Αυτές τις ημέρες όλοι μιλούν για την εκλογή του νέου Πάπα. Κανένας θεσμός, ωστόσο, δεν έχει πίσω του μια ιστορία σχεδόν είκοσι αιώνων όπως αυτός της Παποσύνης, δηλαδή ο θεσμός του Επισκόπου της Ρώμης. Η εκλογή ενός Πάπα είναι μία σημαντική και συναρπαστική διαδικασία. Στο ανθρώπινο σκέλος της, χαρακτηρίζεται από γεγονότα πραγματικά ιστορικής σημασίας, αλλά συχνά με υπερβολικά ανθρώπινες πτυχές, που έχουν δημιουργήσει έναν μύθο γύρω από την εκλογή των Παπών.
Σε συμφωνία με την ατμόσφαιρα του κονκλαβίου που αποπνέουν αυτές οι ημέρες, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα σύντομο περίγραμμα του τρόπου με τον οποίον εκλέγονταν οι Πάπες στο παρελθόν, εστιάζοντας ιδιαίτερα στον 12ο και 13ο αιώνα, διότι οι συγκεκριμένοι αιώνες είναι εκείνοι που επηρέασαν τον θεσμό αυτό έως σήμερα.
Στους πρώτους αιώνες (1ος–4ος αιώνας) οι Πάπες εκλέγονταν από τον ρωμαϊκό κλήρο και συχνά με τη συγκατάθεση του χριστιανικού λαού της Ρώμης.
Αρχικά, δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη διαδικασία: η επιλογή γινόταν με πιο κοινοτικό και αυθόρμητο τρόπο. Στην ύστερη αρχαιότητα ο ρόλος του Βυζαντινού αυτοκράτορα γίνεται σημαντικός. Από τον 7ο αιώνα, κάποιοι Πάπες διορίζονταν ή εγκρίνονταν από Φράγκους βασιλείς ή αυτοκράτορες και οι εκλογές βασίζονταν όλο και λιγότερο στον λαό και περισσότερο σε ευγενείς ρωμαϊκές οικογένειες.
Κατά τη φεουδαρχική περίοδο (9ος–11ος αιώνας), παρατηρείται να κυριαρχούν οι ρωμαϊκές οικογένειες των ευγενών, οι οποίες ασκούσαν έλεγχο στην εκλογή των Παπών.
Το αποκλειστικό δικαίωμα των καρδιναλίων επισκόπων να εκλέγουν τον Πάπα χρονολογείται από το διάταγμα που εξέδωσε ο Νικόλαος Β΄ τον Απρίλιο του 1059 στη βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού. Ο τίτλος του καρδιναλίου εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Ρώμη ήδη από τον 5ο και 6ο αιώνα. Αρχικά, ο όρος αναφερόταν σε κληρικούς που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε μία συγκεκριμένη εκκλησία στη Ρώμη. Με την πάροδο του χρόνου, ο όρος άρχισε να αναφέρεται κυρίως σε εκείνους που κατείχαν θέσεις υψηλού κύρους στη Ρωμαϊκή Έδρα και γίνονταν άμεσοι συνεργάτες του Πάπα. Αυτοί μπορούσαν να είναι επίσκοποι, πρεσβύτεροι ή ακόμα και διάκονοι.
Η διαδικασία πραγματοποιούνταν σε τρεις φάσεις: οι επίσκοποι-καρδινάλιοι άρχιζαν τη συζήτηση και στη συνέχεια συμμετείχαν και οι ιερείς-καρδινάλιοι, ενώ ο κλήρος και ο λαός επικροτούσαν. Σε περίπτωση σοβαρού περιορισμού της ελευθερίας εκλογής από τους Ρωμαίους, η παπική εκλογή μπορούσε να πραγματοποιηθεί εκτός της Ρώμης, με τη συμμετοχή κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Παρότι επανεπιβεβαιωνόταν το δικαίωμα επικύρωσης του αυτοκράτορα, το διάταγμα ανέθετε σε μια «ανώτατη ιεραρχική αρχή» (τους επισκόπους-καρδιναλίους), δηλαδή σε έναν περιορισμένο αριθμό εκλεκτόρων, το δικαίωμα εκλογής – ακόμη και εκτός Ρώμης σε εξαιρετικές περιστάσεις – ενός προσώπου που δεν ήταν απαραίτητο να ανήκει στην Εκκλησία της Ρώμης. Οι αποφάσεις αυτές ουσιαστικά ανέθεταν νέο ρόλο στους καρδιναλίους, οι οποίοι, παρότι συνέχιζαν να θεωρούνται εκπρόσωποι του κλήρου της Ρώμης και των επαρχιών πέριξ αυτής, στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν την Καθολική Εκκλησία στο σύνολό της.
Η Γ΄ Σύνοδος του Λατερανού (1179), κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του Πάπα Αλεξάνδρου του Γ΄, ασχολήθηκε με το ζήτημα της παπικής εκλογής, εισάγοντας ένα εντελώς νέο κριτήριο, που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της νομιμότητας του εκλεγμένου. Το 1ο άρθρο όρισε ότι από εκείνη τη στιγμή και στο εξής η εκλογή θα θεωρούνταν έγκυρη μόνο εφόσον ο Πάπας είχε εκλεγεί από πλειοψηφία δύο τρίτων των παρόντων εκλεκτόρων. Η αρχή της πλειοψηφίας των δύο τρίτων, η οποία αντικαθιστούσε την παλαιότερη έννοια της maior et sanior pars (η πλειοψηφία των καλύτερων και σοφότερων), προερχόταν από το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο όμως την προέβλεπε μόνο για τον καθορισμό απαρτίας σε μια συνέλευση.
Μπορούμε να πούμε ότι το άρθρο 1 της Γ΄ Συνόδου του Λατερανού, εκτός από το ότι προσέφερε ένα νέο, σύγχρονο εργαλείο εκλογικής διαδικασίας βασισμένο σε αριθμητική αντικειμενικότητα, καθιέρωνε οριστικά το αποκλειστικό δικαίωμα των καρδιναλίων να εκλέγουν τον Πάπα.
Η κρίση των ετών 1241–1243 ώθησε τον νέο Πάπα να ενισχύσει τη νομοθεσία που ίσχυε έως εκείνη την περίοδο. Με το διάταγμα Quia frequenter, ο Ιννοκέντιος Δ΄ διέταξε τους καρδιναλίους να προχωρούν στην παπική εκλογή χωρίς παρεμβάσεις κοσμικών αρχών, στον ίδιο τόπο όπου είχε αποβιώσει ο Πάπας και αφού είχε περάσει ένα «εύλογο» χρονικό διάστημα που θα επέτρεπε την παρουσία όλων των απόντων καρδιναλίων.
Αυτή η διάταξη είχε ως σκοπό να αντιμετωπίσει το μεγάλο χρονικό διάστημα που συχνά έπαιρναν οι καρδινάλιοι για να εκλέξουν τον νέο Πάπα. Διάφοροι παράγοντες (πολιτικοί, συγκρούσεις εξουσίας, προσωπικά συμφέροντα) καθυστερούσαν την εκλογή για μήνες και μερικές φορές για χρόνια.
Ο Γρηγόριος ο Ι΄, ο οποίος εξελέγη έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια χηρείας της Αποστολικής Έδρας (η μακροβιότερη στην ιστορία), και δεν προερχόταν από το σώμα των καρδιναλίων, ένιωσε την ανάγκη να βρει μια διαδικαστική και θεσμική λύση που θα εξασφάλιζε την ταχύτερη εκλογή του Ρωμαίου Ποντίφικα. Προς αυτόν τον σκοπό, ο Πάπας φρόντισε να εκδοθεί από τη Β΄ Σύνοδο της Λυών (1274) η παπική διάταξη Ubi periculum. Το διάταγμα διέταζε τους καρδιναλίους που βρίσκονταν στην πόλη όπου είχε πεθάνει ο Πάπας, να μη περιμένουν περισσότερο από δέκα ημέρες για την άφιξη των απόντων συναδέλφων τους. Η καθιέρωση τόσο αυστηρής προθεσμίας αποτελούσε διαδικαστική καινοτομία. Οι καρδινάλιοι όφειλαν να συγκεντρωθούν «σε έναν επίσημο (ή γνωστό) τόπο» (celeber), που μπορούσε να είναι το παλάτι του Πάπα ή κάποια εκκλησία — αλλά δεν διευκρινιζόταν πότε θα συνέβαινε αυτό.
Η προηγούμενη διάταξη όριζε επιπλέον ότι οι καρδινάλιοι έπρεπε να κλειστούν με ένα κλειδί «σε ένα κονκλάβιο» (unum conclave) μέσα στο παλάτι όπου είχε διαμείνει ο Πάπας. Από εδώ προκύπτει και το όνομα «κονκλάβιο». Οι καρδινάλιοι έπρεπε να διαμένουν όλοι μαζί σε μία και μόνη αίθουσα, στην οποία δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν χωρίσματα, εσωτερικοί τοίχοι ή κουρτίνες. Κάθε καρδινάλιος είχε δικαίωμα σε έναν μόνο υπηρέτη, κληρικό ή λαϊκό (και δύο μόνο σε περίπτωση ανάγκης). Η αίθουσα του «κονκλαβίου» και μια άλλη, αποκαλούμενη «ιδιωτική αίθουσα» (secreta camera), έπρεπε να είναι σφραγισμένες έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί ούτε να εισέλθει ούτε να εξέλθει. Κανείς εκτός του κονκλαβίου δεν επιτρεπόταν να επικοινωνεί με τους συγκεντρωμένους καρδιναλίους — ούτε προφορικά ούτε γραπτώς, ούτε δημόσια ούτε κρυφά — εκτός αν αυτό είχε εγκριθεί ομόφωνα από όλους τους καρδιναλίους για υποθέσεις σχετικές με την εκλογή. Οποιαδήποτε παρέκκλιση συνεπαγόταν αυτομάτως αφορισμό (ipso facto). Επιτρεπόταν μόνο ένα άνοιγμα για την είσοδο τροφίμων και ποτών. Αν τρεις ημέρες μετά την έναρξη του κονκλαβίου δεν είχε ακόμα εκλεγεί νέος Πάπας, οι καρδινάλιοι δικαιούνταν μόνο ένα γεύμα την ημέρα· μετά από πέντε μέρες, μόνο ψωμί, κρασί και νερό, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του κονκλαβίου, οι καρδινάλιοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα επί των εσόδων της Αποστολικής Κάμερας. Το τελευταίο αυτό άρθρο ήταν θεμελιώδους σημασίας: οι ατελείωτες παπικές εκκρεμότητες αποτελούσαν βέβαιη ευκαιρία πλουτισμού για τους καρδιναλίους, καθώς τότε μπορούσαν να διαχειρίζονται οι ίδιοι τα έσοδα της Κάμερας που ανήκαν στον Πάπα. Δεν τηρούνταν όμως πάντοτε αυτές οι διατάξεις.
Σε τουλάχιστον τρεις παπικές εκλογές, ο εγκλεισμός των καρδιναλίων επιβλήθηκε από τις αρχές της πόλης, οι οποίες ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν την παράταση της χηρείας της Αποστολικής Έδρας, που έβλαπτε τα οικονομικά συμφέροντα της πόλης. Μετά τον θάνατο του Γρηγορίου Θ΄ (1241), το σώμα των καρδιναλίων ήταν διχασμένο λόγω της σύγκρουσης μεταξύ της παπικής εξουσίας και του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄. Για να τους εξαναγκάσει να εκλέξουν Πάπα, ο συγκλητικός της Ρώμης τους έκλεισε σε ένα είδος φρουρίου όπου είχαν διεξαχθεί και άλλες παπικές εκλογές. Τον Ιούνιο του 1270, ενάμιση χρόνο μετά τον θάνατο του Κλήμεντος Δ΄ (29 Νοεμβρίου 1268), η αστυνομική αρχή της πόλης του Βιτέρμπο, για να παρακινήσει τους καρδιναλίους να εκλέξουν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα νέο Πάπα, αποφάσισε να τους κλείσει στο παλάτι του επισκόπου και να τους αφαιρέσει τη στέγη. Για να προστατευθούν από τις καιρικές συνθήκες, οι καρδινάλιοι κατασκεύασαν μικρές ξύλινες καλύβες. Ο καρδινάλιος Ιωάννης του Τολέδο, γνωστός για τα σκωπτικά του ποιήματα, φέρεται να συμβούλεψε τους συναδέλφους του να ανοίξουν τη στέγη «για να περάσει το Άγιο Πνεύμα». Αλλά μόνο το καλοκαίρι του 1271 φάνηκε το τέλος του «μακροβιότερου κονκλαβίου της ιστορίας». Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Τεομπάλντο Βισκόντι, από την Πιατσέντσα, εξελέγη τελικά Πάπας,την 1η Σεπτεμβρίου 1271, ως Γρηγόριος Ι΄.
Σήμερα, δόξα τω Θεώ, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, ενώ κάποια άλλα παραμένουν παραδοσιακά τα ίδια. Ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας (1983) καθόρισε επίσημα τους Κανόνες, διατηρώντας το απόρρητο και την απαίτηση πλειοψηφίας των δύο τρίτων.
Με το Αποστολικό Διάταγμα Universi Dominici Gregis, ο Άγιος Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ επιβεβαίωσε το 1996 ότι η εκλογή θα πραγματοποιείται σε κονκλάβιο, με τη δυνατότητα μετάβασης σε απλή πλειοψηφία μετά από 34 αποτυχημένες ψηφοφορίες. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣτ΄, το 2007, επανέφερε την απαίτηση των δύο τρίτων για κάθε ψηφοφορία, ενισχύοντας τον θεσμό.
Η διαδικασία εκλογής του Πάπα έχει εξελιχθεί από μια απλή, λαϊκή επιλογή σε έναν αυστηρά κανονισμένο θεσμό. Οι 12ος και 13ος αιώνας ήταν καθοριστικοί, καθώς εισήγαγαν το κονκλάβιο και την πλειοψηφία των δύο τρίτων — βασικές αρχές που ισχύουν ακόμα και σήμερα.
+ Ιωάννης Σπιτέρης