Πολιτικές και εκκλησιαστικές
συνέπειες
Ο Μέγας Κωνσταντίνος στην εκτίμηση του ανατολικού Χριστιανισμού
Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κείμενο, η Σύνοδος της Νικαίας προκάλεσε βαθιά εντύπωση σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Τοπικοί σύνοδοι είχαν πραγματοποιηθεί και στο παρελθόν, αλλά το γεγονός ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήταν αυτός που συγκάλεσε μία μεγάλη ή, όπως θα ονομαστεί αργότερα, «οικουμενική» Σύνοδο, δηλαδή από όλη την Χριστιανοσύνη, δεν μπορούσε παρά να καταπλήξει τους χριστιανούς που μόλις είχαν βγει από τον πιο αιματηρό από όλους τους διωγμούς (αυτόν του Διοκλητιανού). Γι΄ αυτό αναπτύχθηκε σταδιακά στους επισκόπους μια αφοσίωση και εμπιστοσύνη στον αυτοκράτορα, ακόμη και για θέματα εσωτερικά της ζωής της Εκκλησίας, που ήταν κάπως υπερβολική. Αρκεί να παρατηρήσουμε τις εικόνες της Συνόδου της Νικαίας: Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βρίσκεται ανάμεσα στους Πατέρες της Συνόδου στη θέση του Χριστού με το φωτοστέφανο. Μέχρι σήμερα ο Ανατολικός χριστιανισμός τιμά το Μέγα Κωνσταντίνο ως άγιο και τον κατονομάζει «Ισαπόστολο» και «Δέκατο τρίτο Απόστολο».
Η θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του
Σήμερα, όμως, οι ιστορικοί, βασισμένοι στις πηγές τις εποχής του, είναι πολύ αυστηροί απέναντι στον Μέγα Κωνσταντίνο όσον αφορά τα εκκλησιαστικά.
Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αναμφίβολα έχει πολλά θετικά ως προς τον χριστιανισμό, κατέληξε στην πραγματικότητα να υπεισέρχεται με εξουσία στη ζωή της Εκκλησίας. Αυτό, υπό τους διαδόχους του, θα προκαλούσε, σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, μεγαλύτερη ζημιά στην Εκκλησία από τους βίαιους διωγμούς των ειδωλολατρών αυτοκρατόρων. Προσωπικά, έχουμε κάποιες αμφιβολίες σχετικά με αυτή την εκτίμηση.
Βέβαια, η καταδίκη του αρειανισμού από τη Σύνοδο της Νικαίας δεν έθεσε τέρμα στη διαμάχη για τη συμβατότητα της ομολογίας της πίστης στη θεότητα του Ιησού Χριστού με τις δοξασίες των οπαδών του Αρείου. Μετά τον Κωνσταντίνο, οι αυτοκράτορες, ιδίως ο γιος του, ο Kωνστάντιος Β΄ (337-361), ακολούθησαν αποφασιστική πολιτική μακριά από το δόγμα της Συνόδου της Νικαίας και προώθησαν και πάλι την αίρεση του Αρείου. Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν ακόμη και τον Άγιο Βασίλειο, τον επίσκοπο Καισαρείας, να παρομοιάσει την κατάσταση μετά τη Σύνοδο της Νικαίας με νυχτερινή ναυμαχία στην οποία όλοι πολεμούσαν όλους τους άλλους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, ως αποτέλεσμα των διαφωνιών της Συνόδου, θα δημιουργείτο στην Εκκλησία «τρομερή αταξία και σύγχυση» και «αδιάκοπη φλυαρία».
Γενικά, μπορούμε να ισχυριστούμε πως η πολιτική του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, εκτός του ότι είχε σοβαρές συνέπειες για τη ζωή της Εκκλησίας, συνέβαλε επίσης στη διαφοροποίηση των δυο εκδοχών του χριστιανισμού, της ανατολικής και της δυτικής. Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι αντιμετωπίζοντας το θέμα της διαφορετικής αντίληψης του αυτοκράτορα στην Ανατολή και στη Δύση, εισέρχομαι σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο. Σχετικά με αυτό το θέμα έχω ασχοληθεί με τη διδακτορική μου διατριβή ήδη από την δεκαετία του ‘70 και δεν είναι εδώ ο τόπος και ο χώρος να εισέλθουμε σε αυτό το θέμα. Θα αναφέρω μόνο μερικές γενικές ιδέες.
Οι ίδιοι οι χριστιανοί θα είναι οι πρώτοι που θα ζητήσουν την παρέμβαση του αυτοκράτορα σε θρησκευτικές διαφορές. Η παρέμβαση του κράτους δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως μια απλή αστυνομική επιχείρηση για την καταστολή των αιτιών της αταξίας και την αποκατάσταση της ειρήνης. Το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα για τα θρησκευτικά ζητήματα είναι πιο άμεσο: συμμετέχει στο πνεύμα της νέας θρησκευτικότητας (έχοντας γίνει χριστιανός, ο αυτοκράτορας δεν είχε χάσει τίποτα από τον ιερό του χαρακτήρα όπως οι προηγούμενοι ρωμαίοι αυτοκράτορες). Με την ενοποίηση ολόκληρου του ρωμαϊκού κόσμου υπό την εξουσία του, η αυτοκρατορική εξουσία εμφανίζεται ως επίγεια εικόνα της θείας μοναρχίας. Ως ορατή εκδήλωση του Θεού στη γη, ο αυτοκράτορας αισθάνεται υπεύθυνος μπροστά Του για τη σωτηρία των υπηκόων του.
Από την άλλη πλευρά, μετά τη νομιμοποίηση του χριστιανισμού και, ακόμη περισσότερο, αφού έγινε η επίσημη θρησκεία του κράτους, τα θρησκευτικά προβλήματα καταλαμβάνουν πολύ μεγάλη θέση μεταξύ των ανησυχιών των υπηκόων της αυτοκρατορίας και στην καθημερινή τους ζωή, ώστε δεν ήταν εφικτή σε αυτή την εποχή μια πολιτική διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους, κατά τα πρότυπα της νεότερης εποχής. Υπάρχει στενή αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο πραγματικοτήτων. Εκκλησία και Κράτος γίνονται αντιληπτά ως μια ενιαία πραγματικότητα, ως ένα σώμα.
Ο αυτοκράτορας, κατά κάποιον τρόπο, θεωρείται η ορατή κεφαλή σε αυτήν την ενιαία Χριστιανοσύνη, εξασκώντας την εξουσία του σε όλο αυτό το σώμα. Οι κανόνες των Συνόδων και, συχνά οι «κανόνες» της Εκκλησίας γενικά, γίνονταν «νομοκανόνες», δηλαδή ο Αυτοκράτορας έδινε σε αυτούς τους κανόνες την ισχύ νόμων, άρα γίνονταν νόμοι του Κράτους. Π.χ. πολλές από τις «Νεαρές» του Ιουστινιανού Α΄(527-565) αφορούν την Εκκλησία. Ένα παράδειγμα: η εισαγωγή του διαζυγίου στην Εκκλησία εισήχθη με αυτοκρατορικούς νόμους. Εξάλλου δεν υπήρχε μια κεντρική εκκλησιαστική εξουσία για να αντιμετωπίσει τα όλο και αυξανόμενα εκκλησιαστικά προβλήματα στα διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Αυτό το κενό το συμπληρώνει ο Αυτοκράτορας.
Ο Αυτοκράτορας στην συνείδηση της δυτικής Χριστιανοσύνης
Στη Δύση η πορεία της εκκλησιαστικής αυτοπεποίθησης είναι διαφορετική από αυτή της ανατολικής χριστιανοσύνης, κυρίως μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Κωνσταντίνο Α΄ (330).
Η πορεία της δυτικής χριστιανοσύνης, προοδευτικά ανεξαρτητοποιείται από την πολιτική επιρροή του Αυτοκράτορα και εδραιώνεται η εξουσία του επισκόπου της Ρώμης. Είναι γνωστά τα λόγια του επισκόπου Οπτάτου Μιλέβης (+385 περίπου), που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την σχέση Εκκλησίας-Κράτους στο Βυζάντιο: «Δεν είναι το Κράτος μέσα στην Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία είναι μέσα στο Κράτος, δηλαδή στην αυτοκρατορία της Ρώμης». Το αντίθετο μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει στη Δύση: «Είναι το Κράτος μέσα στην Εκκλησία». Κατά την επίσκεψή του στο Μιλάνο, στις 2 Ιουνίου 2012, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ δήλωνε: «Ο Άγιος Αμβρόσιος υπενθύμιζε θαρραλέα στον αυτοκράτορα γράφοντάς του: “Και εσύ, σεπτέ αυτοκράτορα, είσαι ένας άνθρωπος”». Ο αυτοκράτορας δεν είναι υπεράνω των άλλων ανθρώπων, ούτε υπεράνω της Εκκλησίας. Είναι ένας χριστιανός όπως όλοι οι άλλοι.
Υπάρχει και οικουμενικό πρόβλημα και μάλιστα στο σήμερα
Από οικουμενική άποψη, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, λόγω αυτού του ιστορικού πλαισίου, προέκυψαν διαφορετικές αντιλήψεις για τη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους στην Εκκλησία της Ανατολής και στην Εκκλησία της Δύσης.
Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να δώσω τον λόγο στο πιο αρμόδιο άτομο για το θέμα αυτό, τον καρδινάλιο Kurt Koch, επικεφαλής της Συνόδου για την Ενότητα των Χριστιανών, ο οποίος σε ένα σημαντικό άρθρο του για τις οικουμενικές συνέπειες της Συνόδου της Νικαίας (Βλ. Vatican News), μεταξύ άλλων, γράφει:
«Η Εκκλησία στη Δύση έπρεπε να μάθει από μια μακρά και περίπλοκη ιστορία ότι ο σωστός τρόπος για να διαμορφώσει τη σχέση της με το Κράτος είναι να διασφαλίσει ότι υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δύο, διατηρώντας παράλληλα μια εταιρική σχέση. Στην Εκκλησία της Ανατολής, αντίθετα, η στενή σχέση μεταξύ κρατικής κυβέρνησης και εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που συνήθως αναφέρεται ως «συμφωνία εκκλησίας και κράτους», έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως πρότυπο, και είναι ιδιαίτερα εμφανής στην ορθόδοξη εκκλησιαστική δομή της αυτοκεφαλίας (που συνήθως ταυτίζεται με την εθνική οντότητα), και της «κανονικής ή εδαφικής δικαιοδοσίας».
«Οι διαφορετικές παραδόσεις στη διαμόρφωση της σχέσης μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους βρίσκονται συχνά στο παρασκήνιο των συγκρούσεων σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας μεταξύ της Εκκλησίας της Ανατολής και της Εκκλησίας της Δύσης και είχαν επίσης σημαντικό αντίκτυπο στις οικουμενικές σχέσεις… Ως εκ τούτου, η 1700ή επέτειος της Συνόδου της Νικαίας δεν αποτελεί μόνο μια γόνιμη ευκαιρία για να ανανεωθεί, σε οικουμενική κοινωνία, η ομολογία της πίστης στον Ιησού Χριστό, τον Υιό που είναι της ίδιας φύσης με τον Πατέρα, αλλά αποτελεί επίσης μια σημαντική πρόκληση για να αντιμετωπιστούν και να συζητηθούν με σαφήνεια τα θέματα του παρελθόντος, τα οποία ακόμη είναι ανοικτά και δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς στις οικουμενικές συζητήσεις που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα. Εάν, τόσο η ευκαιρία όσο και η πρόκληση, αξιοποιηθούν εξίσου, η 1700ή επέτειος της Συνόδου της Νικαίας μπορεί πράγματι να αποδειχθεί ένα σημαντικό σημείο καμπής για το μέλλον του οικουμενισμού».
+ Ιωάννης Σπιτέρης