Το ρωμαϊκό λειτουργικό τυπικό φημίζεται για την αυστηρή του λιτότητα. Ωστόσο δεν δοξολογούμε το Θεό μόνο με το πνεύμα, αλλά με ολόκληρο το είναι μας, με την αδιαχώριστη ψυχοσωματική μας υπόσταση. Όπως δίδαξε και ο Πάπας Φραγκίσκος σε μία από τις ομιλίες του: «Η χριστιανική προσευχή περνάει μέσα από συγκεκριμένες διαμεσολαβήσεις: την Αγία Γραφή, τα Μυστήρια, τις λειτουργικές ακολουθίες, την κοινότητα. Στη χριστιανική ζωή δεν αποφεύγουμε τη σωματική και υλική διάσταση, διότι εν Ιησού Χριστώ αυτή (η ύλη), έχει γίνει οδός προς τη σωτηρία. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πρέπει να προσευχόμαστε και με το σώμα: και το σώμα εισέρχεται στην προσευχή μας».
Οι ιεροτελεστίες και οι χειρονομίες που εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας (όπως και σε κάθε άλλη τέλεση της Θείας Λατρείας) μας υπενθυμίζουν ότι ο άνθρωπος, ο χριστιανός, προσεύχεται όχι μόνο με το πνεύμα, αλλά και με το σώμα (γονατίζει, μένει όρθιος, κάθεται…), με τα χέρια (υψώνει τα χέρια, επικαλείται την ευλογία του Θεού με τη χειροθεσία…), με τη φωνή του (ψάλλει, αναγγέλλει το Λόγο του Θεού…).
Επειδή όμως, μερικές φορές ξεχνάμε τη στάση του σώματος κατά τη διάρκεια της Θεία Ευχαριστίας, τα «Προλεγόμενα του Λειτουργικού του ρωμαϊκού τυπικού», μας υπενθυμίζουν τα σχετικά με τη στάση του σώματος κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας: «Η κοινή στάση του σώματος, την οποία πρέπει να τηρούν όλοι οι παρόντες, είναι σημείο της ενότητας των μελών της χριστιανικής κοινότητας προς τη θεία Λατρεία των συναγμένων: εκφράζει, πράγματι, και αναπτύσσει τις πνευματικές διαθέσεις των συμμετεχόντων».
ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΜΕΝΟΥΝ ΟΡΘΙΟΙ από την αρχή του άσματος κατά την είσοδο, ή από τη στιγμή που ο ιερέας ανεβαίνει στο ιερό, μέχρι και τη Συναπτή δέηση, κατά το προκείμενο του Ευαγγελίου (Αλληλούια), όταν αναγγέλλεται το Ευαγγέλιο, κατά την απαγγελία του συμβόλου της Πίστεως και τις Δεήσεις των πιστών, από την προτροπή «Παρακαλείτε Αδελφοί…», πριν από τη δέηση προσκομιδής, μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας.
ΚΑΘΟΝΤΑΙ όταν διαβάζονται τα αναγνώσματα πριν από το Ευαγγέλιο και κατά τον αντιφωνικό ψαλμό, στην ομιλία και στην προετοιμασία των δώρων της Προσφοράς, και, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την τήρηση της ιερής σιωπής μετά την Κοινωνία.
ΓΟΝΑΤΙΖΟΥΝ, εκτός αν υπάρχει λόγος υγείας, ή λόγω στενότητας χώρου ή ακόμα μεγάλου αριθμού παρισταμένων, κατά την καθαγίαση. Όσοι δεν γονατίζουν κατά την καθαγίαση, κάνουν μια βαθιά υπόκλιση, όταν ο ίδιος ο ιερέας γονατίζει μετά την καθαγίαση.
Στις κινήσεις περιλαμβάνονται επίσης οι πράξεις και οι λιτανεύσεις, με τις οποίες ο ιερέας με το διάκονο και τους υπόλοιπους διακονούντες προσέρχονται στο ιερό, όταν ο διάκονος, πριν από την αγγελία του Ευαγγελίου, μεταφέρει το Ευαγγελιάριο προς τον άμβωνα, όταν οι πιστοί προσκομίζουν τα δώρα της προσφοράς ή όταν προσέρχονται στη θεία κοινωνία. Οι πράξεις αυτές πρέπει να γίνονται με αξιοπρέπεια, καθώς ψάλλονται τα κατάλληλα άσματα, σύμφωνα με τους καθορισμένους κανόνες.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
Στεκόμαστε όρθιοι: Είναι η στάση του χριστιανού που ατενίζει προς τον Αναστημένο Χριστό. Είναι η θέση του ανθρώπου στην αξιοπρέπειά του: τα πόδια στο έδαφος, με το σώμα ψηλά προς τον ουρανό.
Καθόμαστε: είναι μια στάση ακρόασης και εσωτερίκευσης.
Γονατίζουμε: είναι μια στάση που η Θεία Λατρεία δεν ευνοεί (είναι κατάλληλη για ατομική προσευχή), είναι στάση μετάνοιας.
Ας εξετάσουμε επίσης τις στάσεις των χεριών και των βραχιόνων: Πριν από τη Θεία Κοινωνία δίνουμε μια εγκάρδια χειραψία στους πιστούς που βρίσκονται κοντά μας. Η χειραψία αυτή είναι ένδειξη εμπιστοσύνης, έκφραση αγάπης και συμφιλίωσης και μια ευχή για ειρήνη μεταξύ μας και στον κόσμο.
Ο ιερέας υψώνει τα χέρια του στις δεήσεις, στις προσευχές και στην ευχαριστιακή ευχή. Όταν υψώνονται τα χέρια είναι σαν να υψώνεται και το κεφάλι, μαζί με το βλέμμα, ακόμα και οι φτέρνες. Είναι ολόκληρη η ύπαρξη του ιερέα που υψώνεται προς το συμβολικό τόπο όπου κατοικεί Εκείνος στον οποίο απευθύνεται.
Οι πιστοί καλούνται σε ορισμένες επίσης περιπτώσεις, να τελέσουν αυτή τη χειρονομία, να υψώσουν τα χέρια τους προς τον ουρανό, π.χ. όταν απαγγέλουν το «Πάτερ ημών»…
Αυτές οι συνεχείς αλλαγές κατά τη διάρκεια της λειτουργικής πράξης μπορούν να θεωρηθούν ως διαταραχή του ήρεμου κλίματος, ειδικά αν κάποιος πηγαίνει στην εκκλησία με στόχο να κάνει τη δική του ατομική προσευχή. Όμως η Θεία Λειτουργία δομείται ως πράξη ολόκληρης της σύναξης των πιστών, και υπό αυτή την προοπτική, αυτές οι χειρονομίες ευνοούν και στηρίζουν την κοινή προσευχή.
Ιδιαίτερα εκφραστική είναι η προσκομιδή των δώρων στην Αγία Τράπεζα από τους πιστούς. Δεν πρόκειται για μεταφορά πραγμάτων ή ακόμη και για μετακίνηση όσων είναι απαραίτητα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Εκείνοι που έχουν συγκεντρώσει τις χρηματικές προσφορές και τις φέρνουν στο θυσιαστήριο μαζί με τον άρτο και τον οίνο και όλα όσα χρειάζονται για τη Θεία Ευχαριστία, αντιπροσωπεύουν ολόκληρη τη σύναξη των πιστών που δεσμεύεται να προσφέρεται στο Θεό ως ζωντανή θυσία.
Οι λειτουργικές πράξεις απευθύνονται, επίσης, στις αισθήσεις.
Η αίσθηση που εμπλέκεται περισσότερο στη λειτουργία είναι η όραση, σε σημείο που κινδυνεύει κανείς να μπερδέψει τη Θεία Λατρεία με μία παράσταση από ηθοποιούς, προς ένα κοινό που «παρακολουθεί» παθητικά όμως, με αυτή τη λογική, σύντομα φτάνει κανείς στην άρνηση της λειτουργικής συνάθροισης. Αυτό που συλλαμβάνεται από τα μάτια του σώματος, πρέπει να μεταφέρεται στην ενατένιση των ματιών της καρδιάς: αυτό που προσφέρεται στην όραση πρέπει να οδηγεί και στην πίστη.
Η ακρόαση: Κατά τη διάρκεια της Θείας Λατρείας, υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να ακουστούν. Η ακοή, λοιπόν, είναι η αίσθηση που τονίζεται περισσότερο στη Θεία Λειτουργία παρ’ όλο που, πρέπει να παραδεχτούμε, ότι η ακοή απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια από τον άνθρωπο απ’ ότι η όραση. Ας είμαστε προσεκτικοί: η λειτουργική δράση τείνει να ευνοεί την ακρόαση, παρά την όραση, διότι «η πίστη προέρχεται από την ακοή και η ακοή από το λόγο του Χριστού» (Ρωμ. 10,17). Η λειτουργία χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους ακρόασης: μουσική, ψαλμωδίες, αναγνώσματα, προσευχές…
Και μια παρατήρηση για τη μουσική: Η Θεία Λατρεία αποτελεί μια χαρούμενη γιορτή, όπου η κοινότητα που βρίσκεται συναγμένη, εκφράζει τη χαρά της για τη σωτηρία, που, σε κάθε ιεροτελεστία, της χορηγεί ο Χριστός. Αυτή η εορταστική ατμόσφαιρα εκφράζεται και με τη μουσική και τη ψαλμωδία που γίνονται όργανα και εκφράσεις της χριστιανικής πίστης, της ελπίδας και της αγάπης.
Να μη ξεχάσουμε και την όσφρηση: το λιβάνι, τα λουλούδια… Και μέσα σε αυτή τη γιορταστική ατμόσφαιρα της Θείας Λατρείας, πρέπει να αναφέρουμε και την εναλλαγή των χρωμάτων στα άμφια.
Αυτές οι αναφορές αρκούν για να συνειδητοποιήσουμε ότι οι χειρονομίες και οι στάσεις πρέπει να είναι η έκφραση μιας φωτισμένης και συνειδητής πίστης και να αποτυπώνονται στον ίδιο τον ιστό της λειτουργικής πράξης, εκείνης της πράξης, που οι συμμετέχοντες, μετά από πρόσκληση του Κυρίου, εκτελούν με όλο το σώμα και τη ψυχή τους.
Πολλές φορές ακούμε να επαναλαμβάνεται ότι δεν αρκεί η τέλεση μιας ακολουθίας (που συνίσταται από χειρονομίες, λόγια, σιωπές…) για να επιτελέσουμε μια πράξη λατρείας προς το Θεό: μας ζητείται, στην πραγματικότητα, να περάσουμε από την «τελετή» στην «εορτή», η οποία, με τη σειρά της, απαιτεί την προσήλωση της πίστης σε αυτό που επιτελείται, με τη συνείδηση ότι ζούμε σε μια εορταστική ατμόσφαιρα ως Εκκλησία, ότι ζούμε σε μια ιδιαίτερη στιγμή στην ιστορία της σωτηρίας. Από τη Θεία Λατρεία περνάμε στην ζωή και στην καθημερινότητα που γίνεται έτσι η «λειτουργία μετά τη Λειτουργία».
+ Ιωάννης Σπιτέρης