Ο Ιησούς προσευχόταν συχνά. Όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Μάρκος: «Και το πρωί, ενώ ήταν πολύ σκοτάδι, αφού σηκώθηκε βγήκε έξω, και πήγε σε έναν ερημικό τόπο, κι εκεί προσεύχονταν» (Μάρκος 1, 35).
Ο Ιησούς είχε έναν τρόπο δικό του, μοναδικό να προσεύχεται. Αυτός είναι «ο υιός ο αγαπητός» (Μάρκος 1,11), ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή κοινωνία με τον Πατέρα, γι’ αυτό περνούσε αρκετές ώρες προσευχόμενος στον Πατέρα. Ακριβώς επειδή είναι «ο Υιός ο αγαπητός» αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει τα υιικά του αισθήματα. Γι’ αυτό, πάντα, στην προσευχή του, ως πραγματικός άνθρωπος, απευθύνεται στον Θεό Πατέρα πάντα με τη λέξη «Αββά».
Η λέξη «Αββάς» σημαίνει «πατερούλης», «μπαμπάς», λέξη δηλαδή, με την οποία τα μικρά παιδιά απευθύνονται στον πατέρα τους. Στον καιρό του Ιησού, και οι ενήλικοι απευθύνονταν στον πατέρα τους, για να εκφράσουν μια μεγάλη αγάπη και μεγάλη οικειότητα.
Στη ιουδαϊκή γραμματολογία δε συναντάται σε καμία περίπτωση αυτή η λέξη (Αββά), αναφερόμενη στο Θεό, τουλάχιστον όχι στις προσευχές. Το γεγονός ότι ο Ιησούς μεταχειρίζεται αυτή τη λέξη στις προσευχές του, εκτός του ότι φανερώνει μια απόλυτη πρωτοτυπία, εκφράζει επίσης την οικειότητά του προς το Θεό Πατέρα.
Και κάθε χριστιανός, όπως ο Ιησούς, πρέπει να απευθύνεται στο Θεό με υιικά αισθήματα και δεν μπορούμε παρά να τον αποκαλούμε Πατέρα. «Κάποτε ο Ιησούς προσευχόταν σε κάποιον τόπο. Όταν τελείωσε, ένας από τους μαθητές του είπε: “Κύριε, δίδαξέ μας πώς να προσευχόμαστε, όπως κι ο Ιωάννης ο Βαφτιστής δίδαξε τους μαθητές του”. Κι ο Ιησούς τους είπε: “Όταν προσεύχεστε να λέτε“»… (Λουκάς 11,1). Και τότε ο Ιησούς τους δίδαξε το «Πάτερ υμών». Στα Αραμαϊκά, γλώσσα την οποία μιλούσε ο Ιησούς, ο όρος «Πάτερ», του «Πάτερ υμών», αποδίδονταν ως «Αββά».
Δεν πρόκειται για ακόμα μία προσευχή, αλλά για την προσευχή του Ιησού. Δε ζήτησαν να τους μάθει μια προσευχή, αλλά πώς να προσεύχονται, πώς ν’ απευθύνονται στο Θεό, πώς πρέπει να θεωρούν το Θεό απέναντί τους και τους εαυτούς τους απέναντι στο Θεό. Αυτό που επιθυμούσαν ήταν να τους εισάγει ο Ιησούς σ’ αυτήν την ειδική σχέση, που αυτός ο ίδιος είχε με τον Πατέρα.
Κάθε διαφορετική μορφή προσευχής είναι κάθε άλλο, παρά γνήσια χριστιανική προσευχή. Να γιατί ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο Άγιος Κυπριανός (210 – 258) έγραφε: «Ενώπιον του Πατρός, αληθινή είναι η προσευχή, μόνο αυτή που βγαίνει από στόμα του υιού, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι το να προσεύχεται κανείς διαφορετικά δεν αποτελεί απλά άγνοια, αλλά αμάρτημα» (Deorationedominica, 2).
Η χριστιανική προσευχή δε σημαίνει να ενημερώσουμε το Θεό για τις ανάγκες μας, ο Θεός Πατέρας γνωρίζει τι έχουμε ανάγκη. Επίσης, η προσευχή μας δε σημαίνει να επηρεάσουμε το θέλημα του Θεού και να τον αναγκάσουμε να μας εισακούσει, αλλά σημαίνει να αναγνωρίσουμε την πατρότητα του Θεού και να τη δεχθούμε. Η προσευχή γίνεται έτσι διάλογος μεταξύ του Θεού που μας γεννά στην αγάπη, κι εμάς που δεχόμαστε αυτήν την αγάπη.
+ Ιωάννης Σπιτέρης