Θάμβος ἣν κατιδεῖν, τὸν οὐρανοῦ καὶ γὴς Ποιητήν, ἐπὶ Σταυροῦ κρεμάμενον, ἥλιον σκοτισθέντα, τὴν ἡμέραν δὲ πάλιν εἰς νύκτα μετελθοῦσαν, καὶ τὴν γὴν ἐκ τάφων ἀναπέμπουσαν, σώματα νεκρῶν…
Ὄλβιος τάφος! Ἐν ἑαυτῷ γὰρ δεξάμενος, ὡς ὑπνοῦντα, τὸν Δημιουργόν, ζωῆς θησαυρὸς θεῖος ἀναδέδεικται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…
Σὲ τὸν ἐπὶ ὑδάτων κρεμάσαντα, πᾶσαν τὴν γῆν ἀσχέτως, ἡ Κτίσις κατιδοῦσα, ἐν τῷ Κρανίῳ κρεμάμενον, θάμβει πολλῷ συνείχετο…
Το εκούσιο πάθος του Χριστού, ο θάνατος και η κάθοδός του στον Άδη και η ένδοξη ανάστασή του είναι για όλους εμάς λύτρωση, σωτηρία. Μαζί με τον Αδάμ και την Εύα, όλοι μας παρθήκαμε από το χέρι από τον Κύριο που κατεβαίνει στον Άδη, ο οποίος έρχεται να μας συναντήσει ώστε να επαναφερθούμε και εμείς στον παράδεισο. Η βυζαντινή λειτουργία τελεί και ψάλλει αυτό το κεντρικό μυστήριο της πίστεώς μας και μας το παρουσιάζει ως αληθινή νέα δημιουργία. Η λύτρωση που επέφερε ο Κύριος φαίνεται σε πολλά από τα λειτουργικά κείμενα από τα οποία σας παρουσίασα ένα μικρό δείγμα, ως μία νέα δημιουργία, δική μας και εκείνη του Αδάμ ο οποίος για την ανυπακοή και την αμαρτία του εκδιώχθηκε από τον παράδεισο και τώρα, παρμένος και καθοδηγημένος από το χέρι από τον Κύριο, στον παράδεισο επαναφέρεται, ωσάν νέος πηλός πλασμένος από τα χέρια του Δημιουργού του.
Έχοντας τη χάρη, στην οικογενειακή και μοναστική μου ζωή, να αγγίξω με τα χέρια μου το τι είναι ο πηλός, αυτό το ξηρό υλικό που βγαίνει από τη γη, αλλά το οποίο, όταν αναμειγνύεται με νερό, γίνεται μαλακό και εύπλαστο, μπόρεσα να μάθω πώς ο πηλός, για να μπορέσει στη συνέχεια να πλαστεί και να διαμορφωθεί, πρέπει πρώτα να ζυμωθεί από τον αγγειοπλάστη, να επεξεργαστεί, με κάποιο τρόπο – και επιτρέψτε μου την εικόνα – να τον κάνει πειθήνιο. Ο αγγειοπλάστης πρέπει να το ζυμώσει, να το γυρίσει και να το ανοίξει και να το ξανακλείσει στον εαυτό του, έτσι ώστε να γίνει εύπλαστο, «πειθήνιο και έτοιμο» να πλαστεί και να γίνει μια νέα δημιουργία, ένα νέο πλάσμα.
Και πάλι χρησιμοποιώντας τις εικόνες του αγγειοπλάστη και του πηλού, θα έλεγα ότι για εμάς τους χριστιανούς η Σαρακοστή ήταν αυτή η περίοδος στην οποία ο Κύριος μας ζύμωσε, μέσω νηστείας, προσευχής, ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας μας έκανε να ανοιχτούμε και να επιστρέψουμε στον εαυτό μας για να γίνουμε υπάκουοι, έτοιμοι να υποδεχτούμε, να γίνουμε οι ίδιοι αυτή η νέα δημιουργία του. Έτοιμος/υπάκουος για τι πράγμα; Έτοιμοι να αναδημιουργηθούμε από εκείνον τον «Αγγειοπλάστη» ο οποίος στο βάπτισμά μας, με το νερό, το λάδι, τον άρτο και τον οίνο – τα τρία μυστήρια που μας έκαναν Χριστιανούς – μας έκανε παιδιά του και μέλη του Σώματός του.
Δημιουργημένοι, ξαναδημιουργημένοι και ανανεωμένοι από τον Κύριο και την ένδοξη Ανάστασή Του, πρέπει να βιώνουμε την ίδια την πίστη που αναφέρεται στο Ανάγνωσμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ (37, 1-10) που διαβάζουμε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου: «Ένιωσα πάνω μου τη δύναμη του Κυρίου. Μ’ έβγαλε με το Πνεύμα Του έξω, μ’ έφερε σε μια πεδιάδα που ήταν γεμάτη κόκαλα…». Εδώ η ερώτηση: «άνθρωπε, μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκαλα;». Η απάντηση του ανθρώπου είναι: «Κύριε, Θεέ, εσύ ξέρεις». Το «εσύ ξέρεις» δε σημαίνει μια απλή γνώση, αλλά μια βαθιά γνώση του μυστηρίου, του πυρήνα των πραγμάτων. Και στο τέλος του Αναγνώσματος: «Εγώ θα φέρω πνοή μέσα σας και θα πάρετε ζωή. Θα σας δώσω νεύρα και θα κάνω να έρθει πάνω σας σάρκα και θα τη σκεπάσω με δέρμα· μετά θα σας δώσω πνοή και θα πάρετε ζωή. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος».
Αυτή η καταπληκτική περικοπή του Ιεζεκιήλ πρέπει να διαβαστεί μέσα στο λειτουργικό πλαίσιο του Μεγάλου Σαββάτου: ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη και δωρίζει τη ζωή σ’ εκείνα τα ξερά κόκαλα, και, βγαίνοντας από τον Άδη, πιάνει από το χέρι τον Αδάμ και της Ευας. Ο Χριστός γίνεται «Pontifex» δηλαδή «Κατασκευαστής Γεφυρών» εφόσον δημιουργεί μια γέφυρα μεταξύ παλαιού και νέου, μεταξύ θανάτου και ζωής. «Άνθρωπε, μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκαλα;»· αυτή είναι μια ερώτηση που ο Κύριος απευθύνει στον καθένα μας σε σχέση με το Χριστό που αναστήθηκε, και σε σχέση με την πραγματική μας ζωή. «Άνθρωπε, μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκαλα;». Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι πάντα ίδια: «Κύριε, Θεέ, εσύ ξέρεις».
Η ανάγνωση μας συγκρίνει με μια συγκεκριμένη όψη της πίστης μας, δηλαδή με την ελπίδα. Η ερώτηση του Κυρίου στον Προφήτη, υποβάλλεται κάθε μέρα και σε μας, λαό συγκεντρωμένο γύρω από τον Τάφο Του, που Τον ομολογούμε Ζωοποιό. Ο Απόστολος Παύλος απαντάει λέγοντας πως η δική μας ελπίδα είναι ο ίδιος ο Χριστός. «Άνθρωπε, μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκαλα; … Κύριε, Θεέ, εσύ ξέρεις». Επομένως η χριστιανική ελπίδα, είναι ελπίδα χαράς που προέρχεται από την Ανάσταση του Χριστού, σαν μεγαλύτερο δώρο του Αναστημένου μας Κυρίου. «Κύριε, Θεέ, εσύ ξέρεις!». Έτσι απαντάμε και εμείς, με τα λόγια του Προφήτη, επειδή ο Κύριος είναι εκείνος που σώζει, κατέβηκε στον Άδη και ανέβηκε στους ουρανούς παίρνοντας μαζί Του τον Αδάμ και την Εύα, δηλαδή όλη την ανθρωπότητα. Να ζούμε λοιπόν κι εμείς με την ελπίδα, να ζούμε με τη χαρά του Χριστού. Ακούγοντας την προφητεία του Ιεζεκιήλ, εγγυώμεθα πως η ελπίδα μας είναι ο ίδιος ο Χριστός, που πέθανε και αναστήθηκε και εισέρχεται σε όλη τη χριστιανική μας ζωή.
Το δικό μας Πάσχα του 2024, ας ζητήσουμε από τον Κύριο, τον Αγγειοπλάστη μας που με τα χέρια του μας έπλασε, μας δημιούργησε, μας αγάπησε, συνεχίζει να μας «ζυμώνει» και πάνω απ’ όλα να μας διαμορφώνει ως νέους άνδρες και γυναίκες, δημιουργούς ειρήνης, εκκλησιαστικής και αδελφικής κοινωνίας. Άνδρες και γυναίκες της προσευχής, της μεσιτείας και της φιλανθρωπίας. Άνδρες και γυναίκες του Ευαγγελίου, που το ζουν και το κηρύττουν. Αναλαμβάνοντας την εικόνα του πηλού και του αγγειοπλάστη, άνδρες και γυναίκες ζύμωναν, διαμόρφωναν, δημιουργούσαν κατ’ εικόνα και ομοίωσή του.
+Π. Εμμανουήλ Νιν
Αποστολικός Έξαρχος
Quale sbigottimento vedere il Creatore del cielo e della terra pendere dalla croce, il sole che si oscurava, il giorno che di nuovo si mutava in notte e la terra che faceva risalire dalle tombe corpi di morti!….
O felice tomba! Accogliendo in sé il Creatore come un dormiente, è divenuta divino forziere di vita, per la nostra salvezza…
La creazione, vedendo appeso sul Calvario te che senza appoggio hai sospeso tutta la terra sulle acque, si contraeva sbigottita…
La passione volontaria di Cristo, la sua morte e discesa all’Ade, e la sua gloriosa risurrezione sono per tutti noi la redenzione, la salvezza. Assieme a Adamo ed Eva, tutti noi siamo presi per mano dal Signore che scende nell’Ade, che ci viene incontro per essere riportati anche noi al paradiso. La liturgia bizantina celebra e canta questo mistero centrale della nostra fede e ce lo propone come una vera e propria nuova creazione. La redenzione operata dal Signore è presentata e vista in tanti dei testi liturgici di cui sopra vi ho dato un piccolo campione, come una nuova creazione, nostra e di quell’Adamo che per la sua disubbidienza ed il suo peccato fu espulso dal paradiso e adesso, preso e guidato per mano dal Signore, vi rientra, vi è riportato quasi una nuova argilla impastata dalle mani del suo Creatore.
Avendo avuto la grazia, nella mia vita familiare e monastica di poter toccare con mano cos’è l’argilla, questo materiale asciutto preso dalla terra, ma che impastato con acqua diventa morbido e malleabile, ho potuto imparare come essa, l’argilla, affinché si lasci poi plasmare e modellare, bisogna prima che il vasaio la impasti, la lavori, in qualche modo -e mi si permetta l’immagine- la faccia diventare docile. Il vasaio deve impastarla, cioè farla girare, portarla e riportarla su sé stessa affinché diventi “docile e pronta” a diventare una nuova creatura.
E servendomi ancora delle immagini del vasaio e dell’argilla, direi che la nostra quaresima è stata per noi cristiani questo periodo in cui il Signore, per mezzo del digiuno, della preghiera, dell’elemosina e della carità ci ha impastati, ci ha fatti tornare e ritornare su noi stessi per diventare docili, pronti per accogliere, per diventare noi stessi questa sua nuova creazione. Pronti / docili per ché cosa? Pronti ad essere ricreati da quel “Vasaio” che nel nostro battesimo, con l’acqua, l’olio, il pane ed il vino -i tre sacramenti che ci hanno fatti cristiani-, ci fece figli suoi e membra del suo Corpo.
Creati, ricreati, rinnovati dal Signore nella sua Pasqua, dobbiamo vivere quindi quella fede che vediamo profetizzata il Sabato Santo nel testo di Ezechiele 37,1-10: “Fu su di me la mano del Signore… mi portò fuori… e mi mise nel mezzo della pianura piena di ossa umane…”. E quindi la domanda: “Figlio dell’uomo, vivranno queste ossa?”. E la risposta dell’uomo: “Signore, tu lo sai!” -e questo “sai” non indica una semplice conoscenza, ma un penetrare fino in fondo il segreto, il cuore di qualcosa e di qualcuno. E infine: “Io vi mando lo Spirito di vita, metto in voi i nervi, faccio crescere la carne, stendo la pelle e vi do il mio Spirito e vivrete. E conoscerete che io sono il Signore…”.
Questo bellissimo testo di Ezechiele va letto nel contesto liturgico del Sabato Santo: Cristo scende nell’Ade e porta la vita a quelle “ossa inaridite”, e tira fuori, prende per mano Adamo ed Eva. Lui Cristo diventa il vero “pontifex”, cioè, colui che crea un ponte, un passaggio tra il vecchio e il nuovo, tra la morte e la vita. “Figlio dell’uomo, vivranno queste ossa?”. È una domanda che ci viene fatta ad ognuno di noi sia in riferimento a Cristo -e per la fede sappiamo che lui è risorto e vive nella Chiesa e in ognuno di noi-, sia in riferimento alla nostra realtà concreta: “Figlio dell’uomo, vivranno queste ossa?” E la risposta è sempre quella del profeta: “Signore, tu lo sai!”
La lettura ci confronta con un aspetto preciso della nostra fede, cioè la speranza. La domanda del Signore al profeta, ci viene posta a noi, comunità radunata per la preghiera attorno a un sepolcro di cui confessiamo che ne sgorga la vita, la domanda ci viene posta a noi ogni giorno. Paolo risponde che la nostra speranza è Cristo; non è qualcosa che ci viene data da fuori ma è Lui Cristo stesso, la nostra speranza. “Figlio dell’uomo, vivranno queste ossa?… Signore, tu lo sai!…”. La speranza cristiana, allora, è una speranza gioiosa che viene, che nasce dalla risurrezione di Cristo, il grande dono del Risorto. “Signore, tu lo sai!”, nella parola del profeta, perché tu sei colui che ci salva, colui che disceso agli inferi ne risali portando con te Adamo ed Eva, cioè tutta la nostra l’umanità. Vivere nella speranza, vivere in Cristo. Sempre ascoltando ancora la profezia di Ezechiele, affermiamo quindi che la nostra speranza, Cristo, morto e risorto, arriva e penetra tutta la nostra vita cristiana.
In questa nostra Pasqua del 2024, chiediamo al Signore, il nostro Vasaio che con le sue mani ci ha fatti, ci ha creati, ci ha amati, continui ad “impastarci” e soprattutto a modellarci come uomini e donne nuovi, creatori di pace, di comunione ecclesiale e fraterna. Uomini e donne di preghiera, di intercessione, di carità. Uomini e donne del Vangelo, che lo vivano e che lo annuncino. Riprendendo l’immagine dell’argilla e del vasaio, uomini e donne impastati, modellati, creati a sua immagine e somiglianza.
+P. Emmanuil Nin
Esarca Apostolico