12 Δεκεμβρίου 2025
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Αποστολική Επιστολή του Πάπα Λέοντα ΙΔ “Η ενότητα της πίστεως” για τα 1700 χρόνια από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας

ΛΕΟΝΤΟΣ 14ΟΥ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ 1700ή ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

1. Μέσα στην ενότητα της πίστεως, όπως αυτή διατυπώθηκε κατά τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, οι χριστιανοί καλούνται να πορευθούν αρμονικά, περιφρουρώντας και διαδίδοντας με αγάπη και χαρά το δώρο που έχουν λάβει. Αυτό εκφράζουν τα λόγια του Συμβόλου της Πίστεως «Πιστεύω εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιό του Θεού… δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών,» λόγια τα οποία διατυπώθηκαν πριν από 1700 χρόνια στη Σύνοδο της Νικαίας, την πρώτη Οικουμενική Σύναξη στην ιστορία της Χριστιανοσύνης.

Καθώς προετοιμάζω το Αποστολικό Ταξίδι μου στην Τουρκία, θα επιθυμούσα αυτή η επιστολή να γίνει αφορμή ώστε να ανανεωθεί στην Εκκλησία ο ενθουσιασμός για την ομολογία της πίστεως. Για αιώνες, η σταθερή ομολογία της πίστεως αποτελεί την κοινή κληρονομιά των Χριστιανών, και αξίζει να ομολογείται, να κατανοείται και να διατυπώνεται διαρκώς. Προς τον σκοπό αυτό, η Διεθνής Θεολογική Επιτροπή ενέκρινε το σημαντικό έγγραφο:  Ιησούς Χριστός, Υιός του Θεού, Σωτήρας. 1700η επέτειος της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας.  Αναφέρω αυτό το έγγραφο επειδή συμβάλλει σημαντικά στην εμβάθυνση, τη μελέτη, και τη σημασία της Συνόδου της Νικαίας, όχι μόνο από θεολογική και εκκλησιαστική άποψη, αλλά επίσης όσον αφορά στην πολιτιστική και την κοινωνική διάσταση.

2. «Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού»: Με αυτές τις λέξεις ο Άγιος Μάρκος αρχίζει το Ευαγγέλιό του, συνοψίζοντας έτσι στην πληρότητά της τη θέση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού. Ομοίως, ο Απόστολος Παύλος γνωρίζει ότι έχει κληθεί να διακηρύξει το Ευαγγέλιο του Θεού, για τον Υιό του που πέθανε και αναστήθηκε για μας (πρβλ Ρωμ. 1:9).  Πράγματι, ο Ιησούς είναι το οριστικό «ναι» του Θεού στις υποσχέσεις των προφητών (πρβλ Β΄Κορ 1:19-20). Ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος, ο οποίος είναι Θεός προαιώνιος, δια του οποίου έγιναν τα πάντα, – σύμφωνα με τον πρόλογο του Ευαγγελίου του Αγίου Ιωάννη – «έγινε άνθρωπος και έστησε την σκηνή του ανάμεσά μας (πρβλ Ιω. 1:14). Χάρις σ’ αυτόν ο Θεός ήλθε δίπλα μας, τόσο κοντά μας, ώστε ό,τι κάνουμε σε οποιοδήποτε από τ’ αδέλφια μας, σ’ αυτόν να το κάνουμε (πρβλ Μτ. 25:40).

Αυτό το Άγιο Έτος, το αφιερωμένο στον Χριστό που είναι η ελπίδα μας, η Θεία Πρόνοια επέτρεψε να συμπέσει με τους εορτασμούς για την 1700ή επέτειο της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, κατά την οποία, το έτος 325, ανακηρύχθηκε η ομολογία της πίστεως στον Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού. Αυτή είναι η καρδιά της Χριστιανικής πίστεως. Και σήμερα, κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, κάθε Κυριακή, απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, την ομολογία πίστεως που ενώνει όλους τους Χριστιανούς. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, εν μέσω τόσων πολλών ανησυχιών και φόβων, απειλών πολέμου και βίας, φυσικών καταστροφών, αδικιών και ανισοτήτων, πείνας και εξαθλίωσης για εκατομμύρια αδελφών μας, αυτή η πίστη μάς χαρίζει ελπίδα.

3. Τα χρόνια της Συνόδου της Νικαίας δεν ήταν λιγότερο ταραγμένα. Όταν άρχισε η Σύνοδος το 325, οι πληγές από τους διωγμούς των Χριστιανών ήταν ακόμα νωπές. Το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), που είχαν εκδώσει οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Λικίνιος, έμοιαζε να εγκαινιάζει μια νέα εποχή ειρήνης. Όμως, όταν αναφάνηκαν εξωτερικές απειλές, σύντομα ξέσπασαν και μέσα στην Εκκλησία διενέξεις και συγκρούσεις.

Ο Άρειος, ένας πρεσβύτερος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν αληθινός Υιός του Θεού. Έλεγε ότι αν και ήταν κάτι παραπάνω από απλό δημιούργημα, ήταν όμως ένα ενδιάμεσο ον, κάτι μεταξύ του απροσπέλαστου Θεού και του ανθρώπου. Έλεγε επιπλέον ο Άρειος ότι θα υπήρξε μια χρονική περίοδος κατά την οποία ο Υιός δεν υφίστατο. Αυτή η άποψη εναρμονιζόταν με τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής, οπότε φαινόταν εύλογη.

Όμως, ο Θεός δεν εγκαταλείπει την Εκκλησία του. Της χαρίζει θαρραλέους άνδρες και γυναίκες οι οποίοι μαρτυρούν την πίστη, καθώς και ποιμένες οι οποίοι καθοδηγούν τον λαό του στην οδό του Ευαγγελίου.  Ο Επίσκοπος Αλέξανδρος της Αλεξάνδρειας κατάλαβε ότι αυτά που δίδασκε ο Άρειος δεν ήταν καθόλου σύμφωνα με την Αγία Γραφή. Και καθώς ο Άρειος δεν συναινούσε, ο Αλέξανδρος κάλεσε τους Επισκόπους της Αφρικής και της Λιβύης σε Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις διδασκαλίες του Αρείου. Κατόπιν, έστειλε στους άλλους Επισκόπους της Ανατολής επιστολή με αναλυτική περιγραφή της Συνόδου. Στη Δύση ανέλαβε δράση ο Επίσκοπος Όσιος της Κορδούης (Κόρδοβας) της Ισπανίας. Αυτός είχε αναδειχθεί ένθερμος ομολογητής της πίστεως κατά τον διωγμό του Αυτοκράτορα Μαξιμιανού και απολάμβανε της εμπιστοσύνης του Επισκόπου Ρώμης, Πάπα Σιλβέστρου.

Όμως, οι οπαδοί του Αρείου συσπειρώθηκαν, και αυτό οδήγησε σε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της πρώτης χιλιετίας της Εκκλησίας. Η αιτία της διαμάχης δεν ήταν ασήμαντη. Αφορούσε στην ουσία της Χριστιανικής πίστεως, που είναι η απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα το οποίο έθεσε ο Ιησούς στους μαθητές του όταν βρίσκονταν στην Καισάρεια του Φιλίππου: «Εσείς, ποιος λέτε ότι είμαι;» (πρβλ Μτ. 16:15).

4. Καθώς η διαμάχη μαινόταν, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι μαζί με την ενότητα της Εκκλησίας κινδύνευε και η ενότητα της Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό συγκάλεσε όλους τους Επισκόπους σε μια Σύνοδο Οικουμενική, δηλαδή Παγκόσμια, στη Νίκαια, για να αποκαταστήσει την ενότητα. Στη Σύνοδο, που είναι γνωστή ως «Σύνοδος των 318 Πατέρων» προέδρευσε ο Αυτοκράτορας. Το πλήθος των επισκόπων που συνήλθαν δεν είχε προηγούμενο. Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν ακόμα τα σημάδια των βασανιστηρίων που είχαν υποστεί κατά τον διωγμό. Οι περισσότεροι ήλθαν από την Ανατολή, ενώ οι Δυτικοί φαίνεται ότι ήταν μόλις πέντε. Ο Πάπας Σίλβεστρος ανέθεσε το δύσκολο έργο της εκπροσώπησης στην εξέχουσα θεολογική μορφή του Οσίου της Κορδούης, πλαισιωμένου από δύο Ρωμαίους πρεσβύτερους.

5. Οι Συνοδικοί Πατέρες διατράνωσαν την πίστη τους στην Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, όπως αυτή ομολογείται κατά το βάπτισμα, και είναι σύμφωνη με την εντολή του Χριστού: «Πηγαίνετε και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (πρβλ Μτ 28:19). Στη Δύση υπήρχαν ήδη διάφορες ομολογίες πίστεως, όπως το Πιστεύω των Αποστόλων. [1] Στην Ανατολή, επίσης, υπήρχαν πολλές ομολογίες βαπτίσματος, με παρόμοια δομή. Η γλώσσα τους δεν ήταν λόγια ή σύνθετη, αλλά μάλλον —όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων— απλή και κατανοητή από τους ψαράδες της Θάλασσας της Γαλιλαίας.

Στο πλαίσιο αυτό, το Σύμβολο της Νικαίας αρχίζει με την ακόλουθη ομολογία πίστεως: «Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα, πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν». [2] Με αυτά τα λόγια, οι Πατέρες της Συνόδου εξέφρασαν την πίστη τους σε έναν και μοναδικό Θεό. Αυτό το σημείο δεν αμφισβητήθηκε στη Σύνοδο. Εντούτοις, το δεύτερο άρθρο αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης. Και αυτό, επίσης, βασίστηκε στη γλώσσα της Βίβλου, καθώς ομολογούσε την πίστη εις ένα Κύριον, Ιησούν Χριστόν, τον Υιό του Θεού. Η διένεξη ανέκυψε από την ανάγκη να απαντηθεί η ερώτηση που τέθηκε από τον Άρειο για το πώς θα έπρεπε να γίνει αντιληπτός ο «Υιός του Θεού» και πώς θα μπορούσε να εναρμονιστεί με τον Βιβλικό Μονοθεϊσμό. Έτσι, η Σύνοδος εκαλείτο να ορίσει την σωστή σημασία της πίστεως στον Ιησού ως «Υιό του Θεού.»

Οι Πατέρες ομολόγησαν ότι ο Ιησούς, είναι ο Υιός του Θεού, καθόσον είναι της ίδιας ουσίας με αυτήν του Πατέρα … «γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί.» Αυτός ο ορισμός απέρριπτε ριζικά τη θέση του Άρειου. [3] Για να διατυπωθεί η αλήθεια της πίστεως, η Σύνοδος υιοθέτησε δύο λέξεις: «ουσία» και «ομοούσιος», οι οποίες δεν βρίσκονται στην Γραφή. Η πρόθεση της Συνόδου δεν ήταν να υποκαταστήσει την αλήθεια της Βίβλου με την Ελληνική φιλοσοφία. Αντιθέτως, η Σύνοδος έκανε χρήση αυτών των όρων ακριβώς για να διατυπώσει την πίστη της Βίβλου με σαφήνεια και να την αντιδιαστείλει από το σφάλμα του Άρειου, το οποίο ήταν βαθιά επηρεασμένο από την Ελληνική σκέψη. Για τον λόγο αυτόν, η κατηγορία περί Εξελληνισμού θα έπρεπε να στραφεί εναντίον της εσφαλμένης δοξασίας του Άρειου και των οπαδών του και όχι εναντίον των Πατέρων της Νικαίας.

Οι Πατέρες της Νικαίας έμειναν σταθερά προσηλωμένοι στον βιβλικό μονοθεϊσμό και στην αυθεντικότητα της Ενσάρκωσης. Ήθελαν να επιβεβαιώσουν ότι ο μοναδικός και αληθινός Θεός δεν είναι απροσπέλαστος και απόμακρος, αλλά αντίθετα, έχει έλθει κοντά μας και μάς συναντά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

6. Για να μεταδώσει το μήνυμά της με την απλή Βιβλική γλώσσα και με την τελετουργία που ήταν οικεία σε ολόκληρο τον Λαό του Θεού, η Σύνοδος ενσωμάτωσε ορισμένες φράσεις από την ομολογία του Βαπτίσματος: «Θεόν εκ Θεού, Φως εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού». Η Σύνοδος επαναλαμβάνει έπειτα τη Βιβλική μεταφορά του φωτός: «Ο Θεός είναι φως» (πρβλ Α Ιω 1:3, Ιω 1:4-5). Όπως ακριβώς το φως ακτινοβολείται και μεταδίδεται χωρίς να μειώνεται, έτσι ο Υιός είναι το απαύγασμα της δόξας του Θεού και η αποτύπωση της υπόστασής του (πρβλ Εβρ 1:3; Β΄Κορ 4:4). Ο ενσαρκωμένος Υιός, ο Ιησούς, είναι συνεπώς το φως του κόσμου και της ζωής (πρβλ Ιω 8:12). Με το βάπτισμα τα μάτια των καρδιών μας φωτίζονται (πρβλ Εφ 1:18), ώστε να είμαστε και εμείς φως μέσα στον κόσμο (πρβλ Μτ 5:14).

Το Πιστεύω, τέλος, επιβεβαιώνει ότι ο Υιός είναι «αληθινός Θεός από τον αληθινό Θεό». Σε πολλά εδάφια η Βίβλος διακρίνει τα άψυχα είδωλα από τον αληθινό και ζωντανό Θεό. Ο αληθινός Θεός είναι ο Θεός που μιλά και δρα μέσα στην ιστορία της σωτηρίας: ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός που αποκάλυψε τον εαυτό του στον Μωυσή στη φλεγόμενη βάτο (πρβλ Εξ 3:14), ο Θεός που βλέπει την δυστυχία του λαού του, ακούει την κραυγή τους και τους οδηγεί και τους συνοδεύει μέσα στην έρημο ως στήλη φωτιάς (πρβλ Εξ 13:21), ο Θεός που τους μιλά με φωνή κεραυνού (πρβλ Δευτ 5:26)  και ο Θεός που τους συμπονά (πρβλ Ωσηέ 11:8-9). Επομένως, ο Χριστιανός καλείται να μεταστραφεί από τα άψυχα είδωλα στον ζώντα και αληθινό Θεό (πρβλ Πρ 12:25, Α΄Θεσ 1:9). Με αυτή την έννοια ο Σίμων Πέτρος ομολογεί στην Καισάρεια του Φιλίππου: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού» (πρβλ Μτ 16:16).

7. Το σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας δεν διατυπώνει μια φιλοσοφική θεωρία. Ομολογεί την πίστη στον Θεό ο οποίος μάς λύτρωσε μέσω του Ιησού Χριστού. Πρόκειται για τον ζωντανό Θεό ο οποίος θέλει να έχουμε ζωή και να την έχουμε άφθονη (πρβλ Ιω 10:10). Γι’ αυτό, το Πιστεύω συνεχίζεται με τις λέξεις της ομολογίας του Βαπτίσματος: τον Υιό του Θεού ο οποίος «για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία μας κατέβηκε και ενσαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος, πέθανε, την Τρίτη ημέρα αναστήθηκε, ανέβηκε στον ουρανό και θα έλθει να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς».  Έτσι, γίνεται φανερό ότι οι δηλώσεις χριστολογικής πίστεως της Συνόδου εντάσσονται στην ιστορία της σωτηρίας του Θεού για τα πλάσματά του.

Ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην Σύνοδο ως Διάκονος του Επισκόπου Αλεξάνδρου, τον οποίο αργότερα διαδέχθηκε ως Επίσκοπος της Αλεξανδρείας στην Αίγυπτο, υπογράμμισε επανειλημμένα και έντονα τη σωτηριολογική διάσταση του Συμβόλου της Νικαίας. Γράφει πράγματι ότι ο Υιός, ο οποίος κατήλθε από τον ουρανό, «μάς έκανε παιδιά του Πατέρα και, γινόμενος ο ίδιος άνθρωπος, θέωσε τους ανθρώπους. Δεν έγινε Θεός από άνθρωπος που ήταν, αλλά από Θεός που ήταν έγινε άνθρωπος για να μας θεώσει» [4] Αυτό είναι δυνατόν μόνο αν ο Υιός είναι αληθινά Θεός: πράγματι, κανένας θνητός δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο και να μάς σώσει. Μόνο ο Θεός μπορεί να το κάνει. Αυτός μάς ελευθέρωσε διαμέσου του Υιού του που έγινε άνθρωπος, ώστε να είμαστε ελεύθεροι (πρβλ Γαλ 5:1).

Αξίζει να υπογραμμίσουμε τη λέξη κατελθόντα στο Σύμβολο της Νικαίας: δηλαδή «κατέβηκε». Ο Άγιος Παύλος περιγράφει αυτή την κίνηση με δυνατούς όρους: «[Ο Χριστός] κένωσε τον εαυτό του, παίρνοντας μορφή δούλου, γινόμενος άνθρωπος» (πρβλ Φιλ 2:7). Ομοίως, ο πρόλογος του Ευαγγελίου του Αγίου Ιωάννη λέει: «ο Λόγος έγινε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσά μας» (πρβλ Ιω 1:14). Επίσης -η επιστολή προς Εβραίους διδάσκει- «δεν έχουμε έναν αρχιερέα ο οποίος αδυνατεί να συμπάσχει με τις αδυναμίες μας, αλλά έναν αρχιερέα ο οποίος δοκιμάστηκε από κάθε άποψη όπως εμείς, χωρίς να αμαρτήσει» (πρβλ Εβρ 4:15). Την παραμονή του θανάτου του, έσκυψε σαν δούλος πλένοντας τα πόδια των μαθητών του (πρβλ Ιω 13:1-17). Και ο απόστολος Θωμάς, μόνο όταν μπόρεσε να βάλει τα δάχτυλά του στο πλευρό του Αναστάντος Κυρίου, ομολόγησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (πρβλ Ιω 20:28).

Χάρη, ακριβώς, στην Ενσάρκωσή του, εμείς τώρα συναντούμε τον Κύριο στους αδελφούς και τις αδελφές που χρειάζονται βοήθεια: «Ό,τι κάνατε σε έναν ελάχιστο από αυτούς τους αδελφούς και τις αδελφές μου, σ’ εμένα το κάνατε (Μτ: 25:40). Το Σύμβολο της Νικαίας δεν περιγράφει έναν απόμακρο, απροσπέλαστο και ακίνητο Θεό, ο οποίος επαναπαύεται στον εαυτό του, αλλά έναν Θεό κοντινό σ’ εμάς, ο οποίος μάς συντροφεύει στην περιπλάνησή μας μέσα στον κόσμο, ακόμα και στα πιο σκοτεινά μέρη της Γης. Η απειροσύνη του αποκαλύπτεται όταν γίνεται μικρός, βάζοντας κατά μέρος το απροσμέτρητο μεγαλείο του, για να γίνει ο πλησίον μας στα πρόσωπα των μικρών και των φτωχών. Αυτό ανατρέπει τις παγανιστικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις περί Θεού.

Μια άλλη φράση του Συμβόλου της Νικαίας είναι επίσης αποκαλυπτική για εμάς, σήμερα. Η βιβλική φράση «σαρκώθηκε» εξηγείται με την προσθήκη της λέξης «άνθρωπος» μετά το «σαρκώθηκε». Με αυτόν τον τρόπο η Νίκαια απορρίπτει την κακοδοξία ότι ο Λόγος απλά ενδύθηκε ένα σώμα σαν ένα εξωτερικό ένδυμα, χωρίς την ανθρώπινη ψυχή, η οποία είναι προικισμένη με νοημοσύνη και ελεύθερη βούληση. Αντιθέτως, θέλει να επιβεβαιώσει αυτό που η Σύνοδος της Χαλκηδόνος (451) θα ανακήρυττε αργότερα και επίσημα: στον Χριστό ο Θεός προσέλαβε και λύτρωσε την ανθρώπινη οντότητα στην πληρότητά της, σώμα και ψυχή. Ο Άγιος Αθανάσιος εξηγεί ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος ώστε εμείς οι άνθρωποι να μπορούμε να θεωθούμε. [5] Αυτή η φωτεινή κατανόηση της Θείας Αποκάλυψης είχε προετοιμαστεί από τον Άγιο Ειρηναίο της Λυώνος και τον Ωριγένη, και στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω με μεγάλο πλούτο στην ανατολική πνευματικότητα.

Η Θέωση δεν έχει καμιά σχέση με την αυτο-θέωση του ανθρώπου. Αντιθέτως, η θέωση μάς προστατεύει από τον προπατορικό πειρασμό να θέλουμε να είμαστε σαν τον Θεό (πρβλ Γεν 3:5). Αυτό που ο Χριστός είναι από τη φύση του, εμείς γινόμαστε κατά χάρη. Μέσω του έργου της Λύτρωσης, ο Θεός δεν αποκατέστησε μόνο την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας ως εικόνα δική του, αλλά Αυτός ο οποίος μάς δημιούργησε με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο, τώρα μάς κάνει μετόχους της θεϊκής του φύσεως με έναν ακόμα πιο αξιοθαύμαστο τρόπο (πρβλ Β΄Πετ. 1:4).

Η Θέωση, λοιπόν, είναι ο αληθινός εξανθρωπισμός. Ιδού γιατί εκ φύσεως ο άνθρωπος κατατείνει πέρα από τον εαυτό του, βρίσκεται σε αναζήτηση πέρα από τον εαυτό του, επιθυμεί κάτι υπεράνω του εαυτού του και είναι ανήσυχος μέχρι να αναπαυθεί στον Θεό. [6] «Deus enim solus satiat, μόνο ο Θεός ικανοποιεί τον άνθρωπο!» [7] Μόνο ο Θεός, στην απεραντοσύνη του, μπορεί να ικανοποιήσει τον άπειρο πόθο της ανθρώπινης καρδιάς, και γι’ αυτό τον λόγο ο Υιός του Θεού επέλεξε να γίνει αδελφός και λυτρωτής μας.

8. Όπως έχουμε ήδη πει, η Νίκαια απέρριψε ξεκάθαρα τις δοξασίες του Αρείου. Εντούτοις, ο Άρειος και οι οπαδοί του δεν παραιτήθηκαν. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του έπαιρναν όλο και πιο πολύ το μέρος των Αρειανών. Ο όρος ομοούσιος έγινε το μήλο της έριδας ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αρνητές της Νικαίας, και πυροδότησε περαιτέρω σοβαρές διαμάχες. Ο Άγιος Βασίλειος της Καισαρείας περιέγραψε εύγλωττα τη σύγχυση που επακολούθησε, παρομοιάζοντάς την ως νυχτερινή ναυμαχία μέσα σε καταιγίδα. [8] Ο Άγιος Ιλαρίων, επίσης, δίνει μαρτυρία για την ορθή πίστη των λαϊκών σε αντίθεση με τον Αρειανισμό πολλών επισκόπων, αναγνωρίζοντας ότι «τα αυτιά του κόσμου είναι πιο ιερά από τις καρδιές των πρεσβυτέρων». [9]

Ο Άγιος Αθανάσιος έγινε το σταθερό θεμέλιο του Πιστεύω της Νίκαιας χάρη στην ανυποχώρητη και στέρεη πίστη του. Παρόλο που καθαιρέθηκε και εξορίστηκε από την Επισκοπική Έδρα της Αλεξάνδρειας πέντε φορές, κάθε φορά επέστρεφε ως επίσκοπος. Ακόμα και από την εξορία, καθοδηγούσε τον Λαό του Θεού με τα γραπτά και τις επιστολές του. Όπως ο Μωυσής, έτσι και ο Αθανάσιος δεν μπόρεσε να εισέλθει στην Γη της Επαγγελίας της εκκλησιαστικής ειρήνης. Αυτή η χάρη δόθηκε σε μια νέα γενεά, γνωστή ως «Η νεότητα της Νικαίας». Στην Ανατολή αυτή η γενεά περιλάμβανε τους τρεις Καππαδόκες Πατέρες: τον Άγιο Βασίλειο της Καισαρείας (330-379), ο οποίος ονομάσθηκε «Μέγας», τον αδελφό του Άγιο Γρηγόριο Νύσσης (335-394) και τον μεγαλύτερο φίλο του Βασιλείου, Γρηγόριο Ναζιανζηνό (329/30-390). Στη Δύση, αξιόλογες μορφές είναι ο Άγιος Ιλαρίων του Πουατιέ, (315-367), ο μαθητής του Άγιος Μαρτίνος της Τουρ (316-397) και, ιδιαίτερα, ο Άγιος Αμβρόσιος του Μιλάνου (333-397) και ο Άγιος Αυγουστίνος της Ιππώνος (354-430).

Η ιδιαίτερη αξία των τριών Καππαδοκών Πατέρων ήταν ότι ολοκλήρωσαν το Σύμβολο της Νικαίας, καθώς απέδειξαν ότι στον Θεό η Ενότητα και η Τριαδικότητα δεν είναι καθόλου αντιφατικές έννοιες. Η επεξήγησή τους οδήγησε στην διατύπωση του άρθρου της πίστεως περί του Αγίου Πνεύματος στην πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381. Το Πιστεύω που προέκυψε ονομάστηκε «Σύμβολο Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως,» και διακηρύττει: «Πιστεύομεν εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών.» [10]

Στην Σύνοδο της Χαλκηδόνος το 451, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίσθηκε ως οικουμενική και το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίσθηκε ως οικουμενικά δεσμευτικό. [11] Οπότε, κατέστη δεσμός ενότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Τον 16ο αιώνα υιοθετήθηκε και από τις εκκλησιακές Κοινότητες οι οποίες αναδύθηκαν από τη Μεταρρύθμιση. Έτσι, το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως έγινε η κοινή ομολογία όλων των Χριστιανικών παραδόσεων.

9. Η πορεία η οποία με αφετηρία την Αγία Γραφή οδήγησε στην ομολογία της Πίστεως στην Νίκαια, κι έπειτα έγινε δεκτή στην Κωνσταντινούπολη και τη Χαλκηδόνα καθώς και μέχρι τον 16ο και τον 21ο αιώνα μας, είναι μια πορεία μακρά και σταθερή. Όλοι εμείς, ως μαθητές του Ιησού Χριστού, βαπτισθήκαμε «εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», κάνουμε το σημείο του σταυρού στον εαυτό μας και έτσι ευλογούμαστε. Ολοκληρώνουμε κάθε ψαλμό της Ακολουθίας των Ωρών με το «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι». Τόσο η Θεία Λατρεία όσο και η Χριστιανική ζωή είναι ριζωμένες σταθερά στο Πιστεύω Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως: Αυτό που ομολογούμε με τα χείλη μας, πρέπει να πηγάζει απ’ την καρδιά μας, ώστε να δίνουμε μαρτυρία γι’ αυτό στη ζωή μας. Οπότε, πρέπει να αναρωτηθούμε: Σήμερα, πόσο βαθιά μέσα μας είναι ριζωμένο το Πιστεύω; Νιώθουμε ότι αφορά και την καθημερινή μας κατάσταση; Αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε αυτό που απαγγέλουμε κάθε Κυριακή; Τι σημαίνει για τη ζωή μας αυτό που λέμε;

10. Το Πιστεύω της Νικαίας αρχίζει με την ομολογία της πίστεως στον Θεό, τον Παντοκράτορα, τον πλάστη του ουρανού και της γης. Για πολλούς ανθρώπους σήμερα, όμως, ο Θεός και το ερώτημα περί του Θεού δεν έχουν σχεδόν κανένα νόημα στην ζωή τους. Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού επισήμανε ότι οι Χριστιανοί είναι τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνοι γι’ αυτήν την κατάσταση, διότι δεν μαρτυρούν την αληθινή πίστη. Κρύβουν το αληθινό πρόσωπο του Θεού με τρόπους ζωής και πράξεις που αποκλίνουν από το Ευαγγέλιο. [12] Διεξήχθησαν πόλεμοι, άνθρωποι δολοφονήθηκαν, διώχθηκαν και υπέστησαν διακρίσεις στο όνομα του Θεού. Αντί να ομολογήσουμε έναν Θεό ελεήμονα, προβάλαμε έναν Θεό εκδικητικό που εμπνέει φόβο και τιμωρεί.

Συνεπώς, το Πιστεύω της Νικαίας μάς καλεί να εξετάσουμε τη συνείδησή μας. Τι σημαίνει για μένα ο Θεός και πώς εγώ μαρτυρώ την πίστη μου σ’ Αυτόν; Ο Ένας και Μοναδικός Θεός είναι αληθινά Κύριος της ζωής, ή υπάρχουν είδωλα σημαντικότερα από τον Θεό και τις εντολές του; Ο Θεός είναι για μένα ο ζωντανός Θεός, κοντινός σε κάθε περίσταση, ο Πατέρας προς τον οποίο στρέφομαι με υιική εμπιστοσύνη; Είναι ο Δημιουργός στον οποίο οφείλω όλα όσα είμαι και έχω, και του οποίου τα ίχνη μπορώ να δω σε κάθε πλάσμα; Είμαι πρόθυμος να μοιραστώ τα αγαθά της Γης, τα οποία ανήκουν σε όλους, με δίκαιο και ισότιμο τρόπο; Πώς συμπεριφέρομαι προς την Δημιουργία, έργο των χεριών του; Την χειρίζομαι με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, ή την εκμεταλλεύομαι και την καταστρέφω, αντί να τη φροντίζω και να την καλλιεργώ ως το κοινό σπίτι της ανθρωπότητας; [13]

11. Η ομολογία πίστεως στον Ιησού Χριστό, τον Κύριο και Θεό μας είναι το κέντρο του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Είναι η καρδιά της Χριστιανικής ζωής μας. Γι’ αυτό, δεσμευόμαστε να ακολουθήσουμε τον Ιησού ως διδάσκαλο, σύντροφο, αδελφό και φίλο μας. Αλλά το Σύμβολο της Νικαίας μάς ζητά περισσότερα: μάς καλεί να μην ξεχνάμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος, ο Υιός του ζωντανού Θεού, ο οποίος «για τη σωτηρία μας κατήλθε από τον ουρανό» και πέθανε «για χάρη μας» στον Σταυρό, ανοίγοντας για μας την οδό προς την νέα ζωή, με την Ανάσταση και την Ανάληψή του.

Φυσικά, δεν είναι ούτε πλατύς ούτε άνετος ο δρόμος μας όταν ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό. Εντούτοις, αυτός ο δύσκολος και συχνά επώδυνος δρόμος οδηγεί πάντα στη ζωή και τη σωτηρία ( πρβλ Μτ 7:13-14). Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων περιγράφει την νέα οδό (πρβλ Πρ 19:9, 23· 22:4, 14-15, 22) που είναι ο Ιησούς Χριστός (πρβλ Ιω14:6). Το να ακολουθούμε τον Κύριο σημαίνει κατ’ ανάγκη να  ακολουθούμε τον δρόμο του Σταυρού, ο οποίος δια της μετανοίας, μάς οδηγεί στον εξαγιασμό και τη θέωση. [14]

Εφόσον ο Θεός μάς αγαπά με όλο του το είναι, πρέπει και εμείς να αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Δεν μπορούμε να αγαπάμε τον Θεό, τον οποίο δεν βλέπουμε, χωρίς να αγαπάμε τον αδελφό και την αδελφή μας, τους οποίους βλέπουμε  (πρβλ Α΄Ιω 4:20). Αγάπη για τον Θεό χωρίς αγάπη για τον διπλανό είναι υποκρισία. Η ουσιαστική αγάπη για τον πλησίον μας, ιδιαίτερα η αγάπη για τους εχθρούς μας, χωρίς την αγάπη για τον Θεό είναι ένας «ηρωισμός» που μας υπερβαίνει και μας καταπιέζει. Στην μαθητεία του Ιησού η άνοδος προς τον Θεό περνάει από την κάθοδο και την αφοσίωση προς τους αδελφούς και τις αδελφές μας, ιδιαίτερα τους ελάχιστους, τους φτωχότερους, τους εγκαταλειμμένους και τους περιθωριοποιημένους. Ό,τι έχουμε κάνει για τους πιο μικρούς απ’ αυτούς, για τον Χριστό το έχουμε κάνει (πρβλ Μτ 25:31-46). Εμπρός στις καταστροφές, τους πολέμους και τη δυστυχία, μπορούμε να δώσουμε μαρτυρία για το έλεος του Θεού σ’ εκείνους που αμφιβάλλουν γι’ αυτόν μόνο όταν βιώνουν το έλεός του διαμέσου μας. [15]

12. Τελικά, η Σύνοδος της Νικαίας είναι και σήμερα επίκαιρη λόγω της μεγάλης οικουμενικής αξίας της. Πράγματι, η επίτευξη της ενότητας μεταξύ όλων των Χριστιανών είναι ένας από τους σκοπούς της τελευταίας Συνόδου, της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού[16] Πριν ακριβώς από τριάντα χρόνια, ο Άγιος Ιωάννης Παύλος ο 2ος   συνέχισε αυτό το Συνοδικό μήνυμα στην Εγκύκλιό του Ut Unum Sint (25 Μαΐου 1995). Έτσι, μαζί με τη μεγάλη επέτειο της πρώτης Συνόδου της Νικαίας, εορτάζουμε και την επέτειο της πρώτης Οικουμενικής Εγκυκλίου. Αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μανιφέστο το οποίο έφερε στο φως της επικαιρότητας τα ίδια τα οικουμενικά θεμέλια που είχε θέσει η Σύνοδος της Νικαίας.

Με την χάρη του Θεού, το Οικουμενικό κίνημα έχει επιτύχει πολλά αποτελέσματα κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι ακόμα δεν έχουμε φθάσει στην πλήρη και ορατή ενότητα με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες καθώς και με τις εκκλησιακές Κοινότητες οι οποίες γεννήθηκαν από την Μεταρρύθμιση. Εντούτοις, ο Οικουμενικός διάλογος, ο οποίος διεξάγεται στην βάση του ενός βαπτίσματος του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, μάς έχει οδηγήσει στο να αναγνωρίζουμε τα μέλη των άλλων Εκκλησιών και εκκλησιακών Κοινοτήτων ως αδελφούς και αδελφές εν Χριστώ Ιησού και στο να ανακαλύψουμε και πάλι τη μία και παγκόσμια κοινότητα των μαθητών του Χριστού. Μοιραζόμαστε πράγματι την ίδια πίστη στον ένα και μοναδικό Θεό, Πατέρα όλων των ανθρώπων, μαζί ομολογούμε τον ένα Κύριο και αληθινό Υιό του Θεού, τον Ιησού Χριστό και το μοναδικό Άγιο Πνεύμα, το οποίο μάς εμπνέει και μάς ωθεί προς την πλήρη ενότητα και την κοινή μαρτυρία του Ευαγγελίου. Πράγματι, ό,τι μάς ενώνει είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι μάς χωρίζει! [17] Μέσα σ’ έναν κόσμο διχασμένο και τραυματισμένο από πολλές συγκρούσεις, η μοναδική παγκόσμια Χριστιανική Κοινότητα μπορεί να είναι σημείο ειρήνης και μέσο συμφιλίωσης, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στο να δεσμευτεί όλος ο πλανήτης υπέρ της ειρήνης. Ο Άγιος Ιωάννης Παύλος ο 2ος μάς είχε θυμίσει ιδιαίτερα την μαρτυρία πολλών Χριστιανών μαρτύρων από όλες τις Εκκλησίες και τις εκκλησιακές κοινότητες: η μνήμη τους μάς ενώνει και μάς ωθεί να είμαστε μάρτυρες και ειρηνοποιοί μέσα στον κόσμο.

Για να πραγματοποιήσουμε με αξιοπιστία αυτή την αποστολή, πρέπει να επιδιώξουμε την ενότητα και την συμφιλίωση όλων των Χριστιανών. Το Σύμβολο της Νικαίας μπορεί να αποτελέσει την βάση και το κριτήριο αναφοράς αυτής της πορείας. Προσφέρεται ως ένα πρότυπο αληθινής ενότητας μέσα στη θεμιτή ποικιλομορφία. Ενότητα μέσα στην Τριαδικότητα, Τριαδικότητα μέσα στην Ενότητα, επειδή η ενότητα χωρίς πολλαπλότητα είναι τυραννία και πολλαπλότητα χωρίς ενότητα είναι κατακερματισμός. Η Τριαδική δυναμική δεν είναι δυαδική, σαν κάτι που αποκλείει: «αυτό ή εκείνο», αλλά, μάλλον, ένας σύνδεσμος που εμπλέκει, ένα «και-και». Το Άγιο Πνεύμα είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, τον οποίο λατρεύουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό. Οπότε, πρέπει να αφήσουμε πίσω μας τις θεολογικές αντιπαραθέσεις που δεν έχουν πια λόγο ύπαρξης για να αποκτήσουμε μια κοινή σκέψη και, επιπλέον, μια κοινή προσευχή προς το Άγιο Πνεύμα, ώστε να μάς συνάξει όλους μαζί σε μια μοναδική πίστη και σε μια μοναδική αγάπη.

Αυτό δεν σημαίνει έναν οικουμενισμό επιστροφής στην κατάσταση πριν από τις διαιρέσεις, ούτε μια αμοιβαία αναγνώριση της τρέχουσας διαφοροποίησης των Εκκλησιών και των εκκλησιακών κοινοτήτων. Μάλλον, είναι ένας οικουμενισμός στραμμένος προς το μέλλον, συμφιλίωσης στην οδό του διαλόγου, της ανταλλαγής των δώρων μας και της πνευματικής παρακαταθήκης του καθενός. Η αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ των Χριστιανών δεν μάς κάνει φτωχότερους. Αντίθετα, μάς πλουτίζει. Όπως στην Νίκαια, έτσι και τώρα, ο σκοπός αυτός θα γίνει εφικτός μόνο με μια υπομονετική, μακριά και, ενίοτε, δύσκολη πορεία αμοιβαίας ακρόασης και αποδοχής. Πρόκειται για μια θεολογική πρόκληση η οποία απαιτεί μεταμέλεια και μεταστροφή απ’ όλους. Γι’ αυτόν τον λόγο, έχουμε ανάγκη από τον πνευματικό οικουμενισμό της προσευχής, της εξύμνησης και της προσκύνησης, όπως συνέβη με το Σύμβολο Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως.

Ας επικαλεστούμε, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα να μας συνοδεύει και να μάς καθοδηγεί στο έργο αυτό.

Άγιο Πνεύμα του Θεού, εσύ οδηγείς τους πιστούς στον δρόμο της Ιστορίας.

Σε ευχαριστούμε διότι ενέπνευσες τα Σύμβολα της Πίστεως και διεγείρεις στις καρδιές μας τη χαρά να ομολογούμε τη σωτηρία μας δια του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, ομοούσιου με τον Πατέρα. Χωρίς αυτόν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.

Αιώνιο Πνεύμα του Θεού, ανανέωνε μέσα στους αιώνες την πίστη της Εκκλησίας. Βοήθα μας αυτή η πίστη να γίνεται όλο και πιο βαθιά και να επιστρέφει πάντοτε στο ουσιώδες, για να την αναγγέλλουμε.

Και, για να μην είναι μάταιη η μαρτυρία μας μέσα στον κόσμο, έλα Άγιο Πνεύμα, με την φλόγα της χάρης σου, να αναζωογονείς την πίστη μας, να αναζωπυρώνεις την ελπίδα μας και να μας φλογίζεις με αγάπη

Έλα, θείε Παράκλητε, πηγή αρμονίας, ένωσε τις καρδιές και τον νου των πιστών. Έλα και δώσε μας να γευθούμε την ομορφιά της κοινωνίας.

Έλα, Αγάπη του Πατέρα και του Υιού, και σύναξέ μας στο ένα ποίμνιο του Χριστού.

Δείξε μας τους δρόμους που πρέπει να διανύσουμε, ώστε με την σοφία σου να γίνουμε και πάλι αυτό που είμαστε χάρη στον Χριστό: ένα, ώστε ο κόσμος να πιστέψει. Αμήν.

Από το Βατικανό, 23 Νοεμβρίου 2025,

Πανήγυρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, Βασιλέα του Σύμπαντος

ΛΕΩΝ 14ΟΣ, ΠΑΠΑΣ

_______________________

[1] L.H. Westra, The Apostles’ Creed. Origin, History and Some Early Commentaries, Turnhout 2002 (Instrumenta patristica et mediaevalia, 43).

[2] First Council of Nicaea, Expositio fidei: CC COGD 1, Turnhout 2006, 19 6-8.

[3] Αγίου Αθανασίου της Αλεξανδρείας, Contra Arianos, I, 9, 2 (ed. Metzler, Athanasius Werke, I/1,2, Berlin – New York 1998, 117-118) Από τις θέσεις του Αγίου Αθανασίου στο Κατά Αρείου I, 9, προκύπτει ότι ομοούσιος δεν σημαίνει «παρόμοιας ουσίας», αλλά «της ίδιας ουσίας» με αυτήν του Πατέρα. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για ένα θέμα ομοιότητας της ουσίας, αλλά ταύτισης της ουσίας του Πατέρα και του Υιού. Άρα, ορθώς αποδίδεται στα Λατινικά το ομοούσιος ως μιας ουσίας με τον Πατέρα.

[4] Αγίου Αθανασίου της Αλεξανδρείας, Contra Arianos, I, 38, 7 – 39, 1: ed. Metzler, Athanasius Werke, I/1,2, 148-149.

[5] Αγίου Αθανασίου της Αλεξανδρείας, πρβλ. De incarnatione Verbi, 54, 3: SCh 199, Paris 2000, 458; id., Contra arianos, I, 39· 42· 45· II, 59ss.: ed. Metzler, Athanasius Werke, I/1,2, 149· 152, 154-155 e 235ss.

[6] Πρβλ Αγίου Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, I, 1: CCSL 27, Turnhout 1981, 1.

[7] Αγίου Θωμά Ακινάτη, In Symbolum Apostolorum, art. 12: ed. Spiazzi, Thomae Aquinatis, Opuscula theologica, II, Taurini – Romae 1954, 217.

[8] Αγίου Βασιλείου, De Spiritu Sancto, 30.

[9] Αγίου Ιλαρίωνος, Contra Arianos, vel Auxentium, 6. Γνωρίζοντας τις θέσεις των Πατέρων, ο εμβριθής θεολόγος, αργότερα Καρδινάλιος και τώρα Άγιος και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, John Henry Newman (1801-1890), μελέτησε αυτή την διαμάχη και έφθασε στο συμπέρασμα ότι το Σύμβολο της Νικαίας επικράτησε κυρίως από την αίσθηση της πίστης (sensus fidei) του λαού του Θεού. Βλέπε On Consulting the Faithful in Matters of Doctrine (1859).

[10] Πρώτη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως, Expositio fidei: CC, Conc. Oec. Gen. Decr. 1, 57 20-24. Η πρόταση «εκ του Πατρός και του Υιού εκπορευόμενον ( Filioque)” δεν υπάρχει στο κείμενο της Κωνσταντινουπόλεως. Προστέθηκε στο Λατινικό Σύμβολο της Πίστεως από τον Πάπα Βενέδικτο 8ο, το 1014 και αποτελεί θέμα του διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών.

[11] Σύνοδος της Χαλκηδόνος, Definitio fidei: CC, Conc. Oec. Gen. Decr. 1, 137 393-138 411.

[12] Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Ποιμαντική διάταξη για την Εκκλησία στον Σύγχρονο Κόσμο Gaudium et spes, 19: AAS 58 (1966), 1039.

[13] Πρβλ. Πάπα Φραγκίσκου, Εγκύκλια επιστολή Laudato Si (24 May 2015), 6778124AAS 107 (2015), 873-874· 878· 897.

[14] Πρβλ. Πάπα Φραγκίσκου Αποστολική Παραίνεση Gaudete et Exsultate (19 Μαρτίου 2018), 92AAS 110 (2018), 1136.

[15] Πρβλ, Πάπα Φραγκίσκου Εγκύκλια Επιστολή Fratelli Tutti (3 Οκτωβρίου 2020), 67254AAS 112 (2020), 992-993; 1059.

[16] Πρβλ. Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Διάταγμα περί Οικουμενισμού Unitatis Redintegratio, 1: AAS 57 (1965), 90-91.

[17] Πρβλ. Αγίου Ιωάννη Παύλου 2ου, Εγκύκλια επιστολή Ut Unum Sint (25 May 1995), 20: AAS 87 (1995), 933.

Copyright © Dicastery for Communication – Libreria Editrice Vaticana

Προηγούμενο Άρθρο

Τα δεδομένα της Εκκλησίας παγκοσμίως «με ένα κλικ»

Επόμενο Άρθρο

Ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά ένα πέρασμα

You might be interested in …

“Θα είστε μάρτυρές μου” (Πράξεις 1,8), Μήνυμα του Αγίου Πατέρα Φραγκίσκου για την Παγκόσμια Ημέρα Ιεραποστολών [2022]

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές! Τα λόγια αυτά ανήκουν στην τελευταία συνομιλία του αναστημένου Ιησού με τους μαθητές του, πριν αναληφθεί στον ουρανό, όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων: “Θα λάβετε δύναμη από το Άγιο Πνεύμα […]

ΜΗΝΥΜΑ του Πάπα Βενέδικτου για την Αγία Τεσσαρακοστή [2012]

  « Να δίνουμε προσοχή οι μεν στους δε Για να παρακινούμαστε στην αγάπη και τα καλά έργα.» (Εβρ. 10, 24)        Αδελφοί και αδελφές,      Η Αγία Τεσσαρακοστή μας προσφέρει ακόμα μια […]