Από τη συνέντευξη που έδωσε στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄.
Μεταφράστηκε από τα Γαλλικά υπό του Πέτρου Ανδριώτη.
Από τις Σελίδες 65-74 του Βιβλίου Lumiere du monde
Εκδόσεις bayard 2011
Η κρίση της Εκκλησίας και η κρίση της εκκοσμίκευσης είναι δυο σημερινές πραγματικότητες. Η πρώτη ίσως είναι μεγάλη, όμως η δεύτερη μοιάζει όλο και περισσότερο με μια μόνιμη συνολική καταστροφή.
Η κλιματική αλλαγή διευρύνει την τροπική ζώνη, ανεβάζει τη στάθμη των θαλασσών, λιώνει τον Βόρειο Πόλο, μεγαλώνει την τρύπα του όζοντος. Ζούμε τραγωδίες όπως η καταστροφή από το πετρέλαιο στον κόλπο του Μεξικού, οι τεράστιες πυρκαγιές, οι άνευ προηγουμένου καταστροφικές πλημμύρες, τα αναπάντεχα κύματα καύσωνα, και οι περίοδοι ξηρασίας. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Ban Ki–moon, ήδη το Νοέμβριο του 2007, ενώπιον της συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, δήλωνε ότι η κατάσταση του πλανήτη Γη συνιστούσε έναν «έσχατο κίνδυνο». Επιτροπή έρευνας του ΟΗΕ βεβαίωνε ότι δεν έμεναν στην ανθρωπότητα παρά λίγες δεκαετίες πριν φθάσουμε σε σημείο χωρίς επιστροφή όπου θα είναι πλέον αργά για να μπορούμε να ελέγξουμε με τις δικές μας δυνάμεις τα προβλήματα που ανακύπτουν από την υπερβολική χρήση της τεχνολογίας. Και μάλιστα πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι έχουμε ήδη φθάσει στο σημείο αυτό.
«Ο Θεός είδε τα δημιουργήματά του και ήταν όλα πάρα πολύ καλά» (Γεν. 1,31), αναφέρει το βιβλίο της Γένεσης. Μπορούμε λοιπόν να φοβόμαστε για την κατάσταση που στο μεταξύ πήρε αυτό το όνειρο του πλανήτη. Το ερώτημα είναι το ακόλουθο: μήπως η γη πολύ απλά δεν αντέχει τις τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης του είδους μας; Μήπως δεν είναι ίσως φτιαγμένη για να κατοικούμε σ΄αυτήν μονίμως;… Ή οι ενέργειές μας προς αυτόν τον πλανήτη είναι πολύ κακές;
Το ότι δεν θα παραμείνουμε εδώ αιώνια, μας το λένε τόσο η Αγία Γραφή όσο και η εμπειρία μας. Αλλά, ασφαλώς, υπάρχει και κάτι που δεν κάνουμε καλά. Και πιστεύω ότι εδώ τίθεται όλο το ζήτημα της έννοιας της προόδου. Η μοντέρνα εποχή αναζήτησε το δρόμο της μέσα από τις βασικές έννοιες της προόδου και της ελευθερίας. Αλλά τι σημαίνει πρόοδος; Διαπιστώνουμε σήμερα ότι η πρόοδος μπορεί να είναι καταστροφική. Για τον λόγο αυτόν, οφείλουμε να λάβουμε τα μέτρα μας ώστε η πρόοδος να είναι πράγματι πρόοδος.
Η έννοια της προόδου, στο ξεκίνημά της, είχε δυο όψεις: από τη μια, ήταν μια πρόοδος της γνώσης. Εννοούσαν με αυτό να γνωρίσουν την πραγματικότητα. Είναι αυτό που συνέβη και μάλιστα σε απίστευτο βαθμό, χάρη, μεταξύ άλλων, και στο συνδυασμό της μαθηματικής αντίληψης του κόσμου και των πειραματισμών. Έτσι σήμερα είμαστε ικανοί να ανασυνθέσουμε το DNA, τη δομή της ζωής, καθώς επίσης τη δομή της λειτουργίας ολόκληρης της πραγματικότητας, σε σημείο που είμαστε ικανοί να την επανασυνδέσουμε εν μέρει και να αρχίσουμε ήδη να δημιουργούμε, εμείς οι ίδιοι, τη ζωή. Στο επίπεδο αυτό, η πρόοδος αυτή προσέφερε στον άνθρωπο νέες δυνατότητες.
Η βασική ιδέα ήταν: πρόοδος είναι η γνώση.
Και η γνώση είναι δύναμη. Δηλαδή, μπορώ να διαθέσω αυτό που γνωρίζω. Η γνώση έφερε τη δύναμη, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η δύναμη που έχουμε στα χέρια μας μπορεί επίσης να καταστρέψει τον κόσμο του οποίου πιστεύουμε ότι ανακαλύψαμε τα μυστικά.
Καθίσταται έτσι φανερό ότι, από τον συνδυασμό που γνωρίζουμε σήμερα, αυτόν δηλαδή της προόδου ως γνώση και δύναμη, απουσιάζει μια ουσιαστική όψη: η όψη του καλού. Το ερώτημα είναι: τι είναι καλό; Πού η γνώση οφείλει να οδηγήσει τη δύναμη; Αρκεί μόνο να μπορούμε να διαθέτουμε τα πράγματα, ή πρέπει να θέσουμε το ζήτημα εσωτερικών κριτηρίων, αυτού που είναι καλό για τον άνθρωπο, για τον κόσμο; Ιδού, κατά τη γνώμη μου, αυτό που δεν συνέβη σε ικανοποιητικό βαθμό. Έτσι, η ηθική όψη, από την οποία εξαρτάται η ευθύνη απέναντι στον Δημιουργό, κατά βάθος απουσιάζει ευρύτατα. Αν ασκούμε αποκλειστικά και μόνο τη δύναμή μας χάρη στη γνώση μας, αυτό το είδος προόδου αποβαίνει πράγματι καταστροφικό.
Ποιές συνέπειες τούτο θα έπρεπε να έχει σήμερα;
Θα έπρεπε σήμερα να προβούμε σε μια βαθιά εξέταση συνείδησης. Τι είναι πράγματι η πρόοδος; Είναι πρόοδος η δύναμη να μπορούμε να καταστρέφουμε; Είναι πρόοδος να μπορούμε να κατασκευάζουμε, να επιλέγουμε και να εξοντώνουμε εμείς οι ίδιοι ανθρώπινα όντα; Με ποιο τρόπο μπορούμε να ελέγχουμε την πρόοδο από πλευράς ηθικής και ανθρώπινης;
Αλλά δεν είναι μόνο τα κριτήρια της προόδου που οφείλουμε να λαβαίνουμε υπόψη σήμερα. Εκτός της γνώσης και της προόδου, τίθεται επίσης και το ζήτημα της θεμελιώδους αντίληψης του σύγχρονου κόσμου για την ελευθερία: ελευθερία υπό την έννοια ότι είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε τα πάντα.
Από την αντίληψη αυτή, προκύπτει ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η επιστήμη δεν μπορεί να διασπαστεί. Δηλαδή, ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε, οφείλουμε επίσης να το κάνουμε. Κάθε άλλη τοποθέτηση θα ήταν αντίθετη στην ελευθερία.
Είναι άραγε τούτο αληθές; Πιστεύω ότι δεν είναι. Διαπιστώνουμε ωστόσο την τερατώδη διάσταση που προσέλαβε η δύναμη του ανθρώπου. Ενώ δεν αναπτύχθηκαν παράλληλα οι ηθικές του δυνατότητες. Η ανισότητα αυτή αντανακλάται σήμερα στους καρπούς μιας προόδου χωρίς ηθικά κριτήρια. Τώρα το μεγάλο ερώτημα είναι: πώς μπορούμε να διορθώσουμε την έννοια της προόδου και την πραγματικότητά της, ώστε στη συνέχεια να την ελέγχουμε θετικά εκ των έσω; Σχετικά με αυτό, ένας θεμελιώδης στοχασμός είναι απαραίτητος.
Η διάσκεψη για το κλίμα του πλανήτη, το Δεκέμβριο του 2009, στην Κοπεγχάγη, έδειξε πολύ καλά, πόσο περιπλέκουμε την προσπάθεια όταν πρόκειται να αλλάξουμε αυτά τα κριτήρια της προόδου. Οι κυβερνήσεις αυτού του κόσμου, χρειάστηκαν 17 χρόνια, από την πρώτη συνάντηση του Ρίο μέχρι την αποφασιστική αυτή κορυφαία διάσκεψη που οι επιστήμονες, οι υπερασπιστές του περιβάλλοντος και οι πολιτικοί, την χαρακτήρισαν ως μια από τις σημαντικότερες διασκέψεις της ιστορίας της ανθρωπότητας. Στηριζόταν στα αποτελέσματα ερευνών που πραγματοποιήθηκαν από χίλιους επιστήμονες, οι οποίοι, υπό την εποπτεία της πολυεθνικής ομάδας ειδικών για την εξέλιξη του κλίματος, υπολόγισαν ότι οι σημερινές συνολικές θερμοκρασίες του πλανήτη, δεν θα πρέπει να ανεβούν πέραν των δυο βαθμών υπό την απειλή να δούμε το κλίμα να ανατρέπεται ανεπανόρθωτα.
Αλλά το συμβιβαστικό σχέδιο της Κοπεγχάγης δεν περιέχει ούτε καν συγκεκριμένες προτάσεις. Το όριο των δυο βαθμών θα έχει τώρα οπωσδήποτε ξεπεραστεί. Αυτό προκαλεί καταιγίδες, πλημμύρες, ξηρασία και αποξήρανση ευρύτατων περιοχών. Το αποτέλεσμα αυτό δεν πρέπει να ενισχύσει την άποψη αυτών που, πολύ απλά, θεωρούν την ανθρωπότητα ανίκανη να λύσει, με μια συλλογική προσπάθεια, την απειλή της κλιματικής αναθέρμανσης;
Είναι πράγματι ένα μεγάλο πρόβλημα. Τι μπορούμε να κάνουμε; Εμπρός στην απειλητική καταστροφή, έχουν συνειδητοποιήσει παντού ότι πρέπει να ληφθούν ηθικές αποφάσεις. Υπάρχει επίσης η συνείδηση, λίγο ως πολύ έντονη, μιας συνολικής ευθύνης, μια συνείδηση του γεγονότος ότι η ηθική πλευρά του προβλήματος δεν πρέπει να αφορά μόνο την ομάδα του καθενός ή το Έθνος του, αλλά αφορά τη γη ολόκληρη και όλους τους ανθρώπους.
Υπάρχει επίσης κάποιο δυναμικό ηθικής γνώσης. Αλλά ελλείψει διάθεσης για θυσίες, θα είναι δύσκολο αυτό να μεταφραστεί σε βούληση και σε πολιτικές πράξεις. Αυτό θα έπρεπε να συζητείται στο πλαίσιο των εθνικών προϋπολογισμών και συνολικά από τα άτομα. Και το ερώτημα που τίθεται είναι πόση βαρύτητα ευθύνης κατανέμουμε, για το ζήτημα αυτό, στις διάφορες ομάδες των ανθρώπων.
Καθίσταται έτσι φανερό ότι τελικά η πολιτική βούληση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική αν δεν μεταδώσει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα –κυρίως στους κυριότερους φορείς της ανάπτυξης και της προόδου– μια νέα και βαθιά ηθική συνείδηση, μια συναίνεση για θυσίες που να παίρνει συγκεκριμένη μορφή και ταυτόχρονα να γίνεται κριτήριο αξίας για το άτομο. Το ερώτημα λοιπόν είναι τούτο: με ποιο τρόπο η μεγάλη ηθική βούληση την οποίαν όλοι συμμερίζονται και όλοι εύχονται από καρδιάς, μπορεί να αποβεί μια προσωπική απόφαση; Διότι, ενόσω αυτό δεν συμβαίνει, η πολιτική παραμένει ανίσχυρη. Ποιος μπορεί να κάνει ώστε αυτή η γενική συνείδηση να εισχωρήσει επίσης μέσα στην προσωπική σφαίρα; Μόνο μια αρχή που αγγίζει τις συνειδήσεις, που είναι κοντά στα άτομα και δεν αρκείται σε απλά αποτελέσματα κοινοποιήσεων, είναι σε θέση να συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η Εκκλησία στο σημείο αυτό βρίσκεται εμπρός σε μια πρόκληση. Όχι μόνο συμμερίζεται τη μεγάλη ευθύνη, αλλά συχνά είναι, θα έλεγα, η μοναδική ελπίδα. Διότι είναι τόσο κοντά στη συνείδηση πολλών ανθρώπων, ώστε μπορεί να τους οδηγήσει σε ορισμένες θυσίες και να χαράξει στις ψυχές θεμελιώδεις στάσεις.
Ο φιλόσοφος Peter Sloterdijk λέει: «Οι άνθρωποι είναι άθεοι ως προς το μέλλον. Δεν πιστεύουν σε αυτό που γνωρίζουν, ακόμα και αν τους προσκομίσεις αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα γι αυτό που πρόκειται να συμβεί»
Σε θεωρητικό επίπεδο ίσως το γνωρίζουν. Αλλά λένε στον εαυτό τους: αυτό δεν θα συμβεί σ΄εμένα. Και ότι σε κάθε περίπτωση, αυτοί δεν θα αλλάξουν τη ζωή τους. Και τελικά, δεν είναι μόνο οι ατομικοί εγωισμοί που φέρνουν σε αντίθεση τους μεν προς τους δε, αλλά και οι εγωισμοί των ομάδων. Έχουμε συνηθίσει σε έναν τρόπο ζωής και όταν αυτός απειλείται τότε φυσικά τον υπερασπιζόμαστε. Βλέπουμε επίσης παρά πολύ λίγα υποδείγματα συγκεκριμένων θυσιών προς μίμηση. Από αυτήν την άποψη, οι μοναστικές κοινότητες έχουν μιαν υποδειγματική σημασία. Μπορούν, με τον τρόπο τους, να δείξουν ότι ένας τρόπος ζωής θεμελιωμένος πάνω στη λογική και ηθική στέρηση, είναι απολύτως εφικτός, χωρίς να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις δυνατότητες της εποχής μας.
Είναι ανάγκη να δοθεί το καλό παράδειγμα, ενώ τα Κράτη κάνουν εντελώς το αντίθετο, δηλαδή παρουσιάζονται ως ένα πολύ κακό υπόδειγμα. Οι κυβερνήσεις συσσωρεύουν τα χρέη σε ένα ύψος ανήκουστο μέχρι στιγμής. Μια χώρα όπως η Γερμανία θα δαπανήσει για το έτος 2010, 43,9 δισεκατομμύρια ευρώ για να πληρώσει μόνο τόκους στις Τράπεζες: διότι, παρά τον μεγάλο πλούτο μας, ζούμε πολύ πέραν των δυνατοτήτων μας. Μόνο το ποσό αυτό των τόκων θα αρκούσε για να εξασφαλίσει ένα χρόνο διατροφής στα παιδιά των υπό ανάπτυξη χωρών. Σε ολόκληρο τον κόσμο μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, τα χρέη των Χωρών αυξήθηκαν κατά 45% – φθάνοντας σε περισσότερο από πενήντα χιλιάδες δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό ασύλληπτο, και κατάσταση πάλι πρωτοφανής. Για το έτος 2010, μόνο τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχουν πάρει νέες πιστώσεις ύψους πάνω από οκτακόσια δισεκατομμύρια ευρώ. Το νέο προϋπολογιστικό χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι χίλια εξακόσια δισεκατομμύρια δολάριο, που συνιστά το μεγαλύτερο ποσόν όλων των εποχών. Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Kenneth Rogoff λέει επίσης ότι δεν ζούμε πια σε μια κανονική κατάσταση, δεν απομένει πια παρά μια ψευδαίσθηση. Είναι διαπιστωμένο ότι οι επόμενες γενεές θα φορτωθούν με γιγαντιαία χρέη. Δεν είναι επίσης ένα ηθικό πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων;
Ασφαλώς ναι, διότι ζούμε σε βάρος των επόμενων γενεών. Βλέπουμε καθαρά πως ζούμε μέσα στην μη-αλήθεια. Ζούμε μέσα στην αληθοφάνεια και συμπεριφερόμαστε ως εάν τα μαζικά αυτά χρέη δεν αφορούσαν παρά μόνο εμάς. Και εδώ επίσης όλος ο κόσμος κατανοεί θεωρητικά πως θα πρέπει να γίνει μια γενική μελέτη για να δούμε ξανά αυτό που πραγματικά είναι δυνατό, αυτό που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε. Και όμως τούτο δεν διεισδύει στην καρδιά των ανθρώπων.
Θα πρέπει να γίνει μια συνολική εξέταση συνείδησης για τα διάφορα ειδικά προγράμματα χρηματοδότησης. Η Εκκλησία προσπάθησε να συμβάλει σ΄ αυτό μέσω της εγκυκλίου Caritas in veritate (η αγάπη εν αληθεία). Σ΄αυτήν δεν δίνονται απαντήσεις που λύνουν όλα τα προβλήματα. Αλλά γίνεται ένα βήμα για να τεθούν τα πράγματα σε μια άλλη προοπτική, ώστε να μην τα βλέπουμε από την πλευρά του εφικτού και της επιτυχίας, αλλά λαβαίνοντας υπόψη ότι υπάρχει ο κανόνας της αγάπης που διέπεται από το θέλημα του Θεού και όχι μόνο από τις δικές μας ευχές και επιθυμίες. Υπ΄αυτήν την έννοια, θα πρέπει να υπάρξουν πρωτοβουλίες και ενέργειες που θα οδηγήσουν σε μια αληθινή αλλαγή συνείδησης.
Έχουμε αναγνωρίσει το πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Αλλά η ιδέα ότι προϋπόθεση της σωτηρίας της οικολογίας είναι η σωτηρία του δικού μας στρώματος ψυχικού όζοντος και ιδιαίτερα αυτό των πνευματικών τροπικών δασών μας, φαίνεται να μην διεισδύει παρά βραδέως μέσα στη συνείδησή μας. Αλήθεια, τι συμβαίνει με τη μόλυνση της σκέψης, το ακάθαρτο λέκιασμα των ψυχών μας; Πολλά από αυτά που αποδεχόμαστε μέσα σε αυτήν την κουλτούρα των ΜΜΕ και του εμπορίου, αντιστοιχούν κατά βάθος σε ένα τοξικό φορτίο που καταλήγει, σχεδόν αναγκαστικά, σε μια πνευματική δηλητηρίαση.
Ότι υπάρχει μια πνευματική δηλητηρίαση και ότι μας οδηγεί εκ προοιμίου σε εσφαλμένες προοπτικές, δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Το να απελευθερωθούμε εκ νέου από αυτήν μέσω μιας πραγματικής μεταστροφής –για να χρησιμοποιήσω αυτόν τον θεμελιώδη όρο της χριστιανικής πίστης– είναι μια από τις ολοφάνερες απαιτήσεις που στο μεταξύ έχει καταστεί ορατή από όλους. Μέσα σε ένα κόσμο οργανωμένο από την επιστήμη και τη νεωτερικότητα, τέτοιες έννοιες δεν έχουν πια σημασία. Η μεταστροφή υπό την έννοια της πίστης στο θέλημα του Θεού, ο οποίος μας δείχνει το δρόμο, θεωρούνταν ξεπερασμένη και εκτός μόδας. Αλλά πιστεύω ότι αρχίζουν σιγά σιγά να καταλαβαίνουν ότι υπάρχει κάτι το αληθινό όταν λέμε ότι οφείλουμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα.
Η ηγουμένη και γιατρός Hildegard von Bingen, ήδη εξέφρασε τη στενή αυτή σχέση προ εννιακοσίων ετών: «Όταν το ανθρώπινο ον αμαρτάνει, ο κόσμος υποφέρει».Τα προβλήματα της ιστορικής εποχής που βιώνουμε σήμερα, γράφατε στο βιβλίο σας για τον Ιησού, είναι οι συνέπειες του γεγονότος ότι ο Θεός δεν εισακούεται πια. Μιλάτε μάλιστα για «το σβήσιμο του φωτός που έρχεται από τον Θεό».
Για πολλούς, ο πρακτικός αθεϊσμός είναι σήμερα ο συνήθης κανόνας ζωής. Λένε ότι κάτι ή κάποιος ίσως, πράγματι, να δημιούργησε τον κόσμο προ αμνημονεύτων χρόνων, αλλά αυτό δεν αφορά σε τίποτε εμάς. Αν αυτή η διάθεση πνεύματος διευρυνθεί και γίνει γενική στάση ζωής, τότε η ελευθερία δεν θα έχει πια κριτήρια, τότε τα πάντα θα είναι δυνατά, και τα πάντα θα επιτρέπονται. Για τον λόγο αυτόν, είναι επείγον το ζήτημα του Θεού να πάρει ξανά μια κεντρική θέση. Και δεν πρόκειται για έναν Θεό που υπάρχει κάπου, αλλά για έναν Θεό που μας γνωρίζει, μας μιλάει και μας αφορά, και ο οποίος είναι επίσης ο κριτής μας.
Από τη συνέντευξη του Πάπα Βενέδικτου 16ου στον Peter Seewald, τον Οκτώβριο του 2010.
Σελίδες 65 έως 74 του βιβλίου Lumiere du monde.
Μετάφραση: Πέτρου Ανδριώτη