Οι Πατέρες της Εκκλησίας, θέλοντας ν’ ανυψώσουν την ιεροσύνη στην εκτίμηση των πιστών, μεταχειρίζονται μια κολακευτική γλώσσα όπως π.χ. ο ιερέας «μετουσιώνεται», όπως συμβαίνει με το ψωμί στην Αγία Ευχαριστία (Γρηγόριος ο Νύσσης). Αυτό όμως, σιγά-σιγά, συνέβαλε στο να δημιουργηθεί μία προνομιούχος ιερατική τάξη, σε βάρος του ιερατικού λαού του Θεού. Ήδη ο Άγιος Αθανάσιος βλέπει στον ιερέα, που προΐσταται στην Αγία Ευχαριστία, μία «εξουσία». Αυτό θα αναπτυχθεί κυρίως στη Δύση, αλλά και στην Ανατολική Χριστιανική παράδοση. Αυτό θα εκφραστεί με τα προνόμια που παραχώρησαν οι αυτοκράτορες στον Κλήρο και αμέσως μετά την Άλωση, με αυτά που χορήγησε ο Πορθητής Μεχμέτ ο Β’ στον Πατριάρχη και στους μητροπολίτες.
Βέβαια στη Δύση, εξαιτίας συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών, η εξουσία θα ταυτιστεί τόσο με την ιεροσύνη και προπάντων με την πιο υψηλή του έκφραση, τον Πάπα, αλλά και με ολόκληρο τον Κλήρο, ώστε να υπάρχει η πεποίθηση ότι ακόμη και η κοσμική εξουσία προέρχεται από την ιεροσύνη.
Η ιστορική ευκαιρία για μία τέτοια ολίσθηση, δίνεται από τα προνόμια που έδωσε ο Μ. Κωνσταντίνος στην Εκκλησία: Στους επισκόπους δίνονται πολιτικά προνόμια, παρομοιάζονται με τους συγκλητικούς, όσον αφορά τους τίτλους και τα διακριτικά (ωμοφόριο-Pallio-πετραχήλι). Οι δικαστικές τους αποφάσεις (audentia episcopalis) έχουν και αστικά αποτελέσματα. Όλα αυτά συμβάλλουν στο να γίνει η Εκκλησία μια δύναμη δημόσια οργανωμένη και ο κλήρος ν’ αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα του λαού, να γίνει μία περιορισμένη τάξη και να θεωρηθεί το ιερατικό διακόνημα σαν προνόμιο, που ανυψώνει και σαν κοινωνική κατάσταση ζωής.
Στο φράγκο-γερμανικό περιβάλλον, με τη λειτουργική ανάπτυξη, υπογραμμίζεται η τελετουργική (τυπική) και νομικίστικη πλευρά του ιερέα, με αποτέλεσμα ο λαός να μένει αμέτοχος στη χειροτονία των πρεσβυτέρων και επισκόπων. Φεουδαρχικές συνήθειες που κάνουν τον επίσκοπο εκκλησιαστικό πρίγκιπα, δίνουν την ευκαιρία να δημιουργηθούν τα τελετουργικά τυπικά, όπως η ενθρόνιση, η μίτρα και τα γάντια, με τα οποία θέλουν να μιμηθούν τη στέψη των βασιλιάδων και των αυτοκρατόρων. Η χειρονομία με την οποία οι ιερείς υπόσχονται υποταγή στον επίσκοπο, είναι δανεισμένη από το φεουδαρχικό σύστημα μέσα στο οποίο ο πιο μικρός πρίγκιπας υπόσχεται υποταγή στον πιο υψηλά ιστάμενο.
Γύρω στο έτος 1000 το «presbyterium» (η σύνοδος των πρεσβυτέρων γύρω και με τον επίσκοπο), αντικαθίσταται από ένα μόνο μικρό μέρος των πρεσβυτέρων, τη σύνοδο των κανονικών της μητρόπολης (capitulum). Έτσι μειώνεται η συνοδική διάσταση του ιερατείου.
Έτσι η διακονία, με την οποία ο πρεσβύτερος προΐσταται, ως ποιμένας, μέσα στην χριστιανική κοινότητα, περιορίζεται στην εξουσία να καθαγιάζει το ψωμί και το κρασί, αποκομμένος από την καθοδήγηση της κοινότητας. Υπάρχει έτσι ο κίνδυνος, κάθε άλλο παρά υποθετικός, να θεωρηθεί ο ιερέας, αποκλειστικά, σαν ο άνθρωπος του βήματος και του «ιερού» και όχι αυτός που ταυτόχρονα αγιάζει, ποιμαίνει και διδάσκει τον λαό του Θεού.
ΑΠΟ ΤΗΝ «ΚΛΗΡΙΚΟΚΡΑΤΙΑ» ΣΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Η αλλαγή στην θεολογική και ποιμαντική αντίληψη της ιεροσύνης έγινε από τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού. Δυστυχώς όμως, είμαστε ακόμα πολύ μακριά από το να γίνει αντιληπτή από όλους αυτή η νέα νοοτροπία και κυρίως να μετατραπεί σε πράξη.
Δύο είναι οι αρχές που εμπνέουν αυτή τη διδασκαλία:
Χριστολογική αρχή
Η ιεροσύνη αποτελεί ένα ιερό σημείο της παρουσίας του Χριστού μέσα στην Εκκλησία και στον κόσμο, σχεδόν μια «ορατοποίηση», μία «διαφάνεια» του Χριστού αρχιερέα, Κεφαλής και Διδασκάλου. Οι άνθρωποι συμμετέχουν σε αυτήν την μοναδική ιεροσύνη του Χριστού ή καλύτερα την καθιστούν παρούσα. Ότι κάποιος είναι «πρεσβύτερος» το οφείλει στον Ιησού μοναδικό ιερέα της Νέας Διαθήκης.
Ο πρεσβύτερος απλώς «δανείζει» τη φωνή στον Χριστό για να τελέσει ο Ίδιος ο Χριστός τα ιερά μυστήρια.
Ας θυμηθούμε τα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου: «Ας βαπτίζει λοιπόν ο Πέτρος, είναι ο Χριστός που βαπτίζει· ας βαπτίζει ο Παύλος, είναι ο Χριστός που βαπτίζει· ας βαπτίζει ακόμη κι ο Ιούδας, είναι ο Χριστός που βαπτίζει» (In Io. Ev. 6, 6-8).
Εκκλησιολογική αρχή.
Το διακόνημα του πρεσβυτέρου τοποθετείται μέσα στην κοινότητα και για την κοινότητα.
Από αυτήν την αρχή, βγαίνει, ως πρώτο συμπέρασμα, ότι τα εκκλησιαστικά διακονήματα δεν είναι για το προσωπικό όφελος του χειροτονημένου. Πρέπει, δηλαδή, να τα αντιληφθούμε σε σχέση με την Ιεροσύνη του Χριστού και με την κοινή Ιεροσύνη των βαφτισμένων μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας. Μ’ αυτήν την προοπτική, η «εξουσία» που χορηγεί ο Χριστός στον πρεσβύτερο δεν μπορεί να είναι παρά διακονία για τους πιστούς και κοινωνία με τους πιστούς. Έτσι η «ιερά εξουσία» αποκτά και πάλι την πρωταρχική της έννοια που συνίσταται στο να βοηθά τους αδελφούς ν’ αυξήσουν τα χαρίσματα που τους χορηγεί το Πνεύμα το Άγιο.
Επομένως καταρρέει εντελώς κάθε προσπάθεια οικειοποίησης της ιεροσύνης για προσωπικό όφελος και επομένως η «κληρικοκρατία» φανερώνεται σε όλη την αρνητικότητά της.
Ακόμα μία αλλαγή στην ίδια την ορολογία: Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού χρησιμοποιεί μία πιο βιβλική ορολογία. Ενώ η Σύνοδος της Τριδέντου μεταχειρίστηκε τη λέξη «Sacerdos» (ιερέας) για τις τρεις βαθμίδες της Ιεροσύνης, η Β’ Σύνοδος του Βατικανού, με τη λέξη «ιερέας», αναφέρεται σε όλο τον Λαό του Θεού ενώ, για τα ειδικά εκκλησιαστικά διακονήματα μεταχειρίζεται την ακόλουθη ορολογία: «επίσκοπος», «πρεσβύτερος», «διάκονος», που μαζί αποτελούν τα «εκκλησιαστικά διακονήματα».
Αν η κληρικοκρατία, σύμφωνα με τον πάπα Φραγκίσκο, συνίσταται στο ότι «Οι ιερείς αισθάνονται ανώτεροι, είναι πολύ απομακρυσμένοι από τους ανθρώπους», παύει να έχει σημασία από τη στιγμή που το ιερατικό διακόνημα οφείλει την ύπαρξή του στην επέμβαση του Χριστού και της κοινότητας, μέσω του μυστηρίου της Ιεροσύνης. Γι’ αυτό, στο μυστήριο της ιεροσύνης είναι ουσιαστική η επέμβαση του Χριστού, μέσω της επίκλησης του Παναγίου Πνεύματος και της επίθεσης των χεριών. Αλλά είναι, επίσης, ουσιαστική η οργανική και υπαρξιακή ενότητα του χειροτονημένου με την κοινότητα για την οποία προορίζεται.
Τελειώνοντας, μια προσωπική εκτίμηση: Σήμερα πώς μπορεί ένας πρεσβύτερος να μολυνθεί από το μικρόβιο της κληρικοκρατίας, σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, όπου ο «ιερέας» αποτελεί γι’ αυτήν σχεδόν ξένο σώμα; Στον σημερινό κόσμο, ο καθένας μπορεί να πει τη γνώμη του εκτός από την ίδια την Εκκλησία. Αν η Εκκλησία πει την άποψή της (που μπορεί να είναι αυτή του Ευαγγελίου), θα την κατηγορήσουν πως ζει στον Μεσαίωνα. Σήμερα, που η κοινωνία είναι ανεκτική με όλους και για όλα, δεν ανέχεται την πίστη των χριστιανών.
Με όλα αυτά, πώς μπορεί ένας πρεσβύτερος να θεωρήσει τον εαυτόν του ως κάποιον κοινωνικά ανυψωμένο και ξεχωριστό από τους άλλους πιστούς;
† Ιωάννης Σπιτέρης , Καθολικός Αρχιεπίσκοπος, πρώην Κερκύρας