Στη θερινή κατοικία του στο Καστέλ Γκαντόλφο, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ υποδέχθηκε τους προσκυνητές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που συμμετέχουν σε ένα οικουμενικό ορθόδοξο-καθολικό προσκύνημα στους τόπους των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Ρώμη και του Αποστόλου Ανδρέα στην Κωνσταντινούπολη. Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα φορτισμένη, καθώς φέτος συμπληρώνονται 1700 χρόνια από τη Σύνοδο της Νικαίας. Ο Ποντίφικας, ο οποίος εκφράζει την επιθυμία να ξανασυναντήσει το προσκύνημα “σε λίγους μήνες”, προσβλέπει στη συμμετοχή του στην επικείμενη οικουμενική εκδήλωση μνήμης.
Απευθύνοντας ιδιαίτερο χαιρετισμό στον “σεβαστό αδελφό, τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο”, ο Λέων ΙΔ΄ υπογράμμισε ότι το Σύμβολο της Πίστεως, όπως διαμορφώθηκε από τους Πατέρες της Συνόδου, “παραμένει – μαζί με τις προσθήκες της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 381 – κοινή κληρονομιά όλων των χριστιανών”.
Η ανάσταση του Χριστού, είπε ο Πάπας στην ομιλία του, “μας εμπνέει μεγάλη ελπίδα”, εκφράζοντας τη χαρά του για την παρουσία των προσκυνητών: “Είναι ευλογία να μοιραζόμαστε μαζί αυτές τις στιγμές, σ’ αυτόν τον υπέροχο τόπο, το Καστέλ Γκαντόλφο”, είπε αφού πρώτα απολογήθηκε για την “ολίγη καθυστέρηση”.
Απευθυνόμενος στον Μητροπολίτη Ελπιδοφόρο, του οποίου το όνομα σημαίνει “φορέας ελπίδας”, τόνισε:
“Ξέρουμε ότι κανένας θρήνος των αθώων θυμάτων της βίας, κανένας οδυρμός των μητέρων που πενθούν τα παιδιά τους δεν θα μείνει χωρίς απάντηση. Η ελπίδα μας είναι στον Θεό· και καθώς αντλούμε διαρκώς από την ανεξάντλητη πηγή της χάρης Του, είμαστε καλεσμένοι να γίνουμε μάρτυρες και φορείς αυτής της ελπίδας”.
Ο Πάπας επανέλαβε την πρόσκληση για ενότητα – σταθερό σημείο του παπικού του διακονήματος, που αντανακλάται και στο προσωπικό του έμβλημα – ζητώντας από τους παρόντες «να εκτιμούν αυτά τα σημεία κοινής πίστης και κοινωνίας, που, αν και δεν αντιπροσωπεύουν ακόμη την πλήρη ενότητα, αποδεικνύουν τη θεολογική πρόοδο και τον διάλογο αγάπης των τελευταίων δεκαετιών».
Υπενθύμισε, επίσης, την ιστορική Κοινή Δήλωση που υπέγραψαν το 1965, παραμονές της λήξης της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, ο Άγιος Παύλος ΣΤ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, καταργώντας τα αναθέματα του 1054. Εκείνο το γεγονός, σημείωσε, υπήρξε “προφητική πρόγευση της πλήρους και ορατής ενότητας”, και πρόσθεσε ότι “ένα προσκύνημα σαν το δικό σας, πριν από εκείνη τη στιγμή, πιθανώς δεν θα ήταν καν εφικτό”.
“Κι εμείς, από τη δική μας πλευρά, πρέπει να συνεχίσουμε να ικετεύουμε από τον Παράκλητο, τον Παρηγορητή, τη χάρη να βαδίζουμε στον δρόμο της ενότητας και της αδελφικής αγάπης”, τόνισε.
Ο Λέων ΙΔ΄ έκλεισε με μια επισήμανση που αγγίζει ένα από τα πιο ευαίσθητα σημεία της εκκλησιαστικής ιστορίας:
“Η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη και όλες οι άλλες Έδρες δεν είναι καλεσμένες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πρωτοκαθεδρία”.
Υπάρχει, είπε, ο κίνδυνος να επαναλάβουμε τη σκηνή με τους μαθητές που, ενώ ο Ιησούς προανήγγειλε το πάθος Του, διαφωνούσαν μεταξύ τους για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος.
Κοιτάζοντας μπροστά, ο Πάπας αναφέρθηκε στο έτος 2033, όταν θα εορταστούν τα 2000 χρόνια από τη Λύτρωση μέσω του Πάθους, του Θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, στην Ιερουσαλήμ – την Πόλη της Ειρήνης – είμαστε καλεσμένοι να “επιστρέψουμε πνευματικά”, υπογράμμισε.
“Είθε η επιστροφή στις ρίζες της πίστης μας να μας κάνει όλους να βιώσουμε το δώρο της παρηγοριάς του Θεού και να μας καταστήσει ικανούς, όπως ο καλός Σαμαρείτης, να χύσουμε πάνω στην ανθρωπότητα του σήμερα το λάδι της παρηγοριάς και το κρασί της χαράς”.
ΠΗΓΗ: Vatican news