Η οικογένεια: σημερινές εξελίξεις και εκκλησιαστική διάκριση
Οι γρήγορες μεταβολές που σημειώθηκαν και σημειώνονται ακόμη στη συζυγική και οικογενειακή ζωή, μας υποχρεώνουν σε περίσκεψη και στοχασμό. Οι νομικές μεταβολές των τελευταίων πενήντα χρόνων εισήγαγαν περισσότερη ελαστικότητα και ελευθερία αλλά και ισότητα μέσα στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας. Διαπιστώνουμε ότι ο συζυγικός δεσμός έχει γίνει εύθραυστος. Ότι στο κοινωνικό τοπίο έχουν επιβληθεί νέα συγγενικά και οικογενειακά σχήματα. Ο σημερινός κόσμος δίνει προτεραιότητα στα υποκειμενικά αιτήματα και όχι στην αντικειμενικότητα του θεσμού. Η έκκληση για μια κοινωνική ή φυσική τάξη που θα προσπαθούσε να επιβληθεί στις ατομικές ελευθερίες φαίνεται να μη γίνεται αποδεκτή από πολλούς. Η αναφορά στη διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας, καθώς επίσης, σε μικρότερο βαθμό, στη διαφορά μεταξύ γενεών, θεωρείται ότι υποκρύπτει δομές κυριαρχίας μέσα στην οικογένεια και μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και η σκέψη της διαφοράς έχει γίνει προβληματική.
Εμπρός σε αυτή την εξέλιξη, τουλάχιστο στον Δυτικό κόσμο, η Εκκλησία δεν προσπαθεί να υπερασπιστεί μια παλιά κοινωνική τάξη. Αλλά ούτε επιχειρεί να προσαρμοστεί σε όλες τις καινοτομίες, για να «είναι σύγχρονη» και να αρέσει στον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Θέλει να είναι ο πιστός μάρτυρας της Καλής Είδησης του Ιησού Χριστού Σωτήρα, και ειδικά της Καλής Είδησης στο ζήτημα του γάμου και της οικογένειας. Η Εκκλησία ακούει τον Λόγο του Θεού. Προσπαθεί να ακούσει αυτό που ο Θεός λέει μέσα από τις αναζητήσεις και τις εξελίξεις της εποχής της. Προσπαθεί να αναγνωρίσει αυτό που η Β΄ Σύνοδος στο Βατικανό ονόμασε τα «σημεία των καιρών». Κάνει επίσης μια διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι καλό μέσα σε αυτές τις εξελίξεις, δηλαδή αυτό που είναι αντάξιο της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και της κλήσης του στην αληθινή αγάπη και αυτό που είναι αντίθετο. Προτείνοντας αυτή τη διάκριση και εξηγώντας την δημοσίως, η Εκκλησία θέλει να βρίσκεται στην υπηρεσία του κοινού αγαθού της κοινωνίας. Δεν φοβάται να είναι σε κάποια ζητήματα σημείο αντιλεγόμενο.
Πολύ συχνά, μέσα στη Βίβλο και μέσα στα Ντοκουμέντα της Παράδοσης, δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις στα νέα ζητήματα που ανακύπτουν. Θα πρέπει τότε να ανατρέξουμε στις αρχές της διάκρισης, στη θεώρηση του ανθρώπου που περιέχει η Βιβλική ιστορία, και στις αξίες που απορρέουν από αυτήν (οι οποίες άλλωστε συμπίπτουν με αυτά που πολλοί σοφοί άνθρωποι προαισθάνθηκαν). Το φως που ακτινοβολεί στο πρόσωπο του Χριστού φεγγοβολεί μέσα στην καρδιά κάθε ανθρώπου.
Θα επισημάνω τέσσερα βασικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κατάσταση του γάμου και της οικογένειας. Το καθένα από αυτά οδηγεί την Εκκλησία να εμβαθύνει και να αναπτύξει τη διδασκαλία της για το γάμο.
1) Το πρώτο είναι ο αδιαμφισβήτητος θρίαμβος του γάμου από αγάπη. Δεν είναι η στιγμή να παρουσιάσουμε την ιστορία του γάμου από αγάπη. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι είναι πολιτιστικά και ιστορικά καταγεγραμμένος. Θα ήταν λάθος να σκεφτούμε ότι δεν υπήρχε αγάπη στους γάμους που τακτοποιούνταν μεταξύ οικογενειών. Αλλά το χαρακτηριστικό του σημερινού γάμου είναι ότι εξαρτάται αποκλειστικά από την προσωπική επιλογή των μελλονύμφων. Ασφαλώς η επιλογή αυτή επηρεάζεται από διάφορα κίνητρα και επιδράσεις, και ούτε απουσιάζει η λογική. Αλλά η ερωτική έλξη κατέχει την πρώτη θέση. Εξάλλου διαπιστώνουμε σήμερα μια επιστροφή του έρωτα ενάντια στο γάμο. Το διαζύγιο αιτιολογείται από την έλλειψη αγάπης. Και πολλά ζευγάρια αρνούνται τον θεσμό του γάμου επικαλούμενοι την ελευθερία του έρωτα και τον ιδιωτικό του χαρακτήρα.
Ο θρίαμβος του γάμου από αγάπη οδηγεί την Εκκλησία να διασαφηνίσει τη θέση της αγάπης μέσα στον θεσμό και το μυστήριο του γάμου. Η αγάπη είναι η καρδιά και η κορυφή της βιβλικής Αποκάλυψης. Ο Θεός αποκαλύπτεται ως Αγάπη. Η εντολή που ο Χριστός έδωσε στους μαθητές του είναι να αγαπά ο ένας τον άλλο. Αλλά τι σημαίνει να αγαπώ; Για την χριστιανική πίστη, ανακαλύπτουμε τι σημαίνει αγαπώ εν αληθεία μελετώντας το πρόσωπο και τη ζωή του Χριστού. Ο Θεός φανερώνει την αγάπη του με μια αμετάκλητη και απείρως γόνιμη συμφωνία (Διαθήκη) με την ανθρωπότητα, που επισφραγίζει στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωθέντος Λόγου και στην ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας.
Να θέσουμε την αγάπη στο κέντρο του γάμου, από χριστιανική άποψη, σημαίνει να εννοήσουμε τον γάμο ως συμφωνία και ως αμοιβαία δωρεά των προσώπων. Ο γάμος είναι μια συμφωνία μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο όρος «συμφωνία» θα πρέπει να εκληφθεί στηn πιο δυνατή του έννοια. Λέει περισσότερα από τον όρο «συμφωνία». Μια συμφωνία είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από ένα συνεταιρισμό που μπορεί να διαλυθεί με την πρωτοβουλία του ενός ή του άλλου μέρους ή των δύο, μέσω αποζημιώσεων. Δεν περιορίζεται σε μια ένωση συμφερόντων ή μια ανταλλαγή παροχών. Είναι η ένωση δυο προσώπων που δεσμεύονται μεταξύ τους και μοιράζονται από κοινού τη ζωή τους. Βασίζεται σε μια ανταλλαγή λόγων, συνάπτεται μέσα στη σάρκα, εγγράφεται μέσα στην κοινωνία, θεμελιώνει μια κοινή ιστορία.
Η αγάπη, της οποίας ο Χριστός είναι η πηγή και το πρότυπο, είναι δωρεά. Η συζυγική αγάπη ενσωματώνει το συναίσθημα και την επιθυμία, αλλά δεν περιορίζεται σ’ αυτά. Το θέμα αυτό της δωρεάς πρέπει να κατανοηθεί καλά. Η αγάπη είναι πριν απόλα και παραμένει ένα δόσιμο στον άλλο, που τον βλέπουμε ως αυτόν ή αυτήν που μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στις προσδοκίες μας. Αλλά είναι ταυτόχρονα μια δέσμευση προς τον άλλο, του οποίου θέλουμε την ευτυχία και του οποίου αναζητούμε το καλό. Η αγάπη ξεπερνά και περιλαμβάνει τις απαιτήσεις της απλής δικαιοσύνης. Για να το πούμε διαφορετικά, αγαπώ τον άλλο σημαίνει είμαι δίκαιος απέναντί του. Ενώ αντίθετα, δεν σεβόμαστε την αξιοπρέπεια του άλλου όταν τον μεταχειριζόμαστε ως μέσον, είτε για την απόλαυσή μας ή είτε για να αποκτήσουμε ένα παιδί, ή να μπούμε σε μια κοινωνική κατάσταση, ή για την επίτευξη οποιουδήποτε άλλου σκοπού. Μια ανθρώπινη προσωπικότητα ζητάει να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί ως μοναδική. Η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη δέσμευση είναι ένα αίτημα εσωτερικό της συζυγικής αγάπης. Οι ιδιότητες του γάμου, ενότητα και αδιάλυτο, το καλό των συζύγων, βρίσκουν μέσα στην έτσι εννοούμενη αγάπη το θεμέλιό τους και νόημά τους.
Η χριστιανική θεολογία, μελετώντας το μυστήριο της αγίας Τριάδας, βεβαιώνει ότι ο άνθρωπος, πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, ολοκληρώνεται μέσα από μια ζωή σε κοινωνία αγάπης. Ο άνθρωπος τείνει στη σχέση. Η αγάπη που ο Θεός μεταδίδει είναι μια χάρη κοινωνίας. Ο γάμος και η οικογένεια είναι, στην επίγεια κατάσταση, η πρωταρχική έκφραση – αλλά όχι η μόνη – της κοινωνίας των ανθρώπων. Ο Ιωάννης Παύλος 2ος, ανέπτυξε επανειλημμένα το θέμα αυτό κατά την αρχιερατεία του.
Προσθέτω, πάντοτε στο πρώτο αυτό σημείο (ο γάμος από αγάπη), ότι η έννοια της συμφωνίας, μας προφυλάσσει από μια θεώρηση αποκλειστικά ρομαντική της αγάπης: τα πρόσωπα της συμφωνίας παραμένουν πρόσωπα ξεχωριστά. Οι δυο θεμελιώδεις διαφορές, αυτή του φύλου και αυτή των γενεών, διαρθρώνουν την οικογενειακή κοινότητα. Από την άλλη μεριά, η οικογένεια δεν συγκροτεί μια κλειστή ομάδα. Είναι ενταγμένη μέσα στην κοινωνία. Τα παιδιά, όταν ενηλικιωθούν, εγκαταλείπουν τους γονείς τους. Οι δεσμοί δεν χάνονται, αλλά μεταμορφώνονται. Τελικά, η συζυγική συμφωνία θεμελιώνει μια κοινή ιστορία των συζύγων. Μερικές φορές είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει κρίσεις, να ξεπεράσει πληγές. Η συγχώρηση την ανανεώνει. Η κοινωνία των προσώπων δεν είναι ένα γεγονός δεδομένο. Είναι μάλλον μια προοπτική και μια πορεία. Μπορεί να συμβεί να καταλήξει σε αποτυχία. Καμιά φορά, η συζυγική αγάπη μοιάζει νεκρή, η συνέχιση της κοινής ζωής φαίνεται αδύνατη. Η βιβλική ιστορία της Διαθήκης (συμφωνίας), που διέρχεται από τον Σταυρό και κορυφώνεται το πρωί του Πάσχα, είναι για όλους πηγή ελπίδας.
2. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας είναι η εξέλιξη της κατάστασης της γυναίκας. Είναι ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός. Η ιεραρχική θεώρηση της οικογένειας και της κοινωνίας παραχώρησε τη θέση της σε μια θεώρηση ισότητας και δημοκρατικότητας. Η πατρική εξουσία την οποία ο κώδικας του Ναπολέοντα απέδιδε στον σύζυγο, αρχηγό της οικογένειας, έδωσε τη θέση από το 1970, στην εξουσία και των δύο μαζί γονέων. Ας πούμε αμέσως ότι η κοινωνική αυτή εξέλιξη είναι σύμφωνη με την ισότιμη αξιοπρέπεια του άνδρα και της γυναίκας. Μπορούμε μάλιστα να προσθέσουμε ότι προσφέρει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες ώστε ο γάμος να βιώνεται ως μια συμφωνία μεταξύ δυο ίσων και διαφορετικών προσώπων. Υπό τον όρο ωστόσο, ο άνδρας και η γυναίκα να μη θεωρούν τον εαυτό τους άτομα ζηλότυπα της ανεξαρτησίας τους που επιδιώκουν το ατομικό τους συμφέρον, αλλά να εγκολπώνονται τη λογική της αγάπης, της δέσμευσης και της δωρεάς.
Η διαφορά άνδρα και γυναίκας είναι αξεπέραστη, αλλά δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή. Περιλαμβάνει ένα παράγοντα προσωπικό. Αναμφισβήτητα εμπεριέχει μια σταθερά πολιτιστική. Αλλά είναι επίσης αντικειμενικά θεμελιωμένη. Μέσα στα σώματα που δεν επιτρέπουν να την περιορίσουμε ούτε στην βιολογία ούτε στην κουλτούρα. Η διαφορά του φύλου δεν είναι μια διαφορά ανάμεσα στις άλλες. Είναι συστατικό της ανθρώπινης φύσης μας. Σύμφωνα με τη Βίβλο, ανήκει στην πρωταρχική καλοσύνη του Δημιουργού. Δεν είναι μια δυστυχία που οφείλουμε να υπερπηδήσουμε, αλλά μια χάρη που πρέπει να βιώσουμε εν αληθεία.
Ο γάμος θα έπρεπε να είναι ο χώρος όπου η διαφορά άνδρα/γυναίκας να γίνεται δεκτή και να βιώνεται με πλήρη αλήθεια, μέσα στη δικαιοσύνη και την αγάπη. Ο χώρος όπου αγγίζει την υψίστη της γονιμότητα (που δεν περιορίζεται μόνο στα παιδιά). Πάντοτε σύμφωνα με τη Βίβλο, η σχέση μεταξύ των συζύγων, προσκρούει σε δυο εστίες αμαρτίας: τη θέληση να κυριαρχούμε πάνω στον άλλο και τον άπληστο πόθο που ανάγει τον άλλο στο επίπεδο του αντικειμένου (βλ. Γεν 3,16β). Η κατανόηση της καρδιάς και η ηθική συνείδηση γνωρίζουν τους δρόμους για να υπερπηδήσουν αυτές τις εγωιστικές τάσεις. Η χάρη του Θεού εξαγνίζει το πνεύμα μας και στηρίζει τις προσπάθειές μας.
3. Το τρίτο σημείο που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη είναι η εξέλιξη, καμιά φορά η ανατροπή, των ηθικών σημείων αναφοράς σε θέματα σεξουαλικά. Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο υπάρχει απόσταση μεταξύ των Δυτικών κοινωνιών και της Εκκλησίας είναι αυτό της σεξουαλικής ηθικής!
Η διδασκαλία της Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, όπως και στην βιοϊατρική ηθική, θεμελιώνεται πάνω στην ακόλουθη αρχή, που είναι επίσης και μια σταθερά υπαρξιακή: ότι αγγίζει το σώμα , αγγίζει το ίδιο το πρόσωπο. Με τη διάκρισή της η Εκκλησία μας προειδοποιεί να φυλαγόμαστε από τον πειρασμό να θεωρούμε το σώμα ως ένα όργανο στην ελεύθερη διάθεσή μας και ως κάτι μακρινό από το υποκείμενο. Το σώμα του άνδρα ή της γυναίκας δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον βιολογικό οργανισμό που δεν εκφράζει ούτε δεσμεύει το πρόσωπο. Ασφαλώς, το πρόσωπο, ως ον πνευματικό, δεν συμπίπτει με το σώμα του. Αλλά, δεν είναι λιγότερο «σώμα και ψυχή αληθινά ένα», καθώς βεβαιώνει η Β΄ Σύνοδος στο Βατικανό. Για τον χριστιανισμό, θρησκεία της ενσάρκωσης, το σώμα είναι ο τόπος όπου συνάπτεται, όπου σφραγίζεται, η Διαθήκη. Εμπρός στους διαχωρισμούς που πολλαπλασιάζονται και δικαιολογούνται από κάποια έννοια της ελευθερίας, η Εκκλησία προτείνει μιαν αντίληψη ενοποιημένη, ολοκληρωμένη, των διαφόρων διαστάσεων της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, καθώς επίσης και των διαφόρων συνιστωσών της πατρότητας και της μητρότητας, υπό το πρωτείο της αγάπης. Δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, να απορρίψουμε την επιθυμία και την απόλαυση, αλλά να δείξουμε ότι η αγάπη, ως συμφωνία και δωρεά, τους προσδίδει το πλήρες ανθρώπινο νόημα και την ηθική τους αξία.
- Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης κατάστασης είναι ο έλεγχος της γονιμότητας που επιτεύχθηκε χάρη στις προόδους της βιολογίας. Είναι ένα μεγάλο και μη αναστρέψιμο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας, του οποίου δεν έχουμε ακόμη υπολογίσει όλες τις συνέπειες. Όπως όλοι οι έλεγχοι, συνεπιφέρει μια ευθύνη και θέτει ένα ηθικό ερώτημα: τι επιτρέπετε να κάνουμε με τις δυνάμεις που διαθέτουμε; Η απάντηση εξαρτάται από το νόημα που αναγνωρίζουμε στην ανθρώπινη τεκνοποίηση. Αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την αναπαραγωγή των ζώων, έστω και αν οι βιολογικές διαδικασίες είναι παρόμοιες. Έχει δικές της σημασίες και αξίες. Σωστό είναι το παιδί να είναι επιθυμητό, αλλά δεν είναι σαφές, αν αυτό αποτελεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της επιθυμίας για απόκτηση παιδιού. Το παιδί ζητάει πριν απ’ όλα να γίνει δεκτό για τον ίδιο τον εαυτό του.
Π.χ., (διακινδυνεύω να θίξω ένα ζήτημα της επικαιρότητας), δεν φαίνεται σωστό, η αναγνώριση της ανθρώπινης φύσης των εμβρύων της γονιμοποίησης στο σωλήνα, να εξαρτάται από την ύπαρξη ή την εγκατάλειψη ενός γονεϊκού σχεδίου.
Οι αξίες που διακυβεύονται εδώ είναι η αναγνώριση της θεμελιώδους καλοσύνης κάθε ανθρώπινης ζωής και η υπηρεσία της ζωής. Δεν βρισκόμαστε άραγε εδώ εμπρός στο προοδευτικό πέρασμα της τεκνοποίησης υπό τον έλεγχο της τεχνικής; Αυτή υπακούει στη δική της λογική, απολύτως νόμιμη στον τομέα της παραγωγής αγαθών, αλλά την οποία αισθανόμαστε καλά πως δεν θα πρέπει να την εφαρμόσουμε στην τεκνοποίηση. Το παιδί είναι άξιο να συλληφθεί μέσα στην οικειότητα μιας πράξης αγάπης ταυτόχρονα εξόχως προσωπικής και σωματικής. Θα πρέπει να το υποδεχτούμε ως ένα πρόσωπο ολοκληρωμένο, πολύ εύθραυστο, που επαφίεται στην ευθύνη των γονέων του.
Η Εκκλησία είναι ο θεματοφύλακας της Καλής Είδησης. Έχει κληθεί να είναι μάρτυρας στον κόσμο της αγάπης του Θεού που φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού και μεταδόθηκε μέσω Αυτού. Το μυστήριο του γάμου και της οικογένειας είναι ένα σημείο αυτής της αγάπης. Η αγάπη αυτή είναι μεγάλη. Ενώνει το ανθρώπινο και το θείο. Είναι απαιτητική. Είναι στο ύψος της ανθρώπινης προσωπικότητας και της κλήσης της.
Πατέρας Jacques de Longeaux
Η οικογένεια
1η Διάλεξη της Notre Dame de Paris 2011
Απόδοση στα Ελληνικά: Πέτρος Ανδριώτης