24 Νοεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

«Ο Αρχαιότερος και Σπουδαιότερος Χριστολογικός Ύμνος», του σεβασμ. Ιωάννη Σπιτέρη

Με αυτό το κείμενο συμπληρώνονται οι δύο προηγούμενες σκέψεις μας γύρω από το Χριστό, το Α και το Ω, την Αρχή και το Τέλος. Στο παρόν κείμενο θα σταθούμε αποκλειστικά στο χριστολογικό ύμνο του Αποστόλου Παύλου που βρίσκουμε στην προς Κολασσαείς 1, 15 – 20 Επιστολή του.  Πρόκειται για το αποκορύφωμα της χριστιανικής θεολογίας γύρω από το πρόσωπο του Χριστού.
 
Το παρών κείμενο αποτελεί μέρος μιας περισυλλογής που είχα ετοιμάσει  για τους καθολικούς  νέους στην Ελλάδα με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Νεολαίας που είχε πραγματοποιηθεί στη Μαδρίτη το 2011 και είχε ως θέμα τη φράση του Αποστόλου Παύλου προς Κολοσσαλιει 2, 7: «ἐῤῥιζωμένοι καὶ ἐποικοδομούμενοι ἐν αὐτῷ».
 
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ
 
Οι Κολοσσές ήταν μία μικρή πόλη στην κοιλάδα του Λύκου, ανατολικά της Εφέσου κοντά στο Ντενιζλί της σημερινής Τουρκίας. Πλησιέστερες σε αυτήν πόλεις ήταν οι Λαοδίκεια και η Ιεράπολη και  απείχε  150 χλμ. δυτικά της Εφέσου.  Παρά το ότι ο Απόστολος Παύλος δεν είχε πάει ποτέ στις Κολοσσές, εντούτοις ήξερε τα πάντα γι’ αυτές από το μαθητή του Επαφρά ο οποίος προέρχονταν από τις Κολοσσές και κήρυξε, κατ’ εντολή του Παύλου, το ευαγγέλιο και ίδρυσε την εκκλησία της πόλης αυτής.  Η Επιστολή προς τους Κολοσσαείς γράφτηκε το 60 μ.Χ. πιθανότατα από τη Ρώμη όπου ο Απόστολος βρισκόταν φυλακισμένος. Αυτό τον ίδιο χρόνο ο Επαφρά επισκέφτηκε τον Απόστολο Παύλο στη φυλακή, επισημαίνοντας τον κίνδυνο που διέτρεχε αυτή η χριστιανική κοινότητα από κάποια αιρετική διδασκαλία που προσπαθούσε να αντικαταστήσει την πίστη στο Χριστό με άλλες δοξασίες, με «νέες ιδέες». Ο Απόστολος Παύλος έπρεπε να στηρίξει τους Κολοσσαείς ξανά πάνω στο Χριστό, στην απόλυτη υπεροχή Του και στην υπέρτατη επάρκειά Του.
 
Γι’ αυτό, μετά τους χαιρετισμούς, ο Απόστολος αναγγέλλει τον πιο σπουδαίο, τον πιο βαθύ ύμνο για το Χριστό που γράφτηκε ποτέ.
 
Χριστολογικός Ύμνος
 
15Αυτός είναι η εικόνα του αόρατου Θεού,
πρωτότοκος πριν από κάθε πλάσμα.
16Διότι στο πρόσωπό του δημιουργήθηκαν τα πάντα,
τα επουράνια και τα επίγεια,
τα ορατά και τα αόρατα,
Οι Θρόνοι, οι Κυριότητες,
οι Αρχές και οι Εξουσίες.
Τα πάντα μέσω αυτού και γι’αυτόν επλάσθηκαν,
17κι αυτός είναι πριν απ’όλα,
και τα πάντα απ’αυτόν συγκροτούνται.
18Αυτός είναι η κεφαλή του σώματος της εκκλησίας.
Αυτός είναι η αρχή, ο πρωτότοκος απ’τους νεκρούς,
για να είναι πρώτος σε όλα.
19Πράγματι, θέλησε η ευδοκία του Θεού,
να κατοικήσει σ’αυτόν κάθε πληρότητα
20και μέσω αυτού
να συμφιλιώσει τα πάντα με τον εαυτό του,
τόσο τα επίγεια όσο και τα επουράνια,
φέρνοντας την ειρήνη με το αίμα του σταυρού του.
 
Εξήγηση
 
Αυτό το κείμενο διαιρείται σε δύο μέρη:
 
  • Η θέση του Χριστού απέναντι σε ολόκληρο το σύμπαν (Υπερκόσμια θέση του Χριστού, εδάφια 15-18α).
 
  • Περιγραφή του λυτρωτικού έργου του Χριστού (εδάφια 18β-20)
 
Το πρόσωπο το οποίο ενώνει όλο αυτό το  κείμενο δεν είναι μόνο ο προαιώνιος άσαρκης Λόγος του Θεού, αλλά ο ενσαρκωμένος Λόγος, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Μέσω αυτού ο Πατέρας έπλασε τον κόσμο, μέσω αυτού ο κόσμος λυτρώθηκε. 
 
Ο Υιός της αγάπης του Θεού (εδ. 13) ονομάζεται «εικόνα του αοράτου Θεού» (εδ. 15). Επομένως η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού καθιστά ορατό το μυστήριο του Θεού. Ο Αόρατος, ο Παντοδύναμος Θεός γίνεται ορατός και προσιτός στο πρόσωπο του Ιησού που γεννήθηκε από την  Αειπάρθενο Μαρία. 
«Γεννημένος πριν από κάθε πλάσμα». 
 
Ο ιστορικός Ιησούς κατέχει μια απόλυτη προτεραιότητα πάνω σ’ όλη την κτίση, ισχυρισμός που επαναλαμβάνεται καθαρά και στο εδ. 16, όπου ο Χριστός εμφανίζεται ως το θεμέλιο, το επίκεντρο όλου του σχεδίου του Θεού για τον κόσμο. Το σύμπαν ολόκληρο τείνει προς το Χριστό και μόνο εν σχέση με Αυτόν, η κτήση έχει νόημα. Ότι υπάρχει, υπάρχει εξαιτίας Του, υπάρχει για Αυτόν. Αυτός είναι η πρωταρχική και η τελική αιτία του σύμπαντος. Εις Αυτόν ο Πατέρας πραγματοποιεί το σχέδιό του, δηλαδή να «ανακεφαλαιώσει τα πάντα εν Αυτώ».
Αυτός είναι ο Λυτρωτής του σύμπαντος το οποίο συμφιλιώθηκε μέσω του Χριστού (Πρβ. Κολ.1,20). Η ζωή του Χριστιανού, ολόκληρη η ύπαρξη στηρίζεται και τρέφεται από την «εν Χριστώ ζωή» (βλ. Β’Κορ. 5,18). Γενικά ο άνθρωπος αν υπάρχει, αν ζει, αυτό οφείλεται στο Χριστό, αν δεν υπήρχε ο Χριστός δεν θα υπήρχε ούτε ο άνθρωπος.   
Εκείνο που επείγει να υπογραμμίσουμε, είναι το γεγονός ότι σ’ αυτήν την περικοπή της Καινής Διαθήκης, φαίνεται σε όλες του τις διαστάσεις, το μεγαλείο του Χριστού, ο οποίος είναι ο «Πρωτότοκος» όλης της πλάσης:
 
  • Ο Χριστός είναι η αιτιατή αιτία και η τελική αιτία όλης της πλάσης, αυτός επομένως, ως άνθρωπος, είναι το πρώτο δημιούργημα στη θεία σκέψη, εφόσον όλα τα υπόλοιπα πλάσματα υπάρχουν μόνο σε σχέση μ’ Αυτόν.. «Όλα τα Πλάσματα πλάστηκαν μέσω αυτού και ενόψει αυτού» (εδ. 16).
 
  • Αυτός είναι ο πρωταρχικός, το θεμέλιο, ο αρχηγός. Το εδάφιο 18β, πράγματι,  έχει τρία χαρακτηριστικά: Ο Χριστός είναι:
 
α) η αρχή του παντός,
β) ο πρωτότοκος των νεκρών,
γ) επομένως είναι ο Πρώτος σε όλα.
Το εδάφιο 19 δίνει το λόγο αυτού του πρωτείου: διότι σ’ Αυτόν κατοικεί «όλο το πλήρωμα» της θεότητας. Στο 2,9 διευκρινίζεται για ποιο πλήρωμα πρόκειται και πως «κατοικεί» σ’ Αυτόν αυτό το πλήρωμα. Σ’ Αυτόν κατοικεί: «όλο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά». Πρόκειται δηλαδή για εκείνη την ενότητα, πολύ στενή της θεότητας με την ανθρωπότητα που, αργότερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Οικουμενικές Σύνοδοι θα ονομάσουν «υποστατική ένωση», δηλαδή προσωπική ένωση Θεού και ανθρώπου .
 
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
 
Ο Απόστολος Παύλος, όπως συνηθίζει, από τη θεολογία περνάει στην πρακτική ζωή του χριστιανού. Βγάζει τα συμπεράσματα από αυτό το σπουδαίο χριστολογικό Ύμνο για κάθε χριστιανό στο εδάφιο 6 και 7  του δεύτερου κεφαλαίου της ίδιας Επιστολής:
 
 «6Πορεύεσθε, λοιπόν, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, όπως τον διδαχθήκατε, 7ριζωμένοι και θεμελιωμένοι πάνω του και στερεωμένοι με την πίστη, όπως έχετε διδαχθεί, αφθονώντας σε ευχαριστία».
 
Για τον Απόστολο, η ζωή του χριστιανού συνίσταται στο να «πορεύεται κανείς ενωμένος με το Χριστό». Το ρήμα «πορεύομαι», εκδηλώνει τη δυναμικότητα της χριστιανικής ζωής. Αυτή είναι μια συνεχής πορεία, την οποία όμως δεν την κάνουμε μόνοι, αλλά «ενωμένοι με το Χριστό» τον οποίο δεχόμαστε ως «Κύριο» και σε Αυτόν προσκολλούμεθα. Για τον Απόστολο Παύλο ο χριστολογικός τίτλος «Κύριος» αναφέρεται στον Αναστημένο Χριστό. Το να πιστεύω ότι ο Χριστός είναι ο «Κύριος», σημαίνει ότι τον παραδέχομαι ως κυρίαρχο της ζωής μου, σε Αυτόν εμπιστεύομαι το παρόν μου και το μέλλον μου, Αυτός εμπνέει και κατευθύνει τη σκέψη μου, τις αποφάσεις μου, το βασικό προσανατολισμό όλης της ύπαρξής μου. Έτσι, το να δεχτώ το Ευαγγέλιο, σημαίνει να αποδεχτώ την αποκλειστική και απόλυτη κυριαρχία Εκείνου που αντιπροσωπεύει τη μοναδική οδό και το μοναδικό κανόνα και υπόδειγμα της ζωής.
Το να «πορεύεται κανείς ενωμένος με το Χριστό», στο εδάφιο 7 προσδιορίζεται με περισσότερη ακρίβεια. Οι πιστοί πρέπει να είναι:
  • ριζωμένοι και θεμελιωμένοι πάνω του
  • στερεωμένοι με την πίστη
  • αφθονώντας σε ευχαριστία
 
«Ριζωμένοι και θεμελιωμένοι πάνω του»
 
Αυτά τα λόγια θέλουν να υπογραμμίσουν  το γεγονός ότι όλοι, με το βάπτισμα, γινόμαστε ένα μαζί του, γινόμαστε το «Σώμα» του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος, επαναλαμβάνει  συχνά τη γνωστή διδασκαλία: «Αν και είμαστε πολλοί, αποτελούμε ένα σώμα εν Χριστώ κι ο καθένας είναι μέλος του άλλου» (Ρωμ.12, 4).  «Πράγματι, όπως ένα είναι το σώμα και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος αν και είναι πολλά αποτελούν ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός» (Α’ Κορ. 12,12).
 
Σ’ αυτά τα κείμενα, και σε άλλα παρόμοια, ο Απόστολος αναπτύσσει μια Εκκλησιολογία, που ταυτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, με τη Χριστολογία. Για τον Παύλο, Χριστός ίσον Εκκλησία. Ο Χριστός είναι αδιανόητος χωρίς το σώμα του, που είναι η Εκκλησία. Η φράση: «η κοινότητα είναι το σώμα του Χριστού», δεν σημαίνει ότι αυτή είναι ένα «σωματείο», μία κάποια «οργάνωση» που ανήκει στο Χριστό, αλλά ότι στη βαθιά της υπόσταση, είναι το ίδιο το συλλογικό πρόσωπο του Αναστημένου, πρόκειται δηλαδή, όπως επαναλαμβάνει ο Ιερός Αυγουστίνος, για τον «ολικό Χριστό» (Christus totus).
 
Για τον Απόστολο Παύλο, ο Ιησούς «εν Πνεύματι», με το θάνατό του και την Ανάστασή του, συγκεντρώνει και ενώνει στο πρόσωπό του, όλα τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού και τα συγκροτεί σε ένα και μόνο Σώμα, που είναι το δικό του και συνάμα το δικό μας.
 
Σε ένα άλλο κείμενο ο Απόστολος διδάσκει: «Όσοι βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού, έχετε ντυθεί το Χριστό. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα. Όλοι σας είστε ένας, χάρη  στον Ιησού Χριστό» (Γαλ. 3,28).
 
Στο κείμενο αυτό, ο Απ. Παύλος υπογραμμίζει κυρίως τον όρο «Χριστός». Το Πνεύμα, μας κάνει να είμαστε και να υπάρχουμε «εν Χριστώ». Με την έκφραση αυτή, ο Παύλος προβάλλει μια βαθιά προσωπική σχέση ανάμεσα στους βαπτισμένους και στον Αναστημένο Χριστό. Όποιος είναι, υπάρχει «εν Χριστώ», βρίσκεται υπό τη ζωτική και μεταμορφωτική επίδρασή Του, που τον καθιστά «καινή κτίση» (Β’ Κορ. 5,17), και κατέχει ήδη βαθιά μέσα του τη Ζωή την αιώνια, που είναι η ίδια η ζωή του αναστημένου Χριστού.
 
Από την άλλη πλευρά, για τον Απόστολο, το να είναι κανείς «εν Χριστώ», είναι συνώνυμο με το να είναι κάποιος ενσωματωμένος στο Σώμα του, που είναι η κοινότητα των πιστών. Ο Παύλος δεν διασπά ποτέ την ενότητα των πιστών με το Χριστό, ούτε την ενότητα μεταξύ τους. Η ενότητα με τον Χριστό, συνεπάγεται για τους χριστιανούς και την μεταξύ τους ενότητα. Για τον Παύλο, δεν υπάρχει μια ατομική σχέση με το Χριστό, αλλά μια σχέση συλλογική ή «εκκλησιαστική». Τώρα πια η προσωπική σχέση με το Χριστό ταυτίζεται με την κοινωνικό – εκκλησιολογική πραγματικότητα, δηλαδή με την Εκκλησία.
 
Ένας ατομικιστικός χριστιανισμός που θα διαμορφωνόταν ή θα ήθελε να διαμορφωθεί μακριά από την κοινότητα, είναι αδιανόητος για την πρωτοχριστιανική Εκκλησία: πίστη στο Χριστό, σύνδεση με το Χριστό, ζωή εν Χριστώ, υπάρχουν μόνο στους κόλπους της κοινότητας που πιστεύει και είναι συνδεδεμένη με τον Κύριο.
 
«Στερεωμένοι με την πίστη»
Το να γίνουμε ένα με το Χριστό σημαίνει να ζω αυτό το μυστήριο ενότητας και αυτό γίνεται μέσω της πίστης. Η πίστη είναι η έμπρακτη απάντηση του ανθρώπου στο δόσιμο του  Χριστού, είναι η γεμάτη αγάπη αποδοχή του Χριστού που με κάνει συμμέτοχο της ζωής του, της ανάστασής του. Πιστεύω σημαίνει αφήνω το Χριστό να γίνει ο κυρίαρχος της ζωής μου.  
 
«Αφθονώντας σε ευχαριστία»
Όλη η ζωή του Χριστιανού μετατρέπεται σε «ευχαριστία» που απευθύνεται στο Θεό για το δώρο της υιοθεσίας. Αυτή η «ευχαριστία» αποτελεί τη σταθερή και συνεχή στάση του χριστιανού ενώπιον του Θεού και λειτουργικά εκφράζεται με την τέλεση της Αγίας Ευχαριστίας «πηγή και κορυφή όλης της χριστιανικής ζωής» (Β’ Σύνοδος Βατικανού, Περί Εκκλησίας, 11).     
 
+ Ιωάννης Σπιτέρης
                                                                                                                                                               Αρχιεπίσκοπος
 
Προηγούμενο Άρθρο

«Ο Ιησούς Χριστός το Α και το Ω η αρχή και το τέλος» του σεβασμ. Ιωάννη Σπιτέρη (μέρος 2ο)

Επόμενο Άρθρο

«Έγινε αίτιος σωτηρίας!» Ομιλία του σεβασμ. Σεβαστιανού, κατά τη Θ. Λειτουργία της Ε’ Κυριακής της Τεσσαρασκοστής

You might be interested in …

251110_lumiere_du_monde1

Καιρός μεταστροφής

Από τη συνέντευξη που έδωσε στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄. Μεταφράστηκε από τα Γαλλικά υπό του Πέτρου Ανδριώτη. Από τις Σελίδες του Βιβλίου Lumiere du monde Εκδόσεις bayard 2011

Ο Χριστιανισμός ως γεγονός αντικειμενικό

Αν ο χριστιανισμός θέλει να παρουσιάζεται στον σύγχρονο κόσμο με ολοκληρωμένο και όχι ελλιπή τρόπο, θα πρέπει να προτείνει τον ζωντανό Θεό και όχι τον Θεό των νεκρών ή τον Θεό της ανθρώπινης επινόησης. Τον […]

Πως η Αγ. Θηρεσία αντιμετώπισε ως παιδί την μοναξιά

Η Αγ. Θηρεσία δυσκολευόταν να κάνει φίλους, αλλά υπήρχε ένας φίλος που μπορούσε πάντα να βασιστεί. Είναι φυσικό οι γονείς να θέλουν τα παιδιά τους να έχουν μια ευχάριστη παιδική ηλικία, γεμάτη από ισχυρές φιλίες […]