Ομιλία του Καρδιναλίου Leonardo Sandri, Προέδρου της Ρωμαϊκής Συνόδου για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες, κατά τη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης – Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019.
Σεβασμιότατε Savio, Αποστολικέ Νούντσιε στην Ελλάδα,
Σεβασμιότατε Ιωάννη, Αρχιεπίσκοπε Κερκύρας και Αποστολικέ Τοποτηρητή του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης,
Σεβαστοί Ιερείς, Μοναχοί και Μοναχές,
Αγαπητοί αδελφοί εν Κυρίω!
- Σήμερα Κυριακή, την ημέρα του Αναστημένου Κυρίου, συναχθήκαμε για να τραφούμε στην Τράπεζα του Λόγου και του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Είμαστε “Εκκλησία”, δηλαδή κοινότητα την οποία κάλεσε ο Κύριος από την Ανατολή και τη Δύση, από τον Βορρά και το Νότο, για να αποτελέσει τον άγιο λαό του Θεού, αφού λάβαμε το λουτρό της αναγέννησης και σημειωθήκαμε με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος. Ανανεώνουμε τον θαυμασμό μας για το δώρο της πίστεως, καθώς και για τη δυνατότητα να ομολογούμε την πίστη ελεύθερα, σε αντιδιαστολή με πολλούς αδελφούς και αδελφές στον κόσμο, για τους οποίους και μόνο η ομολογία πως είναι μαθητές του Χριστού βάζει σε κίνδυνο τη ζωή τους και τους οδηγεί στο μαρτύριο, όπως συνέβη όχι μακριά από εμάς, στη Συρία, σε έναν Αρμένιο ιερέα και τον πατέρα του, την περασμένη Δευτέρα.
- Σας ομολογώ τη συγκίνησή μου να βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, και πάλλεται η καρδιά μου ενθυμούμενος την παρουσία εδώ του Αποστόλου των Εθνών, καθώς και του μαθητή του Τιμόθεου, και σκεπτόμενος την Α’ Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή, η οποία, σύμφωνα με την πλειοψηφία των βιβλιστών, θεωρείται η κατεξοχήν πρώτη επιστολή που έγραψε ο Απόστολος Παύλος. Η ανάγνωση εδώ στη Θεσσαλονίκη κάθε στίχου αυτής της Επιστολής είναι μια μεγάλη εξέταση της συνείδησής μας, και ταυτόχρονα μας υπενθυμίσει τη σημασία της ιεραποστολής και του κηρύγματος του Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη. Η Επιστολή αυτή μας μιλά για τον λόγο του Θεού, τον οποίο δέχτηκαν οι Θεσσαλονικείς όχι ως ανθρώπινο λόγο, αλλά ως λόγο του Θεού, όπως πραγματικά και είναι: ένας λόγος που εκδηλώνεται με έργα σε αυτούς που πιστεύουν (βλ. Α’Θεσ 2,13). Μας μιλά για τη χριστιανική ζωή η οποία δεν υποτιμά, αλλά φέρνει σε ολοκλήρωση την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη: και αυτοί που έχουν το χάρισμα του κηρύγματος και της ηγεσίας, αν αφήνουν τον εαυτό τους να διαπλάθεται κάθε μέρα από τη χάρη του Κυρίου παραμένοντας, πρώτα απ’ όλα, μαθητές Του, βλέπουν τα συναισθήματά τους να μεταμορφώνονται κατ’ εικόνα της καρδιάς του Διδασκάλου. Ας ακούσουμε, πράγματι, τι λέει ο Απόστολος: “Ήμασταν στοργικοί μαζί σας σαν τη μητέρα που φροντίζει τα παιδιά της.Και ήταν τόση η έγνοια μας για σας, ώστε ήμασταν έτοιμοι να σας δώσουμε όχι μόνο το ευαγγέλιο του Θεού, αλλά και την ίδια μας τη ζωή, επειδή σας αγαπήσαμε” (Α’Θεσ 2,7-8). Ο αγγελιοφόρος του Ευαγγελίου, συνεπώς, δεν είναι ένας άνθρωπος που ναρκώνει και αναισθητοποιεί τον προσωπικό του τρόπο να αγαπάει, αλλά, μέσω της χάρης του Κυρίου που τον κάλεσε, αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να βιώσει μια έντονη πνευματική πατρότητα και μητρότητα, όπως ήταν εκείνη του Κυρίου Ιησού: στο Ευαγγέλιο, πράγματι, ακούμε την ηχώ αυτής της πνευματικής διάστασης, όταν ο Ιησούς κλαίει για την Ιερουσαλήμ η οποία δεν αναγνώρισε ότι Αυτός ήλθε να την επισκεφτεί, ότι θα ήθελε να είχε συνάξει τα παιδιά της όπως η κλώσα τα κλωσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της (βλ. Λκ 13,34). Αυτή η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του ανθρώπου που μεταδίδει το Ευαγγέλιο, μας θέτει ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα των σχέσεων στο εσωτερικό των χριστιανικών κοινοτήτων, ξεκινώντας από τις οικογένειες, ως τη σχέση του ιερέα με την κοινότητά του και του Επισκόπου με τους ιερείς του. Όταν η ποιότητα της από κοινού ζωής μας είναι εύθραυστη ή περιορίζεται να είναι μόνο θεσμική, τότε και η χριστιανική μαρτυρία μας χάνει πολλά και υστερεί. Πότε θα είμαστε ικανοί να δείξουμε το μητρικό πρόσωπο της Εκκλησίας; Πότε ο ένας θα σκύψει επάνω στις εσωτερικές και εξωτερικές πληγές του άλλου, βάζοντας στο κέντρο της εμπειρίας της πίστεως τον Χριστό, αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο;
- Η προσδοκία για την έλευση της ημέρας του Κυρίου, στην οποία αναφέρονταν τα αναγνώσματα που λίγο πριν ακούσαμε, μας ζητάει να είμαστε προσανατολισμένοι προς τα εμπρός έχοντας τη “μακάρια ελπίδα” της επιστροφής του Κυρίου, όπως προσευχόμαστε στη λατινική Θεία Λειτουργία. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή μας από τη δυνατότητα να μεταμορφώσουμε τον παρόντα χρόνο, στη βάση της βεβαιότητας πως Αυτός μένει πιστός και βαδίζει μαζί μας όλες τις ημέρες, ως τη συντέλεια του κόσμου. O Παύλος απευθύνει στους χριστιανούς της κοινότητας της Θεσσαλονίκης την πατρική υπενθύμιση να μην σκέφτονται ως επικείμενη την ημέρα του Κυρίου, αλλά να εργάζονται με ζήλο για την προσωπική τους αγιότητα και να στρατεύονται στον αγώνα εναντίον του μυστηρίου της ανομίας, το οποίο θα απειλήσει από τα έσω την ίδια την ύπαρξη των χριστιανικών κοινοτήτων. Κατά την επίσκεψη που μπόρεσα να πραγματοποιήσω αυτές τις ημέρες στην πραγματικότητα της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, διαπίστωσα ότι η επιτέλεση τόσων έργων αγάπης και φιλανθρωπίας προς τους ανθρώπους που υποφέρουν, είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίον καθένας από εμάς επιθυμεί την αιώνια ζωή, αγαπώντας στον παρόντα καιρό τον συγκεκριμένο αδελφό που έχει ανάγκη και χτυπά την πόρτα μας, στον οποίο αναγνωρίζουμε την ίδια την παρουσία του Χριστού ο οποίος ταυτίζεται με τον φτωχό, τον εξαθλιωμένο, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο. Το Ευαγγέλιο και η έμπρακτη αγάπη ας είναι λοιπόν η ταυτότητα της δικής σας καθολικής κοινότητας σε αυτό το Αποστολικό Βικαριάτο.
- Το σημερινό Ευαγγέλιο μας κλονίζει κάπως τα θεμέλια: αν την προηγούμενη Κυριακή είχαμε ακούσει για το νόμο που επέτρεπε την απεγνωσμένη αναζήτηση απογόνων για εκείνη τη γυναίκα η οποία είχε μείνει χήρα επτά αδελφών, στην προσπάθεια του ανθρώπου να διαιωνίσει τον εαυτό του στον αγώνα του ενάντια στον χρόνο και τον θάνατο, σήμερα αυτό το οποίο τίθεται σε αμφισβήτηση είναι ένα είδος θρησκευτικής ζωής που νοιώθει ασφαλής όταν τα πάντα λειτουργούν στην εντέλεια, φαίνονται όμορφα, όπως οι εκλεκτοί λίθοι με τους οποίους ήταν στολισμένος ο Ναός και την ωραιότητά τους εγκωμίαζαν οι μαθητές. Ο ίδιος ο Ιησούς δοκίμασε δύσκολες στιγμές καθώς και την καταδίωξη, και ήλθε αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο πειρασμό: να σπάσει τον δεσμό με τον Πατέρα του. “Σώσε τον εαυτό σου, αν είσαι ο Υιός του Θεού, και κατέβα από τον σταυρό!” (Μτ 27,40), έλεγαν οι περαστικοί στον Ιησού την ώρα που Αυτός ψυχορραγούσε. Έτσι και η ζωή του χριστιανού τίθεται σε διαρκή κίνδυνο, όταν ο πιστός επιζητεί να σιγουρέψει τον εαυτό του με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς να εμπιστεύεται τον Κύριο ο οποίος μας διαβεβαιώνει πως: “Εγώ θα σας δώσω λόγια και σοφία, […] και δεν θα χαθεί ούτε μια τρίχα από την κεφαλή σας” (Λκ 21,15.18). Κάθε φορά που επιζητούμε τη σταθερότητά μας έξω από τον Θεό, αργά ή γρήγορα πέφτουμε. Όταν αντιθέτως έχουμε επίγνωση της ευαλωτότητας και της αδυναμίας μας, και είμαστε μια κοινότητα βέβαιη για την παρουσία του Αναστημένου Κυρίου ανάμεσά μας, τότε μαζί Του νικούμε τον κόσμο.
- Έχουμε επίγνωση των δυσκολιών να είμαστε Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, να είμαστε ένα μικρό ποίμνιο, να μην έχουμε επαρκή μέσα, να αισθανόμαστε αδύναμοι μπροστά στις προκλήσεις της ζωής: αλλά έχουμε το Ευαγγέλιο του Ιησού, τίποτα δεν μπορεί να μας αποσπάσει από την αγκάλη κι από το χέρι του Πατέρα. Ας ζητήσουμε λοιπόν τη μεσιτεία της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας, του αγίου Αποστόλου Παύλου, και όλων των αγίων Ελλήνων Πατέρων και Διδασκάλων, ώστε να είναι συνοδοιπόροι μας στην οδό προς την αιώνια πατρίδα και δια των πρεσβειών τους να τροφοδοτείται συνεχώς η λαμπάδα της μαρτυρίας μας, για να λάμπει μέσα στο σκοτάδι του κόσμου! Αμήν.
Μετάφραση: π.ΛΚ