22 Δεκεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Η ανυπόκριτη αγάπη

cantalamesa_02

cantalamesa_02 του π.Raniero Cantalamessa OFMCap

1. Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου

Έχει παρατηρηθεί ένα παράδοξο φαινόμενο. Ο Ιορδάνης ποταμός, κατά τη διαδρομή του, σχηματίζει δύο θάλασσες: τη θάλασσα της Γαλιλαίας και τη Νεκρά θάλασσα. Αλλά ενώ η θάλασσα της Γαλιλαίας σφύζει από ζωή και συγκαταλέγεται μεταξύ των θαλασσών της γης με τα περισσότερα ψάρια, η Νεκρά θάλασσα είναι κυριολεκτικά νεκρή, δεν υπάρχει σ΄αυτήν ίχνος ζωής, και γύρω της δεν συναντάς παρά μόνο αρμύρα. Και όμως πρόκειται για τα ίδια νερά του Ιορδάνη ποταμού.

Η εξήγηση του φαινομένου, τουλάχιστο κατά ένα μέρος, είναι η εξής: η θάλασσα της Γαλιλαίας δέχεται τα νερά του Ιορδάνη αλλά δεν τα συγκρατεί μέσα της, δεν έχει κανάλια διεξόδου των νερών και έτσι ούτε σταγόνα νερού δεν μπορεί να βγει από αυτήν.



Τα φαινόμενο αυτό είναι ένα σύμβολο. Δεν μπορούμε να περιοριστούμε δεχόμενοι μόνο αγάπη, οφείλουμε και να προσφέρουμε αγάπη. Αυτό είναι το θέμα των στοχασμών μας κατά τη σημερινή μελέτη. Το νερό που ο Ιησούς μας δίνει πρέπει να γίνει μέσα μας «πηγή αναβλύζουσα» (Ιω. 4,14).

Μετά τους στοχασμούς που σας εξέθεσα στις προηγούμενες δυο μελέτες για την αγάπη του Θεού ως δωρεά, ήρθε η στιγμή να εμβαθύνουμε και στο καθήκον μας να αγαπάμε και ιδιαίτερα να αγαπάμε τον πλησίον. Η σύνδεση μεταξύ των δυο ειδών αγάπης έχει εκφραστεί με προγραμματικό τρόπο από τον λόγο του Θεού: «Αν ο Θεός, έτσι μας αγάπησε, οφείλουμε κι εμείς ν΄αγαπάμε ο ένας τον άλλο» (Α! Ιω. 4,11).

«Ν’άγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου», ήταν η παλαιά εντολή του νόμου του Μωυσή (Λευ.19,18) και ως τέτοια την αναφέρει ο ίδιος ο Ιησούς (Λκ. 10,27). Πώς λοιπόν ο Ιησούς την ονομάζει δική του και νέα εντολή; Η απάντηση είναι ότι με τον Ιησού άλλαξε το αντικείμενο, το υποκείμενο και το κριτήριο της αγάπης του πλησίον.

Πριν απ’ όλα άλλαξε το αντικείμενο, δηλαδή ο πλησίον που πρέπει να αγαπάμε. Αυτός δεν είναι πια μόνο ο συντοπίτης ή το πολύ ο συγκάτοικος, αλλά κάθε άνθρωπος, ακόμα και ο ξένος (ο Σαμαρείτης) και ο εχθρός. Είναι αλήθεια ότι το δεύτερο μέρος της φράσης «θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου», δεν βρίσκεται κατά γράμμα στην Παλιά Διαθήκη, ωστόσο συνοψίζει την γενική κατεύθυνση που εκφράζεται στο νόμο των αντιποίνων «οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος» (Λευ. 24,20), κυρίως όταν αυτός αντιπαραβάλλεται με αυτό που Ιησούς ζητά από τους δικούς του:

«Εγώ όμως σας λέω: Ν΄αγαπάτε τους εχθρούς σας, δίνετε ευχές σ΄αυτούς που σας δίνουν κατάρες, ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν, και προσεύχεστε γι΄αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν, για να γίνετε παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας, γιατί Αυτός ανατέλλει τον ήλιο του για κακούς και καλούς και στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους. Γιατί, αν αγαπήσετε μόνο όσους σας αγαπούν, ποια αμοιβή περιμένετε από τον Θεό; Το ίδιο δεν κάνουν και οι τελώνες; Κι αν χαιρετάτε μόνο του φίλους σας, τι παραπάνω κάνετε από τους άλλους; μήπως και οι εθνικοί το ίδιο δεν κάνουν; (Μτ. 5,44-47).

Άλλαξε και το υποκείμενο της αγάπης του πλησίον, δηλαδή η σημασία της λέξης «πλησίον». Πλησίον δεν είναι ο άλλος. Δεν είναι αυτός που βρίσκεται κοντά, αλλά αυτός που πάει κοντά. Με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο Ιησούς δηλώνει ότι δεν πρέπει να περιμένουμε παθητικά να παρουσιαστεί στο δρόμο μας ο πλησίον με φωτεινά σήματα και εκκωφαντικές σειρήνες. Ο πλησίον είσαι εσύ, δηλαδή αυτός που μπορείς να γίνεις. Δεν υπάρχει πλησίον εξαρχής, θα υπάρξει πλησίον, μόνο αν γίνεις πλησίον κάποιου.

Άλλαξε κυρίως το κριτήριο ή το μέτρο της αγάπης του πλησίον. Μέχρι τον Ιησού, το πρότυπο ήταν η αγάπη του εαυτού μας: «όπως τον εαυτό σου». Και είχε λεχθεί πως ο Θεός δεν μπορούσε να εξασφαλίσει με αποτελεσματικότερο τρόπο από αυτόν, την αγάπη του πλησίον. Ούτε αν έλεγε: «Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον Θεό σου», θα είχε επιτύχει τον παραπάνω σκοπό, διότι για την αγάπη του Θεού –δηλαδή για το τι σημαίνει να αγαπάς το Θεό– ο άνθρωπος μπορεί με πολλούς τρόπους να παραπλανήσει, δεν μπορεί όμως να κάνει τούτο για την αγάπη του εαυτού του. Ο άνθρωπος γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει να αγαπάς τον εαυτό σου σε κάθε περίσταση. Είναι σαν να έχεις μπροστά σου έναν καθρέφτη που δεν επιτρέπει υπεκφυγές.[1]

Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια δυνατότητα υπεκφυγής και γι΄αυτό ο Ιησούς αντικαθιστά το πρότυπο αυτό με ένα άλλο: «Αυτή είναι η δική μου εντολή: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο όπως εγώ σας αγάπησα» (Ιω. 15,12). Ο άνθρωπος μπορεί να αγαπά τον εαυτό του με λανθασμένο τρόπο, δηλαδή να επιθυμεί το κακό και όχι το καλό, να θέλει το βίτσιο και όχι την αρετή. Αν ο άνθρωπος αυτός αγαπά τους άλλους «όπως τον εαυτό του» και θέλει για τους άλλους αυτά που θέλει για τον εαυτό του, τότε αλίμονο στα πρόσωπα που αγαπά με αυτό τον τρόπο!

Ενώ γνωρίζουμε πού οδηγεί η αγάπη του Ιησού: στην αλήθεια, στο καλό, στον Πατέρα. Όποιος τον ακολουθεί «δεν βαδίζει στο σκοτάδι». Ο Ιησούς μάς αγάπησε δίνοντας τη ζωή του για μας, αν και ήμασταν αμαρτωλοί, δηλαδή εχθροί (Ρωμ. 5,6…).

Έτσι κατανοούμε τι θέλει να πει ο ευαγγελιστής Ιωάννης με την φαινομενικά αντιφατική διαβεβαίωσή του: «Αδερφοί, η εντολή που σας γράφω δεν είναι καινούρια αλλά η παλιά εντολή, που είχατε δεχθεί εξαρχής. Αυτή η εντολή η παλιά είναι το κήρυγμα που αρχικά ακούσατε. Ωστόσο, η εντολή που σας γράφω είναι καινούρια» (Α΄ Ιω. 2,7-8). Η εντολή της αγάπης του πλησίον είναι «παλιά» κατά το γράμμα, αλλά «καινούρια» μέσα στην ίδια την καινοτομία του Ευαγγελίου. Καινούρια – εξηγεί ο πάπας στο νέο του βιβλίο για τον Ιησού – διότι δεν είναι πια μόνο «νόμος», αλλά επίσης και πριν απ’ όλα, «χάρη». Θεμελιώνεται στην κοινωνία με τον Χριστό, που κατέστη δυνατή από τη δωρεά του Πνεύματος.[2]

Με τον Ιησού περνάμε από τη σχέση των δύο: «Αυτό που ο άλλος κάνει σε σένα, κάντο και συ σ΄αυτόν», στη σχέση των τριών: «Αυτό που ο Θεός έκανε σε σένα, κάντο και συ στον άλλο». Ή ξεκινώντας από την αντίθετη κατεύθυνση: «Αυτό που εσύ θα έχεις κάνει στον άλλο, θα κάνει και ο Θεός σε σένα». Αμέτρητα είναι τα λόγια του Ιησού και των αποστόλων που επαναλαμβάνουν αυτή την αντίληψη: «Όπως ο Θεός συγχώρησε εσάς, έτσι να συγχωρεί ο ένας τον άλλο. Αν δεν συγχωρήσετε από καρδιάς τους εχθρούς σας, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει εσάς». Απορρίπτεται ριζικά η δικαιολογία: «Αλλά αυτός δεν με αγαπά, με προσβάλλει…». Αυτό αφορά εκείνον, όχι εσένα. Εσένα πρέπει να ενδιαφέρει μόνο αυτό που κάνεις στον άλλο και πώς συμπεριφέρεσαι απέναντι σ΄αυτό που κάνει ο άλλος.

Μένει ωστόσο να απαντήσουμε στο κεντρικό ερώτημα: γιατί αυτή η παράξενη παρέκκλιση της αγάπης από το Θεό στον πλησίον; Δεν θα ήταν πιο λογικό να αναμέναμε: «Όπως εγώ αγάπησα εσάς, έτσι και σεις να αγαπάτε εμένα», αντί: « Όπως εγώ αγάπησα εσάς, έτσι και σεις να αγαπάτε ο ένας τον άλλο»; Εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στον αποκλειστικά σαρκικό έρωτα και στον έρωτα που είναι ταυτόχρονα και αγάπη. Ο αποκλειστικά σαρκικός έρωτας αποτελεί κλειστό κύκλωμα: «Αγάπα με Αλφρέδο, αγάπα με όσο εγώ σε αγαπώ»: έτσι τραγουδούσε η Βιολέτα στην Τραβιάτα του Verdi: Εγώ αγαπώ εσένα, εσύ αγαπάς εμένα. Η γνήσια αγάπη αποτελεί ανοικτό κύκλωμα: Έρχεται από το Θεό και επιστρέφει σ΄Εκείνον, αλλά περνώντας από τον πλησίον. Ο ίδιος ο Ιησούς εγκαινίασε αυτό το νέο είδος αγάπης: «Όπως με αγάπησε ο Πατέρας, έτσι σας αγάπησα κι εγώ» (Ιω. 15,9).

Η Αγία Αικατερίνη της Σιένας, έδωσε σ΄αυτό την πιο απλή και πειστική εξήγηση. Αποδίδει στο Θεό τα εξής λόγια:

«Εγώ σας ζητώ να με αγαπάτε με την ίδια αγάπη που έχω για σας. Αυτό δεν μπορείτε να το κάνετε, διότι εγώ σας αγάπησα χωρίς να έχω αγαπηθεί. Όλη η αγάπη που έχετε για μένα είναι μια αγάπη οφειλής και όχι χάρης εφόσον είστε υποχρεωμένοι να με αγαπάτε, ενώ εγώ σας αγαπώ από χάρη και όχι από οφειλή. Εσείς λοιπόν δεν μπορείτε να μου προσφέρετε την αγάπη που σας ζητώ. Γι΄αυτό έβαλα δίπλα σας τον πλησίον σας: ώστε να κάνετε σ΄αυτόν αυτό που δεν μπορείτε να κάνετε σ΄εμένα, δηλαδή να τον αγαπάτε χωρίς να λαβαίνετε υπόψη την αξία του και χωρίς να αναμένετε από αυτόν κάποιο όφελος. Και εγώ θεωρώ ότι αυτό που κάνετε σ΄αυτόν, το κάνετε σ΄εμένα».[3]

 

2. Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο με αληθινή καρδιά

Μετά από αυτούς τους γενικούς στοχασμός πάνω στην εντολή της αγάπης του πλησίον, ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε για τις ιδιότητες που πρέπει να έχει αυτή η αγάπη. Αυτές είναι βασικά δύο: αγάπη ειλικρινής και αγάπη έμπρακτη, αγάπη της καρδιάς κι αγάπη, ας πούμε, των χεριών. Αυτή τη φορά θα σταθούμε στην πρώτη ιδιότητα και θα το κάνουμε αφήνοντας τον εαυτό μας να οδηγηθεί από τον μεγάλο τραγουδιστή της αγάπης που είναι ο άγιος Παύλος.

Το δεύτερο μέρος της προς Ρωμαίους επιστολής, είναι ολόκληρο μια αλληλοδιαδοχή νουθεσιών για την αμοιβαία αγάπη μεταξύ των μελών της χριστιανικής κοινότητας: «Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη (…). Να δείχνετε με στοργή την αγάπη σας για τους άλλους πιστούς, Να συναγωνίζεστε ποιος θα δείξει περισσότερη εκτίμηση στον άλλο…» (Ρωμ. 12,9…). «Μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανένα, εκτός βέβαια από την αγάπη που οφείλετε πάντοτε ο ένας στον άλλο» (Ρωμ. 13,8).

Για να καταλάβουμε το πνεύμα που διατρέχει όλες αυτές τις νουθεσίες, το υπόβαθρο ή καλύτερα το φρόνημα που είχε ο Παύλος για την αγάπη, είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε από αυτά τα αρχικά λόγια: «Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη!». Τα λόγια αυτά δεν είναι δεν είναι μια από τις πολλές παροτρύνσεις, αλλά η μήτρα από την οποία προέρχονται όλες οι άλλες. Εμπεριέχουν το μυστικό της αγάπης, Ας προσπαθήσουμε να συλλάβουμε, με τη βοήθεια του Πνεύματος, αυτό ο μυστικό.

Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη, δηλαδή χωρίς υποκρισία. Η λέξη ανυπόκριτη είναι ένα είδος-πληροφοριοδότη. Είναι ένας σπάνιος όρος που στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τον ορισμό της χριστιανικής αγάπης. Η έκφραση «αγάπη ανυπόκριτη», βρίσκεται επίσης στην Β΄Κορ. 6,6 και στην Α΄ Πετρ. 1.22. Το τελευταίο αυτό κείμενο μας επιτρέπει να συλλάβουμε, με απόλυτη βεβαιότητα, τη σημασία του εν λόγω όρου, διότι τον εξηγεί περιφραστικά. «Αγαπήστε ειλικρινά (ανυπόκριτα) –λέει– ο ένας τον άλλο. Η αγάπη σας να είναι ολόψυχη και να βγαίνει από «καθαρή καρδιά» (Α΄ Πετρ. 1,22).

Ο Άγιος Παύλος λοιπόν με αυτή την απλή διατύπωση: «Η αγάπη να είναι ανυπόκριτη», οδηγεί τη συζήτηση στην ίδια τη ρίζα της αγάπης, στην καρδιά. Αυτό που ζητείται από την αγάπη, είναι να είναι αληθινή, αυθεντική, μη προσποιητή. Όπως το κρασί, για να είναι γνήσιο, πρέπει να έχει στιφθεί από τα σταφύλια, έτσι και η αγάπη πρέπει να προέλθει από την καρδιά. Και σ΄αυτό, ο Απόστολος απηχεί πιστά τη σκέψη του Ιησού. Πράγματι, ο Ιησούς είχε επανειλημμένα και με έμφαση υποδείξει την καρδιά ως το «χώρο» όπου αποφασίζεται η αξία των όσων πράττει ο άνθρωπος, αυτό που είναι αγνό ή ακάθαρτο στη ζωή του (Μτ. 15,19).

Μπορούμε να μιλάμε για μια Παύλεια αντίληψη της αγάπης. Αυτή συνίσταται στην αποκάλυψη, πίσω από τον ορατό και εξωτερικό κόσμο της αγάπης, πίσω δηλαδή από τα έργα και τα λόγια, έναν άλλο κόσμο εσώτατο, ο οποίος σε σχέση με τον πρώτο, είναι όπως η ψυχή για το σώμα. Την αντίληψη αυτή, τη βρίσκουμε και στο άλλο μεγάλο κείμενο για την αγάπη, στην προς Κορινθίους Α΄ επιστολή, κεφ. 13. Στο κείμενο αυτό, εξετάζοντας με προσοχή τα λόγια του Αγίου Παύλου, διαπιστώνουμε ότι όλα αναφέρονται σε αυτήν την εσωτερική αγάπη, στις διαθέσεις και στα αισθήματα αγάπης: «Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει καλοσύνη, δε ζηλοφθονεί, δεν είναι ευερέθιστος, όλα τα ανέχεται, σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει…». Καμιά αναφορά σ΄αυτό καθαυτό και άμεσα το καλό που κάνουμε ή τα έργα   φιλανθρωπίας, αλλά όλα ανάγονται στη ρίζα: να θέλουμε το καλό. Προτάσσεται η καλοσύνη έναντι της αγαθοεργίας.

Ο ίδιος ο Απόστολος εξηγεί τη διαφορά ανάμεσα στους δύο τομείς της αγάπης λέγοντας ότι η πιο μεγάλη πράξη εξωτερικής αγάπης – να μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα – δεν θα ωφελούσε σε τίποτα χωρίς την εσωτερική αγάπη (βλ. Α΄ Κορ. 13,3). Θα ήταν το αντίθετο της «ειλικρινούς αγάπης». Πράγματι, η υποκριτική αγάπη είναι ακριβώς εκείνη που κάνει το καλό χωρίς να θέλει το καλό, που δείχνει προς τα έξω κάτι που δεν έχει αντιστοιχία στην καρδιά. Στην περίπτωση αυτή, έχουμε μια επίφαση αγάπης που ίσως κρύβει εγωισμό, αναζήτηση του εαυτού, εκμετάλευση του πλησίον ή απλά τύψεις συνείδησης.

Θα ήταν μοιραίο λάθος να αντιπαραθέσουμε μεταξύ τους την αγάπη της καρδιάς με την αγάπη των έργων ή να καταφύγουμε στην εσωτερική αγάπη για να βρούμε σ΄αυτήν ένα είδος άλλοθι για την έλλειψη έμπρακτης αγάπης. Εξάλλου, λέγοντας ότι χωρίς την αγάπη «σε τίποτα δεν ωφελεί» ακόμα και να μοιράσω τα πάντα στους φτωχούς, δεν σημαίνει ότι αυτό δεν χρησιμεύει σε κανένα και ότι είναι ανώφελο, σημαίνει μάλλον ότι δεν ωφελεί «εμένα» ενώ μπορεί να ωφελήσει τον φτωχό που δέχεται την προσφορά.

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να μειώσουμε τη σημασία των έργων φιλανθρωπίας (θα το δούμε προσεχώς), όσο να εξασφαλίσουμε σ΄αυτά ένα γερό θεμέλιο ενάντια στον εγωισμό και στις άπειρες δολιότητές του. Ό Άγιος Παύλος θέλει οι χριστιανοί να είναι «ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη» (Εφ. 3,17) δηλαδή η αγάπη να είναι η ρίζα και το θεμέλιο πάντων.

Αγαπώ ειλικρινά σημαίνει αγαπώ σε αυτό το βάθος. Εδώ δεν μπορώ πια να ψεύδομαι, διότι είμαι μόνος μπροστά στον εαυτό μου, μόνος μπροστά στον καθρέφτη της συνείδησής μου, υπό το βλέμμα του Θεού. «Αγαπά τον αδελφό –γράφει ο άγιος Αυγουστίνος– αυτός που, μπροστά στο Θεό, εκεί όπου μόνο αυτός βλέπει, εφησυχάζει την καρδιά του και αναρωτιέται βαθιά μέσα του αν πραγματικά ενεργεί έτσι από αγάπη για τον αδελφό. Και το βλέμμα εκείνο που διεισδύει στην καρδιά, εκεί όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει, δίνει μαρτυρία γι΄αυτό».[4] Ήταν λοιπόν ειλικρινής η αγάπη του Παύλου για τους Εβραίους όταν έλεγε: «Λέω την αλήθεια, -μάρτυράς μου ο Χριστός– δε λέω ψέματα. Η συνείδησή μου, που την κατευθύνει το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή πως λέω την αλήθεια, Λυπούμαι πάρα πολύ, και μια θλίψη βαραίνει αδιάκοπα την καρδιά μου. Φτάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από το Χριστό, αρκεί να πήγαιναν κοντά του οι ομοεθνείς αδερφοί μου» (Ρωμ. 9,1-3).

Για να είναι γνήσια, η χριστιανική αγάπη, πρέπει λοιπόν να πηγάζει από μέσα μας , από την καρδιά μας. Τα έργα φιλανθρωπίας, από «τα σπλάχνα φιλανθρωπίας» (Κολ.3,12). Ωστόσο, οφείλουμε αμέσως να αποσαφηνίσουμε ότι εδώ πρόκειται για κάτι πολύ ριζικότερο από μια απλή «εσωτερίκευση», δηλαδή από μια μετατόπιση του τονισμού (της υπογράμμισης), από την εξωτερική πρακτική της αγάπης, στην εσωτερική πρακτική. Αυτό είναι μόνο το πρώτο βήμα. Η εσωτερίκευση καταλήγει στη θέωση! Ο χριστιανός, – έλεγε ο άγιος Πέτρος– είναι αυτός που αγαπά «με αληθινή καρδιά»: αλλά με ποια καρδιά; Με «τη νέα καρδιά και το νέο Πνεύμα» που λάβαμε στο βάπτισμα.

Όταν ο χριστιανός αγαπά με αυτόν τον τρόπο, είναι ο ίδιος ο Θεός που αγαπά μέσω αυτού. Συμβαίνει όπως με την παρηγοριά, που δεν είναι άλλο παρά μια μορφή αγάπης: «Ο Θεός μάς παρηγορεί σε κάθε μας θλίψη, ώστε να μπορούμε κι εμείς να παρηγορούμε όσους περνούν κάθε είδους θλίψη με την παρηγοριά με την οποία παρηγορηθήκαμε εμείς από το Θεό» (Β΄ Κορ. 1,4). Εμείς παρηγορούμε με την παρηγοριά που λάβαμε από το Θεό, αγαπάμε με την αγάπη με την οποία αγαπηθήκαμε από το Θεό. Η ίδια παρηγοριά και αγάπη του Θεού περνά μέσα από εμάς στον πλησίον. Αυτό εξηγεί τη φαινομενικά δυσανάλογη απήχηση που έχει μερικές φορές μια απλούστατη πράξη αγάπης, συχνά ακόμα και κρυφή, αλλά και την ελπίδα και το φως που δημιουργεί τριγύρω της.

 

3. Η αγάπη είναι εποικοδομητική

Όταν μιλάνε για αγάπη, τα γραπτά των αποστόλων ποτέ δεν μιλάνε γενικά και αφηρημένα. Το φόντο είναι πάντοτε η εποικοδόμηση της χριστιανικής κοινότητας. Με άλλα λόγια, ο πρώτος χώρος άσκησης της αγάπης πρέπει να είναι η Εκκλησία και πιο συγκεκριμένα ακόμα η ζωντανή κοινότητα, τα πρόσωπα που έχουν μεταξύ τους καθημερινές σχέσεις. Έτσι πρέπει να συμβαίνει και σήμερα, ιδιαίτερα στην καρδιά της Εκκλησίας μεταξύ αυτών που εργάζονται σε στενή επαφή με τον άγιο Πατέρα.

Για κάποια περίοδο, στην αρχαιότητα, υπήρξε η συνήθεια να ορίζουν με τον όρο αγάπη, όχι μόνο το αδελφικό γεύμα που οι χριστιανοί έπαιρναν μαζί, αλλά και το σύνολο της Εκκλησίας.[5] Ο μάρτυρας άγιος Ιγνάτιος της Αντιοχείας χαιρετά την Εκκλησία της Ρώμης ως αυτήν «που προΐσταται της αγάπης», δηλαδή της «χριστιανικής αδελφοσύνης», του συνόλου της Εκκλησίας.[6]

Η φράση αυτή, δεν δηλώνει μόνο το γεγονός του πρωτείου της Εκκλησίας της Ρώμης, αλλά και τη φύση του ή τον τρόπο άσκησής του: δηλαδή την αγάπη. Μπορεί δε να μεταφραστεί με δύο τρόπους: Η Εκκλησία της Ρώμης «προΐσταται της αγάπης» ή «προΐσταται εν αγάπη», με αγάπη.

Η Εκκλησία έχει επείγουσα ανάγκη από μια δυνατή φλόγα αγάπης που να θεραπεύσει τις αδυναμίες της. Σε ομιλία του, ο Παύλος ο 6ος, έλεγε: «Η Εκκλησία έχει ανάγκη να νοιώσει ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητές της κατακλύζονται ξανά από το κύμα της γνήσιας αγάπης που ξεχύθηκε στις καρδιές μας από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα που δόθηκε σ΄εμάς».[7] Μόνο η αγάπη θεραπεύει, και το λάδι του Σαμαρείτη. Λάδι, διότι πρέπει να επιπλέει πάνω σε όλα, όπως επιπλέει πάνω στα διάφορα υγρά. «Πάνω απ΄όλα να έχετε αγάπη, που είναι ο σύνδεσμος όλων και οδηγεί στην τελειότητα» (Κολ. 3,14). Πάνω από όλα, super omnia! Λοιπόν και πάνω από την πίστη και την ελπίδα, την πειθαρχία, την εξουσία, αν και, προφανώς, η ίδια πειθαρχία και εξουσία μπορούν να είναι εκδηλώσεις αγάπης.

Ένας τομέας που πρέπει να προσέξουμε και μέσα στον οποίο μπορούμε να κάνουμε πολλά, είναι αυτός των αμοιβαίων κατακρίσεων. Ο Παύλος έγραφε στους Ρωμαίους: «Γιατί κατακρίνεις τον αδελφό σου; Γιατί περιφρονείς τον αδελφό σου;…Ας σταματήσουμε να κατακρίνουμε τους άλλους» (Ρωμ. 14, 10.13). Πριν τον Παύλο, ο Ιησούς είχε πει: «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. (…) Πώς μπορείς να βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νοιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι:» (Μτ. 7,1-3). Δηλώνει, με αυτόν τον τρόπο, ότι η αμαρτία του πλησίον (η αμαρτία που κατακρίνεται), οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, είναι ένα σκουπιδάκι, σε σχέση με την αμαρτία αυτού που κατακρίνει (η αμαρτία της κατάκρισης), που είναι ολόκληρο δοκάρι. Το δοκάρι είναι η ίδια η πράξη της κατάκρισης. Τόσο σοβαρή είναι στα μάτια του Θεού!

Η συζήτηση για τις κατακρίσεις είναι βέβαια λεπτή και σύνθετη και πρέπει να την ολοκληρώσουμε, αλλιώς θα μοιάζει μη ρεαλιστική. Πράγματι, πώς γίνεται να ζούμε την καθημερινή μας ζωή χωρίς να κρίνουμε; Η κρίση εμπεριέχεται ακόμα και σε μια ματιά μας. Δεν είναι δυνατό να παρατηρούμε, να ακούμε, να ζούμε χωρίς να προβαίνουμε σε αξιολογήσεις, χωρίς να κρίνουμε.

Ο γονέας, ο ηγούμενος, ο εξομολόγος, ο δικαστής, ο οποιοσδήποτε έχει μια κάποια ευθύνη για άλλους, οφείλει να κρίνει. Και μάλιστα μερικές φορές, όπως είναι η περίπτωση πολλών στην Κούρια, η κρίση, είναι ακριβώς το είδος της υπηρεσίας που καλούνται να προσφέρουν στην κοινωνία ή στην Εκκλησία.

Πράγματι, δεν είναι η κρίση που πρέπει να αφαιρέσουμε από την καρδιά μας, αλλά το δηλητήριο της κρίσης μας! Δηλαδή το φθόνο, την καταδίκη. Στο κείμενο του Λουκά, η εντολή του Ιησού: «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός», ακολουθείται αμέσως, σαν να θέλει να εξηγήσει το νόημα αυτής της φράσης, με την εντολή: «Μην τους καταδικάζετε, για να μη σας καταδικάσει κι εσάς ο Θεός» (Λκ. 6,37). Αυτή καθαυτή η κρίση, είναι μια πράξη ουδέτερη, μπορεί να καταλήξει είτε σε καταδίκη είτε σε συγχώρηση και   δικαίωση. Οι αρνητικές κρίσεις είναι εκείνες που μέμφεται ο λόγος του Θεού, αυτές που μαζί με την αμαρτία καταδικάζουν και τον αμαρτωλό, αυτές που στοχεύουν περισσότερο στην τιμωρία παρά στη διόρθωση του αδελφού.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ειλικρινούς αγάπης είναι η εκτίμηση: «Να συναγωνίζεστε ποιος θα δείξει περισσότερη εκτίμηση στον άλλο» (Ρωμ. 12,10). Για να εκτιμήσεις τον αδελφό, είναι ανάγκη να μην εκτιμάς υπερβολικά τον εαυτό σου, να μην είσαι πάντοτε σίγουρος γι΄αυτόν, καθώς λέει ο Απόστολος: «Μη φρονείτε για τον εαυτό σας παραπάνω απ΄ό,τι πρέπει να φρονείτε»( Ρωμ. 12,3). Αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι σαν τον άνθρωπο που, νύκτα, βάζει μπροστά στα μάτια του ένα εκτυφλωτικό φως: δεν κατορθώνει να δει τίποτε άλλο πέρα από αυτό το φως, δεν κατορθώνει να δει τα φώτα των αδελφών, τα χαρίσματά τους, τις αξίες τους.

«Ελαχιστοποιώ», πρέπει να γίνει το αγαπημένο μας ρήμα στις σχέσεις με τους άλλους: Ελαχιστοποιούμε τα χαρίσματά μας και τα ελαττώματα του άλλου. Ενώ να μην ελαχιστοποιούμε τα ελαττώματά μας και τα χαρίσματα του άλλου, καθώς συχνά έχουμε την τάση να κάνουμε. Είναι διαμετρικά το αντίθετο πράγμα! Εδώ ταιριάζει απόλυτα ο μύθος του Αισώπου. Στην επεξεργασία που έκανε ο La Fontaine, ο μύθος αυτός είναι ο εξής:

«Όταν πάει στο λιβάδι,

στον ώμο του ο καθένας,

φέρει ένα διπλό δισάκι.

Στο δισάκι που είναι εμπρός,

ευχαρίστως ο καθένας,

τα ελαττώματα του άλλου βάζει,

τα δικά του όμως θέλει,

στο δισάκι του στην πλάτη».[8]

Οφείλουμε να αναστρέψουμε τα πράγματα: να τοποθετήσουμε τα ελαττώματά μας στο δισάκι που έχουμε μπροστά μας και τα ελαττώματα των άλλων σ΄αυτό που βρίσκεται πίσω μας. Ο άγιος Ιάκωβος συμβουλεύει: «Μην κακολογείτε ο ένας τον άλλον» (Ιακ. 4,11). Το κουτσομπολιό σήμερα άλλαξε όνομα, λέγεται gossip (κουσκούσι). Παρουσιάζεται ως κάτι το αθώο, ωστόσο είναι από τα πράγματα που δηλητηριάζουν περισσότερο την ανθρώπινη συμβίωση. Δεν αρκεί να μην κακολογούμε τους άλλους, πρέπει να εμποδίζουμε και αυτούς που είναι στην παρέα μας να το κάνουν δίνοντάς τους να καταλάβουν, έστω και σιωπηρά, ότι διαφωνούμε σ΄αυτό. Πόσο ωραία αισθανόμαστε σ΄ένα περιβάλλον όπου λαβαίνεται σοβαρά υπόψη η συμβουλή του αγίου Ιακώβου! Σε πολλούς δημόσιους χώρους υπήρχε κάποτε η επιγραφή: «Εδώ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα» ή «Εδώ δεν επιτρέπεται η βλασφημία».Δεν θα ήταν κακό να αντικαταστήσουμε αυτές τις επιγραφές με τη φράση: «Εδώ δεν επιτρέπεται το κουσκούσι!».

Ολοκληρώνουμε τη μελέτη αυτή, ακούγοντας, σαν να απευθύνεται σ΄εμάς, την παρότρυνση του Αποστόλου προς την κοινότητα των Φιλίππων: «Γεμίστε την καρδιά μου με χαρά, ζώντας με ομόνοια, έχοντας την ίδια αγάπη μεταξύ σας, έχοντας όλοι μια ψυχή, ένα φρόνημα. Μην κάνετε τίποτε από ανταγωνισμό ή από ματαιοδοξία, αλλά με ταπεινοφροσύνη ας θεωρεί ο καθένας ανώτερό του τον άλλο. Ας μη φροντίζει ο καθένας σας μόνο για ό, τι ενδιαφέρει τον ίδιο, αλλά και για ό, τι ωφελεί τους άλλους» (Φιλ. 2,2-5).

 

Πατέρας Raniero Cantalamessa Ofmcap

Απόδοση στα Ελληνικά: Πέτρος Ανδριώτης

 

 



[1] Cf. S. Kierkegaard, Gli atti dell’amore, Milano, Rusconi, 1983, p. 163.

[2] J. Ratzinger – Benedetto XVI, Gesù di Nazaret, II Parte, Libreria Editrice Vaticana 2011, pp. 76 s.

[3] S. Caterina da Siena, Dialogo 64.

[4] S. Agostino, Commento alla Prima Lettera di Giovanni, 6,2 (PL 35, 2020).

[5] Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, p. 8

[6] S. Ignazio d’Antiochia, Lettera ai Romani, saluto iniziale.

[7] ] Discorso all’udienza generale del 29 Novembre 1972 (Insegnamenti di Paolo VI, Tipografia Poliglotta Vaticana, X, pp. 1210s.).

[8] J. de La Fontaine, Favole, I, 7

Προηγούμενο Άρθρο

Η Κάριτας γιορτάζει τα 60 χρόνια έργου

Επόμενο Άρθρο

Να προτείνομε τις Κλήσεις στην τοπική Εκκλησία, Μήνυμα του Πάπα Βενέδικτου 16ου για την Παγκόσμια Ημέρα των ΚΛΗΣΕΩΝ [2011]

You might be interested in …

Από την απόλυτη Μη βία του Ευαγγελίου, στη Θεολογία του Δίκαιου Πολέμου

Αγαπητοί αναγνώστες, Επειδή μερικά από τα κείμενα μου, κυρίως στην πρώτη περίοδο, ήταν εξαιρετικά μακροσκελή και αναλυτικά, έχω την εντύπωση πως πέρασαν απαρατήρητα. Αποφάσισα, λοιπόν, να σας παρουσιάσω ξανά κάποια μέρη εξ’ αυτών είτε, αυτούσια […]

55 χρόνια από την έγκριση της Δογματικής Διάταξης «Για την Θεϊκή Αποκάλυψη», του σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη

  Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ «ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΪΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ» της Β’ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ                            55 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ 18 Νοεμβρίου 1965 – 2020      του σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη   ΕΙΣΑΓΩΓΗ   Με […]

“Πιστεύω, δώρο Θεού, απόφαση ανθρώπου”

Εφέτος στην Παναγία των Παρισίων, αφιέρωσαν τις διαλέξεις της Τεσσαρακοστής στην χριστιανική πίστη στο πλαίσιο του Έτους της πίστης. Ακολουθεί η Ομιλία του Mgr Bruno Lefevre Pontalis, Γενικού Βικάριου της Αρχιεπισκοπής Παρισιού, με θέμα “Πιστεύω. Δώρο […]