Με την ευκαιρία της εβδομάδας για την ενότητα των χριστιανών (18 – 25 Ιανουαρίου) θέλω να σας μεταφέρω μερικές σκέψεις για έναν βυζαντινό θεολόγο, με τον οποίο είχα ασχοληθεί κατά την διάρκεια της ακαδημαϊκής μου δραστηριότητας: το θεολόγο και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Βέκκο, ο οποίος, προκειμένου να μην απαρνηθεί τις πεποιθήσεις του για την ενότητα των χριστιανών, προτίμησε να πεθάνει σε ένα κελί φυλακής.
Γνωρίζω πως, οι περισσότεροι ορθόδοξοι φίλοι μου, θεωρούν αυτόν το Πατριάρχη προδότη, Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν κατάλληλο θέμα για να προβληθεί στην Εβδομάδα για την ενότητα των Εκκλησιών. Σε όλη εκείνη την ταραγμένη περίοδο, όμως, δεν έχω συναντήσει ιερωμένο που να έχει αγαπήσει τόσο ειλικρινά την ενότητα των Εκκλησιών και, ταυτόχρονα, να έχει αγωνιστεί με τέτοιο σθένος για το καλό της Αυτοκρατορίας, επικρίνοντας την πολιτική των Λατίνων εις βάρος της Αυτοκρατορίας, από τον Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, ήταν ότι η αγάπη του για τη χριστιανική ενότητα δεν εμπνέονταν από πολιτικά κίνητρα, αλλά κυρίως από ευαγγελικούς και εκκλησιολογικούς λόγους.
Ο Ιωάννης Βέκκος (περ. 1230-1297), που υπήρξε γραμματέας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1261-1282) και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1275-1282), αποτελεί μια τραγική φιγούρα ανθρώπου και θεολόγου. Ύστερα από κάποιους αρχικούς δισταγμούς, αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ένωσης με τη Ρώμη, γεγονός που, μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, σημαντικού υποστηρικτή της ενότητας των Εκκλησιών και την κατάληψη του θρόνου από τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο (1259 – 1332), πολέμιο της ενότητας, του στοίχισε εξορία και ποινή φυλάκισης, κατά τη διάρκεια της οποίας πέθανε, επειδή δεν είχε αποκηρύξει τις ενωτικές του πεποιθήσεις.
Ο Βέκκος, μαζί με τους επισκόπους και τους κληρικούς που είχαν εργαστεί για την Ένωση των Εκκλησιών κατά τη Σύνοδο της Λυών, το 1274, καταδικάστηκε αρχικά σε τρίμηνη διαθεσιμότητα. Στη συνέχεια οι συνεργάτες του, Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης (1240/50-1307) και Γεώργιος Μετοχίτης (περ. 1250-1428) τέθηκαν και αυτοί σε διαθεσιμότητα επειδή συμμετείχαν σε κάποια λειτουργία των Λατίνων. Στη συνέχεια ήρθε η τοπική Σύνοδος του 1283 που καταδίκασε για πρώτη φορά τον Βέκκο, εξορίζοντάς τον στην Προύσα. Παρά τις απειλές για φυλάκιση και εξορία και παρά τις υποσχέσεις για επιείκεια, οι τρεις τους δεν απέσυραν την ενωτική τους επιλογή, οπότε αφορίστηκαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη στο κάστρο του Αγίου Γρηγορίου στον κόλπο της Βιθυνίας. Ο θάνατος βρήκε τον Πατριάρχη μέσα στη φυλακή, προς τα τέλη Μαρτίου του 1297 και μάλιστα θάφτηκε στο ίδιο κελί όπου είχε φυλακιστεί. Το ίδιο τέλος είχαν και ο Μελιτηνιώτης και ο Μετοχίτης.
Από το συγγραφικό του έργο πολλές πραγματείες είναι ανέκδοτες, ορισμένες δε, έχουν εκδοθεί (Migne ΡG 141). Αξιόλογες είναι: Περί ενώσεως και ειρήνης – Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος – Ομολογία πίστεως κ.α.
Πάθος για την ενότητα, αλλά επίσης για την Αυτοκρατορία
Ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος ξεχώριζε μέσα στο έντονο ανθενωτικό κλίμα της εποχής. Δεν έχανε ευκαιρία να εκφράσει την αγάπη του για την ενότητα των Εκκλησιών και τη θλίψη του για τη ρήξη αυτής της εκκλησιαστικής ειρήνης και ομόνοιας. Όταν σκεφτόταν το δράμα της διχόνοιας, δεν μπορούσε να μην αποφύγει να αναφωνήσει: «Πού θα βρω δάκρυα να κλάψω, έστω και ανάξια και με τρόπο που δεν αρμόζει στο μέγεθος των δυστυχιών; Πράγματι, τα δεινά που έπληξαν τις Εκκλησίες εξαιτίας της διχόνοιας, ιδίως την Ελληνική Εκκλησία – την οποία αποκαλεί πάντοτε «δική μας Εκκλησία», παρόλο που έχει αποδεχθεί την Ένωση με τη Ρώμη – είναι ανυπολόγιστα. Υπενθυμίζει με θερμά λόγια τη διαρκώς αυξανόμενη μείωση της «γης των Ρωμαίων», (δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), η οποία, στα χέρια των Μουσουλμάνων, ακρωτηριάζεται όλο και πιο φρικτά. Πλέον, λέει, οι άνθρωποι αυτοί κάνουν «όργια μέσα στους ιερούς ναούς, και εκεί όπου πριν ετελείτο το μεγάλο μυστήριο των χριστιανικών μυστηρίων – ω βρωμιά! – κάνουν τις ανίερες γιορτές τους με χορούς».
Η απώλεια των εδαφών της αυτοκρατορίας για έναν Βυζαντινό δεν είχε μόνο πολιτική, αλλά και θρησκευτική σημασία. Στη μεσαιωνική αντίληψη της «Χριστιανοσύνης», η Αυτοκρατορία ήταν, στην πραγματικότητα, η ορατή έκφραση της Εκκλησίας και η απώλεια της αυτοκρατορίας σήμαινε την απώλεια ενός μέρους του σώματος της Εκκλησίας. Επομένως, η επιθυμία για ενότητα με τη Ρώμη δεν σήμαινε, τουλάχιστον για τον Βέκκο, πολιτικό καιροσκοπισμό, αλλά διακαή πόθο να σωθεί το σώμα της Εκκλησίας που ήταν η Αυτοκρατορία.
Η Θεολογία της ενότητας της Εκκλησίας
Σε κάθε περίπτωση, η επιθυμία της Ένωσης, για τον Βέκκο, βασιζόταν κυρίως σε θεολογικούς λόγους. Το σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών και η διχόνοιά τους είναι πρωτίστως ένα εκκλησιαστικό σκάνδαλο. Αποτελεί πραγματικό σκάνδαλο, διότι αγγίζει ένα από τα σημαντικότερα συστατικά του χριστιανισμού, δηλαδή την ειρήνη, την ευτυχία, την ασφάλεια που προκύπτει για τους χριστιανούς από την ομολογία μιας κοινής πίστης. «Τελικά» – γράφει – «οι διαφορές στη θεολογία υπήρξαν η αιτία της απώλειας ενός μεγάλου μέρους αυτής της ευτυχίας».
Το σχίσμα, εξάλλου, αποτελεί σκάνδαλο, διότι οι ατελείωτες διαμάχες των θεολόγων έχουν περιπλέξει το δόγμα και οι πιστοί δεν είναι πλέον σε θέση να γευτούν την απλότητα της πίστης που κήρυξε ο Ιησούς Χριστός. Μπροστά σ’ αυτήν την ανεκπλήρωτη ευτυχία, αναφωνεί με νοσταλγία και συγκεκαλυμμένη θλίψη, ήδη από την αρχή του έργου του: «Θα ήταν πραγματικά σωτήριο αν η ευθύτητα της ευαγγελικής διακήρυξης, αλώβητη από διαξιφισμούς, μπορούσε πάντα να λάμπει για την Εκκλησία του Χριστού! Θα ήταν αληθινά σωτήριο, αν με το σημάδι που αποτυπώνεται σε όσους αναγεννιούνται μέσω του βαπτίσματος, με την επίκληση του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εμφανιζόταν σε όλους αδιακρίτως το ένα και μοναδικό σημάδι της ευσέβειας»!
Δυστυχώς, το σχίσμα σήμανε ότι οι δύο μεγάλες κοινότητες έπαψαν να θεωρούν τους εαυτούς τους αδελφούς στην πίστη και άρχισαν να κάνουν πόλεμο και να σφάζονται μεταξύ τους.
Ένωση με τους Λατίνους,
αλλά όχι στις ιμπεριαλιστικές τους τάσεις
Ο Βέκκος, παρά το γεγονός ότι ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης, αποδεικνύεται αληθινός εραστής του λαού του και όχι προδότης του. Πράγματι, ακριβώς επειδή είναι πεπεισμένος ότι οι δύο λαοί, παρά το σχίσμα, παραμένουν αδέλφια, κατηγορεί τους Λατίνους ότι κατέκτησαν, όπως οι άπιστοι μουσουλμάνοι, ένα μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας. Υπενθυμίζει την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, «μιας πόλης άξιας για πολύ κλάμα», από τους Σταυροφόρους και τις κατακτήσεις βυζαντινών εδαφών από τις διάφορες ιταλικές δυνάμεις. Θυμάται «ολόκληρη την Πελοπόννησο που αφαιρέθηκε από τη ρωμαϊκή κυριαρχία και δόθηκε ως κληρονομιά σε έναν Λατίνο», την Εύβοια «που αφαιρέθηκε από τους αδελφούς της», την Κρήτη, την Κύπρο και «αμέτρητα άλλα νησιά» και άλλα εδάφη στην Ασία και την Ευρώπη, που αν ήθελε κανείς «να τα απαριθμήσει όλα, θα έπρεπε να συνθέσει ένα ποίημα σαν την «Ιλιάδα».
Η εκκλησιαστική αποσύνθεση οδήγησε και στην αποσύνθεση της Αυτοκρατορίας, η καταστροφή της ψυχής οδήγησε και στην καταστροφή των σωμάτων.
Πιστεύουμε ότι ακόμη και σήμερα, ο Ιωάννης Βέκκος μπορεί να διδάξει κάτι, όχι μονάχα σε εκείνους που ασχολούνται με τον οικουμενισμό από ιστορική και θεολογική άποψη, αλλά και σε όσους υποφέρουν από το «εκκλησιαστικό σκάνδαλο» που εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα, και για όλους αυτούς τους λόγους, ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος προσπάθησε θαρραλέα και πρωτότυπα, πληρώνοντας με την ελευθερία και τη ζωή του, να προσφέρει πραγματικά «αδελφικές» λύσεις!
+ Ιωάννης Σπιτέρης