Η στάση και οι αναφορές της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με την ειρήνη είναι τόσο πλούσιες, κυρίως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που θα χρειάζονταν να μελετηθούν τόμοι ολόκληροι για να διαμορφώσει κανείς μια ολοκληρωμένη αντίληψη.
Ωστόσο, για τις χριστιανικές Εκκλησίες, το να μιλούν υπέρ της ειρήνης, αποτελεί απλά ένα από τα βασικά γνωρίσματά τους. Το ερώτημα, όμως, είναι πώς αυτές τοποθετούνται απέναντι στην απόλυτη μη – βία του Ευαγγελίου.
Δυστυχώς είναι τέτοια η επίδραση της ιστορίας στη νοοτροπία των χριστιανών και στην περίπλοκη σχέση που έχουν με τα σύγχρονα κράτη, ώστε είναι αδιανόητο για τους περισσοτέρους χριστιανούς να συλλάβουν, έστω και το νόημα, της απόλυτης μη-βίας του Ευαγγελίου δηλαδή της άρνησης της εξάσκησης της βίας στην πιο τραγική της μορφή που είναι ο πόλεμος. Η επίσημη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας έχει φτάσει πολύ κοντά σε αυτή την ευαγγελική διδασκαλία, χωρίς, ωστόσο, να επαναλάβει τη διδασκαλία της πρώιμης χριστιανικής Εκκλησίας.
Θα αναφερθώ μονάχα στην τελευταία Εγκύκλιο του πάπα Φραγκίσκου.
Ο πάπας Φραγκίσκος, στην πρόσφατη Εγκύκλιό του «Αδελφοί όλοι» μας δίνει την πιο σύγχρονη επίσημη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με τον λεγόμενο «δίκαιο πόλεμο». Γράφει σχετικά: «Εύκολα επιλέγεται ο πόλεμος με τη δικαιολογία ανθρωπιστικών, αμυντικών ή προληπτικών προφάσεων, και με τη χειραγώγηση της πληροφόρησης. Πράγματι, τις τελευταίες δεκαετίες όλοι οι πόλεμοι ισχυρίστηκαν ότι έχουν μια «δικαιολογία». Η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας μιλά για τη δυνατότητα μιας νόμιμης άμυνας μέσω της στρατιωτικής δύναμης, υπό τον όρο να αποδειχθεί ότι υπάρχουν κάποιες «αυστηρές προϋποθέσεις για την ηθική της νομιμότητα». (Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, αρ. 2309). Ωστόσο, εύκολα πέφτει κανείς σε μία πολύ ευρεία ερμηνεία αυτού του εν δυνάμει δικαιώματος. Έτσι θέλει κάποιος να δικαιολογήσει αδικαιολόγητες «προληπτικές» επιθέσεις ή πολεμικές ενέργειες που οδηγούν σχεδόν πάντα σε «κακότητες και ταραχές πιο σοβαρές από το κακό που πρέπει να εξαλειφθεί» (Αυτόθι) (Αδελφοί όλοι, 285).
Και συνεχίζει ο Φραγκίσκος: «Κάθε πόλεμος αφήνει τον κόσμο χειρότερο από ό,τι τον βρήκε. Ο πόλεμος είναι μια αποτυχία της πολιτικής και της ανθρωπότητας, μια επαίσχυντη ήττα μπροστά στις δυνάμεις του κακού. Ας μην σταματήσουμε στις θεωρητικές συζητήσεις, ας αγγίξουμε τις πληγές, ας αγγίξουμε τη σάρκα αυτών που υφίστανται τις ζημίες. Ας στρέψουμε το βλέμμα μας στους τόσους πολλούς πολίτες που σφαγιάστηκαν ως «παράπλευρες απώλειες» («Αδελφοί όλοι», αρ.261).
Με τη σειρά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α’, κυρίως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, δεν αφήνει ευκαιρία να καταδικάσει τον πόλεμο: «Τα όπλα δεν είναι η λύση. Αντιθέτως, δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν πόλεμο και βία, θλίψη και θάνατο… Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων μπορεί να είναι αναπόφευκτη σε αυτόν τον πεπτωκότα και κλυδωνιζόμενο κόσμο, αλλά θα πρέπει να αντιταχθούμε με όλο μας το είναι στον πόλεμο και τη βία. Όπως πρόσφατα ανέφερε και ο προσφιλής αδελφός μας πάπας Φραγκίσκος “Ας μη λησμονούμε: ο πόλεμος είναι παραφροσύνη”».
Βέβαια, η Εκκλησία σήμερα καταδικάζει κάθε μορφή πολέμου, αλλά ακόμα δεν έχουμε φτάσει στην πεποίθηση των πρώτων τριών αιώνων του χριστιανισμού.
Πράγματι, σ’ εκείνη την περίοδο, πολλοί χριστιανοί που είχαν υψηλές θέσεις στο ρωμαϊκό στρατό, πλήρωσαν με τη ζωή τους την άρνησή τους να ασκήσουν τη «νόμιμη βία». Το «ου φονεύσεις» για αυτούς, είχε απόλυτη και ουσιαστική σημασία και δεν επιδεχόταν καμία εξαίρεση. Στη Ρώμη και στην υπόλοιπη Ευρώπη, πιο κοντά στην έδρα της αυτοκρατορίας, συναντούμε τέτοιες πεποιθήσεις εκ μέρους των χριστιανών. Ο στρατός δεν συμβιβάζεται με το χριστιανικό ιδανικό. Ο Άγιος Ειρηναίος (130-202) και ο Άγιος Ιππόλυτος της Ρώμης (170-235) μας επιβεβαιώνουν ότι οι νόμοι της τότε Εκκλησίας απαγόρευαν στους στρατιώτες, που ασπάζονταν τον χριστιανισμό, να ασκούν βία και να δολοφονούν, ακόμα και στη μάχη. Επομένως, όταν λάμβαναν το βάπτισμα, έπρεπε να παραιτηθούν από το στράτευμα. Γι’ αυτό η Εκκλησία δεν δεχόταν στους κόλπους της εκείνους που, ελεύθερα, επέλεγαν τη στρατιωτική σταδιοδρομία.
Σήμερα, μεταξύ των χριστιανών, υπάρχουν τρείς τάσεις σχετικά με την ολοκληρωτική απόρριψη του πολέμου:
1) Μία ομάδα χριστιανών δέχεται την απόλυτη μη βία ως μία ηθική βασική στάση που προέρχεται από τη ριζοσπαστικότητα του Ευαγγελίου. Όμως αυτή η στάση δεν μπορεί να γίνει ηθικά υποχρεωτική με νόμο, αλλά πρέπει να αποτελέσει μία προφητικά χαρισματική απόρριψη κάθε μορφής βίας, της στρατιωτικής θητείας και κάθε μορφής εξοπλισμού.
1) Άλλοι δέχονται την απόλυτη απόρριψη της βίας ως ηθικά υποχρεωτική εντολή και δέχονται συνειδητά όλους τους κινδύνους που επιφέρει μία τέτοια εκλογή, κυρίως στη σύγκρουση που θα προκαλέσει μία τέτοια στάση με το Κράτος Δικαίου και τις αμυντικές του ιδιαιτερότητες. Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού δέχεται τη στρατιωτική θητεία ως μέσο για την υπεράσπιση της ασφάλειας και της ελευθερίας των λαών (Η Χαρά και η Ελπίδα, αρ. 79), ωστόσο ο υπέργηρος Καρδινάλιος Ottaviani, κατά τα άλλα συντηρητικότατος, υποστήριζε, μαζί με πολλούς άλλους Επισκόπους, ότι η Σύνοδος έπρεπε να απαγορεύσει στους χριστιανούς να πάρουν μέρος σε οποιοδήποτε πόλεμο.
3) Υπάρχει και μία μεσαία τάση, που προσπαθεί να συνδέσει την προφητική απόρριψη της βίας με τον πολιτικό ρεαλισμό. Ενώ σαν αρχή, αυτή η τάση, είναι για την απόλυτη Ευαγγελική μη-βία, δεν αγνοεί τις συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις σύμφωνα με τις οποίες η απόλυτη μη βία θα προκαλούσε περισσότερες ζημιές σε πλατιές μάζες αθώων απ’ ό,τι ο ίδιος πόλεμος. Υπάρχουν αξίες όπως η ελευθερία του προσώπου και των κοινοτήτων, η πολιτική, οικονομική και μορφωτική ανεξαρτησία που πρέπει να εξασφαλιστούν και να τις υπερασπιστούμε. Το πρόβλημα όμως παραμένει. Όταν αυτές οι αξίες κινδυνεύουν και πρέπει οπωσδήποτε να τις υπερασπιστούμε, η τελευταία λύση πρέπει να είναι αναγκαστικά ο πόλεμος; Σήμερα χριστιανοί και μη χριστιανοί, βάσει επιστημονικών δεδομένων, όλο και περισσότερο υποστηρίζουν πως ακόμα και στην περίπτωση που ο πόλεμος φαίνεται αναπόφευκτος, αυτή η τελευταία λύση παραμένει από κάθε άποψη αρνητική λύση. Μία μαζική άμυνα βασισμένη πάνω στη μη βία, δηλαδή πάνω σε μη στρατιωτικά μέσα, είναι πιο αποτελεσματική.
† Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος, πρώην Κερκύρας