Ιστορικές πτυχές
Ο χριστιανικός κόσμος, φέτος, εορτάζει τα 1700 χρόνια από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στην ιστορία της Εκκλησίας, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια, τη σημερινή Ιζνίκ, το 325.
Πρόκειται για την πιο σπουδαία Σύνοδο σε ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας. Έχουν γραφτεί αμέτρητες μελέτες σχετικά με αυτό το γεγονός κι έχουν μελετηθεί, κυρίως οι χριστολογικές και τριαδολογικές της πτυχές. Αλλά και η πολιτική οπτική γωνία έχει τεράστια σημασία και έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία της Εκκλησίας, μπορούμε να πούμε, μέχρι τις μέρες μας. Πολλές μελέτες και άρθρα έχουν γραφτεί και γράφονται διαρκώς, και πολλά συνέδρια έχουν προγραμματιστεί γι’ αυτήν την επέτειο. Και στη γλώσσα μας, υπάρχουν εξαιρετικές μελέτες σχετικά με το θέμα αυτό. Και στα σχολεία μας γίνεται αναφορά σε αυτό το γεγονός. Ωστόσο, θα ήθελα ο ίδιος, να απευθυνθώ στους αναγνώστες των εβδομαδιαίων συναντήσεών μας, με μερικά σύντομα κείμενα.
Θα ασχοληθώ με αυτήν τη Σύνοδο σε τρεις συνέχειες: (1) «Οι ιστορικές συνθήκες της Συνόδου», (2) «Η θεολογική σημασία των αποφάσεων της Συνόδου», (3) «Οι πολιτικές και εκκλησιολογικές συνέπειες της Συνόδου της Νικαίας».
Είναι ανάγκη να υπενθυμίσουμε ορισμένα γεγονότα πριν από τη σύγκλιση αυτής της Συνόδου. Το 303 άρχισε ο μεγάλος διωγμός από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος συνεχίστηκε από τους διαδόχους του. Το 313 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος νομιμοποίησε τον χριστιανισμό με το λεγόμενο Διάταγμα των Μεδιολάνων. Το 380, με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, ο χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας και η μόνη θρησκεία του κράτους.
Δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι η Σύνοδος της Νικαίας πραγματοποιήθηκε μόλις 14 χρόνια (το 325) μετά από τη λήξη των διωγμών εναντίον των Χριστιανών και μάλιστα με την πρωτοβουλία ενός Αυτοκράτορα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το γεγονός αυτό από μόνο του, άφησε τεραστία εντύπωση στην συνείδηση της Εκκλησίας και άλλαξε ριζικά τα δεδομένα της ιστορίας, τόσο, που για μερικούς ιστορικούς, το 325 σημαδεύει το τέλος της αρχαίας ρωμαϊκής ιστορίας.
Η άμεση αιτία της Συνόδου
Μετά από λίγο καιρό, κι αφότου ο χριστιανισμός είχε νομιμοποιηθεί από τον Κωνσταντίνο, ένας ιερέας από την Αλεξάνδρεια, ονόματι Άρειος, προκειμένου, κατά τη γνώμη του, να προασπίσει τη μοναδικότητα του Θεού, κήρυττε ότι ο Λόγος ή ο Υιός δεν μπορούσε να είναι Θεός (ως εκ τούτου ο Χριστός), αλλά ένα δημιούργημα του Θεού, ένας Δημιουργός που ο Θεός χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει τον κόσμο. Αυτή η διδασκαλία είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο, πρώτα στην Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια στην Παλαιστίνη. Παρόλο που οι χριστιανοί αποτελούσαν εκείνη την εποχή μόνο το ήμισυ του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, η ειρήνη κινδύνευε σοβαρά, επειδή, όχι μόνο οι θεολόγοι συζητούσαν πολύ έντονα μεταξύ τους, αλλά και ο απλός λαός, τόσο που δεν ήταν σπάνιες οι βίαιες συγκρούσεις.
Η διεξαγωγή της Συνόδου
Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε ενώσει την αυτοκρατορία και είχε γίνει ο μοναδικός αυτοκράτορας, μετά τη νίκη του επί του συν-αυτοκράτορα Λικίνιου το 324, θεώρησε ότι έπρεπε να παρέμβει για να εξασφαλίσει την ομόνοια.
Η Κωνσταντινούπολη εγκαινιάσθηκε το 330, επομένως δεν ήταν ακόμα τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου. Πρωτεύουσα ήταν τότε η Νικομήδεια, πόλη κοντά στη Νίκαια, για το λόγο αυτό, προσκάλεσε σε αυτή την πόλη και τους 1800 επισκόπους της χριστιανικής εκκλησίας (περίπου 1000 από την Ανατολή και 800 από τη Δύση). Ωστόσο, μόνο 250 με 320 επίσκοποι μπόρεσαν να ανταποκριθούν. Η δυνατότητα μετακίνησης πολλών ηλικιωμένων επισκόπων από περιοχές που βρίσκονταν μακριά κι όταν μάλιστα αρκετοί από αυτούς έφεραν ακόμη τα σημάδια των πρόσφατων διωγμών, υπήρξε πάντως εφικτή, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε καταστήσει διαθέσιμες τις αυτοκρατορικές μεταφορές μέσω των οδών της αυτοκρατορίας.
Όσον αφορά τον ακριβή αριθμό των συμμετεχόντων, οι σύγχρονες πηγές δεν συμφωνούν. O Άγιος Αθανάσιος, στην Επιστολή του προς τους μοναχούς, μιλάει για 300. Πάντως ο ακριβής αριθμός είναι άγνωστος, με τους ιστορικούς να συγκλίνουν στους 318. Η παράδοση αναφέρει πως ήταν παρόντες και ο Άγιος Σπυρίδων από την Τριμυθούντα της Κύπρου και ο Άγιος Νικόλαος από τα Μύρα. Μάλιστα, όσον αφορά τον Άγιο Νικόλαο, λέγεται πως σηκώθηκε στη μέση της συνέλευσης και χαστούκισε τον αιρετικό Άρειο, ο οποίος είχε βλασφημήσει τη θεότητα του Υιού του Θεού. Αυτό το γεγονός, όμως, μαρτυρείται για πρώτη φορά γύρω στο 1325!
Οι περισσότεροι από τους συνοδικούς Πατέρες προέρχονταν από τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία-Φοινίκη και την Παλαιστίνη. Οι ελληνικές επαρχίες της Ευρώπης είχαν μικρότερες αντιπροσωπείες. Από τη Δύση πήραν μέρος μόνο πέντε επίσκοποι. Οι άλλες μεγάλες περιοχές της αυτοκρατορίας εκπροσωπήθηκαν από έναν ή δύο επισκόπους.
Ο επίσκοπος της Ρώμης, ο Σίλβεστρος (314-335), απέστειλε εκ μέρους του δύο Ρωμαίους κληρικούς. Η απουσία του, ίσως περιστασιακή, θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο: στις επόμενες οικουμενικές συνόδους, η Έδρα της Ρώμης θα εκπροσωπούνταν τακτικά από λεγάτους. Η προεδρία της συνέλευσης της Συνόδου ανατέθηκε στον επίσκοπο Όσιο, της Κόρδοβας, από τη δυτική Ισπανία, σύμβουλο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Η Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην κεντρική αίθουσα του αυτοκρατορικού παλατιού της Νικαίας, άνοιξε με ομιλία του αυτοκράτορα, η μεγαλοπρεπής απλότητα του οποίου έκανε μεγάλη εντύπωση στους παρευρισκομένους. Ο Κωνσταντίνος παρακολούθησε, αυτοπροσώπως, ορισμένες από τις διαβουλεύσεις και πιθανώς έλαβε το λόγο.
Οι αποφάσεις της Συνόδου
Δεν έχουν φτάσει μέχρι εμάς τα πρακτικά της Συνόδου. Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τον ιστορικό Ευσέβιο της Καισαρείας (265-340), ο οποίος συμμετείχε προσωπικά στη Σύνοδο.
Η Σύνοδος έπρεπε να αποδείξει, όσο πιο επισήμως μπορούσε, αυτό που η Εκκλησία πίστευε από πάντα: Ο Λόγος του Θεού (άρα και ο Ιησούς) ήταν πραγματικά Θεός όπως ο Πατέρας. Πιθανώς με βάση τη βαπτισματική ομολογία της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, η Σύνοδος συνέταξε ένα «σύμβολο» που διατύπωνε την ορθόδοξη χριστολογία. Αλλά για αυτό το κεντρικό θέμα θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο επόμενο κείμενό μας.
Εκτός από το δογματικό ζήτημα, η Σύνοδος συνέταξε άλλους 20 κανόνες. Συζήτησε κυρίως την ημερομηνία του Πάσχα. Η διαμάχη για το Πάσχα που ταλαιπωρούσε τις Εκκλησίες επιλύθηκε τελικά: η γιορτή της Ανάστασης θα εορταζόταν σύμφωνα με το έθιμο που ίσχυε στις Εκκλησίες της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας. Το Πάσχα έπρεπε να γιορτάζεται την Κυριακή που ακολουθούσε την πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία. Η Σύνοδος υιοθέτησε αυτή τη λύση και ζήτησε από τον αυτοκράτορα να διατάξει ένα ενιαίο ημερολόγιο. Ο Κωνσταντίνος ανέθεσε στην Αλεξανδρινή Εκκλησία, η οποία διέθετε τους καλύτερους αστρονόμους, να υπολογίζει κάθε χρόνο την ακριβή ημερομηνία του Πάσχα.
Οι Κανόνες της Συνόδου ήταν υποχρεωτικοί για ολόκληρη την αυτοκρατορία ως κρατικός νόμος.
Ο αρειανισμός συνέχισε για κάποια περίοδο
Ο αρειανισμός δεν τελείωσε με τη Σύνοδο της Νικαίας, αλλά διήρκεσε δύο ή τρεις αιώνες περαιτέρω. O ίδιος ο Κωνσταντίνος παρουσιάζει μια αμφιλεγόμενη στάση σχετικά με αυτό το θέμα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως βαπτίζεται, πριν πεθάνει, από τον αρειανό επίσκοπο Ευσέβιο της Νικομήδειας (και όχι από τον Ευσέβιο Καισάρειας, όπως λανθασμένα επαναλαμβάνουν μερικοί). Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν, μετά τον θάνατό του, ο γιος του και αντικαταστάτης του, Κωνστάντιος Β΄ (337-361), ασπάστηκε φανερά την αίρεση και πολέμησε τους «ορθοδόξους».
Ο αρειανισμός, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε προς τα δυτικά και ο πληθυσμός του αυξήθηκε, κατακτώντας τις γερμανικές φυλές που κατέβαιναν προς την Ιταλία, σε τέτοιο βαθμό που ο Άγιος Ιερώνυμος (347-420) περιγράφει αυτήν την περίοδο ως: «η στιγμή που όλος ο κόσμος στενάζει και εκπλήσσεται που βρέθηκε αρειανός».
Βέβαια, ο αρειανισμός, σιγά σιγά εξαφανίστηκε από μόνος του, αλλά ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς, στη Ραβέννα, να επισκεφτεί τους τότε ναούς και τα βαπτιστήρια των αρειανών.
Στην Ανατολή ο μεγαλύτερος πολέμιος του αρειανισμού υπήρξε ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος μάλιστα στάλθηκε πέντε φορές στην εξορία. Στη Δύση ο Άγιος Αμβρόσιος και ο Άγιος Ιλαρίων πολέμησαν σθεναρά αυτήν την αίρεση.
+ Ιωάννης Σπιτέρης