου που χαρακτήριζε έντονα την πρώιμη χριστιανική κοινότητα (βλ. Αποκάλυψη 22, 20), αλλά και που η μετέπειτα Εκκλησία, δεν την ξέχασε. Το μαρτυρεί η λειτουργική περίοδος της Παρουσίας. Πράγματι, εκτός του ότι θεωρείται δικαίως η εποχή της προσδοκίας για τα Χριστούγεννα, θεωρείται επίσης και η περίοδος της ελπίδας για τον ερχομό του Κυρίου στη δόξα.
Τα βιβλικά αναγνώσματα και οι δεήσεις φανερώνουν την ελπίδα στην ένδοξη έλευση του Κυρίου στο τέλος του κόσμου, αλλά και την αγαλλίαση ότι ο Κύριος έχει ήδη έλθει ταπεινά στην πρώτη έλευσή του και αυτή η παρουσία του έχει γίνει πηγή σωτηρίας.
Στο πρώτο Προοίμιο της Παρουσίας ψέλνουμε γεμάτοι ελπίδα:
Κατά την πρώτη παρουσία του,
αφού έλαβε την ταπεινή μας σάρκα,
ξεπλήρωσε το παλαιό μας χρέος
και άνοιξε για μας την οδό της αιώνιας σωτηρίας.
Ώστε κατά τη δεύτερη παρουσία του,
όταν θα έλθει μέσα στη δόξα,
με βεβαιότητα ν’ αποκτήσουμε την ευτυχία,
την οποία τώρα άγρυπνοι με θάρρος αναμένουμε.
H λειτουργική περίοδος της Παρουσίας, συνδέεται ιδανικά με το Ιωβηλαίο που θα ξεκινήσει σύντομα. Πράγματι, το Ιωβηλαίο Άγιο Έτος του 2025 θα αρχίσει στις 24 Δεκεμβρίου 2024 και θα είναι αφιερωμένο στο θέμα «Προσκυνητές της Ελπίδας». Μας προσφέρεται έτσι μια ευνοϊκή ευκαιρία για να προβληματιστούμε σχετικά με αυτή τη θεμελιώδη και καθοριστική χριστιανική αρετή της ελπίδας. Ιδιαίτερα σε καιρούς όπως αυτοί που ζούμε σήμερα, στους οποίους, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Πάπας Φραγκίσκος, ο «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, σε κομμάτια», εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Γεγονός που, μαζί με άλλες τραγικές καταστάσεις, μπορεί να μας οδηγήσει να υιοθετήσουμε στάσεις ζοφερής αποθάρρυνσης, απαισιοδοξίας και κακώς κρυμμένου κυνισμού.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ελπίδα είναι δώρο και καθήκον για κάθε χριστιανό. Είναι δώρο, διότι είναι ο Θεός που μας την προσφέρει. Το να ελπίζουμε, στην πραγματικότητα, δεν είναι μια απλή πράξη αισιοδοξίας, όπως όταν μερικές φορές ελπίζουμε να ξεπεράσουμε κάποιες δυσκολίες της ζωής μας («Ας ελπίσουμε ότι θα πάνε όλα καλά») ή ελπίζουμε να κάνει καλό καιρό για κάποια εκδήλωση στην ύπαιθρο («Ας ελπίσουμε να μη βρέξει»).
Όχι, το να ελπίζουμε σημαίνει να περιμένουμε κάτι που μας έχει ήδη δοθεί: την αιώνια και άπειρη αγάπη του Θεού που εκδηλώθηκε στην ενανθρώπιση του Ιησού και θα ολοκληρωθεί με τον δεύτερο ερχομό του στη δόξα. Αυτή η αγάπη, αυτή η σωτηρία είναι που δίνουν γεύση στη ζωή μας και που αποτελούν τον άξονα πάνω στον οποίο ο κόσμος παραμένει όρθιος, παρ’ όλη την κακία και την κακοήθεια που προκαλούν οι αμαρτίες μας ως άνθρωποι. Το να ελπίζουμε, λοιπόν, σημαίνει να υποδεχόμαστε αυτό το δώρο που μας προσφέρει ο Θεός κάθε μέρα. Ελπίδα σημαίνει να γευόμαστε το θαύμα του να μας αγαπάει, να μας αναζητά, να μας επιθυμεί ένας Θεός που δεν έχει κλειστεί στους αδιαπέραστους ουρανούς του, αλλά έχει πάρει σάρκα και αίμα, ιστορία και ημέρες, για να μοιραστεί τη μοίρα μας.
«Η ελπίδα είναι επίσης μια υποχρέωση που οι χριστιανοί έχουν χρέος να καλλιεργούν και να αξιοποιούν για το καλό όλων των αδελφών τους. Το καθήκον είναι να παραμείνουμε πιστοί στο δώρο που λάβαμε, όπως ορθά επεσήμανε η Madeleine Delbrêl, μια Γαλλίδα του 20ού αιώνα, που μετάφερε το Ευαγγέλιο στη γεωγραφική και υπαρξιακή περιφέρεια του Παρισιού, των μέσων του αιώνα, που σημαδεύτηκε από τον αποχριστιανισμό».
«Η Madeleine Delbrêl έγραψε: ‟Η χριστιανική ελπίδα, μας αναθέτει αυτήν την διαχωριστική γραμμή, το σύνορο όπου η κλήση μας απαιτεί να επιλέγουμε, κάθε μέρα και κάθε ώρα, να ανταποκρινόμαστε στην πιστότητα του Θεού για εμάς. Ο Θεός είναι πιστός σε μας, καθήκον μας είναι να ανταποκριθούμε σε αυτή την πιστότητα. Αλλά προσέξτε: δεν είμαστε εμείς αυτοί που δημιουργούμε αυτή την πιστότητα, είναι ένα δώρο του Θεού που ενεργεί μέσα μας, αν επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να διαμορφωθούν από τη δύναμη της αγάπης του, το Άγιο Πνεύμα που ενεργεί ως πνοή έμπνευσης στις καρδιές μας. Είναι στο χέρι μας, λοιπόν, να επικαλεστούμε αυτό το δώρο: «Κύριε, δώσε μου να είμαι πιστός σε σένα με ελπίδα!».
(Από το εξώφυλλο του βιβλίου του Πάπα Φραγκίσκου, «Η ελπίδα είναι ένα φως μέσα στη νύχτα»)
+ Ιωάννης Σπιτέρης