Ο πρώην πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ απεβίωσε την τελευταία ημέρα του 2022 σε ηλικία 95 ετών. Υπήρξε Πάπας και επίσκοπος Ρώμης από το 2005 ως το 2013, δηλαδή για 8 χρόνια. Εξελέγη σε ηλικία 78 ετών, σε μια εποχή που, όπως ο ίδιος ομολόγησε, επιθυμούσε να αποσυρθεί και να ασχοληθεί με τις μελέτες του, να εκδώσει κάποια βιβλία που προετοίμαζε και να αφιερώσει χρόνο στην αλληλογραφία του. Αντί αυτού ανέλαβε την πιο βαριά ευθύνη από όσες είχε αναλάβει ως τότε, σε μια θέση όπου δεν έλλειψαν οι δύσκολες και οδυνηρές ώρες. «Κύριε, μη μου το κάνεις αυτό…» είχε πει όταν έβλεπε ότι οι ψήφοι έγερναν την εκλογή προς το μέρος του, όπως ανέφερε αργότερα σε μια ομάδα Γερμανών προσκυνητών.
Ο δάσκαλος, ο θεολόγος, ο διανοούμενος. Είχε ευρύτατη παιδεία, καθαρή σκέψη και ήξερε να βάζει τα ουσιώδη στην κεντρική θέση. Ως ειδήμων και σύμβουλος του επισκόπου Κολωνίας συμμετείχε στην Β΄ Σύνοδο του Βατικανού και συνέβαλε με πεποίθηση και γνώση σε αυτήν την ανανεωμένη διατύπωση της πίστης της Εκκλησίας προς τον σύγχρονο άνθρωπο και την σύγχρονη εποχή: Την εποχή δηλαδή που χαρακτηρίζεται από την επιστήμη, την βιομηχανία και την τεχνολογία, την δημοκρατία και τον πλουραλισμό, τις ατομικές ελευθερίες και την ελευθερία της ατομικής συνείδησης. Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του ’60 και η Σύνοδος ανέλαβε σε πέρας τις προσπάθειες και τα βήματα των τελευταίων 100 ετών στην Καθολική Εκκλησία. Ο Ιωσήφ Ράτσινγκερ διακρίθηκε σε αυτό το πεδίο και απέκτησε διεθνή φήμη ήδη από 35 ετών.
Η συνέχεια όμως δεν υπήρξε απλή και ομαλή. Ακολούθησε μια περίοδος ταραχών, αμφισβήτησης των πάντων, βίας, η νεολαία της Ευρώπης ήταν σε αναβρασμό. Ο καθηγητής Ράτσινγκερ παραιτήθηκε από την θεολογική του Τύμπιγκεν και πήγε στην αντίστοιχη σχολή του Ρέγκενσμπουργκ. Κατά κάποιο τρόπο από την πρωτεύουσα πήγε στην επαρχία, όταν όλοι προσπαθούσαν να κάνουν το αντίθετο. Ο Ράτσινγκερ κατανοούσε την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και την ανανέωση. Αλλά αυτά δεν μπορούσαν να είναι απόρριψη του παρελθόντος και της παράδοσης. Είχαν νόημα ως μια νέα ερμηνεία της παράδοσης σε νέες συνθήκες, αλλά με κανέναν τρόπο δεν ήταν ρήξη με το παρελθόν και απόρριψη των παλιών μεγάλων δασκάλων. Η ανανέωση αντλεί το νόημά της από το ουσιώδες, όχι από την μόδα ή το δευτερεύον: Από το ίδιο ουσιώδες που εμπνέει πάντα τον λαό του Θεού, δηλαδή τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, από εκεί πρέπει να ξεκινά. Αυτός είναι η οδός κάθε πρωτοβουλίας μέσα στην Εκκλησία. Οι αλλαγές στον πολιτισμό και την νοοτροπία ιδίως στην Ευρώπη και την Αμερική στα χρόνια του ‘60 και του ‘70 ήταν απόρριψη της παράδοσης. Αυτό ήταν αντίθετο με τις αντιλήψεις και τις επιλογές του Ράτσινγκερ.
Αυτή η στάση θα είναι σταθερή και στην μετέπειτα ζωή του. Θα αρνηθεί πάντα τη ρήξη με την παράδοση. Στα επόμενα χρόνια από τη θέση του προϊσταμένου στην Γραμματεία για την ορθοδοξία, από όπου έπρεπε να εποπτεύει την ορθοδοξία θεολόγων ή κινημάτων εντός της Εκκλησίας, αλλά και από την θέση ως Πάπας υπερασπίστηκε την ενότητα της διδασκαλίας της Εκκλησίας και της πίστης της: την επιστροφή στις ουσιώδεις και θεμελιακές αλήθειες που η Αποκάλυψη του Θεού μας φανερώνει. Σε αυτούς που σκέφτονταν με κριτήριο, το παραδοσιακός-προοδευτικός ήταν πολλές φορές αντίπαλος και ορισμένες φορές εχθρός. Ο τρόπος όμως και η προσφορά του πάπα Βενέδικτου ήταν πολύ ουσιαστική και αληθινή στα ταραγμένα εκείνα χρόνια.
Ήταν επίσης βαθύς γνώστης της Ελληνικής παιδείας. Πίστευε ότι η ελληνική παιδεία σημάδεψε οριστικά την ζωή, την ιστορία της Εκκλησίας και συνεπώς και την σκέψη της, δηλαδή την θεολογία. Χαρακτηριστικό της ελληνικής παιδείας είναι η αναζήτηση της αλήθειας με τον λογικό στοχασμό. Δηλαδή η αλήθεια που κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να ακολουθήσει. Μια αλήθεια που ισχύει για όλους. Αυτό ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης το ονόμαζαν επιστήμη. Η επιστήμη και η αλήθεια είχαν καθολική ισχύ και αυτό ένωνε τους ανθρώπους. Ακόμη και αν ήταν διαφορετικοί και διαφωνούσαν είχαν έναν κοινό στόχο, την αναζήτηση της αλήθειας. Με την λογική και την διαλεκτική, όχι με την βία. Αλλά στην εποχή του πάπα Βενέδικτου αυτή η αντίληψη ανατράπηκε. Δεν υπάρχει πλέον η αναζήτηση της αλήθειας, αφού πλέον καθένας έχει την υποκειμενική του αλήθεια. Κάθε ομάδα μπορεί να έχει την δική της αλήθεια. Και θεωρείται αναγκαίο και υποχρεωτικό να γίνεται σεβαστή από όλους: με βάση την ελευθερία, την προσωπική ελευθερία και αυτονομία. Για τον πάπα Βενέδικτο η κρίση του σημερινού κόσμου, της δυτικής κοινωνίας συνίσταται ότι οι άνθρωποι παραιτήθηκαν από την αναζήτηση της αλήθειας. Συνεπώς χάνεται το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να ζήσουν, να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν. Αυτοί που υπερασπίζονται την αλήθεια, χλευάζονται. Αυτό το ονόμασε δικτατορία του σχετικισμού. Ζούμε ήδη σε μια δικτατορία του σχετικισμού, όπως ανέφερε στον Δρόμο του Σταυρού την Μεγάλη Παρασκευή λίγες μέρες πριν πεθάνει ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄.
Επίσης ένα άλλο θέμα στο οποίο εργάστηκε και επέμενε είναι η σχέση λογικής και πίστης ή λόγου και πίστης. Ακολουθώντας μια μεγάλη καθολική παράδοση από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι τώρα, υπερασπίστηκε την συνέχεια και ενότητα του λόγου και της πίστης μέσα στις δυσκολίες και τις ανάγκες της δικής μας εποχής. Ο λόγος, η λογική δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό των εμπειρικών επιστημών και της τεχνολογίας, όπως συχνά εννοείται σήμερα. Η πίστη δεν ανήκει στο χώρο του αυθαίρετου υποκειμενισμού που κανείς δεν μπορεί να δικαιολογήσει. Ο πνευματικός μας κόσμος, ο πολιτισμός, και συνεπώς και το πανεπιστήμιο πρέπει να αγκαλιάζει τόσο τις θετικές επιστήμες, την τεχνολογία, αλλά και την λογοτεχνία, και την φιλοσοφία, την τέχνη και την θεολογία. Είναι δηλαδή ακρωτηριασμένος ο λόγος που θεωρεί λογικό μόνο το εμπειρικό ή την εμπειρική επιστήμη. Έχουμε ανάγκη από τον ευρύ και πολύμορφο λόγο. Αυτό ήταν το θέμα της διάλεξής του στο πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ, το οποίο επισκιάστηκε από την αναφορά του σε έναν διάλογο ανάμεσα στον χριστιανό βυζαντινό αυτοκράτορα και έναν μουσουλμάνο σοφό σχετικά με την βία του Ισλάμ και ξεσήκωσε αντιδράσεις, διαμαρτυρίες και ταραχές ανά την υφήλιο. Οπότε, το κυρίως θέμα της ομιλίας ξεχάστηκε. Όμως η πίστη είναι μια προσωπική εμπειρία, και στάση και σχέση με τον Θεό. Ως τέτοια η πίστη είναι υποκειμενική. Ο λόγος όμως, η λογική ανάλυση, η εξήγηση γίνεται μέσον επικοινωνίας και κάνει την πίστη θέμα συζήτησης, παρουσιάζεται γενικά στους άλλους, αποκτά μια καθολικότητα. Γι’ αυτό μπορούμε να δώσουμε λόγο για την πίστη και την ελπίδα μας. Για τον πάπα Βενέδικτο, ο μουσουλμανικός κόσμος θα έπρεπε να κοιτάξει δύο σημαντικά θέματα: τη σχέση ανάμεσα στο Ισλάμ και τον λόγο και τη σχέση ανάμεσα στο Ισλάμ και τη βία.
Ο ποιμένας. Κατά τη διάρκεια των 8 ετών που ήταν Πάπας και βρέθηκε στην θέση του αποστόλου Πέτρου, ο Βενέδικτος προσπάθησε να φέρει πιο κοντά την καθολική Εκκλησία στα βασικά και ουσιώδη, δηλαδή στην πίστη, στον Χριστό, στο ευαγγέλιο και να ξεπεράσει έτσι τους διαχωρισμούς, τις διαμάχες και τις αντιπαλότητες ανάμεσα σε προοδευτικούς και παραδοσιακούς, σε ευρωπαίους και αφρικανούς, σε αμερικάνους και λατινοαμερικάνους, σε δεξιούς και αριστερούς, σε όσους προτιμούσαν τη θεία λατρεία και σε όσους ήθελαν την κοινωνική δράση. Η πολιτική, η εθνικότητα, η προέλευση κ.α. όλα αυτά έπρεπε να βρουν αρμονία μέσα στην κοινή πίστη του Χριστού. Οι εγκύκλιοι που δημοσίευσε ήταν πάνω στην ελπίδα, την αγάπη και την πίστη: Τις θεολογικές αρετές γιατί αυτές στρέφονται προς τον ίδιο τον Θεό. Τελείωσε επίσης το έργο του Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ, και οι ομιλίες ήταν πάντα θεολογικές με σκοπό να ενώσουν και να φέρουν τους πιστούς γύρω από τον Χριστό και τη σωτηρία του.
Επεδίωξε και την ενότητα με τους αγγλικανούς που μεταστρέφονταν προς την καθολική Εκκλησία δημιουργώντας γι’ αυτούς μια ιδιαίτερη κοινότητα όπου θα μπορούσαν να κρατήσουν κάποια στοιχεία από την αγγλικανική παράδοση. Το ίδιο θέλησε να κάνει και με τους αποσχισμένους οπαδούς των παραδοσιακών του επισκόπου Λεφέβρ. Ένα τυπικό στα λατινικά το οποίο θα μπορούσε να αγκαλιάσει αυτούς που ήταν πάντα προσηλωμένοι στο παλιότερο λατινικό λατρευτικό τυπικό. Αλλά αυτό δεν είχε επιτυχία. Οι διαφορές με αυτό το κίνημα δεν ήταν μόνο λειτουργικές. Δεν ήθελαν ούτε διάλογο με τους ιουδαίους, ούτε ελευθερία της συνείδησης, ούτε διαχριστιανικές σχέσεις.
Αντιμετώπισε και το βαρύ θέμα της παιδεραστίας στον κλήρο και στους θεσμούς της καθολικής Εκκλησίας. Η προηγούμενη υπηρεσία του του έδωσε τη δυνατότητα να το κατανοήσει καλύτερα μάλλον από τους άλλους στην διοίκηση της Εκκλησίας. Είναι ο πρώτος που θέλησε να συναντήσει και να μιλήσει με τα θύματα. Χωρίς πολύ θόρυβο εκατοντάδες κληρικοί αποσχηματίστηκαν και εκδιώχθηκαν από τη θέση τους. Αυτό που δεν θέλησε ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, να στραφεί προς τους ένοχους ιεράρχες, το έκανε ο πάπας Βενέδικτος και ορισμένους που είχαν ισχυρούς προστάτες, τους δίκασε και τους καθαίρεσε και άλλαξε την διοίκηση σε ορισμένα θρησκευτικά κινήματα και κοινότητες. Η επιστολή του στην Εκκλησία της Ιρλανδίας, παρότι έχει πολλά θετικά στοιχεία και εκφράζει ειλικρινή συγγνώμη, ωστόσο είναι σε ένα σημαντικό σημείο ανεπαρκής, στην ευθύνη των επισκόπων και της συνόδου των επισκόπων στην διαχείριση αυτού του προβλήματος. Όπως ήταν αναμενόμενο απογοήτευσε πολλούς. Αλλά ένα τέτοιο πρόβλημα δεν λύνεται αμέσως. Χρειάζεται πολλοί να αλλάξουν τον τρόπο που το βλέπουν, να αλλάξουν νόμοι, και κανονισμοί. Διαφορετικά, και τα διάφορα κράτη και οι κοινωνίες θα το είχαν λύσει προ πολλού.
Αντιμετώπισε επίσης πολλαπλές κρίσεις και ανεπάρκειες στην κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας. Διαφθορά, χρηματισμοί, καριερισμός, φατρίες, ανεπαρκείς δομές ελέγχου. Άνθρωπος πολύ διαφορετικός, πέρα από αυτές τις ανθρώπινες φιλοδοξίες και τα πάθη για αυτοπροβολή, χρήμα και εξουσία, τα μέτρα που πήρε δεν ήταν επαρκή. Τα άφησε για τον διάδοχό του.
Ο πάπας Βενέδικτος δεν ήταν επικοινωνιακός και δεν προσπάθησε να εντυπωσιάσει. Πολλοί δεν τον κατάλαβαν. Ακόμη και σήμερα κρίνεται επιπόλαια με το κενό κριτήριο «προοδευτικός/παραδοσιακός». Για όσους όμως πρόσεξαν την πορεία του κέρδισε τον σεβασμό και την αγάπη τους. Είπε κάποτε «η Εκκλησία δεν ποιμαίνεται μόνο με πράξεις και με λόγια, αλλά και με προσευχή και με πόνο». Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή για την Εκκλησία ήταν από αυτούς που στήριξαν την πίστη των αδελφών του. Ήταν πράγματι αυτό που είπε στα πρώτα λόγια μετά την εκλογή του: «ένας ταπεινός εργάτης στον αμπελώνα του Κυρίου».