«Μη φοβασαι, γιατί σε κάλεσα με το όνομά σου,
είσαι δικός μου» (Ησαΐας 43,1)
Είναι κοινή η διαπίστωση τόσο στους Καθολικούς όσο και στους Ορθοδόξους: η πίστη των χριστιανών είναι περισσότερο παραδοσιακή, αρέσκεται να εκφράζεται περισσότερο με ορισμένες εξωτερικές εκδηλώσεις, που δεν μεταμορφώνουν καθόλου τον άνθρωπο, και που τελικά, αφήνουν ανεπηρέαστη την κοινωνία. Γενικά η πίστη, όπως συνήθως την βιώνουμε σήμερα, δεν έχει αντίκτυπο στη ζωή, το Ευαγγέλιο είναι ένα νεκρό γράμμα, η τέλεση των Μυστηρίων έχει περιοριστεί σε κοινωνικές εκφράσεις και όχι σε μία ζωντανή συνάντηση με το Χριστό. Μιλάμε ουσιαστικά για μια κρίση της πίστης, αλλά είναι καλύτερα να αναφέρουμε μια συνειδητή ή ασυνείδητη άρνηση των βαπτισμένων να ανταποκριθούν στο προσωπικό κάλεσμα του Θεού, στο κάλεσμα του Χριστού, να τον ακολουθήσουν.
Όταν ο χριστιανός, στην πράξη, αρνείται την χριστιανική του «κλήση», παύει να είναι χριστιανός και γίνεται οπαδός μία κοινωνικής ομάδας, με συγκεκριμένες παραδόσεις, που την ονομάζουμε «θρησκεία».
Ναι, είναι επείγον να ξαναβρούμε την κλήση μας ως χριστιανοί και να ανταποκριθούμε σε αυτήν, ακολουθώντας το Χριστό και το Ευαγγέλιό του.
«Μη φοβάσαι, γιατί εγώ σε λύτρωσα, σε κάλεσα με το όνομά σου,
είσαι δικός μου» (Ησαΐας 43,1).
Η έννοια της λέξης «κλήση» με «ήτα», σημαίνει «κάλεσμα», «φώναγμα», «πρόσκληση», ενώ ο όρος «κλίση» με «ιώτα» δηλώνει «ροπή», «τάση», «προδιάθεση». Στο πλαίσιο της χριστιανικής αποκάλυψης, μεταχειριζόμαστε τη λέξη «κλήση» με την έννοια του «καλέσματος». Ο Θεός καλεί τον άνθρωπο σε κοινωνία μαζί του.
Οι μαθητές του Χριστού τον ακολουθούν διότι τους καλεί έναν προς έναν με το όνομά τους, όπως έκανε με τους Αποστόλους: «Ακολουθήστε με», λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα και στον Ανδρέα. Και αυτοί αμέσως άφησαν τα δίκτυα και ακολούθησαν» (Ματθαίος 4, 19-20).
Και τον καθένα από εμάς καλεί ο Θεός. Αυτή η προσωπική κλήση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό σημάδι της μοναδικότητας κάθε καλεσμένου. Με την κλήση αυτή, οι μαθητές βιώνουν μια ισχυρή και στενή σχέση με τον Θεό, η οποία γίνεται η αιτία να νιώθουν ότι αγαπιούνται. Και ακριβώς, σε συνάρτηση με αυτή την αγάπη που γεννιέται από μια τέτοια ιδιαίτερη σχέση, οι μαθητές ωριμάζουν, ώστε να ακολουθήσουν τον Ιησού ριζικά, με πλήρη συμμετοχή, χωρίς δεύτερες σκέψεις, ανατρέποντας και αλλάζοντας τη ζωή τους.
Ο Θεός καλεί, ο άνθρωπος απαντά
Ο Θεός Πατέρας, από την αιωνιότητα, θέλει να ενώσει όλους τους ανθρώπους μαζί Του, έτσι ώστε όλοι να αποτελέσουν μια κοινωνία ζωής εν Χριστώ, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Ήδη με τη δημιουργία, ο Θεός Πατέρας αποκαλύπτει ότι σκοπός του σχεδίου του, είναι να κάνει τον άνθρωπο κοινωνό της δικής του ζωής. Έτσι η ιστορία του ανθρωπίνου γένους, γίνεται η ιστορία της σωτηρίας, γιατί έχει ως τελικό σκοπό να δημιουργηθεί αυτή η βαθιά κοινωνία ζωής μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου. Η κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό Πατέρα αποτελεί τη «δόξα» του Θεού και την ευτυχία του ανθρώπου.
Και τούτο γιατί, ο Θεός αγαπά και δεν επιβάλλεται, αλλά καλεί, προσφέρει και αναμένει μιαν απάντηση. Η απάντηση του ανθρώπου αποτελεί την αναγκαία συμπλήρωση της θεϊκής μας κλήσης.
Για τους χριστιανούς, το σφαιρικό και γενικό αυτό κάλεσμα, βιώνεται μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα και μέσω των Μυστηρίων. Αυτά αποτελούν μια μυστηριακή και συνάμα βιωματική συνάντηση με το Χριστό και την κοινότητα.
Τελικά όλη η ζωή του ανθρώπου τοποθετείται μέσα σ’ αυτήν τη δυναμική του καλέσματος – όπου ο Θεός αναζητά τον άνθρωπο και τον καλεί – και που εκφράζεται συνάμα από το αδιάκοπο κάλεσμα του Θεού και τη συνεχή απάντηση του ανθρώπου, που ισοδυναμεί με την έκφραση εμπιστοσύνης στο άνοιγμα του Θεού, την πίστη, την προσφορά της ζωής και την αγάπη.
Έτσι,
– Όλη η ζωή του ανθρώπου – όχι μόνο μερικές περιπτώσεις – τοποθετείται μέσα στο θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας, δηλαδή «καθαγιάζεται» και «αφιερώνεται» στο Θεό.
– Η κλήση δεν είναι ατομιστική υπόθεση, αλλά αφορά την Εκκλησία. Βιώνεται μέσα σε αυτήν. Αναπτύσσεται, στηρίζεται και τροφοδοτείται από αυτήν. Αποστολή της είναι η οικοδόμηση της Εκκλησίας.
Το κάλεσμα στη ζωή, η αδιάκοπη δημιουργία, συμπληρώνεται με το κάλεσμα στη θεϊκή ζωή, στην αγιότητα: «… όλη σας η συμπεριφορά να είναι άγια, όπως άγιος είναι κι ο Θεός που σας κάλεσε» (Α’ Επιστολή Πέτρου 1,15). Η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας διδάσκει: «Το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η Θεία Ευχαριστία είναι τα ιερά μυστήρια της χριστιανικής μυήσεως. Αυτά θεμελιώνουν την κοινή κλήση όλων των μαθητών του Χριστού, την κλήση στην αγιοσύνη και στην αποστολή για τον ευαγγελισμό του κόσμου. Μεταδίδουν τις απαραίτητες χάρες για μια ζωή σύμφωνη προς το Πνεύμα, κατά την επίγεια αυτή πορεία προς την πατρίδα» (αρ. 1533).
Όλοι λοιπόν οι χριστιανοί, έχουμε μία κλήση προς την αγιότητα και τον ευαγγελισμό: αγιότητα σημαίνει αγαπητική ένωση με το Θεό, ενώ ευαγγελισμός σημαίνει μαρτυρία της πίστης με τον χριστιανικό τρόπο ζωής μας.
Ο Λόγος, τον οποίο απευθύνει ο Θεός στον καθένα μας, δεν είναι ένας μακρύς περίπλοκος λόγος, αλλά είναι τόσο απλός, ώστε όλοι μπορούμε να τον ακούσουμε, να τον κατανοήσουμε, να τον γευτούμε, να τον εφαρμόσουμε στην πράξη. Ο Θεός προφέρει το όνομά μας, ακριβώς αυτό, αλλά το λέει με τόση αγάπη, ώστε να καρποφορήσει στις καρδιές μας. Ο Ιησούς, είναι ο Λόγος του Θεού, που περνάει από μπροστά μας και μας καλεί με το όνομά μας. Ο Ιησούς είναι ανάμεσά μας, είναι κοντά μας, στην καθημερινή μας ιστορία, περνάει από δίπλα μας και αλλάζει τη ζωή μας, της δίνει πληρότητα. Γι’ αυτό «αδελφοί, φροντίστε να καταστήσετε σίγουρο το κάλεσμά σας και την εκλογή σας» (Β’ Επιστολή Πέτρου, 1,10).
+ Ιωάννης Σπιτέρης