Εκκλησία: να ξεπεράσουμε το «έτσι κάναμε πάντοτε»
19 Νοεμβρίου 2019 / του Massimo Nardello
Φαίνεται ευνόητο ότι, για να αναπτύξουμε ένα θεολογικό στοχασμό για τη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, πρέπει να ξεκινήσουμε από την ιδανική της ταυτότητα, έτσι όπως μαρτυρείται στην Αγ. Γραφή και στην ευρύτερη Παράδοση της πίστεως, και μετά να αναρωτηθούμε ποιες διαδικασίες πρέπει να ενεργοποιήσουμε για να πλησιάσουμε σ’ αυτό το πρότυπο τη συγκεκριμένη μορφή και τα στυλ (ύφος) των χριστιανικών κοινοτήτων.
Μια διαδρομή σε στάδια
Ο θεολόγος Yves Congar, όμως, μας καλεί να θέσουμε πριν από αυτή τη διαδρομή ορισμένες παρατηρήσεις σε ένα θέμα το οποίο φαινομενικά δεν είναι σημαντικό για την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο ο Θεός ενεργεί μέσα στην ιστορία της σωτηρίας. Γράφει το εξής: «Αυτή η κίνηση [που πηγαίνει από τον Αβραάμ προς την ουράνια πολιτεία] πραγματοποιείται σε στάδια, στη διάρκεια μιας εξέλιξης που συνεπάγεται πραγματοποιήσεις διαδοχικές και προοδευτικές. […] Υπάρχει διαρκώς ο κίνδυνος ένα στάδιο που πραγματοποιήθηκε, να αρνείται να αφήσει τη θέση του σε άλλο, η ομάδα ή οι άνθρωποι που έχουν την παρακαταθήκη της υπόσχεσης, την παρακαταθήκη του σπέρματος και του μέλλοντός του, να προσκολλώνται σαν σε κάτι αμετάβλητο και οριστικό, στις μορφές με τις οποίες η ζωντανή ιδέα εμφανίζεται σήμερα πραγματοποιημένη, και τις οποίες, όμως, ο ίδιος ο δυναμισμός του σπέρματος και της υπόσχεσης απαιτεί να υπερβούμε» (Yves Congar, Vera e falsa riforma nella Chiesa, Milano 1972, 112).
Επομένως, σύμφωνα με τον Congar, το σχέδιο σωτηρίας που πηγαίνει από τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπου μέχρι την ουράνια Ιερουσαλήμ πραγματοποιείται σε στάδια. Ο Θεός είναι σαν ένας σοφός παιδαγωγός που δεν ζητάει από την Εκκλησία του και από όλη την ανθρωπότητα το απολύτως καλύτερο, αλλά μόνο αυτό που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν και να δώσουν σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, δηλαδή σε ένα στάδιο της διαδρομής τους.
Έπειτα όμως αυτό το στάδιο ακολουθείται από κάποιο άλλο, δηλαδή μπαίνομε σε μια νέα κατάσταση, με την έννοια ότι οι απαιτήσεις του Θεού αναπτύσσονται. Το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο συνεπάγεται μια ασυνήθιστη αλλαγή, που στο παρελθόν δεν ήταν κατορθωτή ούτε απαιτείτο.
Η μεταρρύθμιση της Εκκλησίας συνίσταται ακριβώς στο να κάνομε αυτό το ανώμαλο πήδημα, αυτό το πολύπλοκο πέρασμα, που ενίοτε φέρνει αναστάτωση, από το ένα στάδιο στο άλλο. Το θέμα δεν είναι απλώς να εγκαταλείψομε κάποια κακά στυλ και να αναπτυχθούμε στην αρετή, αλλά να εισέλθουμε σε μια πιο βαθιά κατανόηση του Ευαγγελίου και επομένως να εισαγάγουμε αλλαγές στη μορφή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων που ήταν απρόβλεπτες στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για πιστότητα της Εκκλησίας στον Θεό με απόλυτους όρους, αλλά πάντα σε σχέση με μια συγκεκριμένη στιγμή και χώρο της ύπαρξής της.
Σε αναλογία με την ατομική διαδρομή των ανθρώπων, ακόμη και μια χριστιανική κοινότητα μπορεί να κληθεί να κάνει επιλογές που στο παρελθόν δεν θα ήταν δικαιολογημένες. Με λίγα λόγια, εάν υπάρχουν προφανείς καινοτομίες που διαστρεβλώνουν τη χριστιανική εμπειρία, υπάρχουν άλλες που εκφράζουν επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο να είναι κανείς πιστός στον Θεό κατά την παρούσα στιγμή.
Όπως αποκαλύπτει ο Congar, όμως, όχι σπάνια οι πιστοί τείνουν να θεωρούν οριστική και αμετάβλητη εκείνη την κατανόηση του χριστιανισμού και εκείνη τη μορφή Εκκλησίας την οποία αυτοί ακολούθησαν. Θα ήθελαν επομένως να έμενε η Εκκλησία προσκολλημένη στο «δικό τους» στάδιο, ας το πούμε έτσι, και να μην προχωρήσει παραπέρα. Με άλλα λόγια, ταυτίζεται κανείς με μια μορφή πολύ συγκεκριμένη και περιορισμένη χριστιανικής εμπειρίας, φτιαγμένης με κάποιο τρόπο έκφρασης, με συγκεκριμένες δομές («η εκκλησία μου», «το ορατόριό μου» κλπ.), με ειδικές μορφές ευλάβειας, και ούτω καθεξής. Αλλά και οι ποιμένες επίσης μπορούν να απολιθωθούν σε ένα κάποιο τρόπο άσκησης ποιμαντικής, ακόμη και αν αυτή δεν λειτουργεί πλέον από καιρό.
Συνήθως αυτά τα πρόσωπα αντιδρούν έντονα εμπρός στην πρόταση να δεχτούμε αλλαγές, διότι βλέπουν σ’ αυτό ένα είδος απαξίωσης των όσων πίστεψαν και βίωσαν για πολλά χρόνια. Στην πραγματικότητα, το να θέτουμε υπό αμφισβήτηση συγκεκριμένα ποιμαντικά στυλ, δεν σημαίνει ότι τα θεωρούμε λανθασμένα, αλλά απλά ότι ανήκουν σε ένα στάδιο που έχει πλέον ξεπεραστεί μέσα στο σχέδιο του Θεού.
Ποιμαντικές υποτροπές
Για να απλοποιήσουμε αυτές τις θεωρήσεις, μπορούμε να τις εφαρμόσουμε σε δύο ποιμαντικούς προβληματισμούς. Πριν απ’ όλα οι ιδέες του Congar μπορούν να μας βοηθήσουν να έχουμε κάποια επιφύλαξη στο να προτείνομε την ευλάβεια προς τους Αγίους. Εάν αυτές οι υποδειγματικές μορφές βιώθηκαν σε περασμένες εποχές, θα παραμείνουν για πάντα παραδείγματα αρετής, αλλά δεν θα μπορέσουν αναγκαστικά να αποτελέσουν ένα πρότυπο ζωής που πρέπει να το επαναλάβουμε σήμερα σε όλες τις όψεις του δικού τους στυλ, διότι αυτές έζησαν σε ένα διαφορετικό στάδιο της εκκλησιαστικής πορείας. Ένας ιερέας, για παράδειγμα, μπορεί να βρει στον εφημέριο του Αρς ή στον Άγ. Ιωάννη Μπόσκο αθάνατα παραδείγματα πιστότητας στον Θεό, αλλά δεν θα μπορέσει να περπατήσει βήμα-βήμα στα δικά τους πνευματικά και ποιμαντικά στυλ, από τη στιγμή που εκείνο το οποίο ζητούσε ο Θεός από την Εκκλησία Του όταν ζούσαν αυτοί οι άγιοι – το στάδιο που εκείνοι έπρεπε να ενσαρκώσουν – είναι πιθανόν διαφορετικό από αυτό που ζητάει σήμερα από τις χριστιανικές μας κοινότητες.
Αυτό θέτει ένα πρόβλημα πολύπλοκο για τα Ιδρύματα αφιερωμένης ζωής και τις Ενώσεις ιεραποστολικής ζωής, τα οποία διαφυλάσσουν ένα χάρισμα που οφείλεται σε έναν ιδρυτή ο οποίος έζησε σε ένα στάδιο ξεπερασμένο πλέον μέσα στο θεϊκό σχέδιο. Αν κάθε αληθινό χάρισμα μπορεί σίγουρα να διανύσει πολλά στάδια, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να βιωθεί με τους ίδιους όρους του παρελθόντος. ●●●