ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 2013
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές,
Φέτος γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα των Ιεραποστολών, ενώ τελειώνει το Έτος της πίστης, αυτό αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για να ενισχύσουμε τη φιλία μας με τον Κύριο και την πορεία μας ως Εκκλησία που διακηρύσσει το Ευαγγέλιο με θάρρος, με την προοπτική αυτή, θα ήθελα να προτείνω μερικές σκέψεις.
1. Η πίστη είναι πολύτιμο δώρο του Θεού, o οποίος ανοίγει τη διάνοιά μας για να κατορθώσουμε να τον γνωρίσουμε και να τον αγαπήσουμε, Εκείνος επιθυμεί να έρθει σε επαφή μαζί μας για να μας κάνει συμμέτοχους στη δική του ζωή και να κάνει τη ζωή μας πιο ουσιαστική, πιο καλή, πιο όμορφη. Ο Θεός μας αγαπά! Η πίστη, ωστόσο, ζητά να γίνει αποδεκτή, ζητά δηλαδή την προσωπική μας απάντηση, το θάρρος να εμπιστευτούμε τη ζωή μας στο Θεό, να βιώσουμε την αγάπη Του, ευγνώμονες για την άπειρη ευσπλαχνία του. Είναι ένα δώρο, λοιπόν η πίστη, το οποίο δεν είναι προνόμιο για λίγους, αλλά που προσφέρεται με γενναιοδωρία. Όλοι θα πρέπει να είναι σε θέση να βιώσουν τη χαρά, του να αισθάνονται πως αγαπιούνται από τον Θεό, τη χαρά της σωτηρίας! Και είναι ένα δώρο που δεν μπορούμε να κρατήσουμε για τον εαυτό μας, αλλά πρέπει να το μοιραστούμε. Αν θελήσουμε να το κρατήσουμε μόνο για τον εαυτό μας, θα γίνουμε Χριστιανοί απομονωμένοι, στείροι και άρρωστοι. Το κήρυγμα του Ευαγγελίου είναι μέρος της οντότητάς μας ως μαθητών του Χριστού και είναι μια σταθερή δέσμευση που εμψυχώνει όλη τη ζωή της Εκκλησίας. «Ο Ιεραποστολικός ζήλος είναι μια σαφής ένδειξη της ωριμότητας της εκκλησιαστικής κοινότητας" (Βενέδικτος ΙΣΤ’, Απ. Παρ. Verbum Domini, 95) Κάθε κοινότητα είναι "ενήλικη" όταν διακηρύσσει την πίστη, την τελεί με χαρά στη λειτουργική της ζωή, ζει τη φιλανθρωπία και διακηρύσσει το Λόγο του Θεού ακούραστα, βγαίνοντας από το κέντρο της για να τη φέρει ακόμη και στα "προάστια" ειδικά σε όλους εκείνους που δεν είχαν ακόμη την ευκαιρία να γνωρίσουν το Χριστό. Η δύναμη της πίστης μας, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και ως κοινότητα, μπορεί επίσης να μετρηθεί από την ικανότητά μας να τη μεταδώσουμε στους άλλους, να τη διαδώσουμε, να την βιώσουμε με έργα αγάπης, να δώσουμε μαρτυρία σε όλους εκείνους τους οποίους συναντάμε και μοιραζόμαστε μαζί τους το δρόμο της τη ζωής.
2. Το Έτος της Πίστεως, στα πενήντα χρόνια από την έναρξη της δεύτερης Βατικανής Συνόδου, αποτελεί ερέθισμα, ώστε ολόκληρη η Εκκλησία να αποκτήσει μια ανανεωμένη επίγνωση της παρουσίας της στο σύγχρονο κόσμο, της αποστολής της ανάμεσα στους λαούς και τα έθνη. Η Ιεραποστολή δεν είναι μόνο ένα θέμα γεωγραφικών περιοχών, αλλά λαών, πολιτισμών και ατόμων, ακριβώς επειδή τα "όρια" της πίστης δεν αφορούν μόνο τόπους και ανθρώπινες παραδόσεις, αλλά την καρδιά του κάθε άνδρα και της κάθε γυναίκας. Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού επεσήμανε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ότι το ιεραποστολικό καθήκον, το καθήκον του να επεκτείνουμε τα σύνορα της πίστης, είναι ευθύνη για τον κάθε βαπτισμένο χριστιανό και για κάθε χριστιανική κοινότητα: "Δεδομένου ότι ο Λαός του Θεού ζει σε κοινότητες, ειδικά σε αυτές των κατά τόπους Επισκοπών και Eνοριών, και σε αυτές με κάποιο τρόπο εμφανίζεται στην ορατή του μορφή, εκεί είναι που πρέπει και να δίνεται μαρτυρία του Χριστού ενώπιον των εθνών " (Προς τα Έθνη, 37). Κάθε κοινότητα λοιπόν έχει ευθύνη και καλείται να ενστερνιστεί την εντολή που δόθηκε από τον Ιησού στους Αποστόλους να είναι "Μάρτυρές Του στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, ως τα πέρατα της οικουμένης“ (Πράξεις 1:8), όχι λοιπόν ως δευτερεύον σημείο της χριστιανικής ζωής, αλλά ως ένα βασικό και ουσιαστικό σημείο: είμαστε όλοι απεσταλμένοι στους δρόμους του κόσμου για να βαδίσουμε με τους αδελφούς μας, ομολογώντας και μαρτυρώντας την πίστη μας στον Χριστό, γενόμενοι κήρυκες του Ευαγγελίου του. Καλώ τους επισκόπους, τους Πρεσβυτέρους, τα Συμβούλια των Πρεσβυτέρων, τα Ποιμαντικά Συμβούλια, κάθε άτομο και κάθε ομάδα εντός της Εκκλησίας να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση του Ιεραποστολικού καθήκοντος κάθε χριστιανού στα ποιμαντικά και μορφωτικά προγράμματά τους, θεωρώντας ότι η αποστολή του κάθε βαπτισμένου χριστιανού, δεν είναι ολοκληρωμένη εάν δεν περιλαμβάνει την απόφασή του να "μαρτυρήσει” για τον Χριστό ενώπιον των εθνών, μπροστά σε όλους τους λαούς. Η Ιεραποστολή δεν είναι μόνο μια προγραμματισμένη διάσταση της χριστιανικής ζωής, αλλά ιδιαίτερα πρέπει να είναι μια παραδειγματική διάσταση η οποία αφορά όλες τις πτυχές του χριστιανικού βίου.
3. Συχνά, το έργο του ευαγγελισμού συναντά, όχι μόνο εξωτερικά εμπόδια αλλά και εμπόδια εντός της ίδιας της εκκλησιαστικής κοινότητας. Μερικές φορές, στο έργο του κηρύγματος προς όλους, του Ευαγγελίου του Χριστού, καθώς και της βοήθειας την οποία καλούμαστε να προσφέρουμε στους ανθρώπους της εποχής μας για να Τον συναντήσουν, είναι αδύναμα, η θέρμη, η χαρά, το θάρρος, η ελπίδα, μερικές φορές εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως προσφέροντας την αλήθεια του Ευαγγελίου είναι σα να ασκούμε βία στην ελευθερία. Ο Πάπας Παύλος ο Στ’ μας διαφωτίζει πάνω στο θέμα αυτό: "Θα ήταν … σφάλμα να επιβάλουμε κάτι στη συνείδηση των αδελφών μας. Αλλά το να προτείνουμε στις συνειδήσεις την αλήθεια του Ευαγγελίου και τη σωτηρία του Ιησού Χριστού με πλήρη σαφήνεια και σεβασμό για τις ελεύθερες επιλογές τους … Αυτό είναι μια προσφορά προς την ελευθερία " (Αποστ. Παραίνεση, Evangelii Nuntiandi, 80). Πρέπει να έχουμε πάντα το θάρρος και τη χαρά να προτείνουμε, με σεβασμό, τη συνάντηση με τον Χριστό, να φέρουμε το Ευαγγέλιό Του. Ο Ιησούς ήρθε ανάμεσά μας, δείχνοντάς μας το δρόμο της σωτηρίας, και εμπιστεύτηκε σε μας την αποστολή να τον καταστήσουμε γνωστό σε όλους, έως τα πέρατα της γης. Συχνά βλέπουμε ότι η βία, το ψέμα, τα σφάλματα, επισημαίνονται και προβάλλονται. Είναι επείγουσα ανάγκη να κάνουμε να λάμψει στην εποχή μας η καλή ζωή του Ευαγγελίου με το κήρυγμα του Λόγου του Κυρίου και ιδιαίτερα με τη μαρτυρία ζωής, αρχίζοντας από το εσωτερικό της Εκκλησίας. Γιατί, υπό το πρίσμα αυτό, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ποτέ μια θεμελιώδη αρχή για κάθε ιεραπόστολο και ευαγγελιστή: δεν μπορούμε να διακηρύττουμε τον Χριστό χωρίς την Εκκλησία. Το έργο του ευαγγελισμού δεν είναι ποτέ μεμονωμένη πράξη, ατομική, ιδιωτική, αλλά πάντα είναι έργο ολόκληρης της χριστιανικής κοινότητας. Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ’ έγραφε ότι «όταν ο πιο άγνωστος ιεροκήρυκας, ιεραπόστολος, κατηχητής ή Ποιμένας, κηρύττει το Ευαγγέλιο, συγκεντρώνει την κοινότητα, μεταδίδει την πίστη, τελεί ένα μυστήριο, ακόμη και αν είναι μόνος του, εκτελεί μια πράξη όλης της Εκκλησίας. Αυτός δεν ενεργεί «για μια αποστολή, για τον εαυτό του ή λόγω της προσωπικής του έμπνευσης, αλλά πράττει ενωμένος με την αποστολή της Εκκλησίας και στο όνομα αυτής” (Πάπας Παύλος ΣΤ’). Είναι αυτό που ενδυναμώνει την Ιεραποστολή και κάνει τον κάθε ιεραπόστολο και ευαγγελιστή, να μην αισθάνεται ποτέ μόνος, αλλά ως μέρος του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, η οποία εμψυχώνεται και ωθείται από το Άγιο Πνεύμα.
4. Στην εποχή μας, η κινητικότητα και η ευκολία της ευρείας επικοινωνίας μέσω των νέων μέσων, έχουν συγκεράσει τους λαούς, τη γνώση, τις εμπειρίες. Για εύρεση εργασίας ολόκληρες οικογένειες μετακινούνται από τη μία ήπειρο στην άλλη, ανταλλαγές επαγγελματικές και πολιτιστικές, στη συνέχεια, ο τουρισμός και άλλα ανάλογα φαινόμενα οδηγούν σε μια μεγάλη κινητικότητα των ανθρώπων. Μερικές φορές είναι πραγματικά δύσκολο ακόμη και για τις ενοριακές κοινότητες να γνωρίζουν με σιγουριά και σαφήνεια, ποιοι είναι επισκέπτες ή διερχόμενοι και ποιοι εκείνοι που ζουν μόνιμα στα γεωγραφικά όρια της ενορίας. Επιπλέον, σε όλο και πιο μεγάλες περιοχές των παραδοσιακά χριστιανικών περιοχών αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων που είναι ξένοι προς την πίστη, αδιάφοροι ως προς τη θρησκευτική διάσταση ή που διαπνέονται από άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Όχι σπάνια πλέον, αρκετοί βαπτισμένοι χριστιανοί κάνουν επιλογές ζωής που τους οδηγούν μακριά από την πίστη, γεγονός που τους κάνει να έχουν την ανάγκη ενός “νέου ευαγγελισμού". Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και το γεγονός ότι ένα μεγάλο ακόμα μέρος της ανθρωπότητας δεν έχει γνωρίσει το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Ζούμε επίσης στις μέρες μας, σε μια περίοδο κρίσης που αγγίζει διάφορους τομείς την ύπαρξης του ανθρώπου, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την οικονομία, το χρήμα, την ασφάλεια των βρώσιμων αγαθών, το περιβάλλον, αλλά και σε ό,τι αφορά το βαθύτερο νόημα της ζωής και των θεμελιωδών αξιών που την εμψυχώνουν. Ακόμη και η ανθρώπινη συνύπαρξη χαρακτηρίζεται από εντάσεις και συγκρούσεις που οδηγούν τους λαούς σε ανασφάλεια και καθιστούν δύσκολη την προσπάθειά τους να βρουν το δρόμο για μια σταθερή ειρήνη. Σε αυτή την περίπλοκη κατάσταση, όπου οι ορίζοντες του παρόντος και του μέλλοντος διαγράφονται ως δυσοίωνα μονοπάτια καλυμμένα από απειλητικά σύννεφα, καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική και επείγουσα η ανάγκη να φέρουμε με θάρρος το Ευαγγέλιο του Χριστού, το οποίο είναι ένα μήνυμα ελπίδας, συμφιλίωσης, κοινωνίας, μήνυμα της εγγύτητας του Θεού, του ελέους Του, της σωτηρίας Του, μήνυμα πως η δύναμη της αγάπης του Θεού είναι σε θέση να ξεπεράσει τα σκοτάδια του κακού και να οδηγήσει τον άνθρωπο στο δρόμο του καλού. Ο άνθρωπος της εποχής μας χρειάζεται ένα σίγουρο και ασφαλές φως το οποίο θα φωτίζει το δρόμο του, και αυτό μόνο η συνάντησή του με τον Χριστό μπορεί να του το προσφέρει. Ας φέρουμε σε αυτόν τον κόσμο, με τη μαρτυρία μας, με αγάπη, την ελπίδα που λάβαμε με την πίστη! Η ιεραποστολική φύση της Εκκλησίας δεν είναι προσηλυτισμός, αλλά μαρτυρία ζωής που φωτίζει τα μονοπάτια των ανθρώπων, φέρνοντάς τους ελπίδα και αγάπη. Η Εκκλησία -επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά- δεν είναι μια φιλανθρωπική οργάνωση, μια επιχείρηση, μια ΜΚΟ, αλλά είναι μια κοινότητα ανθρώπων, που διαπνέονται από τη δράση του Αγίου Πνεύματος, και οι οποίοι έζησαν και ζουν το θαύμα της συνάντησής τους με τον Ιησού Χριστό και θέλουν να μοιραστούν αυτή την εμπειρία της βαθιάς χαράς, να μοιραστούν το μήνυμα της σωτηρίας που ο Κύριός μας έχει φέρει. Είναι ακριβώς το Άγιο Πνεύμα που καθοδηγεί την Εκκλησία με αυτόν τον τρόπο.
5. Θα ήθελα να ενθαρρύνω όλους να γίνουν προάγγελοι της καλής αγγελίας του Χριστού και είμαι ευγνώμων ειδικά για τους Ιεραποστόλους, άνδρες και γυναίκες, τους Πρεσβυτέρους που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μακριά από την πατρίδα τους, σε τοπικές εκκλησίες που έχουν ανάγκη από Ιερείς, τους μοναχούς και τις μοναχές, τους λαϊκούς –που όλο και περισσότεροι– απαντώντας στο κάλεσμα του Κυρίου, εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε χώρες μακρινές και διαφορετικούς πολιτισμούς. Αλλά θα ήθελα επίσης να επισημάνω πως οι ίδιες οι νέες εκκλησίες προσφέρονται γενναιόδωρα με την αποστολή ιεραποστόλων στις Εκκλησίες που βρίσκονται σε δύσκολη θέση -όχι σπάνια σε τόπους με μακραίωνη χριστιανική παράδοση- φέρνοντας τη φρεσκάδα και τον ενθουσιασμό με τον οποίο ζουν την πίστη ανανεώνοντας τη ζωή και χαρίζοντας ελπίδα. Ζώντας μέσα σε αυτή την οικουμενική διάσταση της Εκκλησίας, ανταποκρινόμενοι στην εντολή του Ιησού «Πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη» (Ματθ. 28, 19) ποτέ δεν είναι απώλεια, το να δωρίζει ιεραποστόλους, κάθε τοπική Εκκλησία, κάθε κοινότητα, αλλά τουναντίον αποτελεί πλούτο. Απευθύνω έκκληση σε όλους εκείνους που αισθάνονται αυτό το κάλεσμα στην ιεραποστολή, να ανταποκριθούν γενναιόδωρα στη φωνή του Αγίου Πνεύματος, ανάλογα με την κατάσταση της ζωής τους, και να μην φοβούνται να είναι γενναιόδωροι με τον Κύριο. Καλώ επίσης τους Επισκόπους, τους Ιερείς, τις Μοναχικές Κοινότητες, και όλες τις χριστιανικές οργανώσεις να υποστηρίξουν, με διορατικότητα και προσεκτική διάκριση, το κάλεσμα στην ιεραποστολή προς τα έθνη και να βοηθήσουν τις εκκλησίες που έχουν ανάγκη από ιερείς, μοναχούς και μοναχές, αλλά και λαϊκούς για την ενίσχυση της χριστιανικής κοινότητας. Αυτό θα πρέπει επίσης να αποτελέσει μέριμνα μεταξύ των εκκλησιών που αποτελούν μέρος του ίδιου έθνους ή της ίδιας περιοχής. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι εκκλησίες που είναι πλούσιες σε κλήσεις πρέπει με γενναιοδωρία να βοηθούν εκείνες που πάσχουν από την έλλειψή τους. Μαζί παροτρύνω τους ιεραποστόλους, και ιδίως τους Πρεσβυτέρους “Fidei Donum” (=Ιερείς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μακριά από την γενέτειρά τους και την τοπική τους Εκκλησία σ.τ.μ.), και τους λαϊκούς πιστούς, να ζήσουν με χαρά την πολύτιμη υπηρεσία τους στις εκκλησίες στις οποίες αποστέλλονται, και να φέρουν τη χαρά τους και την εμπειρία τους στις εκκλησίες από τις οποίες προέρχονται, ενθυμούμενοι όπως ο Παύλος και ο Βαρνάβας στο τέλος του του πρώτου ιεραποστολικού ταξιδιού τους "ανέφεραν όλα όσα ο Θεός είχε κάνει διά μέσω αυτών, και πώς είχε ανοίξει την πόρτα της πίστεως εις τα έθνη " (Πράξεις 14,27). Αυτοί μπορούν να αποτελέσουν το δρόμο για ένα είδος "αποκατάστασης" της πίστεως, φέρνοντας τη φρεσκάδα των νέων Εκκλησιών, ώστε οι Εκκλησίες από αρχαία Χριστιανική παράδοση να ξαναβρούν τον ενθουσιασμό και τη χαρά του να μοιράζονται την πίστη σε μια ανταλλαγή που είναι αμοιβαίος εμπλουτισμός στην πορεία της ζωής ακολουθώντας τον Κύριο Ιησού.
Η μέριμνα για όλες τις Εκκλησίες, την οποία ο Επίσκοπος της Ρώμης συμμερίζεται με όλους τους αδελφούς του Επισκόπους, βρίσκει σημαντική εφαρμογή στη δέσμευση και το πολύτιμο έργο των Ποντιφικών Ιεραποστολικών Έργων, τα οποία σκοπό τους έχουν να εμψυχώνουν, να εμβαθύνουν και να ευαισθητοποιούν την ιεραποστολική συνείδηση του κάθε χριστιανού και της κάθε χριστιανικής κοινότητας, τόσο επικαλούμενα την ανάγκη μιας βαθύτερης και πληρέστερης ιεραποστολικής κατάρτισης του συνόλου του λαού του Θεού, όσο και αυξάνοντας την ευαισθησία των χριστιανικών κοινοτήτων για να προσφέρουν τη βοήθειά τους, ενθαρρύνοντας το έργο της διάδοσης του Ευαγγελίου στον κόσμο.
Μια σκέψη, τέλος, για τους Χριστιανούς, ο οποίοι σε διάφορα μέρη του κόσμου, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στο να ομολογούν ελεύθερα και δημόσια την πίστη τους, αλλά και στο να τους χορηγηθεί το δικαίωμα να τη ζουν με αξιοπρέπεια. Πρόκειται για αδελφούς και αδελφές μας, είναι γενναίοι μάρτυρες -ακόμη περισσότεροι σε αριθμό από τους μάρτυρες κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού – οι οποίοι υπομένουν με αποστολική επιμονή διάφορες σύγχρονες μορφές δίωξης. Αρκετοί επίσης, με κίνδυνο τη ζωή τους παραμένουν πιστοί στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Θα επιθυμούσα να διαβεβαιώσω τα άτομα, τις οικογένειες και τις κοινότητες που πέφτουν θύματα φανατισμού, βίας και μισαλλοδοξίας, ότι τους έχω όλους αδιάκοπα στην προσευχή μου και τους επαναλαμβάνω τα παρηγορητικά λόγια του Ιησού: "Έχετε θάρρος, εγώ έχω νικήσει τον κόσμο» (Ιω. 16:33).
Ο προκάτοχός μου, Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ προέτρεπε: « “Ο Λόγος του Κυρίου ας εξαπλώνεται και ας δοξάζεται” (Β’ Θεσσαλονικείς 3,1) Εύχομαι αυτό το Έτος της Πίστης να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη σχέση μας με τον Χριστό τον Κύριο, διότι μόνο σε Αυτόν βρίσκουμε τη σιγουριά για να ατενίσουμε το μέλλον, και την εγγύηση μιας αυθεντικής και διαρκούς αγάπης » (Αποστολική Επιστολή. Η Θύρα της Πίστεως, 15). Αυτή είναι και η ευχή μου για την Παγκόσμια Ημέρα των Ιεραποστολών του τρέχοντος έτους. Ευλογώ θερμά μέσα από την καρδιά μου τους ιεραποστόλους, άνδρες και γυναίκες, και όλους όσοι συνοδεύουν και υποστηρίζουν αυτή τη θεμελιώδη δέσμευση της Εκκλησίας, ώστε το κήρυγμα του Ευαγγελίου να αντηχήσει σε όλες τις γωνιές της γης, και εμείς, ως υπουργοί του Ευαγγελίου και ιεραπόστολοι, θα βιώσουμε "τη γλυκιά και εμψυχωτική χαρά του έργου του ευαγγελισμού” (Παύλος ΣΤ’, Αποστολική Παραίνεση. Evangelii Nuntiandi, 80).
Από το Βατικανό, στις 19 Μαΐου 2013, Πανήγυρη της Πεντηκοστής
Πάπας Φραγκίσκος
Η μετάφραση του μηνύματος του Αγίου Πατέρα για την Παγκόσμια Ημέρα των Ιεραποστολών, από την ιταλική γλώσσα,
έγινε από τον Π. Μάριο Ρήγο