ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ο Άγιος Πατέρας μιλά για μεταστροφή.
Οραματίζομαι μια ιεραποστολική επιλογή ικανή να μεταμορφώσει τα πάντα, ώστε οι συνήθειες, τα στυλ, τα ωράρια, ο τρόπος έκφρασης και κάθε εκκλησιαστική δομή να γίνουν κατάλληλος αγωγός για τον ευαγγελισμό του σημερινού κόσμου και λιγότερο για την αυτοπροστασία. (§27)
Η γενική μεταστροφή δεν είναι κάτι πρωτάκουστο. Στην αποστολική παραίνεση, ο Άγιος Πατέρας αναφέρεται σε Συνοδικά κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου, σε εγκυκλίους των προκατόχων του αλλά και σε ανακοινώσεις τοπικών επισκοπικών συνόδων, τα οποία, αν και δεν χρησιμοποιούν (όλα) τον όρο «μεταστροφή», δείχνουν προς αυτήν. Η «προστιθέμενη αξία» στην παρούσα παραίνεση είναι αφενός η αίσθηση του επείγοντος (οι αλλαγές νοοτροπίας και πρακτικής πρέπει να γίνουν σήμερα, χωρίς αναβολή) και αφετέρου η επισήμανση ότι χωρίς ιεραποστολικό έργο, μόνο με την τήρηση κανόνων λατρείας ή ηθικών κωδίκων, δεν εξασφαλίζεται η σωτηρία.
Αυτό που ακολουθεί είναι η προσωπική ανάγνωση της αποστολικής παραίνεσης από ένα λαϊκό πιστό. Είναι οι προσωπικές επισημειώσεις στα περιθώρια της παραίνεσης, οι οποίες σχετίζονται με την πραγματικότητα που ζούμε ως Καθολικοί στην Ελλάδα την αυγή του 21ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύονται εκείνα τα σημεία στην Αποστολική παραίνεση που μας δείχνουν πώς θα γίνει το Ευαγγέλιο προσιτό στον κόσμο, χωρίς το Ευαγγέλιο να γίνει κοσμική υπόθεση.
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ (Ο ΣΚΟΠΟΣ)
Κάθε ανανέωση στην Εκκλησία πρέπει να έχει ως σκοπό την ιεραποστολή, για να μη γίνει λεία ενός είδους εκκλησιαστικής εσωστρέφειας (Ιωάννης Παύλος Β΄, §27).
Δεν είναι ανανέωση να το να αναλύουμε την αποστολική παραίνεση σαν να κάνουμε μια διανοητική άσκηση, αν δε σκοπεύουμε στη διάδοση του Ευαγγελίου. Εμπέδωση μέσα στην Εκκλησία και διάδοση έξω απ’ αυτήν κοντά και μακριά. Η διανοητική άσκηση είναι εσωστρέφεια, οδηγεί στη συρρίκνωση. Η διάδοση οδηγεί στη σωτηρία και τους μέσα και τους έξω από την Εκκλησία.
Η ιεραποστολή πραγματοποιείται κυρίως με τον ευαγγελισμό. Ευαγγελίζομαι σημαίνει αναγγέλλω το ευαγγέλιο ή «καθιστώ παρούσα μέσα στον κόσμο τη Βασιλεία του Θεού» (§ 176). Ο ευαγγελιζόμενος, δεν διαδίδει μόνο το Ευαγγέλιο, αλλά και γίνεται και ο ίδιος αποδέκτης του ευαγγελικού μηνύματος. Στην προσπάθειά του να κηρύξει με το λόγο και το παράδειγμά του πιο πειστικά το Ευαγγέλιο στους άλλους εμβαθύνει σε αυτό και το εμπεδώνει στη ζωή του ο ίδιος. Δεν είναι μόνος του. Συνδιαλέγεται με όσους άλλους πιστούς επιτελούν ευαγγελικό έργο. Είτε είναι ιεραρχικά ανώτεροί του είτε κατώτεροί του. Είτε είναι σε καθοδηγητικό ρόλο, είτε σε ρόλο μαθητή. Γίνεται πρότυπο ευαγγελισμού για τους άλλους αλλά αποκτά και εμπειρίες ευαγγελισμού από τους άλλους. Γίνεται μαθητής – ιεραπόστολος (§ 120) . Ανάμεσα δε σε αυτούς τους άλλους είναι ο ίδιος ο Ιησούς.
«Γνωρίζουμε καλά ότι η ζωή με τον Ιησού γίνεται πολύ πληρέστερη, και ότι μαζί του είναι πιο εύκολο να βρίσκουμε το νόημα κάθε πράγματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ευαγγελιζόμαστε. Ο αληθινός ιεραπόστολος, που δεν παύει ποτέ να είναι μαθητής, ξέρει ότι ο Ιησούς βαδίζει μαζί του, μιλά μαζί του, αναπνέει μαζί του, εργάζεται μαζί του. Αισθάνεται τον Ιησού ζωντανό μαζί του εν μέσω της ιεραποστολικής στράτευσης» (§ 266).
Επομένως, ο ευαγγελισμός δεν ανήκει ούτε στα πρόσωπα, ούτε στις ενορίες, ούτε στις αδελφότητες, ούτε στην ίδια την Εκκλησία. Ουσιαστικά, όλοι ακολουθούμε και συμπορευόμαστε με τον δάσκαλο Ιησού όποτε ευαγγελιζόμαστε. Άρα, είναι ο ίδιος ο Ιησούς που ευαγγελίζεται εμάς και τους συνοδοιπόρους μας, και η Εκκλησία καλείται: αυτό που λαβαίνει να το μαρτυρήσει.
Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ (ΤΟ ΜΕΣΟ)
Η ποιμαντική, προσανατολισμένη στην ιεραποστολή, απαιτεί να εγκαταλείψουμε το βολικό ποιμαντικό κριτήριο ότι «έτσι κάναμε πάντοτε».
Η θρησκευτικότητα, καλώς ή κακώς, έχει συνδεθεί στον τόπο μας με συγκεκριμένες πατροπαράδοτες πρακτικές, που κακώς τις λέμε ‘παράδοση’. Οτιδήποτε καινοτόμο που δεν θυμίζει αυτή τη λατρευτική ρουτίνα συνήθως απορρίπτεται από τους τυπικούς θρησκευόμενους. ΣΤΟΠ λέει ο Άγιος Πατέρας. Δεν μπορεί να μας κρατά καθηλωμένους στο παρελθόν το «έτσι κάναμε πάντοτε». Οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τους στόχους της ποιμαντικής. Προσοχή, μιλάμε για στόχους, όχι για το σκοπό. Ο σκοπός είναι η ιεραποστολή. Στόχος είναι κάτι μετρήσιμο και συγκεκριμένο. Π.χ. να επισκεφτούμε 5 απόμακρες οικογένειες, και να τους προτείνουμε να κάνουν μια συγκεκριμένη δουλειά στην CARITAS της ενορίας μας με αφορμή την κυριακάτικη περικοπή της παραβολής του φτωχού Λαζάρου. Άλλος στόχος είναι να ενημερώσουμε την προθήκη των βιβλίων της ενορίας με βιβλία κοινωνικής ευαισθησίας. Ποιος στόχος έχει προτεραιότητα; Αυτός που υπηρετεί το σκοπό, την ιεραποστολή, άμεσα: ο πρώτος. Είναι σίγουρα ο πιο δύσκολος, αφού μας υποχρεώνει να χτυπήσουμε πόρτες, να λειτουργήσουμε στα όρια του αστικού καθωσπρεπισμού, μπορεί να μας ειρωνευτούν και τελικά μπορεί να μας κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα. Και ο δεύτερος στόχος, ιεραποστολικός είναι. Σε ποιους απευθύνεται όμως; Κυρίως σε αυτούς που συχνάζουν στην εκκλησία και διαβάζουν το θρησκευτικό τύπο. Πρόκειται για εσωστρεφή στόχο. Η νέα ποιμαντική μάς προσανατολίζει να γίνουμε εργάτες του ευαγγελισμού. Να έχουμε το θάρρος να καλούμε κι άλλους σε μια κοινή ευαγγελική εμπειρία.
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΡΚΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΖΕΙ ΚΑΘΕ ΚΟΣΤΟΣ
Η Εκκλησία που οδοιπορεί προς τον σκοπό της, καλείται από τον Χριστό σε αυτήν τη συνεχή ανανέωση, την οποία έχει πάντοτε ανάγκη, ως ανθρώπινος και επίγειος θεσμός (§26).
Ζούμε σε ένα κόσμο που συνεχώς αλλάζει. Η Εκκλησία οφείλει να διαβάζει τα σημεία των καιρών και να ανανεώνεται διαρκώς. Άλλες οι προκλήσεις του 19ου αιώνα κι άλλες αυτές του 21ου αιώνα. Θα αναφερθώ σε μια συγκεκριμένη πρόκληση των καιρών μας λίγο αργότερα. Πρέπει να επαγρυπνούμε, να είμαστε ευαίσθητοι στα μηνύματα της εποχής όπως μάς προέτρεψε ο Κύριος: «Τα σημάδια του ουρανού και της Γης ξέρετε να τα διακρίνετε. Πώς δεν ξέρετε να διακρίνετε τα σημάδια των καιρών; (Λκ 12, 56). Κυρίως, όμως, δεν πρέπει να απορρίπτουμε κάθε εξωτερική πρόκληση ως άσχετη με την αποστολή της Εκκλησίας. Αυτό που θεωρούμε ότι προσβάλλει και δυσφημεί την Εκκλησία, μπορεί κατά βάθος να είναι μια επιτακτική και προφητική κλήση του κόσμου για την κάθαρση και τη μεταστροφή της Εκκλησίας. Ως παράδειγμα, αναφέρω το ξεμπρόστιασμα που επιφύλαξαν τα ΜΜΕ και οι κρατικοί θεσμοί στην Εκκλησία με αφορμή τις σεξουαλικές καταχρήσεις στους κόλπους της. Μας πλήγωσε όλους. Ποιος από εμάς, όμως, μέσα σ’ αυτή την αίθουσα θα προτιμούσε όλος αυτός ο βόρβορος να αναπαράγεται στα κρυφά και να καταστρέφει ζωές, φτάνει να έμενε άθικτη η εικόνα της Εκκλησίας;
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΟΛΙΚΗ, ΔΕΣΜΕΥΕΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Για τη μεταστροφή δεν πρέπει να μεριμνά μόνο η ιεραρχία. Μας λέει ο Άγιος Πατέρας: Ο επίσκοπος της τοπικής εκκλησίας οφείλει να ευνοεί τις συμμετοχικές διαδικασίες, άλλοτε οδηγώντας και άλλοτε ακολουθώντας το ποίμνιό του, ακούγοντας όλους, με σκοπό την ιεραποστολή(§31).
Από αυτή τη μεταστροφή δεν μπορεί να μείνει απ’ έξω το εκκλησιαστικό κύτταρο που είναι η ενορία. Σημειώνει ο Άγιος Πατέρας ότι «η … ανανέωση των ενοριών δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής επαρκείς καρπούς, ώστε να είναι …. προσανατολισμένες ολοκληρωτικά προς την ιεραποστολή» (§ 28). «Πώς θα το επιτύχει αυτό; Εγκαταλείποντας το στόχο της απρόσωπης γιγάντωσης και της εσωστρέφειας. Δεν είναι δείγμα υγιούς ενορίας ένα τεράστιο εκκλησίασμα που μετά το «Ευχαριστούμε τον Θεό» στο τέλος της Λειτουργίας μετατρέπεται σε ένα πλήθος αποξενωμένων ατόμων. Ακόμα και αν όλο το εκκλησίασμα κοινώνησε, το αγιότατο μυστήριο δεν ενώνει με μαγικό τρόπο ανθρώπους που θέλουν να είναι ξένοι μεταξύ τους.
Πώς γίνεται μια ενορία να αρθεί στο ύψος της ιεραποστολής ενωμένη, ως μυστικό σώμα του Χριστού; Μέσα στην ενορία υπάρχουν κοινότητες φανερές ή άτυπες, όπως οργανώσεις βάσης, εθνοτικές ομάδες, επαγγελματικές ομάδες, ηλικιακές συντροφιές, κοινότητες ψηφιακής δικτύωσης κ.ο.κ. στις οποίες αντανακλάται η πολυμορφία της κοινωνίας. Οι κοινότητες αυτές μπορούν, αν αναγνωριστούν και συσπειρώσουν τα μέλη τους, να γίνουν διπλά ωφέλιμες για την ενορία. Πρώτον ως αντίδοτο στην αποξένωση και δεύτερον μπορούν να λειτουργήσουν ως κοινότητες πρακτικής και μάθησης για την καλλιέργεια της πίστης. Η επιτυχία της κοινότητας μάθησης έγκειται ακριβώς στο ότι τα μέλη της μαθαίνουν και αναπτύσσονται επειδή έχουν κοινούς σκοπούς και μπορούν να αλληλεπιδρούν. Έτσι, η ενορία εξακολουθεί να είναι το βασικό κύτταρο του ζωντανού οργανισμού που λέγεται Τοπική Εκκλησία, αλλά για να είναι κοινωνικά ενήμερη και να έχει σφυγμό θα πρέπει (η ενορία) να αποβάλει τη μονολιθικότητά της, να ποικιλθεί, να γίνει «κοινότητα κοινοτήτων».
Έτσι, η ενορία, η εκκλησιαστική διοίκηση θα μπορέσει να συνεννοηθεί πιο εύκολα με την ευρύτερη κοινωνία. Εκεί έξω αναπτύσσονται πρωτοβουλίες, οι οποίες, αν και χωρίς κανένα θρησκευτικό πρόσημο, εμφορούνται από αξίες καθαρά Ευαγγελικές: την αλληλεγγύη, τη στήριξη του αδυνάτου, την προστασία του περιβάλλοντος, την κοινωνική ενσωμάτωση κοκ. Για τον πιστό, αυτές οι δράσεις αποδεικνύουν τη σιωπηλή ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα σε μια κατά τ’ άλλα θρησκευτικά αποχρωματισμένη κοινωνία. Οφείλουμε να αδράξουμε την ευκαιρία συνεργασίας και διαλόγου με αυτές τις κοσμικές δράσεις, να θέσουμε τις κοινότητές μας στη διάθεσή τους, για να τους βοηθήσουμε και να βοηθηθούμε από αυτές. Να τις βοηθήσουμε παρέχοντας τους ανθρώπινους, τους οικονομικούς και τους πνευματικούς μας πόρους και να βοηθηθούμε στην τεχνογνωσία της αλληλεγγύης. Δηλαδή στο πώς να δραστηριοποιούμαστε αποτελεσματικά όταν θέλουμε να βοηθήσουμε το διπλανό μας.
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ
Πώς οι νέοι δρόμοι του Ευαγγελισμού δεν θα μας οδηγήσουν σε περιπέτειες; Πώς θα μείνουμε πιστοί στο όραμα της Εκκλησίας που αγάπησε ο Χριστός; Οφείλουμε να αναστοχαζόμαστε συνεχώς την πορεία μας μελετώντας την Αγία Γραφή.
Να τη διαβάζουμε κατά μόνας μέσα σε στάση προσευχής.
Nα ακούμε τους θεολόγους όταν μάς εξηγούν το Λόγο του Θεού.
Να την ακούμε στο πλαίσιο της Θείας Λειτουργίας. Ο λόγος του Θεού που αναγγέλλεται πριν την Ευχαριστία μάς δυναμώνει για να τον μεταφέρουμε στην καθημερινή ζωή.
Να τη συζητάμε με τους κήρυκές της, με τους ιερείς και τους θεολόγους μας. Οι ιερείς μας έχουν ανάγκη να ακούνε από εμάς τους λαϊκούς την απήχηση που έχει η Αγία Γραφή στην καρδιά και στη ζωή μας. Για να μας την εξηγούν κατάλληλα κι έτσι να έχουμε μεγαλύτερη αμοιβαία ωφέλεια ως κοινότητα.
Ο λόγος του Θεού είναι μέγιστη δωρεά όπως και η Θεία Ευχαριστία, με την οποία άλλωστε συνδέεται βαθιά. Ας χαιρόμαστε γι’ αυτόν και ας τον κάνουμε να αντιλαλεί στις κοινότητές μας.
Ένας άλλος τρόπος αναστοχασμού είναι τα Συνοδικά Διατάγματα Lumen Gentium (για την Εκκλησία) και Gaudium and Spes (για το ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο) όπως ακούσαμε ήδη. Υποπτεύομαι ότι τα διατάγματα αυτά είναι άγνωστα στο μέσο Καθολικό στη χώρα μας, παρόλο που διατίθενται σε πολύ καλές μεταφράσεις. Στην πραγματικότητα, όλες οι παπικές εγκύκλιοι από το 1970 και μετά στηρίζονται πάνω σ’ αυτά. Άρα, αποτελούν ασφαλείς βάσεις για την πνευματική ανάπτυξη των πιστών. Πώς θα τα διαδώσουμε με απλά λόγια, ακόμα και αν πρόκειται να χάσουμε μέρος της θεολογικής τους ακρίβειας; Είναι ένα θέμα το οποίο θα έπρεπε να μας απασχολήσει. Πολλές από τις τριβές και παρανοήσεις που ταλανίζουν την τοπική Εκκλησία δεν θα υπήρχαν αν είχαμε ενστερνιστεί αυτές τις δογματικές διατάξεις.
ΟΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
Αξίζει να αναρωτηθούμε αν ο ευαγγελισμός θα πρέπει να έχει το ίδιο περιεχόμενο, και τις ίδιες μεθόδους και για τις τρεις ομάδες ανθρώπων: τους πιστούς, τους απομακρυσμένους και όσους αγνοούν τον Χριστό. Όσον αφορά το περιεχόμενο δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο: ο ερχομός της Βασιλείας του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού που έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε εκτελώντας πιστά το θέλημα του Πατέρα του για όλους τους ανθρώπους. Πώς θα το πούμε όμως αυτό για να ακουστεί πειστικά και δεσμευτικά; Σήμερα και οι τρεις αυτές ομάδες ιεραρχούν την κοινωνική, επαγγελματική και οικονομική αποκατάσταση πάνω από κάθε άλλη προτεραιότητα του βίου. Για να δώσω ένα παράδειγμα, πόσες χριστιανικές οικογένειες συντηρούν μια στοιχειώδη ενδοοικογενειακή πνευματική ζωή; Ασφαλώς αρκετοί τηρούν τον κυριακάτικο εκκλησιασμό και φροντίζουν ώστε τα παιδιά τους να λάβουν τα μυστήρια της χριστιανικής μύησης ως ένα συμπλήρωμα της εκπαίδευσή τους και όχι ως τη βάση για να φτιάξουν ανθρώπους. Πώς να εξηγήσει κανείς ότι από τον οικογενειακό διάλογο λείπουν συνήθως θέματα όπως η ζεστασιά της παρουσίας του Χριστού μέσα στην οικογένεια που προσεύχεται, ή η κοινωνική διάσταση της χριστιανικής ιδιότητας; Από την άλλη μεριά, προσωπικά έχω ακούσει πολλές φορές από ανθρώπους και των τριών ομάδων (πιστούς, απομακρυσμένους και κοσμικευμένους) να μιλούν για τη συμμετοχή στα μυστήρια και τις άλλες ακολουθίες της Εκκλησίας με λόγια που παραπέμπουν σε συνεδρίες γιόγκα. Λένε, για παράδειγμα, «Ηρέμησε η ψυχή μου, στη σημερινή Λειτουργία». Δηλαδή, ακόμα και πιστοί παραβλέπουν ότι η συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία είναι η συμμετοχή στο πάθος και την ανάσταση του Ιησού Χριστού, συμμετοχή σωτήρια για τους ίδιους, στο βαθμό που της επιτρέπουν να τους εμποτίζει και να μεταμορφώνει τη ζωή τους, άσχετα με τα συναισθήματα τα οποία μπορεί να γεννήσει ή να μη γεννήσει στην ψυχή μας η συγκεκριμένη τέλεσή της.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η κοσμικότητα έχει διεισδύσει οριζόντια στην ανθρωπότητα. Σε πολλές περιστάσεις της ζωής μας δίνουμε προτεραιότητα στην οικονομική ευρωστία μας, στην ψυχική μας ευφορία, στην κοινωνική ανέλιξή μας εις βάρος της συμπόρευσής μας με το Χριστό. Οι προτεραιότητες αυτές γίνονται ακόμα πιο πιεστικές όταν πρόκειται για τη διαπαιδαγώγηση της επόμενης γενιάς. Πολλοί γονείς νομίζουν ότι επιτελούν θεάρεστο έργο όταν μεταδίδουν στα παιδιά τους τον ατομικισμό και το αδίστακτο του χαρακτήρα ως προϋποθέσεις για κοινωνική ανέλιξη. Κατά κάποιο τρόπο πιστεύουν πως ό,τι κάνουν για τα παιδιά τους είναι καλώς καμωμένο. Αυτές ακριβώς τις διάχυτες κοσμικές αξίες οφείλει να αμφισβητήσει και να κλονίσει ο ευαγγελισμός στις συνειδήσεις του κόσμου, για να φέρει καρπούς. Πόσο πειστικά το κάνουμε τώρα στην προετοιμασία των μελλονύμφων, στις συζητήσεις με τους γονείς και κυρίως στο κήρυγμα; Μήπως ως ένα βαθμό έχει συμβιβαστεί και η ποιμαίνουσα Εκκλησία και κάνει πως αγνοεί αυτές τις διάχυτες κοσμικές αξίες, προκειμένου να μη συγκρουσθεί με τους χλιαρούς πιστούς;
Ειδικά για την ομάδα των απομακρυνθέντων, όμως, θα πρέπει να συλλογιστούμε ποιες είναι οι αιτίες για την απομάκρυνσή τους, μήπως ανακαλύψουμε κάποια λάθη που κάνουμε απέναντί τους. Γράφει ο Αγ. Πατέρας σχετικά: «Ορισμένες αιτίες της διακοπής (της μετάδοσης της πίστεως από γενιά σε γενιά) είναι: η απουσία διαλόγου μέσα στην οικογένεια, η επιρροή των μέσων επικοινωνίας, ο σχετικιστικός υποκειμενισμός, ο ξέφρενος καταναλωτισμός τον οποίο διεγείρει η αγορά, η έλλειψη ποιμαντικής συνοδείας των φτωχότερων, η έλλειψη μιας εγκάρδιας υποδοχής μέσα στους θεσμούς μας» (§70).
ΕΝΑΣ ΑΝΑΣΧΕΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
Κλείνοντας, θα ήθελα να επεκταθώ σε μια σκέψη της αποστολικής παραίνεσης, σύμφωνα με την οποία. «κάποιοι επιστήμονες προχωρούν πέρα από το σαφές αντικείμενο της ειδικότητάς τους και ξανοίγονται σε ισχυρισμούς ή συμπεράσματα, που ξεπερνούν το καθαρά επιστημονικό πεδίο. Στην περίπτωση αυτή, αυτό που προτείνουν δεν είναι η λογική, αλλά μια ορισμένη ιδεολογία, που κλείνει τον δρόμο σε ένα αυθεντικό, ειρηνικό, και καρποφόρο διάλογο» (§243). Φοβάμαι ότι αυτή η ρωγμή στο διάλογο μεταξύ πίστης και επιστήμης είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, ένας μεγάλος αριθμός σύγχρονων επιστημόνων και στοχαστών έχουν αποδοθεί σε ένα αγώνα δυσφήμισης της πίστης, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, ύπουλα. Δεν θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτή τη στιγμή. Αυτή η φουρνιά επιστημόνων και στοχαστών, που έχουν κάνει σημαία τους την αθεΐα και τον αγνωστικισμό, βρίσκουν εύφορο έδαφος στα media και διαφημίζονται από τους σύγχρονους γκουρού του κυβερνοχώρου. Η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη και απειλεί άμεσα τον Ευαγγελισμό με ακύρωση. Θα έλεγα ότι είναι η πλέον ύπουλη και γενική αιτία από-ευαγγελισμού στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και στην ελληνική. Η «επιστημονική αμφισβήτηση» ξεκινάει το έργο της από τη διανόηση, και προχωρά και στην υπόλοιπη κοινωνία, αφού η επιστήμη και η διανόηση διαθέτει κύρος και αυθεντία. Αυτή η αλυσιδωτή αντίδραση εξελίσσεται επειδή δεν υπάρχει τεκμηριωμένος αντίλογος. Κι εδώ εντοπίζονται οι δικές μας ευθύνες. Δεν βγαίνουμε μπροστά (1) για να καταδείξουμε τις επιστημολογικές αστοχίες τις οποίες διαπράττουν οι ακτιβιστές της αθεΐας (2) για να αναδείξουμε τη μεγάλη χορεία των επιστημόνων και διανοητών οι οποίοι μένουν πιστοί στο βάπτισμά τους και το δηλώνουν ευθαρσώς και (3) για να προτείνουμε ένα εποικοδομητικό πλαίσιο διαλόγου μεταξύ πίστης και επιστήμης, το οποίο τιμά τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά τα θέτει στην υπηρεσία του ανθρώπου (§133-134). Το θεωρητικό μας υπόβαθρο είναι πλούσιο, τόσο από τα διατάγματα της Β΄ Βατικανής Συνόδου, όσο και από τις παπικές εγκυκλίους, ανάμεσα στις οποίες η εγκύκλιος του Ιωάννη Παύλου Β΄ «Fides et Ratio» κατέχει περίοπτη θέση. Το θέμα μάς αφορά άμεσα. Ως τοπική Εκκλησία οφείλουμε να βγούμε μπροστά αρθρώνοντας τόσο αποφατικό όσο και καταφατικό λόγο. Όχι μόνο στις εκκλησιές και στις συνάξεις μας, αλλά και στον τύπο, στην τηλεόραση, εκεί ακριβώς που κάνει θραύση η δυσφήμιση της πίστης. Και να μη φοβόμαστε: «μην αγωνιάτε για το τι θα πείτε, γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας φωτίσει εκείνη τη στιγμή τι θα πρέπει να πείτε» (Λουκ. 12, 11-12).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τελικά τι εννοεί η Εκκλησία όταν μας καλεί σήμερα να αλλάξομε νοοτροπία και πράξη και να επιδοθούμε σε έναν ευαγγελισμό που τον ονομάζει νέο;
Εάν ο εφημέριος θελήσει να εφαρμόσει έναν ευαγγελισμό, όσοι είναι απομακρυσμένοι από την Εκκλησία θα πουν: «Έχω βαρεθεί την Εκκλησία. Δεν μπορώ να ακούω τα ίδια και τα ίδια». Αλλά και όσοι εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή θα πουν: «Δεν έχω χρόνο για παραπάνω. Έχω την πίστη μου. Μου φτάνει όσα ακούω στην κυριακάτικη Λειτουργία». Όσα μας έλεγε λοιπόν ο Πάπας για ευαγγελισμό αυτών που είναι κοντά στην Εκκλησία και αυτών που έχουν απομακρυνθεί, πάνε περίπατο. Με αυτό το πνεύμα κανείς δεν θα ανταποκριθεί. Πώς θα γίνει λοιπόν ο νέος ευαγγελισμός;
Αυτά δείχνουν ότι σε ένα μεγάλο βαθμό μέσα στην ενορία έχομε μείνει σε πρακτικές που έχουν γίνει βαρετές. Και μας λέει ο Πάπας στη Χαρά του Ευαγγελίου: «Ο Ιησούς Χριστός μπορεί να καταργήσει τα βαρετά σχήματα» (11). Πώς θα γίνει αυτό;
Μας λέει: «Δεν μπορούμε να παραμένουμε ήσυχοι, με μια παθητική αναμονή μέσα στους ναούς. Είναι αναγκαίο να περάσουμε από μια ποιμαντική απλής συντήρησης (της πίστεως) σε μια σαφώς ιεραποστολική ποιμαντική» (15). «Είναι ζωτικό να βγει η Εκκλησία για να αναγγείλει το Ευαγγέλιο σε όλους» (23). «Ας τολμούμε λίγο περισσότερο να παίρνουμε πρωτοβουλίες» (24).
Και καταλήγει ο Πάπας: «Η Εκκλησία αυξάνεται δια της προσέλκυσης» (14). Ο Ευαγγελισμός λοιπόν, για να είναι ευαγγελισμός, θα πρέπει αυτό που προτείνομε, ο τρόπος με τον οποίο αποφασίζομε μέσα στην ενορία να κάνομε ευαγγελισμό, πρέπει να ελκύει. Οφείλομε λοιπόν να αναζητήσομε τρόπους που να ελκύουν και να ανταποκρίνονται στη δίψα του σημερινού ανθρώπου, που είναι μπουχτισμένος από πολλά.
Όμως αυτό μας το έχει πει ο Πάπας από το έτος 2013. Εμείς τι κάνομε στις ενορίες; Ψάχνομε ακόμα τρόπους; Και πότε θα τους βρούμε; Εντωμεταξύ οι γέροι πεθαίνουν, οι ενήλικοι γίνονται γέροι, οι νέοι χάνονται από την Εκκλησία, και τα παιδιά του κατηχητικού μόλις τελειώσουν φεύγουν από την ζωή της ενορίας.
Ως πότε θα ψάχνομε; Πότε θα αποφασίσομε να δοκιμάσομε τρόπους νέου Ευαγγελισμού; Κι αν μέχρι τώρα δεν τους έχομε βρει, τι μας εγγυάται ότι θα τους βρούμε; Μήπως πρέπει να ανοίξομε τις κεραίες της ενορίας για να επωφεληθούμε από εμπειρίες άλλων μέσα στην Εκκλησία;