Ο τίτλος του πολιτικού κινηματογραφικού έργου του Κώστα Γαβρά «Ζ», αποδόθηκε σε κάποιες ευρωπαϊκές γλώσσες ως «Ζ, όργιο της εξουσίας». Αυτή η διατύπωση, «όργιο της εξουσίας» χαρακτηρίζει και ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας. Πόλεμοι, επαναστάσεις, αφάνταστη βία, απίστευτη αδικία… Βέβαια, αναφερόμαστε στην κατάχρηση της εξουσίας κυρίως από τους κυβερνόντες τα έθνη. Ας θυμηθούμε αυτά που συνέβησαν μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ και πιο πρόσφατα στη Βραζιλία ή ακόμα τη διαχρονική και άγρια κόντρα μεταξύ των κομμάτων, πάντα για τον έλεγχο της εξουσίας.
Κατέχει κάποιαν αλήθεια ο ισχυρισμός του François René de Chateaubriand: «Οι θεσμοί περνούν από τρεις περιόδους: εκείνη των υπηρεσιών, εκείνη των προνομίων, εκείνη των καταχρήσεων». Η κατάχρηση εξουσίας μπορεί να συμβεί σε όλες τις καταστάσεις και σε όλες τις δομές ακόμα και στην Εκκλησία. Σε αυτήν την περίπτωση η εξουσία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυτοπροβολή, για ιδιοτέλεια και για προνόμια. Έχει συμβεί, όταν κάποιοι (κληρικοί ή λαϊκοί) που έτυχε να αναλάβουν, έστω και μια ελάχιστη υπευθυνότητα μέσα στην Εκκλησία, αρχίζοντας από τις Ενορίες στις διάφορες δομές της, τότε η συμπεριφορά τους να αλλάζει. Παρατηρούμε σε αυτούς κάποια αλαζονεία στη διαγωγή τους, πιστεύουν πως είναι απαραίτητοι και γίνεται δύσκολη η συνεργασία μαζί τους…
Όλα αυτά συμβαίνουν καθώς, σχετικά με τον όρο «εξουσία», υπάρχει μία σύγχυση μέσα στη Εκκλησία, στην οποία ανήκουμε όλοι οι χριστιανοί. Πράγματι δεν πρόκειται για την κοσμική εξουσία αλλά γι’ αυτήν που μας άφησε ως παρακαταθήκη ο Ιησούς με τα παραδείγματά του, πλένοντας, ως δούλος, τα πόδια των Αποστόλων. (Βλ. Ιωάννης 13, 4 -17). Πρόκειται για το παράδειγμα εκείνο που θα έπρεπε να αποτελέσει το γνώρισμα κάθε χριστιανού: η διακονία, ως υπηρεσία και ανιδιοτελής προσφορά αγάπης.
Η εξουσία στην Εκκλησία διαφέρει απόλυτα από την εγκόσμια, που την ασκούν με τη χρήση της βίας και της δύναμης. Είναι εξουσία μόνο και εφόσον επαγγέλλεται τον Λόγο του Θεού, που είναι «δύναμη Θεού». Ο σκοπός της εξουσίας αυτής είναι η σωτηρία του ανθρώπου, γι’ αυτό εκείνοι που την ασκούν μέσα στην Εκκλησία δεν μπορούν να επιβληθούν με εξωτερικές πιέσεις, διότι ο άνθρωπος δέχεται την εξουσία αυτή εσωτερικά, στο πλαίσιο της ελευθερίας του πνεύματος, καθαρά από αγάπη.
Ο Χριστός παροτρύνει τους μαθητές του να μην επιτρέψουν να συμβεί με αυτούς όπως συμβαίνει με τους «βασιλείς των εθνών» που καταδυναστεύουν τους υπάκουούς τους, αλλά «εκείνος που είναι ανώτερος ανάμεσά σας, να γίνεται όπως ο μικρότερος. Και εκείνος που ηγείται όπως εκείνος που υπηρετεί» (Λουκάς, 22,26). Όταν η διακονία στην Εκκλησία εκλαμβάνεται ως εξουσία, η εκκοσμίκευση είναι δεδομένη, δηλαδή οι «άνθρωποι ης Εκκλησίας» συμπεριφέρονται ως «εθνικοί», δηλαδή ως μη χριστιανοί.
Η Καινή Διαθήκη για να καθορίσει την αποστολή και τα χαρίσματα των μαθητών στην Εκκλησία, μεταχειρίζεται συχνά ακριβώς τη λέξη «διακονία» (Εβραϊκά «αβόντα»), που προφανώς σημαίνει «υπηρεσία». Η χριστιανική διακονία δεν περιορίζεται στη φιλανθρωπία, αλλά έχει ένα πιο βαθύ νόημα. Την κατέχει μια δική της δυναμική κι ένας δικός της νόμος, που τείνει να οδηγήσει αυτή τη «διακονία» σ’ ένα ολοκληρωτικό δόσιμο προς την κοινότητα των χριστιανών και προς την Εκκλησία. Αυτό το «δόσιμο» των χριστιανών θα αποτελέσει την ουσία της εκκλησιαστικής κλήσης μέσα στην κοινότητα.
Μέσα στην Εκκλησία, που είναι «μυστήριο κοινωνίας», ο κάθε βαπτισμένος είναι καλεσμένος να συμβάλει, με κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα που του χορηγεί το Άγιο Πνεύμα, στην ανοικοδόμηση της χριστιανικής κοινότητας. Τα χαρίσματα που μας δίνονται δεν αποτελούν δική μας κληρονομία, δεν χορηγούνται για το δικό μας συμφέρον, αλλά για το καλό του Σώματος που είναι η Εκκλησία. (Βλ. Α’ Κορινθίους, 12, 8-10· 28-30). Γι’ αυτό, κάθε φορά που κάποιος ή κάποιοι σφετερίζονται αυτά τα χαρίσματα ή διακονήματα, αντί να συμβάλλουν στην ανοικοδόμηση της Εκκλησίας, πληγώνουν τη ζωτικότητά της.
Εκτός από τα κοινά, για όλους τους χριστιανούς χαρίσματα, υπάρχουν και τα ειδικά χαρίσματα ή λειτουργήματα. Εκείνος που καλείται από το Θεό σε ένα τέτοιο λειτούργημα, πρέπει να ζει μέσα στον κόσμο απαλλαγμένος από συμφέροντα και να είναι συνεχώς προσκολλημένος στον Χριστό, τον μοναδικό Κύριο του κόσμου και μοναδική πηγή των διακονημάτων. Γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Αυτός [ο Θεός] όρισε μερικοί να είναι απόστολοι, άλλοι προφήτες, άλλοι ευαγγελιστές, άλλοι ποιμένες και διδάσκαλοι, για να καταστήσει ικανούς τους αδελφούς να εκπληρώσουν τη διακονία, για την οικοδομή του σώματος του Χριστού» (Εφ. 4,11-12).
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε μια παραίνεση του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης: «‟Δεν ήλθα για να με υπηρετούν, αλλά για να υπηρετήσω”, λέει ο Κύριος. Εκείνοι που έχουν αναλάβει την καθοδήγηση των άλλων, πρέπει να καυχώνται για το αξίωμά τους σαν να τους έχει ανατεθεί η υπηρεσία να πλένουν τα πόδια των αδελφών» (4η Παραίνεση). Θ