Στις 6 Ιανουαρίου γιορτάσαμε τα Θεοφάνια, τη φανέρωση του Χριστού στους ειδωλολάτρες με την προσκύνηση των Μάγων. Με τα Θεοφάνια η Εκκλησία γιόρταζε από αιώνες το γεγονός ότι τα ειδωλολατρικά έθνη γνώρισαν τον Σωτήρα Χριστό, πίστεψαν, βαφτίστηκαν, και έγιναν ο νέος λαός του Θεού, η Εκκλησία. Εμείς είμαστε οι απόγονοι εκείνων των ειδωλολατρών, που έγιναν χριστιανοί και γιόρταζαν τα Θεοφάνια ως τη δική τους γιορτή.
Σήμερα η κατάσταση της Εκκλησίας έχει αλλάξει. Μας γράφει πράγματι ο Πάπας Φραγκίσκος, μαζί με τη Σύνοδο των Επισκόπων 2012, την πικρή αλήθεια: «κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μέσα στον καθολικό λαό, παρουσιάστηκε μια διακοπή στην “από γενεά σε γενεά” μετάδοση της χριστιανικής πίστεως» (ΧτΕ, αρ.70). Δηλαδή οι σημερινοί ιερείς και οι σημερινοί γονείς δεν κατορθώνομε να μεταδώσομε στους νεότερους την πίστη που λέμε ότι παραλάβαμε, παρά μόνο σε μειωμένο βαθμό.
Γι’ αυτό παρατηρούμε ότι όλο και περισσότερο αυξάνουν οι βαφτισμένοι (νέοι, μεσήλικοι, ηλικιωμένοι) που δεν εκκλησιάζονται, δηλαδή που δεν νιώθουν την ανάγκη να συναντούν τον Σωτήρα τους Χριστό. Επίσης πολλοί γονείς θεωρούν βάρος το να οδηγούν τα παιδιά τους στην κατήχηση, και μόλις αυτά λάβουν τα Μυστήρια Χρίσμα και Κοινωνία, αποσύρουν τα παιδιά τους από την ενορία, για να εμφανιστούν πάλι όταν θα παντρευτούν.
Οι περισσότεροι βαφτισμένοι δεν λατρεύουν τον Θεό, δεν προσεύχονται, δεν ακούνε, δεν διαβάζουν και δεν μελετούν την Αγία Γραφή, δεν ενισχύονται με τα Μυστήρια ώστε να έχουν τη δύναμη να τηρούν το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό η πνευματική τους ζωή δεν τροφοδοτείται, και σιγά-σιγά πεθαίνει! Παρασύρονται από το περιβάλλον, που δεν είναι πλέον χριστιανικό. Και εφόσον δεν διαποτίζονται από το πνεύμα του Ευαγγελίου, διαποτίζονται αναγκαστικά από το πνεύμα του κόσμου.
Αυτό η Εκκλησία (τόσο η Καθολική όσο και η Ορθόδοξη) το ονομάζει εκκοσμίκευση: δηλαδή είναι βαφτισμένοι, αλλά αντί να ζουν χριστιανικά, ακολουθούν το πνεύμα του κόσμου. Ακολουθούν το πνεύμα του περιοδικού, της τηλεόρασης, των νόμων που ψηφίζουν οι βουλευτές, τις θεωρίες που διδάσκουν πολλοί δάσκαλοι και καθηγητές, τη συμπεριφορά των φίλων τους, τη νοοτροπία των αντρόγυνων που δεν ζουν τον γάμο τους με βάση το Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία σήμερα αποτελείται από βαφτισμένους, που οι περισσότεροι συμβιβάζονται με το πνεύμα του κόσμου και απορρίπτουν αυτό που λέει ο Χριστός: «Μπείτε από τη στενή πύλη. Διότι είναι πλατιά η πύλη και ευρύχωρος ο δρόμος που οδηγεί στην απώλεια και είναι πολλοί εκείνοι που μπαίνουν απ’ αυτήν. Πόσο στενή είναι η πύλη και δύσκολος ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή και είναι λίγοι εκείνοι που τη βρίσκουν!» (Μτ.7,13-14).
Ο Ιησούς Χριστός λέει στην Εκκλησία του: «Εσείς είστε το φως του κόσμου. Δεν μπορεί να κρυφτεί μια πόλη χτισμένη στο βουνό». Δυστυχώς, είναι φανερό ότι στην εποχή μας δεν είμαστε ΦΩΣ τόσο δυνατό ώστε να προσελκύομε τους απομακρυσμένους χριστιανούς. Πόσο μάλλον να προσελκύομε τους αβάφτιστους. Την αποστολή που μας αναθέτει ο Χριστός, να είμαστε το φως του κόσμου, ΔΕΝ την εκπληρώνομε. Δεν είμαστε η Εκκλησία όπως τη θέλει ο Χριστός. Πρέπει να ξαναγίνομε Εκκλησία ιεραποστολική, που να ευαγγελίζεται τους ανθρώπους της εποχής της.
Τελικά, τι γιορτάζομε με τα Θεοφάνια;
Το γεγονός ότι είμαστε η Εκκλησία που σχηματίστηκε κάποτε από πρώην ειδωλολάτρες; ή μάλλον μια Εκκλησία που βλέπει τα παιδιά της να ξαναγίνονται ειδωλολάτρες; Χωρίς να ξεχνάμε τους εκκλησιαζόμενους (ας πούμε το 20%), εάν κοιτάξομε ρεαλιστικά το υπόλοιπο 80% θα δούμε ότι συμβαίνει μάλλον το δεύτερο.
Μήπως θα έπρεπε να σταματήσομε για μερικές δεκαετίες να γιορτάζομε τα Θεοφάνια, ως φανέρωση του Χριστού στους ειδωλολάτρες Μάγους και στους ειδωλολάτρες προγόνους μας; Μήπως θα έπρεπε να επαναφέρομε τα Θεοφάνια όταν θα έχομε αρχίσει να ευαγγελιζόμαστε πάλι όσους απομακρύνθηκαν από τον Χριστό; Το σωστό είναι να συνεχίσομε να εορτάζομε τα Θεοφάνια, αλλά να ξυπνήσομε! Να μη θριαμβολογούμε για τη δήθεν ζωντάνια της πίστεώς μας, αλλά να τα γιορτάζομε ως κίνητρο για να επιδοθούμε επιτέλους στον νέο ευαγγελισμό, ο οποίος «δεν επιδέχεται πλέον αναβολή» (ΧτΕ, 27).
Οι Ποιμένες της Εκκλησίας, Πάπας και Επίσκοποι, μας λένε πράγματι κατά τις τελευταίες δεκαετίες ότι είναι απόλυτη ανάγκη να ξαναγίνομε Εκκλησία ιεραποστολική, οι ενορίες μας να εγκαινιάσουν μια ποιμαντική ευαγγελισμού. Και μάλιστα μας προσδιορίζουν ότι αυτή η δράση ευαγγελισμού, πρέπει να στραφεί προς τρεις ομάδες ανθρώπων: αυτούς που εκκλησιάζονται τακτικά (εμάς), αυτούς που εκκλησιάζονται σπάνια, και αυτούς που δεν γνωρίζουν τον Σωτήρα Χριστό.
Τον νέο ευαγγελισμό λοιπόν, έχομε ανάγκη να τον αρχίσομε από τον εαυτό μας, και να μην επαναπαυόμαστε λέγοντας: «μα εγώ είμαι τακτικός στην εκκλησία». Εάν αρκούσε η κυριακάτικη Λειτουργία, τότε η πίστη θα μεταδιδόταν στις επόμενες γενεές. Αφού δεν μεταδίδεται, σημαίνει ότι λείπει κάτι ουσιαστικότερο: η διαπαιδαγώγηση της πίστεως. Και αυτή την ανάγκη η Εκκλησία την επαναλαμβάνει συνεχώς κατά τα τελευταία χρόνια.
Σε τι σημείο όμως βρισκόμαστε; Πόσο έχομε προχωρήσει, εφημέριοι και ενορίτες, τον νέο ευαγγελισμό στις ενορίες μας;
Πριν δύο μήνες, στις 20-11-2016, ο Πάπας Φραγκίσκος με την Επιστολή του «Έλεος και ελεεινή» μας έγραψε ότι καλούμαστε να πραγματοποιήσουμε μια ποιμαντική μεταστροφή: «Οι κοινότητές μας, θα μπορέσουν να παραμείνουν ζωντανές και δυναμικές στο έργο του νέου ευαγγελισμού, στο βαθμό που η «ποιμαντική μεταστροφή» την οποία καλούμαστε να πραγματοποιήσουμε θα διαμορφώνεται καθημερινά από την ανανεωτική δύναμη της ευσπλαχνίας. Ας μην περιορίζουμε τη δράση μας. Ας μη στενοχωρούμε το Πνεύμα, που δείχνει πάντοτε νέους δρόμους για να διανύσουμε προκειμένου να φέρουμε σε όλους το Ευαγγέλιο της σωτηρίας» (αρ.5).
Όσο δεν αλλάζομε ποιμαντική στις ενορίες, και δεν φέρνομε σε όλους το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, «στενοχωρούμε το Άγιο Πνεύμα», μας λέει ο Πάπας. Πώς μπορούμε λοιπόν να εορτάζομε τα Θεοφάνια νωχελικά, λες και όλα πάνε καλά!
Εάν δεν πραγματοποιήσομε την «ποιμαντική μεταστροφή» στις ενορίες, τα χρόνια θα περνούν, εμείς θα εορτάζομε «γεροντικά» τα Θεοφάνια, σαν γέροντες που θυμούνται με νοσταλγία τα παλιά: την πίστη που μας μετέδωσαν οι πρόγονοί μας, αλλά στο σήμερα θα γιορτάζομε μια εορτή κούφια, χωρίς σύνδεση με τη σκληρή πραγματικότητα, χωρίς ικανότητα να μαρτυρούμε την πίστη μας.
Είναι απόλυτη ανάγκη να προσγειωθούμε, να μην τελούμε νοσταλγικά τις εορτές, να μη θυμόμαστε μόνο ότι κάποιοι μας μετάδωσαν την πίστη.
Η εποχή μας είναι διαφορετική και η πίστη, ευτυχώς, δεν μεταδίδεται πια από κοινωνική παράδοση. Είναι απόλυτη ανάγκη να αρχίσομε να καλλιεργούμε την πίστη μας με τρόπο που να γίνομε κι εμείς ικανοί να τη μεταδίδομε στις επόμενες γενεές.
Μόνο έτσι θα μπορούμε να ζούμε τα Θεοφάνια και στο 2017!
† Σεβαστιανός, αρχιεπίσκοπος