Η Δήλωση που υπέγραψαν ο Φραγκίσκος και ο Al-Tayyib καταδικάζει έντονα την τρομοκρατία και τη βία: «Ο Θεός δεν επιθυμεί το όνομά του να χρησιμοποιείται για να τρομοκρατεί τον κόσμο».
Το «Έγγραφο ανθρώπινης αδελφοσύνης για την παγκόσμια ειρήνη και την κοινή συνύπαρξη» το οποίο υπεγράφη σήμερα το απόγευμα στο Αμπού Ντάμπι από τον Πάπα Φραγκίσκο και από τον Μεγάλο Ιμάμη του Al-Azhar, Ahmad Al-Tayyib δεν αποτελεί μόνο ορόσημο για τις σχέσεις μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ, αλλά αντιπροσωπεύει επίσης ένα μήνυμα με ισχυρό αντίκτυπο στη διεθνή σκηνή. Στον πρόλογο, μετά την επιβεβαίωση ότι «Η πίστη οδηγεί τον πιστό στο να δει στον πλησίον έναν αδελφό που πρέπει να υποστηρίζει και να αγαπά», μιλά γι αυτό το κείμενο ως «ένα έγγραφο ειλικρινές και σοβαρό», το οποίο προσκαλεί «όλους εκείνους που φέρουν μέσα στην καρδιά τους την πίστη στο Θεό και την πίστη στην ανθρώπινη αδελφοσύνη, να ενωθούν και να συνεργαστούν».
Το έγγραφο ξεκινά με μια σειρά επικλήσεων: ο Πάπας και ο Μεγάλος Ιμάμης μιλούν «εξ ονόματος του Θεού που δημιούργησε όλα τα ανθρώπινα όντα ίσα όσο αφορά στα δικαιώματα, στις υποχρεώσεις και στην αξιοπρέπεια», «στο όνομα της αθώας ανθρώπινης ψυχής που ο Θεός έχει απαγορεύσει να σκοτώνουμε», «Στο όνομα των φτωχών», των «ορφανών και των χήρων, των προσφύγων και των εκτοπισμένων, όλων των θυμάτων των πολέμων» και «των διωγμών». Το Al-Azhar μαζί με την Καθολική Εκκλησία «δηλώνουν ότι υιοθετούν την κουλτούρα του διαλόγου ως οδό, την κοινή συνεργασία ως αγωγό, την αμοιβαία γνώση ως μέθοδο και κριτήριο».
Με το έγγραφο αυτό, «ζητάμε από τους εαυτούς μας και από τους ηγέτες του κόσμου, τους αρχιτέκτονες της διεθνούς πολιτικής και της παγκόσμιας οικονομίας, να δεσμευθούμε σοβαρά για να διαδώσουμε τον πολιτισμό της ανεκτικότητας, της συμβίωσης και της ειρήνης, να παρέμβουμε το συντομότερο δυνατόν για να σταματήσουμε να χύνεται αθώο αίμα και να θέσουμε ένα τέλος στους πολέμους, στις συγκρούσεις, στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και στην πολιτισμική και ηθική παρακμή που βιώνει σήμερα ο κόσμος».
Οι δύο θρησκευτικοί ηγέτες ζητούν από τους ανθρώπους της θρησκείας και του πολιτισμού, καθώς και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, να ανακαλύψουν εκ νέου και να διαδώσουν «τις αξίες της ειρήνης, της δικαιοσύνης, του καλού, της ομορφιάς, της ανθρώπινης αδελφοσύνης και της κοινής συνύπαρξης». Και ισχυρίζονται ότι πιστεύουν «σταθερά ότι μεταξύ των πλέων σημαντικότερων αιτιών της κρίσης στον σύγχρονο κόσμο υπάρχει μια αναισθητοποιημένη ανθρώπινη συνείδηση και αποξενωμένη από τις θρησκευτικές αξίες, η οποία βρίσκεται υπό την κυριαρχία του ατομικισμού και της υλιστικής φιλοσοφίας».
Αναγνωρίζοντας τα θετικά βήματα του σύγχρονου πολιτισμού, η δήλωση υπογραμμίζει την «επιδείνωση της ηθικής, η οποία προϋποθέτει την διεθνή δράση και την αποδυνάμωση των πνευματικών αξιών και της αίσθησης ευθύνης», που οδηγούν πολλούς «να πέσουν είτε στη δίνη του άθεου και αγνωστικού εξτρεμισμού είτε στον θρησκευτικό ολοκληρωτισμό, στον εξτρεμισμό και στον τυφλό φονταμενταλισμό». Ο θρησκευτικός και εθνικός εξτρεμισμός μαζί με τη μισαλλοδοξία «έχουν παραγάγει τα σημάδια ενός «αποσπασματικού τρίτου παγκοσμίου πολέμου»
Ο Πάπας και ο Μεγάλος Ιμάμης δηλώνουν επομένως, ότι «οι ισχυρές πολιτικές κρίσεις, η αδικία και η έλλειψη δίκαιης κατανομής των φυσικών πόρων – τους οποίους επωφελείται μόνο μια μειοψηφία πλουσίων, σε βάρος της πλειοψηφίας των λαών της γης – έχουν δημιουργήσει και συνεχίζουν να το κάνουν, τεράστιους αριθμούς αρρώστων, αναγκεμένων και νεκρών, προκαλώντας θανατηφόρες κρίσεις των οποίων θύματα είναι πολλές χώρες… Ενάντια σε τέτοιες κρίσεις που οδηγούν σε λιμοκτονία εκατομμύρια παιδιά τα οποία έχουν καταντήσει ανθρώπινοι σκελετοί – εξαιτίας της φτώχιας και της πείνας -, βασιλεύει μια απαράδεκτη διεθνής σιωπή».
«Είναι προφανές πόσο απαραίτητη είναι η οικογένεια», καθώς και η σημασία «της αφύπνισης της θρησκευτικής αίσθησης» ειδικά στους νέους, «για να αντιμετωπίσουμε τις ατομικιστικές, εγωιστικές συγκρουσιακές τάσεις, τον ριζοσπαστισμό και τον τυφλό εξτρεμισμό σε όλες του τις μορφές και εκδηλώσεις». Οι δύο ηγέτες υπενθυμίζουν ότι ο δημιουργός μάς «εμπιστεύτηκε το δώρο της ζωής για να το φυλάξουμε. Ένα δώρο που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει, να απειλήσει ή να χειραγωγεί κατά βούληση… Ως εκ τούτου, καταδικάζουμε όλες τις απειλητικές για τη ζωή πρακτικές όπως η γενοκτονία, οι τρομοκρατικές πράξεις, η εξαναγκαστική μετακίνηση, η εμπορία ανθρωπίνων οργάνων, η έκτρωση και η ευθανασία καθώς και τις πολιτικές που υποστηρίζουν όλα αυτά».
Επίσης δηλώνουν «σταθερά ότι οι θρησκείες ποτέ δεν υποκινούν τον πόλεμο και δεν απαιτούν συναισθήματα μίσους, εχθρότητας, εξτρεμισμού, ούτε καλούν σε βία ή αιματοχυσία. Αυτού του είδους οι καταστροφές είναι αποτέλεσμα απόκλισης από τις θρησκευτικές διδασκαλίες, της πολιτικής χρήσης των θρησκειών αλλά και των ερμηνειών τους από θρησκευτικές ομάδες». Για το λόγο αυτό «ζητάμε από όλους να σταματήσουν να εκμεταλλεύονται τις θρησκείες με σκοπό να υποκινούν το μίσος, τη βία, τον εξτρεμισμό και τον τυφλό φανατισμό και να σταματήσουν να χρησιμοποιούν το όνομα του Θεού για να δικαιολογήσουν πράξεις δολοφονίας, εξορίας, τρομοκρατίας και καταπίεσης». Ο Πάπας και ο Μεγάλος Ιμάμης υπενθυμίζουν ότι «ο Θεός, ο Παντοδύναμος, δεν χρειάζεται την υπεράσπιση κανενός και δεν επιθυμεί το όνομά Του να χρησιμοποιείται για να τρομοκρατεί τον κόσμο». Η Δήλωση βεβαιώνει ότι «η ελευθερία είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου: ο καθένας πρέπει να απολαμβάνει την ελευθερία της πίστης, της σκέψης, της έκφρασης και της δράσης. Ο πλουραλισμός και η ποικιλομορφία της θρησκείας, του χρώματος, του φύλου, της φυλής και της γλώσσας αποτελεί σοφή θεία επιθυμία». Και είναι από τη «Θεϊκή Σοφία» από όπου «προκύπτει το δικαίωμα στην ελευθερία της πίστης και στην ελευθερία της διαφορετικότητας. Γι αυτόν τον λόγο καταδικάζεται το γεγονός εξαναγκασμού των ανθρώπων να προσχωρήσουν σε μια συγκεκριμένη θρησκεία ή σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό, καθώς και η επιβολή μιας μορφής πολιτισμού που δεν είναι αποδεκτά από τους άλλους».
Στη συνέχεια βεβαιώνεται ότι «η προστασία των τόπων λατρείας – των ναών, των εκκλησιών και των τζαμιών – είναι καθήκον που διασφαλίζεται από τις θρησκείες, από τις ανθρώπινες αξίες, από τους νόμους και από τις διεθνείς συμβάσεις. Κάθε απόπειρα επίθεσης σε τόπους λατρείας ή απειλής τους με επιθέσεις ή εκρήξεις ή κατεδαφίσεις αποτελεί απόκλιση από τις διδασκαλίες των θρησκειών, καθώς και σαφή παραβίαση του διεθνούς δικαίου». Υπενθυμίζεται εκ νέου ότι «η αποτρόπαιος τρομοκρατία που απειλεί την ασφάλεια των ανθρώπων, τόσο στην Ανατολή όσο και τη Δύση… σκορπίζοντας πανικό, τρόμο και απαισιοδοξία δεν οφείλεται στις θρησκείες – ακόμα και αν οι τρομοκράτες τις εκμεταλλεύονται – αλλά οφείλεται στις συσσωρευμένες λανθασμένες ερμηνείες θρησκευτικών κειμένων, πολιτικών πείνας, φτώχειας, αδικίας, καταπίεσης, αλαζονείας. Γι αυτό είναι απαραίτητο να σταματήσουμε να υποστηρίζουμε τα τρομοκρατικά κινήματα παρέχοντας χρήματα, όπλα, σχέδια ή δικαιολογίες, ακόμη και συγκάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και να τα θεωρήσουμε όλα αυτά διεθνή εγκλήματα που απειλούν την παγκόσμια ασφάλεια και ειρήνη».
Το έγγραφο αναφέρει ότι «είναι απαραίτητο να δεσμευτούμε για την εδραίωση της πλήρους έννοιας του πολίτη στις κοινωνίες μας και για την αποκήρυξη της διακριτικής χρήσης του όρου μειονότητες, που φέρνει μαζί του τους σπόρους της αίσθησης της απομόνωσης και της κατωτερότητας». Στη Διακήρυξη καθορίζεται ως «αναπόφευκτη ανάγκη η αναγνώριση του δικαιώματος της γυναίκας στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων της. Επιπλέον, πρέπει να εργαστούμε για την απελευθέρωσή της από τις ιστορικές και κοινωνικές πιέσεις που είναι αντίθετες προς τις αρχές της πίστης και της αξιοπρέπειας. Είναι επίσης απαραίτητο να την προστατεύσουμε από την εκμετάλλευση… Γι αυτό πρέπει να διακοπούν όλες οι απάνθρωπες πρακτικές και τα χυδαία έθιμα που εξευτελίζουν την αξιοπρέπεια των γυναικών και να εργαστούμε για να αλλάξουμε τους νόμους που εμποδίζουν τις γυναίκες να απολαύσουν πλήρως τα δικαιώματά τους». Αφού αναφέρθηκαν για ακόμη μια φορά, στο δικαίωμα των μικρών παιδιών να μεγαλώνουν μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, στο δικαίωμα στην τροφή και στην εκπαίδευση, οι δύο ηγέτες είπαν: «Πρέπει να καταδικάσουμε κάθε πρακτική που παραβιάζει την αξιοπρέπεια των μικρών παιδιών ή τα δικαιώματά τους. Είναι επίσης σημαντικό να προστατεύονται από τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται – ειδικά στον ψηφιακό περιβάλλον – και να θεωρηθεί έγκλημα η εμπορία της αθωότητάς τους και κάθε βιαιότητα κατά της παιδικής ηλικίας τους».
Τέλος, «Al-Azhar και Καθολική Εκκλησία ζητούν αυτό το έγγραφο να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και προβληματισμού σε όλα τα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στα ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισης». Και ελπίζουν ότι η Διακήρυξη θα αποτελέσει ένα «σύμβολο εναγκαλισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Βορρά και Νότου».
Μετάφραση: ρφ/kantam.gr