Με την ευκαιρία της συμμετοχής του ως ομιλητής, στις Πνευματικές Ασκήσεις του Ιερού Κλήρου της Καθολικής Εκκλησίας Σύρου και Τήνου, ο Σεβ/τατος Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας –Ζακύνθου και Κεφαλονιάς και Αποστολικός Τοποτηρητής του Βικαριάτου Θεσσαλονίκης π.Ιωάννης Σπιτέρης, αποδεχόμενος πρόσκληση του Σεβ/τατου Επισκόπου μας π.Πέτρου Στεφάνου, πραγματοποίησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία με θέμα: «Η Αγάπη «ΚΑΡΙΤΑΣ» κινητήρια δύναμη της χριστιανικής προσφοράς προς τους άλλους».
Η ομιλία αυτή, έχοντας και χαρακτήρα πνευματικής προετοιμασίας για το Άγιο Πάσχα, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 15 Μαρτίου στην ενοριακή αίθουσα του Αγ.Ιακώβου στην περιοχή Πέτρα της Ερμούπολης και την παρακολούθησαν ο Σεβ/τατος Επίσκοπος Σύρου π.Πέτρος Στεφάνου και οι ιερείς π.Νίκος Ρούσσος, π.Ιωσήφ Πρίντεζης, ο Πρόεδρος της Κάριτας Σύρου και Κάριτας Ελλάς π.Αντώνιος Βουτσίνος καθώς και ο π.Λέων Κισκίνης εφημέριος της Καθολικής Επισκοπής Χίου ο οποίος στο τέλος απηύθυνε εγκάρδιες ευχαριστίες στην Κάριτας Σύρου για την αμέριστη συμπαράσταση και συνεργασία που παρέχει στην Κάριτας Χίου με τις αποστολές βοήθειας για τους κρατούμενους στις δικαστικές φυλακές της Χίου. Γύρω στα 90-95 άτομα, εθελοντές και μέλη της Κάριτας ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και με τη συμμετοχή τους τίμησαν τον ομιλητή.
Χαιρετισμό κατά την έναρξη της εκδήλωσης απηύθυναν τόσο ο Πρόεδρος της Κάριτας π.Αντώνιος Βουτσίνος όσο και ο Σεβ/τατος Επίσκοπός μας π.Πέτρος Στεφάνου.
Η ομιλία του Σεβ/τατου π.Ιωάννη Σπιτέρη στηρίχτηκε στην Εγκύκλιο Επιστολή του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’ «ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ» (DEUS KARITAS EST).
Με απλά και κατανοητά λόγια, αποφεύγοντας θεολογικές ερμηνείες, ο Σεβασμιότατος, μετέφερε στο κοινό εδάφια της Εγκυκλίου Επιστολής τα οποία αναφέρονται στη χριστιανική αγάπη.
«Ο θεός είναι αγάπη, όποιος μένει στην αγάπη μένει στο Θεό και ο Θεός μένει σ αυτόν». (Α’ Ιωαν.4,16). Οι λέξεις αυτές της Πρώτης Επιστολής του Ιωάννου εκφράζουν με μοναδική σαφήνεια το κέντρο της χριστιανικής πίστεως: τη χριστιανική εικόνα του Θεού και επίσης την επακόλουθη εικόνα του ανθρώπου και της πορείας του. Η αγάπη του Θεού για μας είναι θεμελιακή υπόθεση για τη ζωή και θέτει αποφασιστικά ερωτήματα για το ποιος είναι ο Θεός και ποιοι είμαστε εμείς. Η αγάπη δεν μπορεί να είναι εντολή. Ουσιαστικά η αγάπη είναι ένα αίσθημα, που μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τη θέληση. Η Αγία Γραφή φαίνεται να υπονοεί την πρώτη αντίρρηση όταν δηλώνει: «όποιος λέει «εγώ αγαπώ τον Θεό» και μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης. Πραγματικά, όποιος δεν αγαπά τον αδελφό του που τον βλέπει, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό που δεν τον βλέπει». (Α’ Ιωαν.4,20). Υπογραμμίζεται ο αχώριστος δεσμός μεταξύ της αγάπης του Θεού και της αγάπης του πλησίον.
Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα ξεκινώντας από την ενδόμυχη συνάντηση με το Θεό, μια συνάντηση που έγινε κοινωνίας θελήσεως φθάνοντας μέχρι να αγγίξει το αίσθημα. Τότε μαθαίνω να κοιτάζω αυτό το άλλο πρόσωπο όχι πια μονάχα με τα δικά μου μάτια και τα δικά μου αισθήματα, αλλά σύμφωνα με την προοπτική του Ιησού Χριστού.. Κοιτάζω τον άλλο με τα μάτια του Θεού. Αγάπη του Θεού Και αγάπη του πλησίον είναι αχώριστες, είναι μια μοναδική εντολή. Αλλά και οι δύο ζουν κάτω από την αγάπη που προέρχεται από το Θεό, ο οποίος πρώτος μας αγάπησε. Η αγάπη αυξάνεται διαμέσου της αγάπης.
«Όταν βλέπεις την αγάπη (κάριτας) βλέπεις την Αγία Τριάδα» έγραψε ο Άγιος Αυγουστίνος. Πραγματικά, το Πνεύμα είναι η εσωτερική εκείνη δύναμη, η οποία εναρμονίζει την καρδιά όσων πιστεύουν με την καρδιά του Χριστού και τους υποκινεί να αγαπούν τους αδελφούς τους, όπως Εκείνος τους αγάπησε, όταν έσκυψε για να πλύνει τα πόδια των μαθητών του και προπάντων όταν πρόσφερε τη ζωή του για όλους.
Γι αυτό αγάπη είναι η εξυπηρέτηση, που η Εκκλησία αναπτύσσει, για να ανταποκρίνεται σταθερά στον πόνο και στις ανάγκες, ακόμη και τις υλικές των ανθρώπων.
Η αγάπη του πλησίον, ριζωμένη στην αγάπη του Θεού, είναι πριν απ’ όλα ένα καθήκον για κάθε πιστό, αλλά είναι και ένα καθήκον για όλη την εκκλησιαστική κοινότητα, και σε όλα τα επίπεδά της: από τη μικρή κοινότητα της τοπικής Εκκλησίας, μέχρι την παγκόσμια Εκκλησία στην ολότητά της. Φυσικό επακόλουθο αυτής της αρχής είναι ότι η αγάπη έχει ανάγκη και της διοργανώσεως της, ως προϋπόθεση για μια τακτική κοινοτική εξυπηρέτηση.
α) Η εσωτερική φύση της Εκκλησίας εκφράζεται σε τρία καθήκοντα: στη διάδοση του Λόγου του Θεού (κήρυγμα – μαρτυρία), στην τέλεση των Ιερών Μυστηρίων (Θεία Λατρεία) και στην εξυπηρέτηση της αγάπης (διακονία). Είναι καθήκοντα που προϋποθέτουν αμοιβαία το ένα το άλλο και δεν μπορούν να χωρισθούν το ένα από το άλλο. Η έμπρακτη αγάπη δεν είναι για την Εκκλησία ένα είδος κοινωνικής συμπαραστάσεως, που θα μπορούσε να ανατεθεί στους άλλους, αλλά ανήκει στη φύση της, είναι και έκφραση της ίδιας της φύσεως της, την οποία δεν μπορεί να αρνηθεί.
β) Η Εκκλησία είναι η οικογένεια του Θεού μέσα στον κόσμο. Μέσα σ’ αυτήν την οικογένεια κανείς δεν πρέπει να υποφέρει από τη στέρηση των απαραιτήτων. Ταυτόχρονα όμως η «κάριτας – αγάπη» ξεπερνά τα σύνορα της Εκκλησίας. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη παραμένει ως κριτήριο και μέτρο, επιβάλλει την παγκοσμιότητα της αγάπης, η οποία στρέφεται στον άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη και τον συναντούμε «κατά τύχη» (πρβλ. Λκ. 10, 31), όποιος και αν είναι αυτός. Αναγνωρίζοντας αυτή την παγκοσμιότητα της εντολής της αγάπης, πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι υπάρχει μια ανάγκη ειδικά εκκλησιολογική, η ανάγκη ακριβώς ότι μέσα στην ίδια την Εκκλησία επειδή είναι οικογένεια, κανένα μέλος της δεν πρέπει να υποφέρει βρισκόμενο σε ανάγκη. Με αυτό το νόημα ισχύει ο λόγος της προς Γαλάτες Επιστολής: «Όσο έχουμε λοιπόν ακόμα την ευκαιρία, ας κάνουμε το καλό σε όλους και κυρίως σ όσους έχουν την ίδια πίστη μ’ εμάς (Γαλ. 6, 10).
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ «ΚΑΡΙΤΑΣ»
Ήδη από τον 19ο αιώνα υποκινήθηκε μια αντίρρηση κατά της φιλανθρωπικής δραστηριότητας της Εκκλησίας, η οποία αντίρρηση αναπτύχθηκε επίμονα προπάντων από τη μαρξιστική σκέψη.
Οι φτωχοί λέγεται δεν έχουν ανάγκη από έργα φιλανθρωπίας, αλλά από δικαιοσύνη. Τα έργα της αγάπης (οι ελεημοσύνες) στην πραγματικότητα είναι ένας τρόπος για τους πλούσιους, να αποφύγουν την εδραίωση της δικαιοσύνης και να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, διατηρώντας τις δικές τους θέσεις και καταπατώντας τα δικαιώματα των φτωχών. Αντί να συμβάλλουμε με τα ιδιωτικά έργα φιλανθρωπίας στη διατήρηση των σημερινοί συνθηκών ζωής, θα έπρεπε να δημιουργήσουμε μια δίκαιη τάξη, όπου όλοι να λαβαίνουν το μερίδιο τους από τα αγαθά του κόσμου και επομένως να μην έχουν πια ανάγκη από τα έργα φιλανθρωπίας.
Η κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας βασίζει τα επιχειρήματα της στη λογική και στο φυσικό δίκαιο, ξεκινά δηλαδή από αυτό που είναι σύμφωνο με τη φύση κάθε ανθρώπου. Και γνωρίζει ότι δεν είναι καθήκον της Εκκλησίας να δίνει πολιτικό κύρος σ’ αυτήν την διδασκαλία: η Εκκλησία θέλει να εξυπηρετήσει στη διαμόρφωση της συνειδήσεως μέσα στην πολιτική ζωή, και να συμβάλει ώστε να αυξάνεται η αντίληψη των αληθινών απαιτήσεων της δικαιοσύνης και συγχρόνως να μεγαλώνει η διαθεσιμότητα των ανθρώπων να ενεργούν με βάση αυτές τις απαιτήσεις, ακόμη και όταν αυτό θα αντιτασσόταν σε καταστάσεις προσωπικών συμφερόντων. Αυτό σημαίνει ότι η ανοικοδόμηση μιας δίκαιης κοινωνικής και κρατικής τάξεως, διαμέσου της οποίας να δίνεται στον καθένα αυτό που του ανήκει, είναι ένα βασικό καθήκον, το οποίο οφείλει να το αντιμετωπίζει με νέο τρόπο κάθε γενιά. Εφόσον πρόκειται για ένα πολιτικό καθήκον, αυτό δεν μπορεί να είναι στην άμεση ευθύνη της Εκκλησίας. Επειδή όμως είναι ταυτόχρονα ένα πρωταρχικό ανθρώπινο καθήκον, η Εκκλησία, διαμέσου του εξαγνισμού της λογικής και διαμέσου της ηθικής μορφώσεως, οφείλει να προσφέρει την ειδική συμβολή της, ώστε οι απαιτήσεις της δικαιοσύνης να γίνουν κατανοητές, και να μπορούν πολιτικά να πραγματοποιηθούν.
Η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναλάβει στα χέρια της τον πολιτικό αγώνα, για να πραγματοποιήσει την όσο το δυνατό πιο δίκαιη κοινωνία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει στη θέση του Κράτους. Αλλά ούτε μπορεί και ούτε πρέπει να μείνει στα περιθώρια του αγώνα για την δικαιοσύνη. Οφείλει να ενταχθεί σ αυτόν τον αγώνα, διαμέσου της λογικής επιχειρηματολογίας, και οφείλει να αφυπνίσει τις πνευματικές δυνάμεις, χωρίς τις οποίες η δικαιοσύνη, που πάντοτε απαιτεί και θυσίες, δεν μπορεί να εδραιωθεί και να ευημερήσει. Η δίκαιη κοινωνία δεν μπορεί να είναι έργο της Εκκλησίας, αλλά πρέπει να πραγματοποιείται από την πολιτική. Ωστόσο, η Εκκλησία αυτή ενδιαφέρεται βαθιά να προσφερθεί για την δικαιοσύνη, εργαζόμενη για το άνοιγμα της διανοίας και της θελήσεως προς τις απαιτήσεις του καλού.
β) Η αγάπη – κάριτας θα είναι πάντοτε απαραίτητη, ακόμη και μέσα στην πιο δίκαιη κοινωνία. Δεν υπάρχει καμιά κρατική δίκαιη τάξη, η οποία να καθιστά περιττή την εξυπηρέτηση της αγάπης. Όποιος Θέλει να απαλλαχθεί από την αγάπη, θέλει να απαλλαχθεί από τον άνθρωπο ως άνθρωπο. Θα υπάρχει πάντοτε ο πόνος, που χρειάζεται παρηγοριά και βοήθεια. Θα υπάρχει πάντοτε η μοναξιά. Θα υπάρχουν πάντοτε και οι καταστάσεις υλικής ανάγκης, στις οποίες είναι απαραίτητη μια βοήθεια, στη γραμμή μιας συγκεκριμένης αγάπης προς τον πλησίον. Και ας θυμηθούμε και τα λόγια του Αγ.Αυγουστίνου: «Ένα κράτος που δεν εμπνέεται από δικαιοσύνη, είναι μια συμμορία ληστών».
Τοποθετήσεις επί του θέματος έγιναν από μέλη της Κάριτας Σύρου, ενώ όλοι ευχαρίστησαν θερμά τον Σεβ/τατο π.Ιωάννη Σπιτέρη για την τόσο ενδιαφέρουσα και πνευματικά εποικοδομητική ομιλία του.