Ιερά Σύνοδος Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος
Συνοδική Επιτροπή «Δικαιοσύνη & Ειρήνη»
10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ – ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Επιτροπών “Δικαιοσύνης και Ειρήνης “
Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ανθρώπινα δικαιώματα
Κουλτούρα αλληλεγγύης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
A) Εισαγωγή
Η αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου αποτελεί τη βάση για το κράτος δικαίου. Η αξιοπρέπεια πηγάζει από το σεβασμό προς τον εαυτό και τους άλλους ως ανθρώπινα όντα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα συνιστούν τη νομική διατύπωση μίας συνεχούς διαδικασίας για την προστασία, το σεβασμό και τη διασφάλιση μίας αξιοπρεπούς ζωής. Ως Χριστιανοί, η αφοσίωσή μας στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια προέρχεται από την αναγνώριση του ανθρώπου ως δημιούργημα κατά την εικόνα του Θεού που λυτρώθηκε από το Χριστό. Αυτό είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζονται όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα .
Η νομική διασφάλιση της αξιοπρεπούς ζωής πρέπει να κατοχυρώνεται με τον ίδιο τρόπο για όλους τους ανθρώπους που διαμένουν σε ένα κράτος. Η συμβατότητα του συνόλου της νομοθεσίας – υφιστάμενης και προτεινόμενης – με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να επανεξετάζεται διαρκώς. Για την επίτευξη του κράτους δικαίου, οι κοινωνίες θα πρέπει να συμπεριφέρονται με αλληλεγγύη σε όσους βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, εξαιτίας της εθνικής, θρησκευτικής, πολιτικής ή άλλης ταυτότητάς τους.
Ένα υψηλό συναίσθημα αλληλεγγύης σε ομάδες που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο διακρίσεων είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό μίας πραγματικά ελεύθερης κοινωνίας.
Η αλληλεγγύη αυτή συνεπάγεται ότι θα πρέπει όλοι να μοιραζόμαστε το οικονομικό κόστος του κοινωνικού συστήματος – ακόμα και αν το προσωπικό ρίσκο της ασθένειας ή ανεργίας δεν είναι το ίδιο για όλους – και [ αυτό] θα πρέπει να προβλέπεται από τη νομοθεσία.
Μια κουλτούρα αλληλεγγύης προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι δεν νοιάζονται μόνο για τα δικά τους δικαιώματα αλλά είναι κινητοποιημένοι από το ενδιαφέρον τους για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, [ώστε] να υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των άλλων όταν καταπατούνται. Σήμερα υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το συναίσθημα αλληλεγγύης βρίσκεται σε πτώση σε νομικό επίπεδο, με αυξανόμενη την αποδοχή, χωρίς αντιστάσεις, των παραβιάσεων ή περιορισμών των δικαιωμάτων ορισμένων ομάδων μέσα στην κοινωνία, π.χ. των μη υπηκόων μιας χώρας
Η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Επιτροπών “ Δικαιοσύνη και Ειρήνη “ επιθυμεί να υπογραμμίσει τα οφέλη της αλληλεγγύης η οποία στηρίζεται στο σεβασμό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στην Ευρώπη σήμερα. Τα παραδείγματα που παρουσιάζονται παρακάτω δεν είναι πλήρη, αλλά αποτελούν περιπτώσεις πιθανών κινδύνων και συνεπειών μίας αυξανόμενης αποδοχής των διακρίσεων και της αδικίας στην περιοχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
B) Συγκεκριμένα προβλήματα
(1) Άνιση πρόσβαση στους πολιτικούς, πολιτισμικούς και οικονομικούς πόρους
Εφόσον η κοινωνική ασφάλεια είναι βασική και πρωταρχική ανάγκη για όλους τους ανθρώπους, αποτελεί και βασικό ανθρώπινο δικαίωμα για λόγους κοινωνικής ηθικής.
Αυτό αναγνωρίζεται και υπογραμμίζεται στη διεθνή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα κράτη είναι υποχρεωμένα να δημιουργούν ένα πλαίσιο το οποίο υποστηρίζει τη δημιουργία ενός υπεύθυνου και αυτόνομου τρόπου ζωής για τον καθένα – υποβοηθούμενο από ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλειας. Η Επιτροπή για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτισμικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. διακήρυξε το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια ως κεντρικής σημασίας για την διασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για όλους τους ανθρώπους, ακόμα και όταν είναι αντιμέτωποι με καταστάσεις που τους στερούν τη δυνατότητα να ασκούν πλήρως τα δικαιώματά τους.[1] Η Επιτροπή εξέφρασε ιδιαίτερη ανησυχία ιδιαίτερα για όσους εργάζονται στην “ανεπίσημη” οικονομία, καλώντας τα υπογράφοντα Κράτη να λάβουν μέτρα, στο βαθμό που επιτρέπουν οι πόροι, ώστε τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας να προστατεύουν τα άτομα που εργάζονται στην ανεπίσημη οικονομία. Παρά ταύτα, τα επιδόματα κοινωνικής ασφάλειας παραμένουν γόρδια της επίσημης απασχόλησης, στα περισσότερα κράτη.
Ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης διάστασης μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης, η σχέση μεταξύ των κοινωνικών επιδομάτων και της εργασίας βρίσκεται σε ολοένα και περισσότερη αμφισβήτηση. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι προβλήματα κοινωνικού αποκλεισμού δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν μέσω μίας στενής πολιτικής οπτικής με επίκεντρο μόνο την απασχόληση. Ο σημερινός κοινωνικός αποκλεισμός είναι αποτέλεσμα ενός πολύπλοκου συνδυασμού διαφορετικών παραμέτρων όπως: ανεπαρκές εισόδημα από την απασχόληση, περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα ή αδυναμία πρόσβασης σε επιδόματα και αυξανόμενη αστάθεια στα νοικοκυριά. Καθώς η δυνατότητα των υφιστάμενων συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας να περιορίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό μειώνεται, ο κίνδυνος διαρκούς αποκλεισμού για μεμονωμένα άτομα και ομάδες, αυξάνεται. Μία πραγματικά ανοιχτή κοινωνία εκτιμά την πολυμορφία και πολύ-πολιτισμικότητα, περιορίζει τις ανισότητες και ενδυναμώνει την ενσυνείδητη κοινωνική δράση.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης αναφέρεται στην ευρύτερη έννοια την ανοιχτής κοινωνίας στον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη όταν διακηρύττει : «Έχοντας ως στόχο να διασφαλίσουν την έμπρακτη άσκηση του δικαιώματος στην προστασία κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, τα υπογράφοντα κράτη είναι υπόχρεα να λαμβάνουν μέτρα στο πλαίσιο μίας συνολικής και συντονισμένης προσέγγισης για την πρόσβαση ατόμων που ζουν ή κινδυνεύον να βρεθούν σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού ή φτώχειας, καθώς και της οικογένειάς τους, ειδικότερα στην απασχόληση, στέγαση, μόρφωση, πολιτισμό, κοινωνική και ιατρική μέριμνα»[2]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν αφαιρέσει αυτό το άρθρο από την επικύρωσή τους.
Το σύγχρονο κράτος πρόνοιας είναι υποχρεωμένο να παρέχει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στους πολιτισμικούς, πολιτικούς και οικονομικούς πόρους μέσω ενός συστήματος ίσων βασικών δικαιωμάτων. Υφιστάμενα νομικά ή άλλα εμπόδια όπως, το νομικό καθεστώς ατόμων που αιτούνται άσυλο ή είναι μετανάστες, και εμπόδια μέσα στα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να περιοριστούν στο βαθμό που είναι δυνατό.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός που πηγάζει από την έλλειψη ευκαιριών συμμετοχής στις κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες αποτελεί ταυτόχρονα παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της υφιστάμενης νομοθεσίας. Ο βαθμός κινδύνου του κοινωνικού αποκλεισμού διαφέρει μέσα στην κοινωνία, καθώς ορισμένες ομάδες όπως οι ανειδίκευτοι εργάτες και οι μετανάστες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο ρίσκο κοινωνικού αποκλεισμού. Αντίστοιχα περιθωριοποιημένα άτομα και ομάδες συχνά εξαρτώνται από την αλληλεγγύη της ευρύτερης κοινωνίας για τον ανασχεδιασμό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων σήμερα βρίσκεται περιθωριοποιημένος μέσα στην κοινωνία στο βαθμό που δεν μπορούν να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Η κατάσταση αυτή διογκώνεται από την άνιση πρόσβαση σε νομικούς μηχανισμούς.
Οι Κυβερνήσεις επομένως, πρέπει να υιοθετήσουν μία κοινωνική πολιτική η οποία δε θα επιτρέπει το στιγματισμό και η οποία θα στηρίζει την πλήρη επανένταξη των μη νόμιμων μεταναστών. Υπάρχει ανάγκη για έναν πολιτικό διάλογο μέσα στην Ευρώπη για τις θεμελιώδεις δομές του κράτους πρόνοιας από την οπτική γωνία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτός ο διάλογος απαιτεί τη διεύρυνση σε θέματα όπως η ανακατανομή των εισφορών των φορολογουμένων ή η οικονομική βάση του κοινωνικού συστήματος. Η διεύρυνση των άτυπων συνθηκών εργασίας και η αύξηση των ανασφάλιστων θέσεων εργασίας διογκώνουν το πρόβλημα και το εύρος του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο στόχος της κοινωνικής πρόνοιας θα πρέπει να μην περιορίζεται στον περιορισμό της ακραίας φτώχειας αλλά να επεκτείνεται στην στήριξη της πλήρους συμμετοχής όλων των μελών της κοινωνίας.
(2) Ο κίνδυνος πρακτικών διακρίσεων από τις κρατικές αρχές προς περιθωριοποιημένες ομάδες.
Η χρήση του αποκαλούμενου εθνικού ή φυλετικού φακελώματος από τις αστυνομικές αρχές δυναμώνει, συνειδητά ή μη, το στιγματισμό ορισμένων ομάδων του πληθυσμού, με βάση την εθνική ή θρησκευτική τους ταυτότητα.
Τα πρόσφατα χρόνια, τα κράτη έχουν επεκτείνει τη δυνατότητά τους να σταματούν και να κάνουν έλεγχο σε μεμονωμένα άτομα, ενώ ταυτόχρονα έχουν μειώσει τους περιορισμούς χρήσης αυτής της εξουσίας, στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και Μισαλλοδοξίας ( ECRI) έχει απαιτήσει τη δυνατότητα να ελέγχει τις δραστηριότητες του προσωπικού διασυνοριακών ελέγχων και αστυνομικών δυνάμεων με στόχο την πάταξη πρακτικών διακρίσεων [3].
Τα μέλη των αστυνομικών δυνάμεων δεν είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνα για τις πρακτικές αυτές. Πίσω από τις ορατές δραστηριότητες της αστυνομίας καθώς και άλλων δημόσιων φορέων, μία πιο ουσιαστική αλλαγή στις πρακτικές αστυνόμευσης παρατηρείται. Η δράση και αποστολή των αστυνομικών δυνάμεων αλλάζουν ως αποτέλεσμα της πολιτικής πίεσης που αναπτύσσεται σε όλη την Ευρώπη, στο πλαίσιο γεγονότων όπως η 11/9/2001 στη Νέα Υόρκη, η 11η Μαρτίου 2004 στη Μαδρίτη και η 7η Ιουλίου 2005 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα όρια μεταξύ της αστυνομίας και των κρατικών υπηρεσιών πληροφόρησης γίνονται ολοένα πιο ευάλωτα. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος μία ευρεία χρήση του εθνικού φακελώματος στην αντιτρομο- κρατική νομοθεσία να νομιμοποιήσει αυτή την πρακτική, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η χρήση της σε άλλους τομείς πολιτικής και να αυξηθούν τα φαινόμενα διακρίσεων.
(3) Παραβίαση των δικαιωμάτων των μεταναστών
Η κοινή πρακτική της κράτησης των αποκαλούμενων μη νομιμων μεταναστών συχνά δεν είναι συμβατή με τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής πολιτικής ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχει σημειωθεί ότι οι μη αποδεκτές συνθήκες κράτησης μη νόμιμων μεταναστών, αιτούντων ασύλου και προσφύγων, σε συνθήκες συνωστισμού, έχουν αρνητικές συνέπειες στην υγεία των κρατουμένων. Τα κέντρα κράτησης αυξάνουν τον κίνδυνο περαιτέρω παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως τα κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα των κρατουμένων.[4] Συχνά υπάρχει ανεπαρκής ρύθμιση βασικών θεμάτων όπως η πραγματική διάρκεια της κράτησης σε αυτά τα κέντρα, η πρόσβαση σε δικηγόρο ή οι βασικές συνθήκες της κράτησης. Όπου υπάρχουν λεπτομερείς νομοθετικές ρυθμίσεις, παρατηρείται μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις ρυθμίσεις και στην πρακτική.
Στην Ευρώπη, η κράτηση πριν την απέλαση γίνεται με διάφορους τρόπους. Πάντως οι κρατούμενοι συχνά δεν βλέπουν καμία διαφορά ανάμεσα σε μία ποινική κράτηση και μία κράτηση απέλασης. Για πολλούς, υπάρχει έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τις συνθήκες της κράτησής τους. « Η κατάσταση της κράτησης είναι η πιο δύσκολη που έχουν να αντιμετωπίσουν σύμφωνα με τους ίδιους τους κρατούμενους. Η επιβολή της κράτησης και όλες οι συνέπειές της είναι, από μόνες τους, πολύ δυσχερείς για πολλούς κρατούμενους. Όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, νομικού καθεστώτος και διάρκειας της κράτησης, επηρεάζονται ».[5] Οι άνθρωποι στερούνται της ελευθερίας τους και αισθάνονται ανήμποροι μπροστά στην κράτηση, η οποία ενισχύει το συναίσθημα του κοινωνικού αποκλεισμού. Η εμπειρία της κράτησης πριν την απέλαση αδιαμφισβήτητα προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους.
(4) Παρερμηνείες σχετικά με το συσχετισμό μεταξύ Ελευθερίας και Ασφάλειας
Το ερώτημα που συνδέει ορισμένα από τα προβλήματα που τέθηκαν παραπάνω είναι ο συσχετισμός μεταξύ Ελευθερίας και Ασφάλειας. Η ασφάλεια του συνόλου της κοινωνίας συχνά προβάλλεται ως επιχείρημα νομιμοποίησης των περιορισμών προς την ελευθερία μεμονωμένων ατόμων. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ύπαρξη επιλογής ανάμεσα στην ελευθερία και στην ασφάλεια. Με βάση αυτή την οπτική γωνία, η ενίσχυση της ασφάλειας απαιτεί περιορισμό της ελευθερίας. Ορισμένες φορές, αυτό το δικαίωμα στην ασφάλεια παρουσιάζεται στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως αυτή η οπτική παρερμηνεύει τη σχέση μεταξύ Ελευθερίας και Ασφάλειας: οι ελεύθερες κοινωνίες εξελίχθηκαν μέσω μίας διαδικασίας αιώνων στην Ευρώπη, όπου οι κυβερνήσεις αρχικά είχαν υπό τον έλεγχό τους πληθυσμούς μέσω ενός μονοπωλίου της χρήσης της βίας και μετέπειτα έθεταν τους εαυτούς τους και τους υποκείμενους τους στο κράτος δικαίου. Τα Κράτη δημιούργησαν επομένως τις απαραίτητες δομές ασφάλειας όπου η ελευθερία, ο σεβασμός και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούσαν να υφίστανται.
Τα Κράτη περιορίζονται από το κράτος δικαίου, το οποίο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ελευθερία. Όμως, εάν η ασφάλεια διακηρύσσεται ως στόχος από μόνη της, το θεμέλιο της κυβέρνησης και του κράτους αλλάζει δραστικά. Το Κράτος το ίδιο και όχι οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους, γίνεται το επίκεντρο της πολιτικής δράσης, και η διατήρηση του κράτους γίνεται ο βασικός στόχος των κυβερνήσεων.
Πρόσφατη αντιτρομοκρατική νομοθεσία σε πολλές χώρες φανερώνει πως, οι κυβερνήσεις, όταν είναι υπερβολικά εστιασμένες στην ασφάλεια, συχνά αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι παραβιάζουν την αξία της ελευθερίας, την οποία ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται. Γενικοί ορισμοί παραβιάσεων που σχετίζονται με την τρομοκρατία σε διαφορετικά νομικά συστήματα, συχνά έχουν συνέπειες στα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες είναι αρνητικές για ορισμένες ομάδες περισσότερο από άλλες. Ένα βασικό παράδειγμα είναι το δικαίωμα στον ιδιωτικό χώρο, όταν ορισμένες ομάδες είναι πιο πιθανό να βρίσκονται υπό επιτήρηση από ότι άλλες.
Η έκθεση του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ «Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας» (“On protection of human rights while countering terrorism”) έχει εξετάσει την επίπτωση των γενικών ερμηνειών της αντι-τρομοκρατικής νομοθεσίας για τους άντρες και τις γυναίκες. Το συμπέρασμα της έκθεσης είναι: «Ο περιορισμός της τρομοκρατίας δεν θα πρέπει να είναι πρόφαση για τη νομιμοποίηση κάθε είδους επέμβασης… Κάθε περίπτωση επέμβασης θα πρέπει να υπόκειται σε κριτική αξιολόγηση» [6].
Γ) Προτάσεις
Τα παραδείγματα δείχνουν την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης για την ενδυνάμωση της εφαρμογής του πλαισίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ότι είναι προφανές για τα κοινωνικά συστήματα θα πρέπει να είναι προφανές και για την εφαρμογή του νόμου. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προ(σ)καλεί την αλληλεγγύη όταν τα δικαιώματα μεμονωμένων ατόμων και ομάδων βρίσκονται στο στόχαστρο όπως ήδη αναφέρθηκε.
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε διαφορετικό βαθμό, αλλά πρέπει να ισχύει για όλους τους ανθρώπους σύμφωνα με τη νομοθεσία. Η αξιοπρέπεια του ατόμου είναι καθολική και τα απορρέοντα δικαιώματα θα πρέπει να είναι κατοχυρωμένα χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό.
Προτείνουμε:
(1) Να αρθούν οι άνισες ευκαιρίες πρόσβασης στους πολιτικούς, πολιτισμικούς και οικονομικούς πόρους:
– Υφιστάμενοι νομικοί ή ντε φάκτο περιορισμοί μέσα στις δομές των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας θα πρέπει να μειωθούν στο βαθμό που είναι δυνατό.
– Η πρόσβαση στα οφέλη και επιδόματα του κράτους πρόνοιας θα πρέπει να παρέχονται με βάση τις ανάγκες των ατόμων.
– Ίση πρόσβαση στη δικαιοσύνη, για όλες τις κοινωνικές ομάδες και άτομα, αποτελεί προϋπόθεση μίας αυτόνομης ζωής και θα πρέπει να είναι κατοχυρωμένη.
– Οι Κυβερνήσεις πρέπει να υιοθετήσουν μία κοινωνική πολιτική η οποία περιορίζει το στιγματισμό και υποστηρίζει την πλήρη επανένταξη.
– Το άρθρο 30 πρέπει να ενσωματωθεί στην υιοθέτηση του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
(2) Να μειωθεί ο κίνδυνος πρακτικών διακρίσεων από κυβερνητικές αρχές προς περιθωριοποιημένες ομάδες:
– Πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι η δράση της αστυνομίας θα πρέπει να βασίζεται στις ανθρώπινες ενέργειες και όχι στο εθνικό ή φυλετικό «φακέλωμα».
– Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η χρήση του εθνικού «φακελώματος» από κρατικές αρχές μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι νομιμοποιείται η χρήση της και σε άλλους τομείς, αυξάνοντας τις διακρίσεις κατά ορισμένων ομάδων.
(3) Να σταματήσουν οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μεταναστών
– Να διαμορφωθούν χώροι διαμονής για τους αποκαλούμενους μη νόμιμους μετανάστες, οι οποίοι να είναι συμβατοί με τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής πολιτικής για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
– Να περιοριστεί η πραγματική διάρκεια κράτησης στα κέντρα, να υιοθετηθούν καλές πρακτικές στην Ευρώπη και να υποστηριχθεί η αμοιβαία αρωγή ανά- μεσα σε κυβερνήσεις της Ευρώπης για να αντιμετωπίσουν τους λεγόμενους μη νόμιμους μετανάστες.
– Να σταματήσει η ποινικοποίηση και η ποινική κράτηση των μη νόμιμων μεταναστών και των αιτούντων ασύλου.
(4) Να καταπολεμηθούν οι παρερμηνείες του συσχετισμού μεταξύ Ελευθερίας και Ασφάλειας
– Τα Κράτη πρέπει να δημιουργήσουν τις απαραίτητες δομές ασφάλειας για την ελευθερία, με άλλα λόγια για το σεβασμό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα Κράτη είναι υπόλογα στη νομοθεσία, η οποία παρέχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ελευθερία. Η ασφάλεια δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για την παραβίαση των δικαιωμάτων και της ελευθερίας.
– Οι νόμοι και άλλα μέτρα κατά της τρομοκρατίας θα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν παραβιάζουν την αξία της ελευθερίας την οποία υποτίθεται ότι προασπίζουν.
——————————————————————————————————
Η Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Επιτροπών Δικαιοσύνης και Ειρήνης (Conference of European Justice and Peace Commission) είναι ένα Ευρωπαϊκό Δίκτυο το οποίο αποτελείται σήμερα από 31 εθνικές επιτροπές Δικαιοσύνης και Ειρήνης. Η κάθε μία έχει συσταθεί ή έχει αναγνωρισθεί από τη διάσκεψη Καθολικών επισκόπων κάθε χώρας. Η Γραμματεία της Διάσκεψης είναι στην παρούσα περίοδο στο Παρίσι (Γαλλία).
Παπαναστασίου 11, 15452 Π. Ψυχικό τηλ/φαξ 210-6711410
Email: voutsinos_adreas@hotmail.com or nikosvoutsinos@msn.com
[1] UN Committee on Economic, Social and Cultural Rights, General Comment No 19, E/C.12/GC/19 (2008), para 1.