Σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε στο Γραφείο Τύπου της Αγίας Έδρας, ο καρδινάλιος Antonio Maria Veglio, Πρόεδρος του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Ποιμαντική των μεταναστών και των μετακινούμενων, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιωσήφ Kalathiparambil, γραμματέα του ίδιου Συμβουλίου, παρουσίασαν το μήνυμα του Πάπα για την Παγκόσμια Ημέρα των μεταναστών και των προσφύγων, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015 με θέμα: “Εκκλησία χωρίς σύνορα, μητέρα για όλους”.
Ο καρδινάλιος Veglio εξήγησε ότι το μήνυμα έχει ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία της επετείου της εκατονταετηρίδας από την εκλογή του Πάπα Βενεδίκτου 15ου, και τόνισε τη σημασία που δίνει ο πάπας Φραγκίσκος στη δημιουργία μιας μέρας κάθε χρόνο για την αύξηση της ευαισθητοποίησης στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Τόνισε, ακόμα, ότι η Εκκλησία έχει αντιμετωπίσει νέες και δύσκολες καταστάσεις κατά τη διάρκεια της χιλιετούς ιστορίας της, και ότι η μετανάστευση θέτει νέες προκλήσεις, όχι μόνο λόγω του μεγέθους της, αλλά και για τις διάφορες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές προβληματικές που δημιουργεί.
“Η βιβλική εντολή να αγαπάμε τον πλησίον μας, να ανοίγουμε την πόρτα σε αυτόν σαν να καλωσορίζουμε τον Θεό, μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με ορισμένες προβληματικές καταστάσεις, για παράδειγμα, όταν οι μετανάστες συνδέονται με την παράνομη ή παραβατική συμπεριφορά”. Ο καρδινάλιος Veglio θέτει το ερώτημα: “Πώς θα πρέπει η Εκκλησία απαντήσει;” όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τέτοια περίπλοκη κατάσταση, και συνέχισε περιγράφοντας τις τρεις συστάσεις που προτείνονται από τον Πάπα. Αυτές είναι: η παραίτηση από τον εαυτό, τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων φορέων και ιδρυμάτων που εργάζονται για τους μετανάστες, και στον εξανθρωπισμό των συνθηκών για τους μετανάστες, εντείνοντας τις προσπάθειες για να επιτευχθεί η σταδιακή μείωση των βαθύτερων αιτίων της μετανάστευσης, που προκαλούν ολόκληρους λαούς να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους.
Ο αρχιεπίσκοπος Kalathiparambil συνέχισε την παρουσίαση εξετάζοντας το θέμα της πολυπολιτισμικότητας στην σύγχρονη κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Έθεσε βασικά ζητήματα που σχετίζονται με την αναγκαστική μετανάστευση, εξηγώντας ότι αυτό λαμβάνει τη μορφή της φυγής για τη σωτηρία, και συχνά σχετίζονται με επικίνδυνες ή απειλητικές για τη ζωή διαδρομές, που ωστόσο μπορεί να είναι η μόνη επιλογή για να φτάσουν σε μια χώρα όπου η προστασία και η δυνατότητα για αξιοπρεπή ζωή μπορεί να υπάρχει. Ο ιεράρχης τόνισε ότι, δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις αυστηρές προϋποθέσεις για διεθνή ταξίδια και δεν έχουν ούτε τα μέσα να αποκτήσουν έγκυρα έγγραφα, γίνονται «ευάλωτοι, ανυπεράσπιστοι και εύκολη λεία για διακινητές και εμπόρους, αναζητώντας προστασία».
Ο ίδιος σημείωσε ότι “για να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην αναγνώριση της ανάγκης για την προστασία, την αποκατάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των προσφύγων και την αντιμετώπιση των αιτίων της αναγκαστικής κινητικότητας“, τα Κράτη είναι υποχρεωμένα να συνεργάζονται με πνεύμα διεθνούς αλληλεγγύης, και πρόσθεσε ότι η Εκκλησία πρέπει να προσπαθεί να διασφαλίζει ότι «η αξιοπρέπεια και η κεντρικότητα του ανθρώπου προστατεύεται, προωθώντας την αλληλεγγύη και τον διάλογο μεταξύ των λαών”. Κατέληξε τονίζοντας ότι η σημερινή πρόκληση είναι να αντισταθούμε στο να “συνηθίσουμε την ανθρώπινη τραγωδία που βιώνουν οι βίαια εκτοπισμένοι άνθρωποι, και να μην επιτρέψουμε την αδιαφορία, “την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης μας”, να επικρατήσει ή να οδηγήσει στον πειρασμό να είναι χριστιανοί εκείνοι οι οποίοι διατηρούν μια απόσταση ασφαλείας από τις πληγές του Κυρίου”.