Την Μεγάλη Τετάρτη το απόγευμα τελέσθηκε όπως κάθε χρόνο μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα στον Καθεδρικό μας Ναό η Ευλογία των Αγίων Ελαίων.
Την ημέρα αυτή τιμήσαμε το μυστήριο της Ιεροσύνης του Χριστού όπως αυτό διακονείται από τους καθιερωμένους λειτουργούς των μυστηρίων στo πλαίσιo της τοπικής μας Εκκλησίας.
Είναι ίσως η μεγαλύτερη, σε πλήθος, σύναξη της τοπικής μας Εκκλησίας στον Άγιο Διονύσιο, τόσο από πλευράς Ιερέων όσο, και κυρίως, από πλευράς πιστών της Αρχιεπισκοπής μας.
Στην Αρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξήρχε ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών κ.κ.Νικόλαος Φώσκολος, πλαισιωμένος από το σύνολο σχεδόν των ιερέων και των διακόνων της Εκκλησιαστικής μας Επαρχίας.
Ο Ιερός Ναός ήταν ασφυκτικά γεμάτος από εκπροσώπους όλων των Μοναχικών Ταγμάτων και πιστούς από το σύνολο των Ενοριών της Επαρχίας μας.
Ο Σεβασμιότατος ανέφερε στην ομιλία του τα εξής:
Από μήνες τώρα η Αγία Εκκλησία έχει στραμμένα τα βλέμματά της στον ιερό θεσμό της οικογένειας, ένα θεσμό θεοσύστατο, τον οποίο οι δυνάμεις του κακού σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη εποχή, προσπαθούν να καταπολεμήσουν, κι αν είναι δυνατό να τον καταστρέψουν. Η τοπική μας Εκκλησία συμμετέχει στον αγώνα για την υπεράσπιση της οικογένειας, διότι γνωρίζει ότι ο θεσμός αυτός είναι θέλημα Θεού και βάση της κοινωνίας και της Εκκλησίας.
Όμως, η χριστιανική οικογένεια, η «κατ’ οίκον εκκλησία», είναι μέλος μιας πιο μεγάλης οικογένειας, που λέγεται Ενορία και μέσα σ’ αυτήν ζει και κινείται και αναπτύσσεται. Όταν η Ενορία είναι ζωντανή κοινότητα πιστών, τότε, τόσο οι χριστιανικές οικογένειές της όσο και η τοπική Εκκλησία εκπληρώνουν καλύτερα την αποστολή τους.
Συναγμένοι σήμερα στον Καθεδρικό μας Ναό για τη Θεία Λειτουργία του Αγίου Μύρου, κι αποτελώντας τη μεγάλη πνευματική οικογένεια που λέγεται τοπική Εκκλησία, θα ήθελα να στρέψουμε το βλέμμα μας στις Ενορίες μας, στις οποίες προΐσταται ο Ιερέας, και περιληπτικά να αναφερθούμε σ’ αυτόν, ως πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή, σε σχέση με τα μέλη της πνευματικής του οικογένειας.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας «Η Ενορία είναι ορισμένη κοινότητα πιστών, η οποία είναι σταθερά οργανωμένη μέσα σε μια τοπική Εκκλησία, και της οποίας η ποιμαντική φροντίδα έχει ανατεθεί στον εφημέριο, ως πνευματικό της ποιμένα, υπό την εξουσία του επαρχιακού Επισκόπου». (ΚΚΔ 515 § 1)
Η Ενορία είναι ο χώρος όπου όλοι οι πιστοί μπορούν να συναθροίζονται για να τελούν τη Θεία Ευχαριστία της Κυριακής. Η ενορία κάνει τη μύηση του χριστιανικού λαού στην τακτική έκφραση της λατρευτικής ζωής, τον συναθροίζει στην τέλεσή της, διδάσκει τη σωστική διδασκαλία του Χριστού, εφαρμόζει την αγάπη του Κυρίου στα καλά και αδελφικά της έργα. (ΚΚΕ 1179)
Τρεις, λοιπόν, είναι οι τομείς που ο Ιερέας, ιδιαίτερα ο Εφημέριος, καλείται να δείξει την πνευματική του πατρότητα προς δόξαν του Θεού και προς όφελος της χριστιανικής κοινότητας:
α) ο διδακτικός τομέας.
«Η διακονία του Λόγου» υπήρξε το πρώτο μέλημα των αγίων Αποστόλων. Την ημέρα της Πεντηκοστής η πρώτη κίνηση που έκαναν οι Απόστολοι, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, ήταν το κήρυγμα προς το λαό, δια στόματος του Πέτρου. Κι όταν σε λίγο διάστημα, όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων (6, 1-6), οι υλικές ασχολίες πλήθυναν μέσα στην πρώτη χριστιανική κοινότητα, οι Απόστολοι επέλεξαν «την προσευχή και τη διακονία του Λόγου», αφήνοντας στους διακόνους και στους λαϊκούς συνεργάτες τους τη μέριμνα για τα υλικά πράγματα. Μερικά χρόνια αργότερα ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, (Α΄ Κορ. 1, 17), τους υπενθυμίζει ότι κύρια αποστολή του είναι «να κηρύττει το ευαγγέλιο όχι με ρητορική σοφία», αλλά με απλά λόγια.
Η διακονία του Λόγου παραμένει μέχρι σήμερα η κύρια αποστολή του Ιερέα. Όμως, «ο διάκονος του Λόγου οφείλει να είναι ταυτόχρονα ευαίσθητος ακροατής του ίδιου Λόγου. Τότε μόνο το κήρυγμά του θα μπορέσει να συνάξει την Εκκλησία στην υπακοή της πίστεως και να την προετοιμάσει να λάβει ενεργό μέρος στη Θεία Ευχαριστία» (Εγκόλπ. 13.2). Εξάλλου, «η διακονία του Λόγου δημιουργεί μια πνευματική σχέση μεταξύ του Ποιμένα και της κοινότητας, διότι η αγγελία του Ευαγγελίου, που γίνεται αποτελεσματική με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, φθάνει στις συνειδήσεις και οδηγεί στην μεταστροφή και στην ομολογία πίστεως προς τον Ιησού Χριστό» (Εγκόλπ. 13.3).
Είναι απαραίτητη, λοιπόν, εκ μέρους του Ιερέα, μια σωστή προετοιμασία του κηρύγματος, της ομιλίας, όχι μόνο για τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και των μεγάλων Εορτών, αλλά και για την τέλεση των ιερών Μυστηρίων, και ακόμη για άλλες ιερές Ακολουθίες, όπου συγκεντρώνονται πολλοί πιστοί, ή ακόμη και αδιάφοροι, λόγω κοινωνικών υποχρεώσεων, οι οποίοι όμως, εξ αιτίας ενός σωστού κηρύγματος, ίσως έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον Κύριο, να τον πλησιάσουν και να βρουν κοντά του τη χαρά και τη σωτηρία.
β) ο λατρευτικός τομέας.
Έχοντας λάβει ειδική αποστολή με το ιερό Μυστήριο της Ιεροσύνης, ο Ιερέας ενεργεί στο όνομα του Αρχιερέα Χριστού, προς όφελος της πνευματικής του οικογένειας, τελώντας τα διάφορα ιερά Μυστήρια της Καινής Διαθήκης: Αναγεννά τα νέα τέκνα της Εκκλησίας με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, τα τρέφει με τη Θεία Ευχαριστία, θεραπεύει τις πνευματικές πληγές τους με τη Μετάνοια και τα συμφιλιώνει με το Θεό και την Εκκλησία, ενισχύει τα ασθενή μέλη με το Ευχέλαιο και ευλογεί τις νέες οικογένειες στο ιερό Μυστήριο του Γάμου. Όλα αυτά όχι από δική του ικανότητα ή λόγω δικών του προσόντων, αλλά πάντοτε στο όνομα του Χριστού και της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό και στην τέλεση των ιερών Ακολουθιών, ιδιαίτερα των ιερών Μυστηρίων, δεν πρέπει να λησμονεί ότι δεν είναι «ιδιοκτήτης» αλλά «οικονόμος» της χάριτος του Θεού.
«Εφόσον -οι Ακολουθίες αυτές- είναι πράξεις του Χριστού, που τελούνται με τη διακονία της Εκκλησίας, δεν είναι δυνατόν να αφεθούν στην αυθαιρεσία του κάθε Λειτουργού. Οφείλεται υπακοή στους νόμους που η Εκκλησία έθεσε για την κανονική τους τέλεση και τη χορήγησή τους. Αυτός που χορηγεί τα Μυστήρια «με δικό του τρόπο», αυτός που τα χορηγεί ή αρνείται να τα χορηγήσει, βασιζόμενος σε κριτήρια προσωπικά χωρίς να ενδιαφέρεται αρκετά για την ενότητα της πράξης που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους διαφόρους Λειτουργούς της ίδιας Εκκλησίας, δεν παραβαίνει μόνο την καθιερωμένη τάξη, αλλά θέτει καμιά φορά σε κίνδυνο και την ίδια την εγκυρότητα, βλάπτει το κοινό καλό και «σκανδαλίζει», δηλαδή διαταράσσει, ίσως γκρεμίζει και χωρίζει, ενώ θα έπρεπε να ενώνει, να διεγείρει την πίστη στις ζωντανές πέτρες της Εκκλησίας» (Εγκόλπιο, 27.2), που είναι οι πιστοί της.
Κατά τη θεία λατρεία επίσης, ο Ιερέας ας μη λησμονεί ότι, ως πνευματικός πατέρας της ενοριακής κοινότητας, κατηχεί όχι μόνο με το λόγο, αλλά και με τον τρόπο που ιερουργεί, όχι ως επαγγελματίας, αλλά ως Λειτουργός θείων πραγμάτων. Έτσι τρέφει πνευματικά τους πιστούς και δημιουργεί μια ζωντανή ενορία, μια πραγματική πνευματική οικογένεια.
γ) η αγαθοεργία.
Από τις πρώτες ημέρες της ζωής της η Εκκλησία συνέδεσε τη διακονία του Λόγου και τη θεία Λατρεία της με την αγαθοεργία. Τόσο στις Πράξεις των Αποστόλων όσο και στις Επιστολές του Παύλου βλέπουμε πόση σημασία έδωσαν οι Απόστολοι στο έργο αυτό. Την ίδια αυτή γραμμή συνέχισε και συνεχίζει η Εκκλησία μέχρι σήμερα και προσπαθεί, όπως και στην εποχή των Αποστόλων, να έχει μια πιο οργανωμένη αγαθοεργία, για να γίνεται το καλό, όσο το δυνατόν, καλύτερα.
Στο έργο αυτό η συμβολή του Πνευματικού Πατέρα της ενοριακής οικογένειας είναι μεγάλη και απαραίτητη. Οφείλει να καθοδηγεί τους πιστούς τόσο στην ατομική πρωτοβουλία για καλά έργα, ώστε να μη γνωρίζει το δεξί χέρι τι κάνει το αριστερό, όσο και στην κοινοτική αγαθοεργία, η οποία δεν θα πρέπει να είναι μια απλή κοινωνική συμπαράσταση, αλλά να έχει χαρακτήρα βαθειά χριστιανικό, διότι είναι καρπός της πίστεως. Ας μη λησμονούμε ότι «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακ 2, 14-26).
Οδηγώντας με τον τρόπον αυτό την πνευματική του οικογένεια ο Ιερέας καλείται να «γίνει τύπος του ποιμνίου» (βλ. Α΄ Πε 5,1-5), δηλαδή να δίνει εκείνος πρώτος το παράδειγμα σε όλους: να διδάσκει πρώτα με τον τρόπο της ζωής και κατόπιν με τα λόγια, να φανερώνει με όλη του τη συμπεριφορά ότι πιστεύει βαθειά στον Κύριο, ότι έχει σταθερή ελπίδα σ’ Αυτόν κι ότι από αγάπη γι’ Αυτόν έχει ολότελα αφιερωθεί στην υπηρεσία Του και στην υπηρεσία των αδελφών του.
Έτσι η κάθε Ενορία, η πνευματική αυτή οικογένεια, θα γίνεται όλο και πιο ζωντανή και θα αποφέρει πνευματικούς καρπούς, μεταξύ των οποίων ένας από τους πιο σπουδαίους είναι οι νέες ιερατικές και μοναχικές Κλήσεις.
Ενώπιον του Κυρίου, «που μας αγαπά και μας ελευθέρωσε από τις αμαρτίες μας με το αίμα του, που μας κατέστησε βασίλειο, ιερείς για το Θεό και Πατέρα του» (Απ 1, 5-6), ας ανανεώσουμε σήμερα την αφιέρωσή μας σ’ Αυτόν και, κάτω από τη σκέπη της Θεοτόκου, ας του ζητήσουμε να μας διατηρεί στη Χάρη Του, για να είμαστε πάντοτε σωστοί Λειτουργοί Του και να οδηγούμε την πνευματική Του οικογένεια στο δρόμο που Εκείνος μας χάραξε.
Μετά τον λόγο του Σεβασμιοτάτου οι παρευρισκόμενοι ιερείς ανανέωσαν ενώπιον του Αρχιεπισκόπου και του Λαού τις υποσχέσεις της Ιερατικής τους Χειροτονίας.
Κατόπιν ο Σεβασμιότατος ευλόγησε το έλαιο με το οποίο χρίονται οι ασθενείς, σημείο της παρουσίας του Χριστού στη δοκιμασία τους και ανακούφισης της ασθένειάς τους.
Στη συνέχεια ευλόγησε το Έλαιο των Κατηχουμένων με το οποίο χρίονται οι κατηχούμενοι, αλλά και τα νήπια πριν το βάπτισμα, σημείο της δύναμης του Σωτήρος Χριστού, στον αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε κάθε επιβουλή του διαβόλου.
Τέλος ο Αρχιεπίσκοπος προετοίμασε το βάλσαμο και τα αρώματα από άνθη, που συμβολίζουν την Ελπίδα της αναγέννησης και τα δώρα του Παναγίου Πνεύματος και τα ανέμιξε στο δοχείο που περιείχε αγνό λάδι ελιάς, σύμβολο του Ελέους του Θεού και προέβη στην Ευλογία του Αγίου Μύρου, το οποίο, μας υπενθυμίζει την Ιεροσύνη του Χριστού στην οποία συμμετέχουμε όλοι οι βαπτισμένοι και με ιδιαίτερο τρόπο οι λειτουργοί της Εκκλησίας.
Με τον Άγιο Μύρο χρίονται οι βαπτισμένοι για να λάβουν τη σφραγίδα της Δωρεάς του ζωοποιού Πνεύματος, καθώς επίσης και οι λειτουργοί της Εκκλησίας (Πρεσβύτεροι και Επίσκοποι) κατά την χειροτονία τους.
Λεονάρδος Ιωάν. Βαμβακάρης
φωτο: Λεονάρδος Βαμβακάρης |