22 Δεκεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού άνοιξε την οδό στον διάλογο με τις θρησκείες

 
Τα τελευταία χρόνια γινόταν συζήτηση για την ερμηνεία των κειμένων της Β’ Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού. Σήμερα αμφισβητούνται τα ίδια τα Συνοδικά πεπραγμένα. Ας θυμηθούμε πώς φθάσαμε στη Συνοδική “Δήλωση για τις μη χριστιανικές θρησκείες”, η οποία υπήρξε ορόσημο στην ιστορία της Εκκλησίας.
Η Συνοδική Δήλωση “Nostra aetate” (“Στην εποχή μας”), η οποία εγκρίθηκε από τους Πατέρες της Β’ Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού και τέθηκε σε ισχύ από τον Πάπα Παύλο Στ’ στις 28 Οκτωβρίου 1965, οριοθέτησε ένα μη αναστρέψιμο σημείο καμπής στις σχέσεις μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του Ιουδαϊσμού στα βήματα που είχε χαράξει ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ’, και άλλαξε σημαντικά την προσέγγιση του καθολικισμού έναντι των μη χριστιανικών θρησκειών. Θεωρείται θεμελιώδες κείμενο για τον διάλογο με τις άλλες θρησκείες, και υπήρξε καρπός μιας μακράς συντακτικής εργασίας.
 
Μοναδική σχέση μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού
 
Το κεντρικό μέρος του Συνοδικού εγγράφου είναι αυτό που αφορά τον Ιουδαϊσμό: «Εξετάζοντας το μυστήριο της Εκκλησίας, η Αγία Σύνοδος υπενθυμίζει τον δεσμό με τον οποίο ο λαός της Καινής Διαθήκης συνδέεται πνευματικά με την γενεά του Αβραάμ […] Καθότι, λοιπόν, είναι τόσο μεγάλη η κοινή πνευματική κληρονομιά μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων, αυτή η Αγία Σύνοδος θέλει να προωθήσει και να προτείνει την μεταξύ τους αμοιβαία γνωριμία και εκτίμηση, που αποκτώνται κυρίως με τις βιβλικές και θεολογικές μελέτες και με έναν αδελφικό διάλογο». Είναι λόγια που φανερώνουν την αναγνώριση των εβραϊκών ριζών του Χριστιανισμού και τη μοναδική σχέση που υπάρχει μεταξύ της χριστιανικής πίστης και του Ιουδαϊσμού, όπως επεσήμανε ο Ιωάννης Παύλος Β’ τον Απρίλιο του 1986, όταν επισκέφτηκε τη Συναγωγή της Ρώμης. Πρόκειται για ένα θέμα στο οποίο ο Ιωσήφ Ράτζιγκερ εμβάθυνε ως θεολόγος, ο οποίος αργότερα, ως Επίσκοπος Ρώμης, επισκεπτόμενος τη Συναγωγή της Ιταλικής πρωτεύουσας τον Ιανουάριο του 2010, υπενθυμίζοντας ότι «η διδασκαλία της Β’ Συνόδου του Βατικανού αποτέλεσε για τους Καθολικούς ένα σταθερό και διαρκές σημείο αναφοράς στη στάση τους και στις σχέσεις τους με τον Εβραϊκό λαό, σηματοδοτώντας ένα νέο και σημαντικό στάδιο. Το Συνοδικό γεγονός έδωσε αποφασιστική ώθηση στη δέσμευση να ακολουθηθεί μια αμετάκλητη πορεία διαλόγου, αδελφοσύνης και φιλίας».
 
Τέλος στην κατηγορία “θεοκτονίας” που επιρριπτόταν στον Εβραϊκό λαό
 
Μια άλλη καθοριστική διατύπωση που περιέχεται στο Συνοδικό κείμενο αφορά την καταδίκη του αντισημιτισμού. Εκτός από την αποδοκιμασία «του μίσους, των διώξεων και όλων των εκδηλώσεων αντισημιτισμού που στρέφονται εναντίον των Εβραίων οπουδήποτε και από οποιονδήποτε», η Συνοδική Δήλωση εξηγεί ότι η ευθύνη για τον θάνατο του Ιησού δεν πρέπει να επιρρίπτεται σε όλους τους Εβραίους. «Ακόμη και αν οι Εβραϊκές αρχές με τους οπαδούς τους εργάστηκαν για τον θάνατο του Χριστού, ωστόσο αυτό που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια των αγίων Παθών Του, δεν μπορεί να αποδοθεί αδιακρίτως σε όλους τους Εβραίους οι οποίοι ζούσαν τότε, ούτε στους Εβραίους της εποχής μας».
 
Η ακτίνα αληθείας που αντικατοπτρίζουν οι άλλες θρησκείες
 
Στο αρχικό μέρος της “Nostra aetate”, γίνεται αναφορά στον Ινδουισμό και τον Βουδισμό και γενικότερα στις άλλες θρησκείες, με την εξήγηση ότι «προσπαθούν να υπερβούν, με διάφορους τρόπους, την ανησυχία της ανθρώπινης καρδιάς προτείνοντας οδούς, δηλαδή διδασκαλίες, κανόνες ζωής και ιερές τελετές. Η Καθολική Εκκλησία δεν απορρίπτει τίποτε από ό,τι είναι αληθινό και ιερό σε αυτές τις θρησκείες. Αυτή παρατηρεί με ειλικρινή σεβασμό εκείνους τους τρόπους δράσης και βιώματος, εκείνους τους κανόνες και τις διδασκαλίες που, αν και σε πολλά σημεία διαφέρουν από αυτά που πιστεύει και προτείνει, ωστόσο, όχι σπάνια αντανακλούν μια ακτίνα αυτής της αλήθειας η οποία φωτίζει όλους τους ανθρώπους».
 
Η εκτίμηση για τους πιστούς του Ισλάμ
 
Μια σημαντική παράγραφος αφιερώνεται στη μουσουλμανική πίστη. «Η Εκκλησία κοιτάζει επίσης με εκτίμηση τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον μοναδικό Θεό, τον ζώντα και υπάρχοντα, τον ελεήμονα και παντοδύναμο, τον δημιουργό του ουρανού και της γης, ο οποίος μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν ολόψυχα στα διατάγματα του Θεού, ακόμη και σε αυτά που είναι κρυμμένα, όπως και ο Αβραάμ υποτάχθηκε σε αυτά, στον οποίο η ισλαμική πίστη αναφέρεται πρόθυμα. Αν και δεν αναγνωρίζουν τον Ιησού ως Θεό, εξακολουθούν να τον λατρεύουν ως Προφήτη. Τιμούν την Παρθένο Μαρία, τη Μητέρα Του, και μερικές φορές την επικαλούνται με ευλάβεια. Αναμένουν επίσης την ημέρα της κρίσεως, όταν ο Θεός θα ανταμείψει όλους τους αναστημένους ανθρώπους. Ομοίως, έχουν σε υπόληψη την ηθική ζωή και αποδίδουν λατρεία στον Θεό, προπάντων με την προσευχή, την ελεημοσύνη και τη νηστεία».
 
Ο Παύλος Στ’ και οι “ομολογητές της μουσουλμανικής πίστεως”
 
Μεταξύ των σημαντικών βημάτων που έγιναν τα επόμενα χρόνια από τους Ποντίφικες στον διάλογο με τον ισλαμικό κόσμο, πρέπει να αναφερθούν τα λόγια του Πάπα Παύλου Στ’, τον Ιούλιο του 1969 στην Ουγκάντα, όταν ο Πάπας αποτίει φόρο τιμής στους πρώτους Αφρικανούς Χριστιανούς μάρτυρες, κάνοντας μια σύγκριση που συνέδεε επίσης τους μουσουλμάνους πιστούς με το μαρτύριο που υπέστησαν από τους αρχηγούς των τοπικών φυλών. «Εμείς είμαστε βέβαιοι ότι είμαστε σε κοινωνία μαζί σας», είπε, απευθυνόμενος σε εκπροσώπους της ισλαμικής θρησκείας στην Αποστολική Νουντσιατούρα της Καμπάλα, «όταν ικετεύουμε τον Ύψιστο να αφυπνίσει στις καρδιές όλων των πιστών της Αφρικής την επιθυμία για συμφιλίωση, για συγχώρεση, που τόσο συχνά συνιστάται στο Ευαγγέλιο και στο Κοράνι». Και ο Πάπας Παύλος Στ’ πρόσθεσε: «Και πώς να μην συνδέσουμε στη μαρτυρία χριστιανικής αφοσίωσης και πιστότητας των Καθολικών και Προτεσταντών μαρτύρων τη μνήμη εκείνων των ομολογητών της μουσουλμανικής πίστεως, η ιστορία των οποίων μας θυμίζει ότι ήταν οι πρώτοι, το 1848, που πλήρωσαν με τη ζωή τους την άρνηση να παραβιάσουν τις επιταγές της θρησκείας τους;».
 
“Απόγονοι του Αβραάμ”
 
Τον Νοέμβριο του 1979, ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’, όταν συναντήθηκε με τη μικρή καθολική κοινότητα της Άγκυρας στην Τουρκία, επανέλαβε την εκτίμηση της Εκκλησίας για το Ισλάμ και είπε ότι «η πίστη στον Θεό, η οποία ομολογείται από τους απογόνους του Αβραάμ, τους Χριστιανούς, τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους, όταν βιώνεται ειλικρινά και μεταφέρεται στη ζωή, είναι ασφαλές θεμέλιο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αδελφοσύνης και της ελευθερίας των ανθρώπων, και αρχή της ορθής ηθικής συμπεριφοράς και της κοινωνικής συνύπαρξης. Και υπάρχει κάτι περισσότερο: ως συνέπεια αυτής της πίστεως στον Θεό, τον δημιουργό και υπερβατικό, ο άνθρωπος στέκεται στην κορυφή της κτίσεως».
 
Ο λόγος στην Καζαμπλάνκα
 
Ένα ορόσημο σε αυτή την πορεία αποτελεί μια άλλη ομιλία του Ιωάννη-Παύλου Β’, τον Αύγουστο του 1985 στο Μαρόκο, στην Καζαμπλάνκα, μπροστά στη νεολαία των Μουσουλμάνων. Είχε πει ο Πάπας σε εκείνη την περίσταση: «Οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι έχουμε πολλά από κοινού, ως πιστοί και ως άνθρωποι. Ζούμε στον ίδιο κόσμο, που χαρακτηρίζεται από πολλά σημεία ελπίδας, αλλά και από πολλαπλά σημεία αγωνίας. Ο Αβραάμ είναι για εμάς το ίδιο πρότυπο πίστεως στον Θεό, υποταγής στο θέλημα Του και εμπιστοσύνης στην καλοσύνη Του. Εμείς πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, τον μοναδικό Θεό, τον ζώντα Θεό, τον Θεό που δημιουργεί τους κόσμους και φέρνει τα πλάσματά Του στην τελειότητά τους». Ο  Ιωάννης-Παύλος Β’ είχε υπενθυμίσει ότι «ο διάλογος μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων σήμερα είναι πιο απαραίτητος από ποτέ. Αυτός προέρχεται από την πίστη μας στον Θεό και υποθέτει ότι ξέρουμε να αναγνωρίζουμε τον Θεό με την πίστη και να Τον μαρτυρούμε με τα λόγια και τη δράση, σε μια όλο και πιο εκκοσμικευμένη κοινωνία και, ενίοτε, αθεϊστική».
 
Στην Ασίζη με τον Ιωάννη-Παύλο Β’ και τον Βενέδικτο ΙΣΤ’
 
Το επόμενο έτος, στις 27 Οκτωβρίου 1986, ο Πάπας κάλεσε εκπροσώπους των θρησκειών στην Ασίζη να προσευχηθούν για την απειλούμενη ειρήνη, μια συνάντηση που έγινε σύμβολο του διαλόγου και της κοινής δέσμευσης μεταξύ πιστών διαφορετικών θρησκειών. «Το να συναντηθούμε μαζί πολλοί θρησκευτικοί ηγέτες για να προσευχηθούμε, είναι μια πρόσκληση προς τον κόσμο σήμερα να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μια άλλη διάσταση της ειρήνης και ένας άλλος τρόπος προώθησής της, που δεν είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων, πολιτικών συμβιβασμών ή οικονομικών τεχνασμάτων. Αλλά είναι το αποτέλεσμα της προσευχής, το οποίο, παρά την ποικιλομορφία των θρησκειών, εκφράζει τη σχέση με μια υπέρτατη δύναμη που υπερβαίνει τις ανθρώπινες ικανότητές μας». Εορτάζοντας την 25η επέτειο αυτού του ιστορικού γεγονότος στην Ασίζη, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ προειδοποιούσε για την απειλή από την κατάχρηση της χρησιμοποίησης του ονόματος του Θεού “επί ματαίω” για τη δικαιολόγηση του μίσους και της βίας, αναφερόμενος εν προκειμένω στη χρήση βίας που άσκησαν οι Χριστιανοί στο παρελθόν («το αναγνωρίζουμε, με ντροπή»), αλλά παρατηρούσε επίσης ότι «το “όχι” στον Θεό παρήγαγε άμετρη σκληρότητα και βία, κάτι που κατέστη δυνατό μόνο επειδή ο άνθρωπος δεν αναγνώριζε πλέον κανέναν κανόνα και οποιονδήποτε δικαστή υπεράνω του εαυτού του, αλλά πήρε ως κανόνα τον ίδιο τον εαυτό του. Οι φρικαλεότητες των στρατοπέδων συγκέντρωσης δείχνουν ξεκάθαρα τις συνέπειες της απουσίας του Θεού».
 
Από τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού στο κείμενο του Αμπού Ντάμπι
 
Η Συνοδική Δήλωση “Nostra aetate” για τις μη χριστιανικές θρησκείες, τελειώνει με μια παράγραφο αφιερωμένη στην παγκόσμια αδελφοσύνη: «Δεν μπορούμε να επικαλούμαστε τον Θεό ως Πατέρα όλων των ανθρώπων, αν αρνούμαστε να ενεργήσουμε ως αδελφοί σε μερικούς μεταξύ των ανθρώπων που και αυτοί έχουν δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού. Η στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού Πατέρα και η στάση του ανθρώπου έναντι των συνανθρώπων, αδελφών του, είναι τόσο συνδεδεμένες ώστε η Γραφή λέει: “Όποιος δεν αγαπά, δεν γνωρίζει τον Θεό”. Αίρεται, επομένως, η βάση από οποιαδήποτε θεωρία ή πρακτική που εισάγει μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ λαών, διακρίσεις σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα που προκύπτουν». Σε αυτή την παράδοση αναφέρεται το Έγγραφο για την Ανθρώπινη Αδελφοσύνη που υπογράφηκε από τον Πάπα Φραγκίσκο και τον Μεγάλο Ιμάμη του Al-Azhar, Ahmad Al-Tayyeb, στις 4 Φεβρουαρίου 2019 στο Αμπού Ντάμπι, το οποίο γράφτηκε «Εις το όνομα του Θεού, ο οποίος δημιούργησε όλα τα ανθρώπινα όντα ίσα σε δικαιώματα, στα καθήκοντα και την αξιοπρέπεια, και τους κάλεσε να ζήσουν ως αδελφοί μεταξύ τους, να κατοικήσουν τη γη και να διαδώσουν σε αυτήν τις αξίες του καλού, της φιλανθρωπίας και της ειρήνης».
 
————————-
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ
Προηγούμενο Άρθρο

Κ-273, 15 Ιουνίου 2020

Επόμενο Άρθρο

Carlo Acuty, ένας νέος άνθρωπος με μεγάλη πίστη

You might be interested in …

Φθινοπωρινή Γενική Συνέλευση των Ιεραρχών της COMECE [2007]

Με την συμμετοχή 24 Ιεραρχών, εκπρόσωπων των Ι. Συνόδων της ΕΕ πραγματοποιήθηκε,  από τις 21 έως τις 23 Νοεμβρίου, η φθινοπωρινή Γενική Συνέλευση της COMECE στις Βρυξέλλες με κύριο θέμα:  Η εξωτερική δράση της ΕΕ: […]

Μοναχές με «Σύνδρομο Νταουν». Η αγάπη να μοιράζεσαι την αφιερωμένη ζωή

  Όλη η μοναχική κοινότητα Τριάντα πέντε χρόνια πριν η Line, νέα γαλλίδα, ήταν σε πνευματική αναζήτηση, για να βρει τον τρόπο να απαντήσει στο κάλεσμα του Θεού, που είχε αισθανθεί. Πίστευε ότι έπρεπε να […]