Αγίου Διονυσίου
3 Οκτωβρίου 1019
Ο Απόστολος των Εθνών, οδηγούμενος από το Πνεύμα το Άγιο, αφού είχε κηρύξει το λόγο του Θεού σε πόλεις της Μακεδονίας, έφθασε μαζί με μερικούς συνεργάτες του και στα ιερά αυτά χώματα, επιθυμώντας πολύ να κηρύξει το ευαγγέλιο στο “κλεινόν άστυ” των Αθηνών.
Περπατώντας μέσα στους δρόμους της πόλεως και κυρίως συζητώντας στην Αγορά, διαπίστωνε καθημερινά πόσο μεγάλη ανάγκη είχαν οι αθηναίοι να ακούσουν την καλή αγγελία της σωτηρίας. Έβλεπε πόση δεισιδαιμονία επικρατούσε μεταξύ των κατοίκων, πόσα είδωλα υπήρχαν, πόσοι βωμοί αφιερωμένοι σε διάφορους “θεούς”.
Και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο Παύλος άρχισε να “ευαγγελίζεται τον Ιησού και την ανάσταση”. Το κήρυγμά του δημιούργησε απορίες στους αθηναίους. Κι όταν τον κάλεσαν να μιλήσει στον Άρειο Πάγο, όπως ακούσαμε στο Πρώτο Ανάγνωσμα, έλαβε αφορμή από την επιγραφή που είχε δει σε ένα βωμό, για να αναγγείλει στους ακροατές του το Θεό που αγνοούσαν, τον ένα και μόνο αληθινό Θεό, πλάστη του ουρανού και της γης, και τον Ιησού Χριστό τον Υιό Του, ο οποίος, με την ανάστασή του από τους νεκρούς έγινε ο Λυτρωτής και Σωτήρας του κόσμου και ο κριτής ζώντων και νεκρών.
Τα αποτελέσματα του κηρύγματος δεν ήταν λαμπρά, όπως ίσως θα περίμενε ο Παύλος. Όμως ο σπόρος του λόγου είχε πέσει στην αττική γη. Και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος η μικρή τότε χριστιανική κοινότητα ρίζωσε βαθειά, αντιμετώπισε διάφορες αντιξοότητες διαμέσου των αιώνων, αλλά αναπτύχθηκε και ζει μέχρι σήμερα.
Στην αρχή, οι πρώτοι συνεργάτες του Παύλου, κατόπιν οι διάδοχοί τους, συνέχισαν το έργο του και το συνεχίζουν μέχρι τώρα, διότι ανά τους αιώνες η αγία Εκκλησία δεν έπαψε να κηρύττει τον Ιησού και την ανάσταση.
Σήμερα, αν ρίξουμε μια ματιά στην πόλη των Αθηνών, θα διαπιστώσουμε και μεις, σαν τον Παύλο, ότι “η πόλη είναι γεμάτη από είδωλα”. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τα είδωλα της εποχής του Αποστόλου (αν και αυτά επανεμφανίζονται από μια ομάδα συμπολιτών μας), αλλά για τα νέα είδωλα, που προσκυνεί ο σημερινός κόσμος, συχνά κάτω από το μανδύα του Χριστιανισμού. Και δεν χρειάζεται να κοπιάσουμε για να δούμε ποιά είναι τα είδωλα τα σημερινά: αρκεί να περιπατήσουμε και μεις λίγο μέσα στην πόλη, στους δρόμους και στις πλατείες της, να δούμε τις διάφορες βιτρίνες των καταστημάτων, τις αναρτημένες διαφημίσεις, τους μικροπωλητές στις γωνίες πεζοδρομίων, ή να συζητήσουμε με κάποιο συμπολίτη μας.
Ζούμε μέσα σ’ένα νεοειδωλολατρικό περιβάλλον:
-τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, που επηρεάζουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, παρουσιάζουν συνεχώς το κακό ως καλό, το παράνομο ως νόμιμο, το ανήθικο ως ηθικό, και δηλητηριάζουν ιδίως τις αθώες ψυχές των παιδιών και των νέων,
-οι νόμοι, που τα τελευταία χρόνια ψηφίζονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, είναι πολύ συχνά αντίθετοι στο θεϊκό και στο φυσικό νόμο. Οι πολιτικοί μας επιζητούν μεν τη βοήθεια Ιερωμένων και Λαϊκών, ιδιαίτερα πριν τις εκλογές, αλλά όταν καταλάβουν την εξουσία, υπακούουν σε άλλες αρχές και νομοθετούν αντιχριστιανικά, όπως διαπιστώνουμε ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες.
-η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα την οποία ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε είναι στην πραγματικότητα αντιθρησκευτική και αντιχριστιανική: Σήμερα και στην πατρίδα μας, όταν θέλει κανείς να ζει σύμφωνα με όσα μας δίδαξε ο Χριστός, να είναι δηλαδή σωστός άνθρωπος και σωστός χριστιανός κι όχι τυπολάτρης, πολύ συχνά αντιμετωπίζει την ειρωνεία των άλλων, όπως συνέβηκε με τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Διονύσιο στον Άρειο Πάγο.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο, αν πραγματικά θέλουμε όχι μόνο να λεγόμαστε αλλά και να είμαστε χριστιανοί, καλούμαστε κι εμείς να μιμηθούμε τον απόστολο των εθνών και να κηρύξουμε “τον Ιησού και την ανάσταση”, να προτρέψουμε στη μετάνοια, δηλαδή στην αλλαγή νοοτροπίας, να υπενθυμίσουμε σε κάθε άνθρωπο που συναντούμε ότι ο Ιησούς είναι ο κριτής ζώντων και νεκρών, ο οποίος, με το σταυρό και την ανάστασή του, μας χάρισε τη σωτηρία.
Αυτό έκανε ο άγιος Διονύσιος, ο οποίος, παρά την εξέχουσα θέση που είχε μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία, όταν βρήκε τον πολύτιμο θησαυρό για τον οποίο ακούσαμε στο Ευαγγέλιο, δηλαδή τον Κύριο Ιησού, δεν δίστασε να προσκολληθεί στον Παύλο και να γίνει με τη σειρά του κήρυκας του Ευαγγελίου. Δεν νικήθηκε από την ανθρωπαρέσκεια ούτε από τα ειρωνικά χαμόγελα των συμπολιτών του. Χάρη στο κήρυγμα του Παύλου, έλαβε από το Θεό το δώρο της πίστεως και αυτή η πίστη, που νικά τον κόσμο, του έδινε τη δύναμη να κηρύττει «τον Ιησού και την ανάσταση».
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα, αγαπητοί μου, στον Καθεδρικό μας Ναό για να τιμήσουμε τον πολιούχο μας. Δεν αρκεί το γεγονός ότι ήλθαμε στο ναό του, για να έχουμε την εντύπωση ότι τιμήσαμε τον άγιο Διονύσιο. Τιμούμε πραγματικά έναν άγιο όταν μιμούμαστε τις αρετές του στην καθημερινή μας ζωή, κι όχι μόνον όταν βρισκόμαστε στο ναό του, κι ανάβουμε ένα κερί κι ασπαζόμαστε την εικόνα του. Ο χριστιανισμός είναι ζωή, δεν είναι τυπολατρεία. Δεν είναι χριστιανός όποιος τηρεί το γράμμα του Νόμου και λησμονεί το πνεύμα. Ο Κύριος το λέγει καθαρά: «Δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών όποιος λέγει: Κύριε, Κύριε, αλλά εκείνος που εκτελεί το θέλημα του ουράνιου Πατέρα».
Αν πραγματικά θέλουμε να τιμήσουμε τον άγιο Διονύσιο, θα πρέπει να μιμηθούμε την πίστη του. Και η πίστη αυτή πρέπει να εκδηλώνεται καθημερινά με τα έργα μας. Όπως ικετεύσαμε τον Κύριο στην πρώτη δέηση της Θ. Λειτουργίας, θα πρέπει «να δείχνουμε με τα έργα μας την πίστη που ομολογούμε».
Ας ζητήσουμε από τον άγιο Προστάτη μας να μας βοηθήσει, με τις ικεσίες του προς Θεό Πατέρα, ώστε κι εμείς, με τα λόγια και προπαντός με τα έργα μας, να γίνουμε κήρυκες του Ευαγγελίου, της «καλής ειδήσεως», μέσα σ’ ένα κόσμο που κατακλύζεται από κακές και αρνητικές ειδήσεις κι έχει ανάγκη να ακούσει και πάλι ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, με το Σταυρό και την Ανάστασή του, μας έφερε τη σωτηρία, τη χαρά και την πραγματική ειρήνη.