Όταν μιλάμε για το Θεό, υπογραμμίζουμε το γεγονός πως είναι η ίδια η Αγάπη, είναι πολυεύσπλαχνος και πολυέλεος. Ο Λόγος Του έγινε άνθρωπος, με όλα τα βάσανα του ανθρώπου, μέχρι που γεύτηκε το θάνατο. Γεγονότα απολύτως αληθινά. Πρέπει επομένως να τον αγαπάμε, αλλά πρέπει και να τον φοβόμαστε; Τι σημαίνει, λοιπόν, «φόβος Θεού»;
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως ο Θεός των χριστιανών, όπως και ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, δεν παύει να παραμένει «misterium tremendum» (τρομερό μυστήριο). Αυτός είναι το Απόλυτο, ενώπιον του οποίου ο άνθρωπος παραμένει το απειροελάχιστο πλάσμα που οφείλει σ’ Αυτόν σεβασμό σε κάθε στιγμή της ύπαρξής του. Σεβασμός, αναγνώριση της κυριαρχίας του Θεού στη δική μας ζωή και των άλλων ανθρώπων και πλασμάτων σημαίνει απόλυτη προτεραιότητα του θελήματος Του. Ο Θεός πρέπει να παραμένει πάντοτε ο Κύριος της ζωής μας, ποτέ μα ποτέ δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τον Θεό ούτε για προσωπικούς λόγους, ούτε για μια εσφαλμένη προβολή της Εκκλησίας ή ακόμα της Πατρίδας. Σκεφτείτε πόση εκμετάλλευση γίνεται στο όνομα του Θεού, για οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, θρησκευτικά συμφέροντα. Πόσος φανατισμός, πόση βία έχει ασκηθεί, πόσο αίμα έχει χυθεί από εσφαλμένες και επικίνδυνες αντιλήψεις περί του Θεού και στο όνομα του Θεού. Η πολεμική κραυγή αυτών που κήρυτταν τις πρώτες σταυροφορίες ήταν «Deus vult!», λατινική μεσαιωνική έκφραση που σημαίνει «Ο Θεός το Θέλει!». «Allahu Akbar», (Ο Αλλάχ είναι μεγάλος), φωνάζουν οι φανατικοί μουσουλμάνοι, πριν από τις πράξεις τρομοκρατίας. Μήπως και σε εμάς, δεν έτυχε να επικαλούμαστε το Θεό, με σκοπό να ευλογήσει τα όπλα και τον προνομιούχο λαό μας;
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Η ΕΚΦΡΑΣΗ «ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ»;
Η πρώτη έννοια αυτού που η Αγία Γραφή ονομάζει «φόβο Θεού» είναι η ταραχή ενώπιον της δόξας του Θεού, το να αισθάνεται κανείς εκμηδενισμένος μπροστά στο φοβερό μεγαλείο του Θεού. Πρόκειται για αυτή την τρομακτική εμπειρία που η Βίβλος την εκφράζει λέγοντας: «Κανείς δεν μπορεί να δει το Θεό και να ζήσει» (Βλ. Εξ. 33, 17-23). Όταν ο Θεός πλησιάζει τον άνθρωπο, αυτός δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της παρουσίας Του και της μεγαλοσύνης Του. Δεν πρόκειται για κάτι που αφορά τη μεταφυσική, αλλά για την υπαρξιακή συνάντηση με τον ζώντα Θεό. Ο Θεός για να μην εκμηδενίσει, με το αφόρητο βάρος της παρουσίας του, κρύβει τη δόξα του, κατεβαίνει στο επίπεδο του ανθρώπου, πρόκειται δηλαδή για το θεϊκό φαινόμενο, που οι Πατέρες τη Εκκλησίας ονομάζουν «συγκατάβαση του Θεού».
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ «ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ»
Αυτή η απεραντοσύνη που ξεπερνά απείρως την ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελεί το μεγαλείο του Θεού. Όταν, κατά κάποιο τρόπο, αυτό το μεγαλείο της Θείας Ύπαρξης πλησιάζει τον άνθρωπο, αυτός αισθάνεται σαν να αποχωρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια του, σαν να εισέρχεται μέσα σε μια παραζάλη. Ο Προφήτης Ησαΐας, έτσι περιγράφει αυτήν την εμπειρία: «Θα εισέλθετε στις σπηλιές των βράχων και τρύπες της γης, όταν ο Κύριος θα σκορπίζει το φόβο του, όταν θα δείχνει τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά του, όταν θα σηκωθεί να συγκλονίσει τη γη» (Ησαΐας, 2,19).
Η εγγύτητα του μυστηρίου, μας φανερώνει όλη τη θρησκευτική σημασία αυτού του φαινομένου. Αποπροσανατολίζει την αξίωση του ανθρώπου να κλειστεί στα όρια του και να αρκεστεί στον εαυτόν του. Τον βοήθα να συνειδητοποιήσει πόσο είναι εύθραυστος και επισφαλής και επομένως έχει ανάγκη να μεταφερθεί έξω από τον εαυτό, προς τον Αιώνιο, διατηρώντας ωστόσο τη συνείδηση της αβύσσου που μας χωρίζει από το Θεό, για να μη πέσουμε σε ένα είδος πανθεϊσμού, αλλά και για να είμαστε πάντοτε ευγνώμονες της απέραντης συγκατάβασης του άπειρου Θεού, εκείνου που πλησιάζει το απειροελάχιστο πλάσμα Του για να γεμίσει το κενό του με την ίδια τη θεϊκή Του ζωή. Μόνον έτσι μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την αξία της θείας Χάρης Του και η ευγνωμοσύνη μας να συνοδεύεται από την προσκύνηση και τον αγαπητικό φόβο του Θεού. Πρόκειται για τον φόβο μη τυχόν και δεν ανταποκρινόμαστε αρκετά στην αγάπη που ο Θεός έχει για εμάς. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα από τα δώρα του Αγίου Πνεύματος.
Η έννοια αυτή του Θεού ως Tremendum mysterium μας βοήθα ώστε η θρησκευτικότητα μας να μη μετατραπεί σε συναισθηματικό και εξωτερικό τρόπο έκφρασης ή και κάποια άλλη μορφή οικειότητας με τα θεία, που να προσιδιάζει, σχεδόν, με την ασέβεια.
Μία άλλη έννοια του Θεού, έρχεται από το γεγονός ότι ο Θεός όχι μόνο είναι Παντοκράτορας, αλλά και Άγιος, με την ποιοτική έννοια της Αγιότητας. Ο άνθρωπος μπροστά στη συνείδηση της ηθικής α-τελειότητας, όσο περισσότερο πλησιάζει το μυστήριο της τελειότητας του Θεού, αισθάνεται την οδυνηρή εμπειρία για το πόσο απέχει από το Θεό, που είναι η Αγάπη και κάθε καλό. Και επίσης, η εμπειρία ενός Θεού, άπειρα άγιου, που μας αγαπά με τέτοιο τρόπο, ώστε να κατεβαίνει στο επίπεδο μας για να μας ελκύσει να Τον αγαπήσουμε και να κοινωνήσουμε μαζί Του, δημιουργεί τον φόβο να μην αντισταθούμε στην αγάπη Του για εμάς.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΟ
Αλλά δεν πρέπει και να ξεχνάμε ότι ο Θεός υπερβαίνει και τα σύμβολα και τα σημεία της παρουσίας του. Η ώριμη θρησκευτικότητα αποφεύγει κάθε πειρασμό στο να ταυτίσει το Θεό με τα σύμβολα του Θεού. Αυτό θ’ αποτελούσε κάποια μορφή μαγείας. Η «μαγεία» συνίσταται, ακριβώς, στην προσπάθεια να παγιδεύσουμε την παρουσία του Θεού, τη δύναμή Του, την αγάπη Του αποκλειστικά σ’ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, σ’ έναν τόπο, σ’ ένα πρόσωπο, σε μια κοινότητα. Αυτά είναι σύμβολα, δεν πρέπει να σταθούμε στα σύμβολα, αλλά να γίνει η υπέρβαση σε Αυτόν που συμβολίζουν. Όπως έλεγε ο Μέγας Βασίλειος σχετικά με τις εικόνες «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Ο Θεός υπερβαίνει απόλυτα κάθε μορφή «ιερού» αντικειμένου, τόπου ή προσώπου. Ο ναός της Ιερουσαλήμ ήταν ένα σημείο της παρουσίας του Θεού ανάμεσα στο λαό Του. Το κακό άρχισε όταν αυτό έδωσε στο «ιερό» κατεστημένο (ιερατείο) μια λανθασμένη ασφάλεια της παρουσίας του Θεού, που άγγιξε μορφές ειδωλολατρίας και φορμαλιστικής λατρείας, χωρίς εσωτερικότητα και χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις «εν πνεύματι και αληθεία».
† Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος πρώην Κερκύρας