Το απόγευμα του Σαββάτου 11 Ιανουαρίου 2020, παραμονή της εορτής της Βαπτίσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας, Ζακύνθου-Κεφαλληνίας και Τοποτηρητή του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης Σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη, πραγματοποιήθηκε στην Ενορία της Ιεράς Καρδίας του Ιησού μία ιδιαίτερη, αλλά συνάμα ιστορική τελετή. Με την ευκαιρία της ανακαίνισης του Ιερού Ναού, ο Αρχιεπίσκοπος διαπίστωσε την ανάγκη να καθαγιαστεί ο ιερός αυτός χώρος και η Αγία του Τράπεζα. Αν και η Ενορία της Ιεράς Καρδίας διανύει την ένατη δεκαετία από την ίδρυσή της, το νομικό πλαίσιο που ίσχυε έως το 2014 αναγνώριζε τον ιερό της ναό ως αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και εκδηλώσεων, ως εκ τούτου ο Αρχιεπίσκοπος έκρινε πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την επίσημη καθαγίασή του.
Η ενορία της Ιεράς Καρδίας του Ιησού συνδέεται με την παρουσία των Φραγκισκανών Αδελφών της Ιεράς Καρδίας από την Μάλτα που το 1907 εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, ιδρύοντας ένα σχολείο (νηπιαγωγείο και δημοτικό) για τα παιδιά της μαλτέζικης παροικίας. Οι Μαλτέζοι της Κέρκυρας, οικονομικοί κυρίως μετανάστες και εργάτες που εγκαταστάθηκαν εδώ το πρώτο μισό του 19ου αι. όταν τόσο τα Επτάνησα, όσο και η Μάλτα τελούσαν υπό την «προστασία» του αγγλικού στέμματος, αποτελούσαν την περίοδο εκείνη το 60 περίπου τοις εκατό του καθολικού πληθυσμού του νησιού. Το παρεκκλήσιο των καλογραιών αποτέλεσε το πρώτο πνευματικό «ορμητήριο» αυτής της κοινότητας, το οποίο ακολούθως εμπιστεύθηκαν στην Κοινότητα των Π.Π. Καπουκίνων, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1920 εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα και τους ανετέθη η διαποίμανση της ευρύτερης περιοχής. Η Ενορία αναπτύχθηκε γοργά και μόλις τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Βαρθαλίτης οικοδόμησε το χώρο όπου και σήμερα φιλοξενεί τον Ενοριακό Ιερό Ναό της Ιεράς Καρδίας του Ιησού, της Κωτσέλλας Κέρκυρας. Ανάμεσα στην Κοινότητα των Φραγκισκανών Αδελφών και του Καθολικού Γηροκομείου, αποτελεί τη δεύτερη καθολική ενορία της Κέρκυρας, μετά από αυτήν του Καθεδρικού μας Ναού και το κέντρο της μεγαλύτερης, πληθυσμιακά, καθολικής κοινότητας του νησιού.
Εδώ υπηρέτησαν ιερείς όπως ο Π. Αθανάσιος Αρμάος, ο Π. Ιλάριος Βακόνδιος και ο Π. Νικηφόρος Πρελορέντζος που ακόμα και για τους γεροντότερους αποτελούν πια μία ευχάριστη ανάμνηση, ο πολύ δραστήριος Π. Γεώργιος, ο μετέπειτα Επίσκοπος Σύρου Φραγκίσκος Παπαμανώλης, τον οποίον όλοι θυμούνται ακόμα με αγάπη για το ζήλο που είχε επιδείξει, ο αείμνηστος Π. Πέτρος Ρούσσος, οι νεότεροι Π. Στέφανος και Π. Τζούλιος και ο σημερινός εφημέριος Π. Πέτρος που ανέλαβε και το βάρος της ριζικής ανακαίνισης του ενοριακού Ιερού Ναού.
Ο Ναός ήταν κατάμεστος από πιστούς που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Εφημερίου και του Ενοριακού Συμβουλίου και που για πρώτη φορά είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μία τέτοια εκδήλωση. Στο βιβλιαράκι που είχε προετοιμάσει ο Αρχιεπίσκοπος και εξέδωσε η Αρχιεπισκοπή για να μπορεί να παρακολουθεί το εκκλησίασμα, αναλύονταν σταδιακά τα διάφορα μέρη της ιεράς ακολουθίας.
Στον πρόλογο πολύ αναλυτικά σημειώνονταν: «Η Αγία Τράπεζα όπως και το σύνολο του χώρου λατρείας είναι κάτι το αφιερωμένο δηλ. προορίζεται για μια συγκεκριμένη χρήση δηλ. τη χριστιανική λατρεία. Όπως σε όλα τα λειτουργικά τυπικά της Β’ Βατικανής Συνόδου, οι κυριότερες πράξεις τοποθετούνται ανάμεσα στην Ακολουθία του Λόγου και στην Ευχαριστία. Σε ό,τι αφορά την καθιέρωση και την καθαγίαση, όλες οι ιεροπραξίες ακολουθούν τη δομή της Ακολουθίας της χριστιανικής μύησης διότι έχουμε διαδοχικά την ευλογία του νερού και το ραντισμό, τη χρίση με το άγιο μύρο και την ευχαριστία. Καθιερώνεται (δηλ. αφιερώνεται) ένας ναός έτσι όπως καθιερώνεται (αφιερώνεται) ένας άνθρωπος στην εν Χριστώ ζωή και το Πνεύμα Του. Ο παραλληλισμός της Ακολουθίας Καθιέρωσης με την Ακολουθία της χριστιανικής μύησης τονίζει τη σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία ναό (το οικοδόμημα) και στην Εκκλησία λαό (την κοινότητα των πιστών). Η τοποθέτηση των ιερών λειψάνων είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα στα παλαιά κείμενα της Ακολουθίας. Η τοποθέτησή του είναι η σημαντικότερη πράξη της καθαγίασης. Αυτή η σπουδαιότητα βρίσκει την εξήγησή της στην εξύμνηση του μαρτυρίου των ομολογητών της πίστης, μια εξύμνηση η οποία πιστοποιείται ήδη από την πρωτοχριστιανική περίοδο τόσο από τον Ιγνάτιο Αντιοχείας όσο και από τον Τερτυλλιανό (Christus in martyre est, De pudicitia, SCh 394, 276). Μάλιστα, με τον ενθουσιασμό των χριστιανών για τα ιερά λείψανα αρχίζει το έθος ο ναός, ο οποίος καθαγιάζεται να παίρνει το όνομα του Αγίου του οποίου τα λείψανα τοποθετήθηκαν στην Αγία Τράπεζα, κάτι το οποίο επηρέασε καθοριστικά την ευρωπαϊκή τοπωνυμία. Σε ποιο σημείο τοποθετούνταν τα ιερά λείψανα; Η επονομαζόμενη confessio, σκαμμένη στο έδαφος, γύρω από τις τέσσερεις πλευρές της Αγίας Τράπεζας, έκλεινε με μια μικρή οριζόντια πλάκα, την tabula. Ουσιαστικά ήταν μια σμίκρυνση του τάφου. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε η λεγόμενη «πέτρα της Αγίας Τράπεζας» η οποία περιείχε τα ιερά λείψανα. Γενικότερα, η σπουδαιότητα της τοποθέτησης των λειψάνων στην καθαγιασμένη Αγία Τράπεζα εξηγείται λαμβάνοντας υπόψη την αναφορά στο βιβλίο της Αποκάλυψης, όταν ο άγγελος ανοίγει την Πέμπτη σφραγίδα: «Κι όταν άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές εκείνων που είχαν σφαγιασθεί για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία που έδωσαν» (Απ. 6,9). Η ιδέα της τέλεσης της Ευχαριστίας πάνω στους τάφους των μαρτύρων, κατά την επέτειό τους, ή πάνω στην Αγία Τράπεζα η οποία περιέχει τα ιερά τους λείψανα, υπογραμμίζει την «κοινωνία» την οποία επιθυμεί να πραγματοποιήσει η Ευχαριστία ανάμεσα στους πιστούς και τον Κύριο τους. Θα λέγαμε ότι η Αγία Τράπεζα είναι μυστηριακή εικόνα του ίδιου του Χριστού: όπως ο ναός είναι ο «οίκος του Θεού» με τον ίδιο τρόπο και η Αγία Τράπεζα είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό η Αγία Τράπεζα θυμιατίζεται όπως και ο Εσταυρωμένος, γι’ αυτό ο λειτουργός την ασπάζεται, κατά τη Θεία Λειτουργία, όπως το Ευαγγελιάριο. Από όλα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι το Ιερό είναι το σημείο έλξης του πιστού ή του επισκέπτη κάθε ναού: η Αγία Τράπεζα κα το Αναλόγιο είναι τα κυριότερα σύμβολα του Ιησού Χριστού ο οποίος τους υποδέχεται στον Οίκο Του».
Η Ακολουθία της ευλογίας του Ναού και της Αγίας Τράπεζας ξεκίνησε με μία λιτανευτική πομπή που άνοιγαν οι μικροί λειτουργοϋπηρέτες. Ο Ναός ήταν κατάλληλα στολισμένος και η Αγία Τράπεζα ήταν «γυμνή» από κάθε κάλυμμα και διάκοσμο, ενώ η Μικτή Χορωδία των Καθολικών Ενοριών της Κέρκυρας έψελνε τους κατάλληλους ύμνους για την περίσταση.
Ο Αρχιεπίσκοπος, πριν την έναρξη της τελετής, ζήτησε στους πιστούς να προσευχηθούν για τους δεκάδες νεκρούς και αγνοούμενους μετανάστες που μόλις είχε ανακοινωθεί πως βυθίστηκαν ανοιχτά των Παξών στην προσπάθειά τους να καταφύγουν στη γειτονική Ιταλία.
Ύστερα από μία σύντομη σιωπή και προσευχή, ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ευλόγησε το νερό για το ραντισμό του λαού, ως σημείο μετάνοιας και ανάμνησης του Βαπτίσματος, καθώς και για τον καθαρισμό της Τράπεζας. Όταν τελείωσε την ευχή επάνω στο νερό, ο Επίσκοπος, ράντισε με αγιασμό το λαό και τους τοίχους του ναού, διασχίζοντας το κεντρικό κλίτος του ναού και όταν επέστρεψε στο Ιερό, ράντισε και το βωμό. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η Ακολουθία του Λόγου, οι Λιτανείες των Αγίων και η Ευχή Καθαγιάσεως και οι χρίσεις της Αγίας Τράπεζας με το Άγιο Μύρο. Στην συνέχεια τοποθέτησε απότμημα των οστών του Αγίου Βικεντίου Μάρτυρα, τα λείψανα του οποίου φυλάσσονται στον Καθεδρικό μας Ναό «Ντόμο» μέσα στην Αγία Τράπεζα και με τον Εφημέριο υπέγραψαν ένα πιστοποιητικό που δίπλωσαν και σφράγισαν μέσα στο βωμό.
Όπως σημειώνονταν στο βιβλιαράκι «ο συμβολισμός και το νόημα της τοποθέτησης των λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων μέσα στην Αγία Τράπεζα είναι η θυσία των Μαρτύρων που πηγάζει και νοηματοδοτείται από τη θυσία του Χριστού. Η θυσία των μελών της Εκκλησίας αποκτά νόημα από τη θυσία της κεφαλής της Εκκλησίας: τη σταυρική θυσία του Χριστού. Γι’ αυτό στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία η Αγία Τράπεζα κατασκευαζόταν πάνω στους τάφους των Μαρτύρων και σταδιακά τοποθετούνταν μέσα στην Αγία Τράπεζα λείψανα Αγίων: ο Χριστός προσφέρεται στην αναίμακτη ευχαριστιακή θυσία πάνω στην Αγία Τράπεζα διότι Αυτός θυσιάστηκε για όλους. Οι Άγιοι, λυτρωμένοι από το Πάθος Του, τίθενται κάτω από την Τράπεζα, εικονίζοντας σχεδόν το όραμα του αποστόλου Ιωάννη στην Αποκάλυψη: “Είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές εκείνων που σφραγίστηκαν για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία που έδωσαν για το Αρνίο”(Απ 6,9)».
Ο Επίσκοπος είπε προς τους πιστούς: «Η Αγία Τράπεζα δεν φιλοξενεί ούτε αγάλματα, ούτε εικόνες, ούτε λειψανοθήκες διότι η αποκλειστική της χρήση είναι να προσφέρεται πάνω σ’ αυτή η ευχαριστιακή θυσία. Η Αγία Τράπεζα, είναι αφιερωμένη μονάχα στο Θεό. Η Τράπεζα αγιάζεται με την τέλεση της Θ. Ευχαριστίας κατά συνέπεια δεν έχει τελεστεί σ’ αυτή την Τράπεζα η Θ. Ευχαριστία πριν από τη σημερινή της καθαγίαση. Η Ευχαριστία είναι η κύρια πράξη καθαγίασης της Τράπεζας. Καθαγιάζω σημαίνει αφιερώνω στο Θεό κατά τρόπο αποκλειστικό και δεσμευτικό. Αυτή η αφιέρωση γίνεται με την τελετή καθαγίασης κατά την οποία η Αγία Τράπεζα χρίεται, θυμιάζεται, ντύνεται και φωτίζεται. Όλες αυτές οι πράξεις αντανακλούν το μυστήριο του Ιησού Χριστού».
Όταν ολοκληρώθηκε η τοποθέτηση των Αγίων Λειψάνων ο Αρχιεπίσκοπος πλαισιωμένος από τον κλήρο πήρε μία πετσέτα και με το Άγιο Μύρο επάλειψε την Αγία Τράπεζα. «Με την επάλειψη της επιφάνειας με το Χρίσμα, η Αγία Τράπεζα γίνεται σύμβολο του Χριστού ο οποίος είναι και αποκαλείται ο Χρισμένος του Θεού, δηλ. ο κατεξοχήν αφιερωμένος. Ο Θεός Πατέρας τον χρίει με Πνεύμα Άγιο (βλ. Μτ. 3,16-17, Μκ. 9-11 και Λκ. 3,21-22) και τον καθιερώνει μέγα Αρχιερέα της οριστικής διαθήκης προκειμένου να προσφέρει στην τράπεζα του Σώματός Του τη θυσία του εαυτού του για τη σωτηρία όλων».
Έπειτα έχυσε άγιο Μύρο στο μέσο του βωμού και στις τέσσερις γωνιές, και άλειψε καλά μ’ αυτό όλη την Τράπεζα. Ακολούθως έχρισε το Βαπτιστήριο και τους τοίχους του Ιερού Ναού, ενώ θυμιάτισε όλους τους χώρους. Η Ακολουθία ολοκληρώθηκε με τον φωτισμό και το «ντύσιμο» της Αγίας Τράπεζα και τον στολισμό της.
Η Τελετή ολοκληρώθηκε με την Ακολουθία της Θ. Ευχαριστίας και την Κοινωνία. Ακολούθως, στην παρακείμενη ενοριακή Αίθουσα που αποδείχτηκε μικρή για να χωρέσει όλο τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί, πραγματοποιήθηκε η κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας, ένας σύντομος οικονομικός απολογισμός της Ενορίας από τα μέλη της ποιμαντικής Επιτροπής, όπου αναφέρθηκαν και ευχαρίστησαν εκείνους που συνέβαλαν οικονομικά στην κάλυψη των εξόδων ανακαίνισης του Ναού και κυρίως το Τάγμα των Φραγκισκανών Αδελφών της Μάλτας, τους Πατέρες Καπουκίνους, την Αρχιεπισκοπή και το Αποστολικό Βικαριάτο της Θεσσαλονίκης.
Στη συνέχεια οι προσκεκλημένοι απόλαυσαν ένα πλούσιο κέρασμα προετοιμασμένο από το Ενοριακό Συμβούλιο.
Η πανηγυρική αυτή συγκέντρωση ολοκληρώθηκε με μία λαχειοφόρο αγορά και την ευχή ο Ναός να γεμίζει κάθε Κυριακή, σε κάθε εκδήλωση και με κάθε ευκαιρία και όχι μονάχα σε τόσο σημαντικές και ιδιαίτερες στιγμές.
Σ.