Είναι τυχερά τα ζευγάρια που τελούν θρησκευτικό γάμο στην εκκλησία σήμερα. Οι νύφες θα στολιστούν με τα νυφικά τους, οι γαμπροί με τη νέα φορεσιά τους, φώτα, λουλούδια, ψαλμούς, μουσική στις εκκλησίες.
Και όμως για αιώνες, η Εκκλησία δεν είχε κάποια ιδιαίτερη θρησκευτική τελετή για τον γάμο των χριστιανών, αναγνώριζε τις τοπικές γαμήλιες συνήθειες, αρκεί οι χριστιανοί να ζούσαν αυτό το δεσμό για πάντα, με διαφορετικό πνεύμα από τους ειδωλολάτρες. Και αυτό γιατί; Μπορούμε να πούμε πως ο γάμος είναι ιερό μυστήριο από την πρώτη στιγμή που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο άνδρα και γυναίκα. Από την αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, λοιπόν, η οριστική ένωση των δύο φύλων είναι ήδη, ιερό μυστήριο εκ φύσεως. Αργότερα ο Χριστός, θέλησε απλώς να ξαναφέρει τη γαμήλια ένωση στο πρωταρχικό σχέδιο του Θεού.
Υπάρχει ένα θαυμάσιο κείμενο του 2ου μ. Χ. αιώνα, η «Προς Διόγνητον Επιστολή», αγνώστου συγγραφέα, στο οποίο διαβάζουμε μια σπουδαία μαρτυρία το πώς οι χριστιανοί ζούσαν το γάμο τους σ αυτούς τους πρώτους αιώνες όταν η Εκκλησία δεν ήταν ακόμα οργανωμένη: «Οι χριστιανοί κατοικούν πόλεις Ελληνικές ή και άλλων εθνών, όπως έτυχε ο κλήρος στον καθένα και ακολουθούν τα τοπικά ήθη και έθιμα, ως προς την ενδυμασία και την τροφή και την υπόλοιπη ζωή τους, αποδεικνύουν όμως ομολογουμένως θαυμαστή και παράδοξο την ζωή και την πολιτεία τους… Παντρεύονται όπως όλοι, αλλά ποτέ δεν εγκαταλείπουν τα παιδιά τους. Τράπεζα κοινή έχουν, αλλά όχι την κλίνη. Έχουν και αυτοί σάρκα, αλλά δεν ζουν κατά τη σάρκα. Ζουν στη γη, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μένουν στον ουρανό. Πείθονται και υπακούουν στους καθορισμένους νόμους, αλλά με την ενάρετη ζωή τους νικούν τους νόμους».
Αυτό το κείμενο ομολογεί πως οι χριστιανοί της εποχής εκείνης ζούσαν, εξωτερικά, όλα τα έθιμα του τόπου και της εποχής, μη εξαιρουμένων των γαμήλιων τελετών, αλλά ηθικά, ακολουθούσαν τα διδάγματα του χριστιανισμού.
Όταν η Εκκλησία απέκτησε την ελευθερία της, με το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» το 313, βρίσκουμε ορισμένες ευλογίες που έδινε ο ιερέας στη νύφη και μετά από τον 9ο αιώνα και στο γαμπρό.
Μόνο κατά τη διάρκεια του ενδεκάτου αιώνα η Δυτική Εκκλησία επενέβη για να ρυθμίσει «εκκλησιαστικά» τη νομοθεσία του γάμου. Μέχρι τότε είχε ανεχθεί, και μάλιστα ευνοήσει, τη λαϊκή κρατική νομοθεσία του ιερού αυτού μυστηρίου. Αρχικά ο ιερέας αντιπροσώπευε την κοινότητα μέσα στην οποία θα ζούσε η νέα οικογένεια. Η παρουσία του ιερέα έδινε νομική και επίσημη υπόσταση στη γαμήλια συναίνεση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, για τη Λατινική Εκκλησία, οι «λειτουργοί» αυτού του ιερού Μυστηρίου είναι οι ίδιοι οι νυμφευόμενοι και όχι ο ιερέας όπως για τη βυζαντινή παράδοση.
Προοδευτικά, κατά τον δωδέκατο αιώνα, η συναίνεση του ζεύγους μαζί με την ευλογία του ιερέα θα αποτελέσουν, στη συνείδηση της Δυτικής Εκκλησίας, ένα από τα επτά ιερά Μυστήρια. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναλάμβανε η Εκκλησία την πλήρη υπευθυνότητα του γάμου.
Ⴕ Ιωάννης Σπιτέρης , Αρχιεπίσκοπος Πρώην Κερκύρας